Fractal

«Το κλεμμένο γράμμα». Μια ακόμα σύντομη ιστορία του Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Έντγκαρ Άλλαν Πόε, “Το κλεμμένο γράμμα”. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Εκδόσεις Ερατώ. 2017

 

Επαναλαμβάνοντας τους ρόλους τους που είχαμε γνωρίσει από τους ‘φόνους της Οδού Μοργκ’, ο Ωγκύστ Ντυπέν και ο φίλος του, ο ανώνυμος αφηγητής και ετούτης της σύντομης ιστορίας μυστηρίου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε,  εμφανίζονται να κάθονται σε μια μικρή αίθουσα βιβλιοθήκης στην περιοχή του Σαιν Ζερμαίν των Παρισίων, σιωπηλοί, καπνίζοντας και εξετάζοντας αναδρομικά κάποιες μικρές λεπτομέρειες στις δύο  προηγούμενες υποθέσεις του Ντυπέν, τις γνωστές  μας δολοφονίες της Οδού Μοργκ  και το θάνατο της Μαρί Ροζέ. Αίφνης, λοιπόν, ο επικεφαλής της παρισινής αστυνομίας, κ. Ζ., εισέρχεται στο διαμέρισμα αυτό για να ζητήσει τη γνώμη του Ντυπέν  για μια υπόθεση άκρως εμπιστευτική που τον βασανίζει, αν και αρνείται να το πράξει στο σκοτάδι του δωματίου επειδή κάτι τέτοιο είναι πέρα από την κατανόησή του και ως εκ τούτου παράδοξο, παρά την αντίθετη βεβαίως  γνώμη του Ντυπέν. Περιγράφει την καινούργια υπόθεση ως σχετικά απλή, αλλά αινιγματική, ενώ την ίδια στιγμή αγνοεί την πρόταση του Ντυπέν  ότι ίσως αυτή ακριβώς η απλότητα να είναι εκείνο το στοιχείο που συγχέει την αστυνομία και δεν την αφήνει να κατευθυνθεί σε σωστή λύση. Σύμφωνα με τον Ζ., μια επιστολή κλάπηκε από τα βασιλικά διαμερίσματα και η αστυνομία γνωρίζει ότι ο κλέφτης θα τη χρησιμοποιήσει για εκβιασμό. Η επιστολή ανήκει σε μια κυρία η οποία αναγκάστηκε να την τοποθετήσει βιαστικά σε ένα τραπέζι όταν το πρόσωπο από το οποίο ήθελε να κρύψει το μυστικό μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ο Υπουργός Ντ., ο οποίος εισήλθε, είδε και ερμήνευσε σωστά το περιεχόμενο της επιστολής, το πήρε και έπειτα τοποθέτησε ένα γράμμα παρόμοιας εμφάνισης δίπλα του πριν αποσπάσει την επιστολή και απομακρυνθεί. Η κυρία είδε την αντικατάσταση, αλλά δεν μπόρεσε να επισημάνει την πράξη εξαιτίας της παρουσίας του τρίτου προσώπου, το οποίο δεν παρατήρησε τίποτα. Έκτοτε, ο Ντ. χρησιμοποίησε την κατοχή της επιστολής  για πολιτικό εκβιασμό και επειδή η κυρία δεν είναι σε θέση να ανακτήσει δημόσια την επιστολή, ζήτησε από την αστυνομία να την ανεύρει γι’ αυτήν. Ο αφηγητής σημειώνει ότι ο υπουργός πρέπει να έχει ακόμα την επιστολή, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έχανε τη δύναμή του για περαιτέρω εκβιασμό, αλλά η αστυνομία δεν μπόρεσε να την εντοπίσει, παρά το γεγονός ότι διερεύνησε διεξοδικά τα διαμερίσματά του. Ο Ντ. , ισχυρίζεται, μάλλον δεν μπορεί να έχει στην κατοχή του την επιστολή, αφού η αστυνομία τον έχει ήδη ψάξει δύο φορές.

Ο Ντυπέν παρατηρεί ότι ο υπουργός δεν μπορεί να είναι τόσο ανόητος, παρ’ όλο που ο αστυνομικός διευθυντής  κατακρίνει τον άνθρωπο και ως  ποιητή, ταυτόχρονα,  και επομένως, κατά την άποψη του αστυνομικού, η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη. Ο αφηγητής ρωτάει τον αστυνομικό για τη μέθοδο έρευνας της αστυνομίας και εκείνος εξηγεί πόσο διεξοδικά έχουν ψάξει το διαμέρισμα, ιδιαίτερα επειδή η ανταμοιβή για την ανεύρεση και ανάκτηση της επιστολής είναι τόσο υψηλή. Ο αφηγητής συμφωνεί με τον αστυνομικό διευθυντή ότι το γράμμα δεν πρέπει να βρίσκεται στο διαμέρισμα του υπουργού, αλλά ο Ντυπέν  ζητά από τον αστυνομικό, Ζ., να ψάξει επισταμένως ξανά. Ένα μήνα αργότερα ο αστυνομικός επιστρέφει, αφού δεν βρήκε τίποτα σε δεύτερη έρευνα, και αναφέρει ότι προσφέρει αμοιβή πενήντα χιλιάδων φράγκων, καθώς η ανάκτηση της επιστολής έχει αποκτήσει πια όλο και μεγαλύτερη σημασία.

