Fractal

Παραμύθι: “Το κορίτσι με τις κοτσίδες”

Της Μαρίας Ρούσση // *

 

 

f15

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε κάτω από μια ροδιά ένα κοριτσάκι αλλιώτικο από τ’ άλλα. Είχε ροδαλό πρόσωπο, που το στόλιζαν δυο καφέ στριμωχτά ματάκια, μία μύτη γαλλική κι ένα ωραίο ζουμερούτσικο στόμα. Φορούσε ένα μωβ φόρεμα με κίτρινες πιτσιλιές και κοιμόταν σ’ ένα ψάθινο καλάθι, καμωμένο ειδικά για το σουλούπι του. Από αυτές τις πληροφορίες, βέβαια, δεν καταλαβαίνετε ακριβώς τι το αλλιώτικο είχε. Μμμ… και δίκιο έχετε. Αυτό το κοριτσάκι, λοιπόν, είχε ριζωμένες στα μαλλιά του έξι μακριές πλεχτές καστανοκόκκινες κοτσίδες. Ναι, όπως τ’ ακούσατε, και τόσο απλό όσο ακούγεται δεν είναι. Γιατί οι πλεχτές κοτσίδες όσο πήγαινε κι όλο μάκραιναν και μπλέκονταν στο δρόμο του κοριτσιού και του δυσκόλευαν το βήμα.

Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Το κορίτσι αυτό γεννήθηκε με έξι μικρά πεταχτά πλεχτά κοτσιδάκια στο κεφάλι, που κάθε φορά στα γενέθλιά του μεγάλωναν σιγά σιγά και γίνονταν μακριές κοτσίδες. Ώσπου κάποια στιγμή, έπαψε να μεγαλώνει στο πρόσωπο και στο σώμα και μάκραιναν συνέχεια μονάχα οι κοτσίδες του. Τα πράγματα και πάλι, όμως, δεν ήταν τόσο απλά. Το κορίτσι στα εικοστά του γενέθλια έπρεπε να βρει άμεσα μια λύση, καθώς αυτές μάκρυναν και πάχυναν τόσο που δεν μπορούσε να το κουνήσει πλέον ρούπι. Ούτε να κοιμηθεί δεν μπορούσε καλά καλά, αφού ήταν τόσο βαριές, που με δυσκολία προσπαθούσε να τις βγάλει έξω από το καλάθι για να χωρέσει μέσα το σώμα του.

Ένα πρωί, ξύπνησε μετά το κρώξιμο της κότας στο διπλανό κοτέτσι και το πήρε απόφαση. Έπρεπε επιτέλους να ξελύσει τις κοτσίδες του και μετά να τις κόψει για ν’ απαλλαγεί από το βάρος. Έπιασε πρώτα την ακριανή, μα τότε έγινε κάτι ανήκουστο. Η κοτσίδα άρχισε να αντιστέκεται!

«Εγώ είμαι η Ελευθερία. Δε γίνεται να με αποκόπτεις έτσι εύκολα», είπε.

«Μα θέλω απλώς να κινούμαι πιο άνετα και να χωράω στο καλάθι μου».

«Θα κοπώ μόνο αν μου υποσχεθείς πως δε θα με ξεχάσεις ποτέ ακόμα κι αν ξεριζωθώ από πάνω σου. Πως θα μ’ έχεις χαραγμένη στο μυαλό σου και μ’ εμένα οδηγό θα προχωράς».

«Είμαι μεγάλη πια. Θα σε θυμάμαι. Στο υπόσχομαι. Τόσα χρόνια μου το θύμιζες. Τώρα θα σε κόψω, μα μέσα μου θα με βαραίνεις. Πάντα ελεύθερα θα προχωρώ». Αυτά είπε και η κοτσίδα έπεσε αυτόματα γδντουπ και σκέπασε το λαμπερό γρασίδι. «Ουφ», αναστέναξε το κοριτσάκι και συνέχισε με τη δεύτερη. Μα πριν προλάβει να ξελύσει το πλέξιμο, ώστε να την κόψει μετά, άκουσε ένα ψίθυρο:

«Ψιτ, ψιτ. Ομορφούλα! Είκοσι χρόνια ζω πάνω σου. Δε θα γλιτώσεις από μένα εύκολα. Είμαι ο Φόβος. Ο Φόβος ο καλός, που όρια σου θέτει, ώστε με ασφάλεια να ζεις. Δε σ’ εγκαταλείπω ποτέ».

«Ω, αγαπημένε Φόβε. Το όριό σου θα’ χω πάντα στο κεφάλι μου. Δε χρειάζεται να σε κουβαλάω φανερά. Στο μυαλό μου θα σ’ έχω ούτως ή άλλως».

