Fractal

“Το κόκκινο μπουφάν” – Διήγημα της Εύας Στάμου

 

d4

 

Άνοιξε την πόρτα του ταξί και με το σακίδιο στον ώμο προχώρησε στην εντυπωσιακή είσοδο του Alexandra Hotel, αφήνοντας τον Γκράχαμ να πληρώσει τον νεαρό οδηγό που τους έφερε από τον Πειραιά, με τα λεφτά που του είχε δώσει ο Διοικητής ακριβώς γι αυτό τον σκοπό. Το ξενοδοχείο ήταν κυριλέ. Στο κέντρο της Αθήνας με θέα στην Ακρόπολη, άνετα δωμάτια και king size κρεβάτι. Δεν μπορεί να πει ότι δεν τους πρόσεχε το Βρετανικό Ναυτικό.

 

hero2

 

Αναρωτήθηκε πότε θα έφταναν οι υπόλοιποι. Του άρεσε η συντροφιά του Σκωτσέζου, – ήσυχος τύπος, διακριτικός, έβλεπε την αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Περνούσαν καλά μαζί, ήταν άνθρωποι με λίγες απαιτήσεις, ικανοποιούνταν από τα απλά, καθημερινά πράγματα: μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, ένα ωραίο γεύμα. Δεν ίσχυε το ίδιο για όλους τους άντρες που αποτελούσαν το πλήρωμα του ναυαγοσωστικού. Υπήρχαν ανάμεσά τους μερικά σκληρά καρύδια κι ένας ή δυο τύποι που δεν δίσταζαν να καταφύγουν στο μπούλινγκ προκειμένου να περάσει το δικό τους.

Έμειναν για λίγο στο λόμπυ κουβεντιάζοντας. Ύστερα ο Γκράχαμ είπε ότι πάει να πάρει έναν υπνάκο κι ο Άντριου ανέβηκε στην ταράτσα του ξενοδοχείου.

Κάθισε στο μπαρ κάτω απ’ τον ζεστό ήλιο του Ιουνίου και παράγγειλε έναν παγωμένο καφέ. Αμέσως φούντωσε μέσα του η επιθυμία για τσιγάρο. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν ζητούσε από κάποιον — οι Έλληνες απολάμβαναν να καπνίζουν και χαιρόντουσαν να κερνούν τσιγάρα δεξιά κι αριστερά — αλλά στην ιδέα ότι οποιοσδήποτε από το πλήρωμα μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά μπροστά του και να τον συλλάβει να φουμάρει, κλείδωσε την σκέψη στο μυαλό του. Δεν είναι ότι το κάπνισμα απαγορευόταν αλλά τους είχαν συστήσει εμφατικά να το αποφεύγουν ώστε να διατηρούνται σε άριστη φυσική κατάσταση και να προβάλουν μια αξιοπρεπή εικόνα. Ο Διοικητής δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα σε αρνητικά σχόλια που θα αμαύρωναν το απαιτητικό, ανθρωπιστικό έργο που εδώ και μήνες πρόσφερε το Ναυτικό τους στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου.

Και το αλκοόλ απαγορευόταν στο πλοίο. Αν κάποιος ήθελε μια παγωμένη μπίρα θα έπρεπε να εξασφαλίσει άδεια, να κατέβει στην στεριά και να διασχίσει την μεγάλη απόσταση από τον Ναύσταθμο ως το Λακί, να βρεθεί ανάμεσα σε ντόπιους, πληρώματα άλλων πλοίων, μετανάστες και πρόσφυγες που θα του έπιαναν την κουβέντα, θα προσπαθούσαν να αποσπάσουν από αυτόν πληροφορίες και λεφτά ή να του πουλήσουν κάτι.

Η πρώτη παγωμένη γουλιά καφεΐνης χαλάρωσε το κορμί του και τού φέρε μιαν απρόσμενη αισιοδοξία, την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Το μυαλό του άδειασε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στον ήλιο και στο ανακουφιστικό αεράκι, νιώθοντας ευγνώμων για τη στιγμή. Από την ώρα που είχε βρεθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του διασώστη, μέτραγε την ευτυχία, στάλα στάλα. Και την έβρισκε συνήθως στα μικρά πράγματα, σε αυτά που με κάποιον τρόπο συνδύαζαν την ικανοποίηση των αισθήσεων και της ψυχής: στις αγκαλιές του μικρού ανιψιού του, τα αστεία και τα πειράγματα που αντάλλασαν με τους άλλους άντρες στο τέλος μιας εξαντλητικής βάρδιας, τους απογευματινούς περιπάτους στο δάσος του Τάτον Παρκ, τα παθιασμένα φιλιά της Τζένιφερ κάθε που έφτανε στο αεροδρόμιο του Μάντσεστερ.

