Fractal

Διήγημα Fractal: “Το μαγεμένο παιχνίδι”

Του Γιώργου Γλυκοφρύδη //

 

 

Λοιπόν, πρώτα θα σας περιγράψω το πώς ξεκίνησε η ιστορία, και μετά θα σας πω τι συνέβη. Αλλιώς άκρη δεν θα βγάλουμε.

Σαν σήμερα ήταν, όπως σήμερα, που βρέχει πολύ και φυσά δαιμονισμένα.

Και που το πρωί είχε βαριά ομίχλη κι η θερμοκρασία δεν ανέβαινε πάνω από τους 5 βαθμούς Κελσίου. Κι έτσι τον είδα να έρχεται. Μια ίδια νύχτα. Αν και καιρό πριν, Χριστούγεννα δηλαδή, αλλά ίδια νύχτα. Όπως τον είδα να έρχεται. Ανάμεσα στις 03 με 04 ξημέρωμα. Πότε μπήκε, από πού μπήκε, πότε άνοιξε την πόρτα, πότε την έκλεισε, δεν κατάλαβα. Αλλά τον είδα. Λες και άναψε μπρος από το παράθυρο ήταν. Αλλά όχι απ’ έξω, από μέσα, μέσα στο σαλόνι ήταν, αλλά πώς, δεν ξέρω. Ένας Θεός ξέρει, ίσως.

Έσταζε ολόκληρος όπως στεκόταν εκεί δίπλα στα φωτιστικά της βιβλιοθήκης. Μάλλον είχε βρει όλη την βροχή στο δρόμο του. Μια πλεχτή κουκούλα κάλυπτε το κεφάλι του δεμένη με κουμπιά. Κι ένα παχύ ρούχο σαν κάπα βοσκού έντυνε το σώμα του.

Έβγαλε την κουκούλα και την ξεκούμπωσε και κάθισε στην καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, απέναντί μου. Διέκρινα κάτι σαν παντελόνι σε βαθύ πράσινο χρώμα, και μπότες με σκοινιά. Γιατί αυτά τα χοντρά πράγματα κορδόνια δεν τα έλεγες. Μάλλον λεπτοί κάβοι ήταν, είναι το σωστό. Μιας που οι γάμπες του, όπως ανέβαιναν περιτυλιγμένες με τους κάβους, έστω και μέσα από το παντελόνι, ή ό,τι με παντελόνι έμοιαζε, φαινόταν να μπορούν να στηρίξουν καράβι μόλις χτισμένο.

Ξεζώθηκε και μια δερμάτινη τσάντα που είχε περασμένη σαν αντάρτικο φυσεκλίκι, κι αφού την τίναξε δυνατά κι όλη η κουζίνα μύρισε ποτισμένο από την βαριά βροχή δέρμα, στριφογύρισε την πλάτη του μια δεξιά και μια αριστερά, κάνοντας όλα τα κόκαλά της να τρίξουν ως γυμνασμένες κλειδώσεις χορευτή.

Μαλλιά κατάμαυρα και πυκνά. Τι διάολο; 18 χρονών ήταν; Μάτια από μέλι, πυκνό κι αυτό, βαρύ. Υγρό καφέ με κεχριμπάρι με στάλες αέρα μέσα. Με πράσινο στεφάνι. Και με το χαμόγελο του Θεού. Λογικά, έτσι πρέπει να χαμογελούσε ο Θεός. Είτε όταν ανέβηκε στον Σταυρό, είτε μετά, είτε πριν, είτε κατά την διάρκεια, είτε όποτε. Ο Θεός χρόνο δεν έχει, άλλωστε.

Έβγαλα τα γυαλιά μου και τα καθάρισα. Τον είχα καταλάβει. Άλλωστε η ύπαρξή μου είχε γίνει ένα σύνολο γαλήνης και ειρήνης. Αν άνοιγα τις παλάμες μου ανάποδα να κοιτούν τον ουρανό, στο ξύλινο τραπέζι επάνω, πιθανολογώ πως θα έβγαιναν απτά κομμάτια εύπλαστης αγάπης. «Βολέψου… Μην στριμώχνεσαι. Δεν είναι και κανείς εδώ. Βολέψου.» του είπα και τον είδα να βγάζει εκείνο το χοντρό μάλλινο ρούχο το σαν κάπα βοσκού από πλέξη ζώου.

