Fractal

Σπονδυλωτή ιστορία: “Το κουκουνάρι”

Της Ράνιας Παπακώστα // *

 

Ένα ποίημα για όλες τις εποχές

 

 

Φθινόπωρο:

Η Μαρία επέστρεφε αργά το απόγευμα στο σπίτι, μετά από μία δύσκολη μέρα στην δουλειά. Περπατώντας είχε το κεφάλι σκυμμένο, σαν να μην την αφορούσε τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν γύρω της

Τα μαλλιά της ήταν υγρά από την βροχή

Σήκωσε μόνο μια στιγμή τα μάτια για να βρει την στάση του αστικού

Μια μοτοσικλέτα πέρασε μαρσάροντας δυνατά από δίπλα της

Την οδηγούσε ένας νεαρός που κουβαλούσε κάτω από την μασχάλη του ένα ξύλινο κουτί

Ο ήχος την τάραξε

Της πήρε μόνο μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει ότι δεν θα ξαναδεί τον ξάδερφό της

Κάποια κοπέλα ντυμένη στα λευκά περίμενε το λεωφορείο

Η Μαρία στάθηκε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. H σκια του χανόταν στο μαύρο της νύχτας, που είχε αρχίσει να απλώνεται πάνω από την πόλη

Έσκυψε ξανά το κεφάλι

Η κοπέλα στα λευκά την πλησίασε αργά

Αυτό είναι για σένα, της είπε και της έδωσε ένα κουκουνάρι, να θυμάσαι πως ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν να χάνουν το χρώμα τους, υπάρχει ομορφιά στον κόσμο, αρκεί να την αναζητήσεις

Η Μαρία δέχτηκε σαστισμένη το δώρο της άγνωστης

Πριν προλάβει να την ευχαριστήσει, εκείνη είχε εξαφανιστεί

Κρατώντας το κουκουνάρι σαν φυλαχτό, μπήκε στο λεωφορείο

Αν την ρωτήσεις τώρα, δεν θυμάται καν το πρόσωπο της νεαρής ξένης

Μόνο τα λόγια της

Το κουκουνάρι βρίσκεται από τότε πάνω στο καφέ κομοδίνο, στην δεξιά πλευρά δίπλα από το κρεβάτι της.

#

 

Καλοκαίρι:

Ο Κώστας ήταν χαμένος στα σοκάκια της φτωχικής συνοικίας στα δυτικά της πόλης

Είχε παρκάρει το μηχανάκι αρκετά μακριά, γιατί η περιοχή ήταν κακόφημη και φοβόταν για μια ενδεχόμενη κλοπή

Βρισκόταν στον δρόμο από το πρωί και είχε αρχίσει να κουράζεται, ενώ χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό του

Κάθε μέρα έπρεπε να διανύσει πολλά χιλιόμετρα για την δουλειά του

Οι δρόμοι της συνοικίας δεν είχαν καν όνομα ή αριθμούς και αυτό έκανε την αναζήτηση της οικίας, ακόμη πιο δύσκολη

Στις αυλές των σπιτιών κρέμονταν από λεπτά σύρματα πολύχρωμα σεντόνια και ασπρόρουχα, ενώ από τις καμινάδες παχείς καπνοί ανέβαιναν στροβιλίζοντας προς τον ουρανό

Η ατμόσφαιρα μύριζε φρεσκομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό και το στομάχι του Κώστα είχε ήδη αρχίσει να διαμαρτύρεται , αφού δεν είχε βάλει κάτι στο στόμα του απ΄το πρωί

Η ώρα ήταν περασμένη και η προσπάθεια να βρει την διεύθυνση της οικίας που του είχαν δώσει από το πρακτορείο μεταφοράς, αποδεικνυόταν μάταιη

Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κανείς. Μόνο οι φωνές των μικρών παιδιών που έρχονταν από την κοντινή αλάνα έσπαγαν την σιωπή

Ο Κώστας αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα και να χαζέψει για λίγο τα παιδιά που έπαιζαν

Πλησίασε στην αλάνα και άφησε στο έδαφος δεξιά πλάι του, το ξύλινο κουτί που κρατούσε

Μπροστά του, καμιά δεκαριά αγόρια με κοντά καφέ σορτσάκια και γυμνόστηθα, έπαιζαν ποδόσφαιρο, αντικαθιστώντας την μπάλα με ένα κουκουνάρι.

