Fractal

“Το Κοράλλι” από κείμενα και από ζωγραφιές, του Ντίνου Παπασπύρου

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

Ο εικαστικός Ντίνος Παπασπύρου

 

Όλα τα θαύματα συμβαίνουν πίσω απ’ την κλειστή πόρτα. Το Κοράλλι δεν είναι στολίδι θαλασσινό, δεν είναι μυστικό χαμένο στους ωκεανούς, ψυχή που ξεστράτισε. Είναι ο κόσμος που ζει και αναπνέει στην Θεσσαλονίκη του Ντίνου Παπασπύρου. Στο βάθος ζει μια αυλή και πιο πέρα λυπημένα φώτα θεάτρου. Ένας τόπος που υπάρχει μονάχα στις παραλογές. Μωσαϊκό και μια ιδέα κατακόκκινη θάλασσα. Μ’ ανθρώπους σαν τους γονιούς μας να κοιτούν από το βάθος ενός δρόμου.

Έτσι σμίγει η ζωγραφική με όλες τις τέχνες. Οι άνθρωποι που ζουν, εκείνοι που θυμούνται έχουν χρώματα. Αρχή απαραβίαστη στο έργο του Βορειοελλαδίτη συγγραφέα. Μετά από μια διαγώνιο τροχιά, πάντα σ’ ακμή, κρατά εντός του, βιβλίο πελασγικό , τη μνήμη της πόλης που τον έθρεψε. Η λαϊκή μυθολογία, η πιο απλή, η πιο ταπεινή είναι και η μόνη που υπάρχει σ’ αυτόν τον γιορτινό κόσμο. Ο Παπασπύρου με μάτια φανάρια που είδαν πια το αφανέρωτο, ανασύρει φωτογραφίες. Βρίσκει ρούχα γιορτής μες στο κλειστό ερμάρι.

Υποθέτω πως η εποχή μας το ‘χει βάλει σημάδι να τελειώνει με τις μνήμες. Στη Θεσσαλονίκη του καινούριου αιώνα, τα συνεργεία βιαστικά σφραγίζουν τάφους, πηγάδια, μικρά ακροκέραμα χαμένα μες στη σιωπή που πεθαίνουν για πάντα. Οι χρόνοι που χρησιμοποιούνται είναι ενεστώτες και λαμπεροί μέλλοντες. Η πιο αισιόδοξη προοπτική βλέπει μερικά εκθέματα στους κεντρικότερους σταθμούς. Βιτρίνες δηλαδή και έπειτα σκοτάδι και σταθερή τροχιά. Σαν τις πόλεις μας ένα πράγμα που γερνούν με τη μεθυστική τους γοητεία ανίκητη και με  κήπους σκοτεινούς, απροσπέλαστους.

Προτού φανεί το ξημέρωμα η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα θα λέγονται κοσμοπόλεις. Αυτές οι φωτογραφίες που κοσμούν το λεύκωμα της ζωής και της τέχνης του ζωγράφου κρατούν μέσα τους το μυστικό και το αμετάφραστο που καμιά κριτική δεν θα φτάσει, έτσι αλλόκοτα που ζει δεμένη στη λογική. Ο Γιώργος Χειμωνάς ψιθύρισε στον άνεμο πως η μνήμη λέγεται και υπάρχει με τα μάτια. Στους αλησμόνητους εξώστες του ζωγράφου ανάβουν οι φωτισμοί της ζωής του. Οι λεπτομέρειες  ανακτούν καινούρια χρώματα, τραγουδούν αλλιώτικους στίχους, φωνές πουλιών στο πρώτο κλάμα του πρωινού. Κατακόκκινα γράμματα, σκηνές απ’ την παλλόμενη τοιχοποιία του τόπου και του αισθήματος.

Υπάρχουν παλιές ζωγραφιές που ζουν εδώ και εκεί μες στο έργο του. Σπάνιες αλήθειες, όπως το τίναγμα ενός χαρταετού, με τον ίδιο νευρικό τρόπο που διασώζεται στο ύφος του Γ. Σκαρίμπα και στο μεγάλο πορτραίτο του τοπίου της Ύδρας. Κάτι φανερώνεται, κάτι σχετικό με το είδος της συγγένειας που τόσο άκομψα και μ’ απρέπεια απέναντι στο ιδιωτικό αναζητούμε. Ένας οξυδερκής και καταρτισμένος νους μπορεί να ανακαλύψει μια σειρά τρυφερότητες, άλλους κώδικες και γλώσσες για το πώς και το γιατί μιας ζωγραφιάς.

Η χαρά όμως και η ζωντάνια του κόσμου που ζει βαθιά μέσα μας συνιστά ένα παράδειγμα αλλιώτικο. Πρόκειται για τον τρόπο που εφευρίσκει η τέχνη να γεννιέται καινούρια  μες στο μοιραίο και μες στο καθημερινό. Τον τρόπο που επινοεί για να εκφράσει εκείνο που ο Οδυσσέας Ελύτης περιέγραψε ως άρρητο. Ψηφίδες και ακρυλικά και μεμιάς διαγράφονται οι χάρτες του πιο δικού μας, του πιο μυστικού μας ταξιδιού. Η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου αν κάτι μας δίδαξε, αυτό αφορά την ευλογία να προικίζουμε κόσμους με ψυχή, να αρθρώνουμε σύμπαντα απ’ το μικρό και απ’ το τίποτε.

Γι’ αυτό, η Μπιάνκα εργάζεται στο μπαρ Κοράλλι. Χυτά, ξανθά μαλλιά και βλέμμα του μοιραίου, του επικίνδυνου. Αργά τη νύχτα χορεύει στην πίστα, παλιές μιλόνγκες, λαϊκές κιθάρες πλανεύουν την ατμόσφαιρα. Η Μπιάνκα έφθασε στην πόλη μας μ’ ένα μοναχικό καράβι. Την κέρδισαν τα φώτα του θεάτρου.  Κάποιον αγαπούσε, κάποιον περίμενε. Μα, ξανά. Όταν χόρευε όλοι πονούσαν και υπέμεναν στην ιδέα  πως μπορεί να είναι μονάχα τραγούδι η Μπιάνκα, δικό τους, στη χαρά και τη λύπη. Τ’ αερικό.

Το Κοράλλι έχει καθρέφτες, μπαρόκ, χάλκινα φώτα, μικρούς, βυζαντινούς εξώστες, πεδία θεατρικά. Παντού η φωτογραφία της, μια σταγόνα ομορφιάς μες στο ναυάγιο. Η Μπιάνκα σου είναι ένα σπασμένο κρίνο, θλιμμένο εικονοστάσι στην άκρη του κόσμου. Ριψοκίνδυνη, μετέωρη σαν πέρασμα ακροβατών στο κρεσέντο της μουσικής, ίλιγγος που χάνεται μαζί με την εποχή της. 

‘Το Κοράλλι ερωτικά θα κλείσει τον κύκλο του. Η Μπιάνκα ίσως χάνεται, ίσως ακολουθεί κάποιον απ’ τους θιάσους που περνούν τακτικά. Όσοι την ερωτεύτηκαν τη θυμούνται και την αγαπούν πια σαν μια Μαρία του Χιονιού. Τ’ αλλοτινό Κοράλλι δεν είναι τίποτε περισσότερο πια από ένα συνοικιακό μαγαζί στο τέλος του δρόμου με μπαρόκ, χάλκινα φώτα. Τοπίο ενός ζωγράφου. Ίσως το φόντο μιας ιστορίας ασήμαντης γεμάτης αστεία και αθώα περιπέτεια.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top