Δευτερόλεπτα μετά δυο τεράστιες λευκές φτερούγες ξεδίπλωσαν πίσω από την πλάτη του κι απλώθηκαν αγγίζοντας όλο τον χώρο. Από την οροφή ως το δάπεδο. Και ξεφτισμένες και φαγωμένες στα τελειώματά τους. Ξεφύσησε με μια θορυβώδη ανάσα ανακούφισης, «Ω! Σ’ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ…»

Δεν ήταν αυτό που κάποιος θα ονόμαζε γεροδεμένος, αλλά όχι κι έτοιμος να πέσει κάτω από την αδυναμία. Νεανικό σώμα φαινόταν ή όπως και να έχει χωρίς σημάδια χρόνου. Ναι, ναι. Αυτό ήταν. Χωρίς σημάδια χρόνου.

Έσκυψε κι έβγαλε ένα διπλωμένο κομμάτι πανί από την τσάντα, παχύ πολύ από τις φορές που ήταν διπλωμένο, και πάλευε να το ανοίξει και να το κλείσει ξανά ή κάτι να το κάνει, τέλος πάντων, κι άνοιγε τα χέρια του σε πλήρη έκταση μπας και το κατάφερνε, κι ενώ τα φτερά βρόνταγαν δεξιά κι αριστερά κι έτοιμα ήταν να σκορπίσουν χάμω όλο το περιεχόμενο των κοντινών ραφιών, δεν το έφερνε βόλτα.

«Ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο…» του είπα.

Σταμάτησε. «Χωρίς λόγο; Τι λες;»

«Λέω πως ταλαιπωρείσαι χωρίς λόγο. Άφησέ με να σε βοηθήσω.»

Ξανάπιασε δουλειά. «Πρέπει να το καρφώσουμε και στον τοίχο.»

«Τι;»

Άφησε το πανί να κυλιστεί κάτω. «Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; Σε παρακαλώ.»

«Νερό; Όσο θέλεις.» Πήγα ως την βρύση κι επέστρεψα. «Ορίστε.»

Ήπιε όλο το μεγάλο ποτήρι χωρίς ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ. Την δροσιά του να ’χεις. Είσαι καλός άνθρωπος. Σ’ αγαπά ο Θεός. Να το ξέρεις.»

Κάθισα πάλι. «Κουβαλά αρμύρα η βροχή. Πολύ. Πάντα. Από την θάλασσα. Τι να γίνει. Θα σ’ άφηνα χωρίς νερό;» Σηκώθηκα. Άρχισα να μαζεύω το πανί. Τυλιχτό. «Πειράζει που το τυλίγω; Τι είναι, δα; Της Αγίας Τράπεζας ριχτάρι;»

Γέλασε πολύ. «Να σε βοηθήσω να το καρφώσουμε.»

«Να με βοηθήσεις.» Σηκώθηκα.

Η ώρα πήγαινε 05. Αλλά είχε ακόμη ένα δίωρο μέχρι να φέρει φως η μέρα. Τα φτερά του κουβαλούσαν την πνιγηρή υγρασία της ομίχλης των υψηλών νεφών. Και τα τίναζε συχνά αν και προσεκτικά πολύ. Αλλά δεν του είπα τίποτε. Αν και το νερό τον είχε συνεφέρει, δεν φαινόταν να έχει όσες δυνάμεις πιθανολογούσα να έχει.

Τον σταμάτησα μετά το τελευταίο καρφί. «Θέλεις να καθίσεις; Να φας κάτι; Λίγο κρέας, ψωμί, ό,τι θέλεις… Θα σε δυναμώσουν αυτά.»