#

 

Χειμώνας:

Η Βάνα περπατούσε με αργά βήματα μέσα στο σπίτι, σέρνοντας στην κυριολεξία το δεξί της πόδι

Κάποιος χτύπησε το κουδούνι

Μόλις έφτασε μπροστά από την παλιά εξώπορτα, στήριξε για λίγο το σώμα της πάνω στο χοντρό καφέ μπαστούνι και την άνοιξε με αγωνία

Ένας νεαρός που φαινόταν ταλαιπωρημένος της παρέδωσε ένα ξύλινο κουτί

Μέσα σ΄ αυτό, βρίσκονταν ανάμεσα σε πριονίδια ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι και μια καρτ ποστάλ με ευχές

Η Βάνα, με τα χρόνια να βαραίνουν στην πλάτη της, πήρε το κουτί, σήκωσε με δυσκολία το μπαστούνι της και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι

Στη μέση του σαλονιού υψωνόταν ένα καταπράσινο πλαστικό πεύκο. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, η γειτόνισσα της ηλικιωμένης την βοηθούσε να το κατεβάσουν απ΄το πατάρι.

Η Βάνα άνοιξε το ξύλινο κουτί, κι έβγαλε από μέσα ένα κουκουνάρι. Το κουκουνάρι ήταν καλυμμένο με χρυσόσκονη και από το κοτσάνι του ήταν περασμένη μια κόκκινη κορδέλα, σχηματίζοντας έναν φιόγκο

Ήταν φτιαγμένο από την εγγονή της, η οποία είχε μεταναστεύσει μόνιμα στην Αγγλία με την μητέρα της, για να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει συγγραφέας. Η μικρή της είχε υποσχεθεί ότι θα της έστελνε ένα όμορφο χειροποίητο στολίδι, τα τελευταία Χριστούγεννα που είχαν περάσει όλοι μαζί στο σπίτι.

Το κουκουνάρι θα κρεμαστεί ακριβώς στο κέντρο του δέντρου, ώστε να είναι το πρώτο πράγμα που θα δει κάποιος μόλις μπει στον χώρο, σκέφτηκε

Η Βάνα, παρόλο που εδώ και πολλά χρόνια ζούσε μόνη, πάντα στόλιζε το δέντρο τις γιορτινές μέρες, κι ας ήξερε ότι δεν περιμένει επισκέψεις.

#

 

Άνοιξη:

Ο Σωτήρης είχε τελειώσει εδώ και ώρα το σχέδιό του

Είχε ζωγραφίσει με κάρβουνο ένα κουκουνάρι

Του άρεσε να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις

Το κουκουνάρι θα ήταν μέρος της εικονογράφησης ενός παιδικού βιβλίου που θα εκδιδόταν στην Αγγλία από μια Ελληνίδα συγγραφέα

Σήκωσε ψηλά στον αέρα τα χέρια του και τα έμπλεξε σε μια προσπάθεια να τα ξεμουδιάσει

Ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. Ο Σωτήρης έπαιρνε πάντα το τσάι του στο αγαπημένο του καφέ πορσελάνινο φλιτζάνι από την Πράγα

Δίπλα στο δεξί του χέρι νιαούριζε η Χιονάτη

Ο αέρας μύριζε πασχαλιές

Από το παράθυρο του ξύλινου γραφείου του, ξεπετάγονταν αναιδώς τα μωβ άνθη

Τελείωσα με τις υποχρεώσεις μου για σήμερα, σκέφτηκε

Έκλεισε με δύναμη, μάλλον καταλάθος, το ξύλινο κουτί που αποθήκευε το κάρβουνο για τα σχέδιά του

Ώρα για έναν περίπατο στην φύση λοιπόν!

Έσπρωξε με τα χέρια τις ρόδες της αναπηρικής του πολυθρόνας προς την έξοδο του δωματίου, και βγήκε βιαστικά από την πόρτα.

 

 

 

 

* Η Ράνια Παπακώστα, είναι 30 χρονών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη Σορβόννη του Παρισιού. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top