Στο άκουσμα αγγλικών τον έπιασε ανησυχία. Γύρισε να βεβαιωθεί αν επρόκειτο για τους άντρες του πληρώματος, κι αισθάνθηκε ανακούφιση όταν είδε μια οικογένεια Βρετανών να πλησιάζει, τους γονείς και τρία παιδιά που γελούσαν και μιλούσαν δυνατά δείχνοντας απλά ευτυχισμένοι. Αύριο κιόλας θα επέστρεφε στον σκοτεινό ουρανό και τις χαμηλές θερμοκρασίες της πατρίδας του. Θα του έπαιρνε λίγες μόλις ώρες να συνηθίσει την καπαρντίνα, τη ζεστή σούπα στην τοπική παμπ, το απογευματινό τσάι που ετοίμαζε μόλις γύριζε από το σχολείο η Τζένιφερ, τις συζητήσεις,- πανομοιότυπες μέσα στα χρόνια-, για το διαρκές φθινόπωρο που ζούσαν και για το αν φέτος θα τους έκανε κανονικό καλοκαίρι.

Θα πέρναγε τις επόμενες δεκαπέντε μέρες στην πατρίδα, άπραγος. Κι ύστερα θα επέστρεφε στη Λέρο, στις βραδινές περιπολίες, την επαγρύπνηση ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, την καθημερινή τριβή με άντρες ταλαιπωρημένους, οξύθυμους νησιώτες, κι όλους αυτούς τους απελπισμένους πρόσφυγες με τα πυρετικά μάτια.

Παρά την κόπωση, τις απογοητεύσεις, τον πόνο που τον διαπερνούσε κάθε φορά που αντίκριζε ένα ακόμη άψυχο σώμα να επιπλέει στα σκοτεινά νερά, είχε καταφέρει να μην χάσει το μυαλό του, όπως κάποιοι άλλοι. Είχε παραμείνει ψύχραιμος, δυνατός, «προσηλωμένος στο ανθρωπιστικό έργο», όπως του είχε τονίσει η ξανθιά ψυχολόγος που ερχόταν κάθε δεκαπέντε μέρες από την Αθήνα για αξιολόγηση. «Είσαστε ήρωες». Πόσες φορές δεν είχε ακούσει τους τελευταίους μήνες αυτή τη φράση από τον Διοικητή, την ψυχολόγο, την Τζένιφερ, την μάνα του, τα φιλαράκια στην παμπ.

Τελείωσε τον καφέ, πλήρωσε και κατέβηκε από τον όγδοο όροφο στο δωμάτιό του στον τρίτο. Είχε σχεδόν δύο ώρες στη διάθεσή του πριν το ραντεβού με τους συναδέλφους του. Έκανε ντους, ξυρίστηκε, άλλαξε ρούχα. Αποφάσισε να κατέβει στο λόμπι – του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο ή ίσως να μην άντεχε την μοναξιά. Άραξε σ’ έναν καναπέ απέναντι από την είσοδο κι αφέθηκε να παρατηρεί τον κόσμο.

Η ματιά του ακολούθησε υπνωτισμένη μια νεαρή με μίνι που διέσχισε την είσοδο με αυτοπεποίθηση και τον κοίταξε έντονα για δευτερόλεπτα. Στράφηκε αντανακλαστικά πίσω του, να καταλάβει από πού ερχόταν ένας περίεργος ήχος, κάτι ανάμεσα σε κλάμα και βογγητό. Και τότε το είδε. Ήταν μόνο του, παρατημένο στη μέση του πουθενά, αβοήθητο, παγιδευμένο στο κόκκινο σωσίβιο που κάποιος είχε δέσει στο κορμάκι του αδέξια. Πετάχτηκε και κινήθηκε προς το μέρος του, η καρδιά του έτοιμη να αποδράσει από το στήθος. Πλησίασε και στάθηκε πάνω από το παιδάκι, έτοιμος να το τραβήξει από τον θολό βυθό, να το κρύψει στην αγκαλιά του — και τότε ξαφνικά κατάλαβε, έκανε ένα βήμα πίσω, ύστερα ακόμα ένα, έψαξε τον χώρο για μάρτυρες. Είδε μια μικροκαμωμένη μελαχρινή να μιλάει με τον ρεσεψιονίστα και να ρίχνει που και που καμιά ματιά προς το μέρος του αγοριού.

Απομακρύνθηκε βιαστικά να μην παρεξηγηθεί. Το κόκκινο μπουφάν έφταιγε, τυλιγμένο στο παιδικό σωματάκι, καλοκαιριάτικα. Στηρίχτηκε στο σταντ με τις εφημερίδες, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ακόμα κι ένας ήρωας, σκέφτηκε με αυτοσαρκασμό, θα μπορούσε να μπερδέψει τον γκρίζο καναπέ με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και το μπουφάν ενός παιδιού για σωσίβιο.

 

 

stamou_eva* Η Εύα Στάμου είναι Δρ Ψυχολογίας, αρθρογράφος στο Protagon και την Athens Voice, και συγγραφέας των λογοτεχνικών έργων Ελιγμοί (Οδός Πανός, 2004),Ντεκαφεϊνέ (Οδός Πανός, 2005), Μεσημβρινές συνευρέσεις (Μελάνι, 2009),Εθισμός (Μελάνι, 2011), των δοκιμίων Ageing and Female Identity in Midlife(Scholar’s Press, 2013). Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας (Gutenberg, 2014). Πρόσφατο μυθιστόρημα «Η εκδρομή» από τις εκδόσεις «Αρμός».

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top