Χαμογέλασε. «Α! Ναι! Σ’ ευχαριστώ και πάλι…»

Καθίσαμε. Έκοβε κομμάτια παστό κρέας με τυρί αλμυρό φρέσκο. Και ψωμί σε μπουκιές μεγάλες.

Έκανα πως έτρωγα κι εγώ. Πιο πολύ για παρέα. «Όταν με το καλό τελειώσεις το φαγητό σου να μου πεις τι είναι αυτό το πανί εκεί στον τοίχο.»

Το κοίταξε. «Σε ωραία θέση το βάλαμε, πάντως. Όταν έρθει ο ήλιος το πρωί θα έχει φως πάνω του, πολύ. Όλο το φως θα το έχει. Οπότε θα μπορείς να σχεδιάσεις. Ή και να ζωγραφίσεις. Ό,τι προτιμάς.»

«Τι να ζωγραφίσω;»

«Μια σημαία.»

«Τι;»

«Μια σημαία.»

«Μία σημαία; Τι σημαία;»

«Της πατρίδας σου.»

«Της πατρίδας μου;»

«Ε, ναι. Πατρίδα δεν έχεις;»

«Ναι…»

«Ε, αυτήν.»

Έκανα τον σταυρό μου. «Έλα Παναγία μου…»

«Μην Την καλείς Αυτήν για πλάκα!»

Τον κοίταξα έντονα. «Δεν Την κάλεσα για πλάκα! Ποιον να καλούσα; Τι αινίγματα είναι αυτά; Και στο κάτω κάτω, πώς θα ζωγραφίσω μια σημαία; Έτσι; Κανονικά αν θέλεις να ζωγραφίσεις μια σημαία πρέπει να ξέρεις και τι τραγούδι θα πεις. Πώς, έτσι άντε;»

Γέλασε έντονα. «Σου είπα εγώ να μην τραγουδήσεις;»

Σκούπισα πάλι τα γυαλιά μου. Κοίταξα κάτω το δάπεδο. Σήκωσα ξανά το κεφάλι μου και τον είδα να σκουπίζει το στόμα του και ν’ ακουμπά πίσω στην καρέκλα χορτασμένος. Τα φτερά του έτριξαν όπως δίπλωσαν πάνω στην ξύλινη πλάτη του καθίσματος. «Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι κόκκινο κρασί; Σε παρακαλώ.»

«Κρασί; Όσο θέλεις.» Πήγα ως το ράφι κι έπιασα ένα μπουκάλι. Γέμισα ένα ποτήρι κι επέστρεψα. «Ορίστε.»

Το ήπιε όλο χωρίς ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ. Την ευτυχία του να ’χεις. Είσαι καλός άνθρωπος. Σ’ αγαπά ο Θεός. Να το ξέρεις.»

Κάθισα πάλι. Τον κοίταξα. Δεν είπα τίποτε.

Έδειξε το παράθυρο. «Κοίτα, έρχεται ο ήλιος όπου να ’ναι.»

Ανασηκώθηκα. «Δίκιο έχεις… Πέρασε κι η ώρα, δεν το πήρα είδηση.»

«Δεν πειράζει. Ο χρόνος δεν και τόσο σημαντικός όσο λένε. Να σου φέρω τα πινέλα…»

«Ναι, βεβαίως και να μου φέρεις τα πινέλα.»

Κάμποσες ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τις κουρτίνες κι έφτασαν ως τον τοίχο με το καρφωμένο πανί.

Πήγα ως το πανί και στάθηκα μπροστά του. «Γιατί να μην το αφήσω λευκό;»

Με κοίταξε έντονα. «Δεν ήρθα ως εδώ για τόσο εύκολες λύσεις! Για όνομα του Θεού! Κάνε μια προσευχή στο κάτω κάτω… Ζήτα Του να σου πει την πατρίδα σου! Εκείνος θα την ξέρει. Όσο να πεις.» Και χαμογέλασε.