«Μη με ξεχάσεις. Χωρίς εμένα στην ελευθερία θα χαθείς».

Αυτά είπε ο καλός ο Φόβος, κι αφού λύθηκε, κρακ κόπηκε αργόσυρτα από το κεφάλι της κοπέλας και γδντουπ έπεσε στο γρασίδι.

«Επιτέλους», σκέφτηκε, μα πριν το ψελλίσει, αναρωτήθηκε τι την περίμενε στην τρίτη κοτσίδα. Μόλις πήγε να την αγγίξει, εκείνη βροντοφώναξε με καθάρια φωνή:

« Ε, όχι κι εμένα να ξελύσεις. Εγώ είμαι η Αλήθεια που πάντα τ’ αληθινά σου φανερώνω. Κανείς ποτέ δεν έζησε με ομορφιά, χωρίς εμένα συντροφιά».

«Αλήθεια μου αγαπημένη, είκοσι χρόνια με συντροφεύεις και σ’ ευχαριστώ. Μα μεγάλωσα πια και μαζί μου μεγάλωσε και η κοτσίδα σου. Μπορώ πια να σε κουβαλώ γλυκά, δίχως βάρος στα μαλλιά».

«Να είσαι συνετή και να λες μόνο αλήθειες για ν’ ακούς τα πιο αληθινά. Μη με ξεχάσεις. Χωρίς εμένα μια ζωή αυθεντική δε θα ζήσεις ξανά». Αυτά είπε η αλήθεια και σιγά σιγά η φωνή της χανόταν και μ’ ένα γδούπο γδντουπ άγγιξε το γρασίδι.

Αποκαμωμένη η κοπέλα, πριν επιχειρήσει να ξελύσει την τέταρτη κοτσίδα, της απηύθυνε το λόγο:

«Πες μου, λοιπόν, καλή μου, κι εσύ. Ποια είσαι και γιατί πρέπει να σε κρατήσω στα μαλλιά;»

«Εγώ, αγαπημένη μου, είμαι η Γνώση. Κοντά σ’ εμένα μάθαινες. Τον ήχο των ζωντανών, τη μυρωδιά των φυτών, τον απόηχο των ανθρώπων. Σε βάρυνα βέβαια λίγο, αλλά όσο μεγάλωνες, τόσο περισσότερο ήθελες να μαθαίνεις κι έτσι μεγάλωσα κι εγώ. Εσύ μ’ έθρεφες. Τι τώρα θέλεις να με διώξεις;»

«Καλή μου Γνώση, έχεις δίκιο, μα πλέον στο μυαλό μου σ’ έβαλα και ποτέ δε θα σε βγάλω. Βοήθα με, όμως, κι εσύ το δρόμο μου να βρω και χωρίς βάρος στο κεφάλι να μπορώ να προχωρώ».

Η Γνώση τα επεξεργάστηκε για λίγα λεπτά όλα τούτα και μετά άρχισε να πέφτει συνετά προς το καθαρό γρασίδι. «Αχ, τι καλά», αναστέναξε η κοπέλα ανακουφισμένη απ’ το βάρος που έπεφτε. Δεν ξεχνούσε, βέβαια, πως είχε δουλειά ακόμα. Της έμεναν καρφωμένες στο κεφάλι δύο τεράστιες πλεχτές καστανοκόκκινες κοτσίδες. Έγερνε από το βάρος τους, αλλά έδωσε στον εαυτό της κουράγιο. Τι μπορούσε να πάει στραβά πια; Ήδη ελευθερώθηκε από τις τέσσερις. Δεν έχασε, όμως, καιρό για ξεκούραση κι αμέσως άγγιξε την προτελευταία.

«Πω πω και λέγαμε θα μας άφηνες ήσυχες», ακούστηκε μια πνιχτή διπλή φωνή. «Είμαστε μαζί πλεγμένες η Δικαιοσύνη και η Ισότητα. Σε βοηθήσαμε σε όλη σου τη ζωή και θα σε βοηθάμε, όσο εσύ στις αποφάσεις σου μας αγκαλιάζεις».

«Μα δε θα σας εγκαταλείψω ποτέ. Όμως, μεγάλωσα πια. Με μάθατε πολύτιμα για τη ζωή πράγματα, μα χαραχτήκατε μέσα μου βαθιά. Δε χρειάζεται πλέον να σας κουβαλώ στα μαλλιά».

«Πάντα πεισματάρα ήσουν, μα μας άκουγες στην τελική. Θα σου κάνουμε, λοιπόν, κι εμείς τη χάρη αυτή, αρκεί με οδηγό πάντα εμάς να βαδίζεις στη ζωή».