Κατέβασα το κεφάλι. Το σήκωσα ξανά. Στράφηκα στον άγγελο. «Σε ποια γλώσσα να κάνω την προσευχή;»

Γέλασε βραχνά. «Μα τι ’ναι αυτά που ρωτάς; Στης πατρίδας σου.» Σηκώθηκε. «Ξέχασα να σου φέρω τα χρώματα…» Επέστρεψε με τρεις μικρούς κουβάδες. «Ορίστε…»

Κοίταξα προσεκτικά το υγρό χρώμα του κάθε μικρού κουβά. «Τι είναι αυτό; Τρία χρώματα; Κόκκινο, κίτρινο, και μπλε;»

«Γιατί; Υπάρχουν κι άλλα; Αυτά τα τρία είναι. Όσα θέλεις φτιάχνεις μ’ αυτά. Ανακάτεψέ τα και φτιάξε.»

Έσκυψα πάλι κάτω αλλά άγγιξα το πανί με το χέρι μου. Ως εικονοστάσι λευκό να χωράει όλες τις προσευχές του κόσμου. Και είπα την προσευχή από μέσα μου. Μουρμούριζα όμως. Αυτό είναι σίγουρο. Γιατί ήταν μελωδική η προσευχή. Μουρμούριζα την μελωδία της.

Ο κόσμος φλεγόταν και κανείς δεν μπορούσε να με σώσει παρά μόνο εσύ.

Πόσο παράξενο το τι μπορεί να καταφέρει η επιθυμία στους τρελούς.

Ποτέ δεν ονειρεύτηκα πως θα συναντούσα κάποια σαν εσένα. Και ποτέ δεν ονειρεύτηκα πως θα έχανα κάποια σαν εσένα.

Όχι δεν θέλω να ερωτευτώ. Δεν θέλω να βυθιστώ στην αγάπη. Δεν θέλω. (Λένε, πως αυτό το κορίτσι θα σου ραγίσει την καρδιά.)

Μ’ εσένα, δεν θέλω.

Ποιο μαγικό παιχνίδι έπαιξες και μ’ έκανες να νιώθω έτσι.

Πόσο μαγικό να είναι να μ’ αφήνεις να σε ονειρεύομαι.

Πόσο μαγεμένο να είναι να μου λες πως ποτέ σου δεν έχεις νιώσει έτσι.

Ο κόσμος φλεγόταν και κανείς δεν μπορούσε να με σώσει παρά μόνο εσύ.

Κανείς δεν αγαπά κανέναν.

Μόλις σταμάτησα να μουρμουρίζω κοίταξα τον άγγελο. «Τι είναι;»

Με κοιτούσε με μάτια διάπλατα. «Τι είναι αυτό που τραγουδάς; !»

«Γιατί;»

«Τι γιατί! Αυτό είναι τραγούδι της πατρίδας σου;»

Γέλασα λίγο. «Τι θέλεις; Κάποιον εθνικό ύμνο;»

«Δε θα ήταν κακή ιδέα, αλλά τουλάχιστον το τραγούδι να ήταν της πατρίδας σου!»

Κάθισα  κάτω οκλαδόν κι άρχισα ν’ ανακατεύω το μπλε χρώμα με το πινέλο. «Εσύ δε μου είπες να κάνω μια προσευχή και να Τον ρωτήσω ποια είναι η πατρίδα μου;»

«Ναι, ναι… Και λοιπόν;»

«Και λοιπόν μου είπε πως πατρίδα μου είναι όπου ραγίζει η καρδιά μου.»

Δίπλωσε τα φτερά του άτσαλα κι έφυγε για την κουζίνα. «Δε λέει τέτοια πράγματα Αυτός… Άιντε…»

«Πες μου εσύ τότε αφού ξέρεις τι λέει Εκείνος!»

Τον άκουσα να επιστρέφει με γρήγορα βήματα. Στάθηκε από επάνω μου. «Δε πιάνεις να βάλεις καμιά πινελιά λέω εγώ…»

Μάζεψα τα πινέλα και καπάκωσα τα χρώματα εκτός από το κόκκινο. «Μαύρο δεν έχεις;»

«Γιατί; Θες να πετύχεις το κόκκινο του αίματος;»

Αυτό είναι το κακό με τους αγγέλους. Διαβάζουν τη σκέψη. «Ναι.»

«Τράβα μια χαρακιά στο μπράτσο σου να δεις το αίμα και μετά φτιάξε το… Μαύρο όχι δεν έχω.»

Ο Χριστός κι η Παναγία…

Ο άγγελος ξεφώνισε. «Τι σου είπα!»

Σηκώθηκα όρθιος. «Μα δε μου λες, δεν έχεις ακούσει ποτέ ανθρώπους να μιλούν;»

«Ναι, βέβαια, εκατομμύρια φορές. Ε, και; Λάθος μιλούν όλοι. Λες κι Εκείνος είναι κάποιο είδος γραφείου εξυπηρέτησης…»

«Συγχώρησέ μας.»

«Αυτό κάνω.» είπε κι έφυγε ξανά.

Γύρισα στο πανί. Το κοιτούσα. Ανακάτεψα λίγο το κόκκινο. Τον άκουσα να έρχεται πάλι. Στάθηκε από πάνω μου ξανά. «Ξέρεις, έχω μια ιδέα.»

«Σε ακούω.»

«Κάνε μια ευχή. Είναι ευκολότερο. Ζωγράφισε μια ευχή ή μην την ζωγραφίσεις. Κάνε την, όμως. Μπορεί να σε οδηγήσει στην πατρίδα σου.»

Οπότε εκείνη την θυμήθηκα άμεσα. Μάλλον, δεν την θυμήθηκα· την ένιωσα ν’ ανάβει. Ως παλιός φανοστάτης αερίου. Μ’ εκείνον τον απαλό, θαμπό, υπόλευκο ήχο, που μετά πασχίζει να γίνει όσο φωτεινότερος μπορεί. Γιατί συνήθως γύρω του επικρατεί ομίχλη. Υγρή συμπαγής. Και θέλησα να της πω, να την ρωτήσω «Στις 200 ημέρες που ήσουν εκεί πάνω, κάποια από τις νύχτες σου, με σκέφτηκες; Σε κάποιο από τα 3200 ξημερώματά σου, πέρασα από το μυαλό σου; Ή έστω, σε κάποιο αφημένο βλέμμα σου εκεί στον θόλο, είτε σύννεφα κι ωκεανούς θαυμάζοντας είτε τον πράσινο κυματισμό κάποιου aurora borealis, μήπως εμφανίστηκε το πρόσωπό μου να σε κοιτάζει χαμηλά; Αυτό εύχομαι, χαμόγελό μου, αυτό εύχομαι, να διαπέρασα το μυαλό σου έστω για ένα δευτερόλεπτο, έστω ως άγνωστο ουράνιο σώμα απ’ αυτά τα τόσο συνηθισμένα…»

Άξαφνα κοίταξα τον άγγελο που στεκόταν από πάνω μου. «Τι έγινε;»

Μου χαμογέλασε. «Τι να γίνει; Ποια είναι αυτή;»

Κάθισα οκλαδόν και τον κοίταξα από χαμηλά με τεντωμένο το λαιμό μου, γιατί ήταν που ήταν ψηλός, τώρα φαινόταν ανδριάντας. «Τι με ρωτάς; Ποια είναι; Εδώ διαβάζεις την σκέψη και με ρωτάς ποια είναι;»

«Δίκαιο αυτό που λες.»

«Οπότε;»

«Οπότε ναι· ένιωσε πολλά για εσένα η αστροναύτης. Και σε θυμήθηκε πολλές φορές, μη νομίζεις, και σε σκέφτηκε συχνά γελώντας μέσα της τρυφερά…»

Κατάπια κι έβηξα γιατί το να τον κοιτώ συνεχώς έτσι με τον λαιμό τεντωμένο, και να του μιλώ κιόλας, με δυσκόλευε. «Αλλά;»

«Αλλά αυτοί εκεί είναι στρατιώτες, άνθρωπε. Είναι κι επιστήμονες. Εκτός από στρατιώτες. Είναι κι αθλητές. Ταυτόχρονα…»

«Ενώ εγώ, ε;»

«Είναι κι άλλοι που είναι και τραγουδιστές κιόλας! Μαζί με όλα τ’ άλλα!» συνέχισε μην δίνοντας καμία σημασία στην ερώτησή μου. «Κι υπάρχουν κι ένα δύο που έχουν γράψει και μυθιστορήματα!» ολοκλήρωσε και γέλασε πολύ.