Αυτά είπαν η Δικαιοσύνη και η Ισότητα με μια φωνή και γδντούπ καρφώθηκαν τεμπέλικα στο γρασίδι.

Τότε, το ροδαλό μας κοριτσάκι απέμεινε με μια πλεχτή κοτσίδα στα μαλλιά. Ανάσανε πολύ βαθιά, κάθισε στο γρασίδι κι επιτέλους άρχισε να γελά ξανά και ξανά και να γεμίζει τη φύση με ήχους και χρώματα. Τι καλά! Τώρα που κατάφερε να βάλει τις «κοτσίδες» στο κεφάλι του βαθιά, δέχτηκαν κι αυτές να την ελευθερώσουν από το βάρος στα μαλλιά. Αχ, και μια μόνο έμεινε για να απαλλαγεί από κάθε βάρος μια για πάντα. Σηκώθηκε τότε με χαρά και πήγε να σκουντήξει την τελευταία πλεχτή κοτσίδα.

«Ει, εσύ! Θα με βοηθήσεις;»

Τότε συνέβη, όμως, κάτι που δεν το είχε υπολογίσει. Η τελευταία κοτσίδα δεν έβγαζε ούτε τον παραμικρό ψίθυρο. Αντίθετα, όσο το κορίτσι ζητούσε βοήθεια, η κοτσίδα αυτή γεννούσε κι άλλες χρωματιστές τρίχες, που μπλέκονταν μεταξύ τους ολοένα και περισσότερο. Κι όσο αυτό φώναζε: «Μα δε με λυπάστε;», οι τρίχες αυτές φύτρωναν και τρύπωναν ρυθμικά η μία μέσα στην άλλη. Κι όταν το κοριτσάκι σώπασε και κάθισε στο γρασίδι αποκαμωμένο, άκουσε την πιο μελωδική φωνή που είχε ακούσει μέχρι τότε. Τρόμαξε να το πιστέψει πως μπορούσε ποτέ να υπάρχει μια τόσο ελκυστική φωνή.

« Εγώ θα σε συντροφεύω για πάντα. Δεσμούς θα φτιάχνω ξανά και ξανά, δε θα σ’ αφήνω να περπατάς ποτέ στην ερημιά. Τώρα που άκουσες η Αγάπη πως ηχεί, είθε η κοτσίδα αυτή παντοτινά να σ’ οδηγεί». Αυτά είπε η κοτσίδα και χόρεψε ανάλαφρη σχηματίζοντας κυματισμούς στον αέρα. Το κοριτσάκι έχασκε μπροστά σ’ αυτή τη μελωδία, αυτή την κίνηση, αυτή την αύρα, που ξεσήκωσε τη φύση όλη. Για ώρα, ώρα πολλή, τα βουνά αντηχούσαν χαρά, το γρασίδι, τα δέντρα, τα λουλούδια χόρευαν απ’ το αεράκι που φυσούσε. Τα πουλιά κελαηδούσαν όλα μαζί το πιο ωραίο τους ρεπερτόριο κι όλα τα ζώα έκαναν έναν τεράστιο κύκλο και χόρευαν ασταμάτητα κι ευτυχισμένα.

Το κορίτσι κατάλαβε, λοιπόν, πως η Αγάπη είχε μια δύναμη απερίγραπτη, που δε θα μπορούσε να την αναλύσει ακόμη κι αν προσπαθούσε πολύ. Έτσι, λοιπόν, χαμογέλασε πλατιά, χάιδεψε την κοτσίδα και χαρούμενο για την παντοτινή του σύντροφο ξάπλωσε να ξαποστάσει στο ψάθινο καλάθι κάτω από τη ροδιά.

Μα η Αγάπη μετά την εμφάνισή της αυτή, έγινε αόρατη κι άρχισε να συντροφεύει σιωπηλά του κοριτσιού μας την ψυχή. Και αυτό το αλλιώτικο ροδαλό κοριτσάκι, χωρίς φανερές κοτσίδες πια, έμεινε να προχωράει ρυθμικά στου κόσμου τη σιγαλιά.

Άραγε, να φυλάει μέσα του βαθιά τα πολύτιμα λόγια της κάθε κοτσίδας; Να θυμάται το χορό που έστησε η Αγάπη μπροστά στα μάτια του ή μήπως να πιστεύει πως αυτό ήταν το πιο ωραίο όνειρο;

 

 

 

* H Μαρία Ρούσση σπούδασε στο Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης και αγαπά τη δημιουργία, το χορό, το ταξίδι, το θέατρο, «το μοίρασμα» και τους ανθρώπους.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top