Άρχισα να στεναχωριέμαι. Κατέβασα το κεφάλι. Κοιτούσα το πάτωμα.

«Ενώ εσύ δεν ξέρεις καν ποια είναι η πατρίδα σου! Φτωχέ μου!»

Η στεναχώρια έγινε θλίψη. Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω.

Κενό. Στη θέση του δεν ήταν κανείς. Δεν υπήρχε κανείς εκεί από πάνω μου.

Πετάχτηκα όρθιος. Στράφηκα να δω το καρφωμένο πανί. Δεν υπήρχε κανένα καρφωμένο πανί. Μόνο ήλιος που είχε φωτίσει όλο τον τοίχο.

Πήγα μέχρι την κουζίνα. Δεν υπήρχε κανένα ρούχο του. Καμία τσάντα του. Καμία μυρωδιά ταγγισμένου δέρματος από τη βροχή.

Γύρισα στο σαλόνι και αφέθηκα να πέσω στον καναπέ. Χαμογελούσα.

Άκουσα την κλήση Skype να βουίζει από το μικρό γραφείο κοντά στην μπαλκονόπορτα. Σηκώθηκα άτσαλα και βημάτισα γρήγορα ως εκεί και κάθισα στην πολυθρόνα κι απάντησα στην κλήση και την είδα να εμφανίζεται με πλατύ χαμόγελο. Πίσω της, το ολόλευκο εξαιρετικά ακατάστατο περιβάλλον του Διαστημικού Σταθμού. Με δεκάδες καλώδια και μηχανήματα ολούθε και ολόγυρα. Δύο από τους υπόλοιπους του πληρώματος πέρασαν πλέοντας και σταμάτησαν και με χαιρέτησαν.

Τους χαιρέτησα κι εγώ.

Έφυγαν.

Εκείνη μου μίλησε πρώτη. «Καλημέρα…»

«Καλημέρα πολύ…»

«Πώς πάει εκεί στην πατρίδα;»

«Εσύ πώς πας εκεί, πες μου…»

Ο χώρος πίσω της είχε αδειάσει από ανθρώπους. Έμεινε μόνο το πανταχού παρόν πλήθος των δεκάδων μηχανημάτων. Μου έκανε έναν κουρασμένο μορφασμό. «Πολύ δουλειά.»

«Κοιμάσαι καλά;»

«Ναι, ναι… Μια χαρά… Μου λείπεις.»

Έβαλα το χέρι μου στο στόμα. Χαμογελούσα όμως. Ήμουν γεμάτος ευτυχία. Δεν μίλησα.

«Δε μου είπες όμως πώς πάει εκεί στην πατρίδα.»

Έβγαλα το χέρι μου από το στόμα. «Η πατρίδα μου είσαι εσύ.» της είπα. Κι έπιασα την οθόνη και με τα δύο χέρια δεξιά κι αριστερά.

Άνοιξε την παλάμη της και την κόλλησε στην κάμερά της και η οθόνη μου γέμισε με το χέρι της και τα δάχτυλά της. Πίσω το πρόσωπό της. Και το χαμόγελό της.

Κι είχε διάρκεια αυτό. Ούτ’ εγώ μιλούσα ούτε εκείνη. Μόνο το βούισμα του Διαστημικού Σταθμού.

Τράβηξε το χέρι της. Αναστέναξε. «Πόση ησυχία… Μερικές φορές έχει τρομαχτική ησυχία εδώ… Εκεί; Πώς είναι εκεί;»

«Περπατούν άγγελοι γύρω όταν έχει τόση ησυχία. Το ξέρεις αυτό, δε το ξέρεις;»

«Μου λείπεις.»

 

Γιώργος Γλυκοφρύδης

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top