Ο Ντυπέν λέει στον αστυνομικό να του υπογράψει το  τσεκ και εκείνος  έκπληκτος το πράττει, κι’ ύστερα προς μεγάλη του έκπληξη παίρνει το γράμμα από τον Ντυπέν και απομακρύνεται από το διαμέρισμα. Ο αφηγητής είναι σαφής και ολιγόλογος: ‘…Ο φίλος μου το κοίταξε προσεκτικά και το φύλαξε στο πορτοφόλι του, ύστερα ξεκλείδωσε το μικρό γραφειάκι, πήρε από μέσα ένα γράμμα και το πρόσφερε στο διευθυντή της Αστυνομίας’, ο οποίος χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, έφυγε!

Ο Ντυπέν εξηγεί στον αφηγητή ότι η αστυνομία ήταν πολύ εξειδικευμένη, αλλά ότι η υπόθεση δεν ήταν κατάλληλη για κάποιον… μη ευφάνταστο. Ταυτόχρονα, αναφέρει το παράδειγμα ενός μαθητή που ήταν ιδιαίτερα εξειδικευμένος σε ένα παιχνίδι εικασίας, που αποκαλούσε μονά-ζυγά,  στο οποίο δηλαδή έπρεπε να μαντέψει αν ο αντίπαλός του είχε ένα μονό ή ζυγό αριθμό από μπίλιες, και στον οποίο στοιχημάτισε μια μπίλια  ανά παιχνίδι. Ο μαθητής κέρδιζε επειδή μπορούσε να μιμηθεί τη λογική του αντιπάλου του, μιμούμενος το πρόσωπο του άλλου αγοριού, για να δει πως η έκφραση τον οδηγούσε να σκεφτεί. Η αστυνομία σκέφτεται μόνο πως ότι  πιστεύει αυτή  είναι η καλύτερη τακτική  και δεν εξετάζει τις σκέψεις του Υπουργού.  Ο Ντυπέν σημειώνει ότι ο αστυνομικός πιστεύει ότι ο υπουργός Ντ. είναι ανόητος. Ωστόσο, ο Ντ. είναι επίσης μαθηματικός και μπορεί έτσι να συνδυάσει τη δημιουργικότητα και τη λογική. Σύμφωνα με τον Ντυπέν, ενώ οι συνήθεις μαθηματικοί δεν έχουν τη φαντασία και θα είχαν αποκρύψει την επιστολή μακρυά από  εκεί όπου θα έψαχνε ένας αστυνομικός, ο υπουργός πρόβλεψε την πιθανή οδό και διαδικασία έρευνας και επέλεξε μια εναλλακτική διαδρομή.

Ο Ντυπέν προσφέρει το παράδειγμα ενός παιχνιδιού στο οποίο κάποιος προσπαθεί να μαντέψει το σημείο σε έναν χάρτη το οποίο σκέπτεται ο άλλος. Ένας αρχάριος θα επιλέξει ένα σκοτεινό και με μικρά γράμματα όνομα, αλλά ένας εξειδικευμένος παίκτης θα επιλέξει ένα πολύ προεξέχον και φανταχτερό όνομα, γνωρίζοντας ότι το άλλο πρόσωπο θα απορρίψει τέτοια ονόματα επειδή είναι ακριβώς πολύ προφανή. Ο αστυνομικός διευθυντής, διασαφηνίζει,  δεν καταλαβαίνει αυτό το σκεπτικό, αλλά ο Ντυπέν μπαίνει στον νου του υπουργού και συνειδητοποιεί ότι ο υπουργός θα αποφάσιζε να κρύψει την επιστολή στον πιο πασιφανή τόπο. Αφού κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα για το γράμμα, ο Ντυπέν επισκέπτεται το διαμέρισμα του Ντ. φορώντας πράσινα γυαλιά που κρύβουν το γεγονός ότι κοιτάζει γύρω από το διαμέρισμα. Εκεί ανακαλύπτει διάφορες κάρτες επισκέψεων και ένα γράμμα που έχει σχιστεί και μεταβληθεί σε εμφάνιση το οποίο κρέμεται απρόσεκτα από ένα ράφι στο τζάκι. Ο Ντ. φαίνεται πως έβαλε το γράμμα σε κοινή θέα αφού το γύρισε προς τα έξω, κάνοντάς το να φαίνεται άχρηστο χαρτί. Ο Ντυπέν απομνημονεύει την εμφάνιση της επιστολής, ενώ μιλάει με τον Υπουργό και αφήνει μια χρυσή ταμπακιέρα  στο δωμάτιο. Το επόμενο πρωί επιστρέφει εκεί με το πρόσχημα  ότι είχε ξεχάσει το συγκεκριμένο αντικείμενο και όταν ο Ντ. βγαίνει στο παράθυρό του για να παρατηρήσει μια φασαρία που περιελάβανε πυροβολισμούς οι οποίοι προηγουμένως ενορχηστρώθηκαν καταλλήλως  από τον Ντυπέν, ο τελευταίος  αντικαθιστά την επιστολή με ένα ψεύτικο άλλο χαρτί που δημιούργησε την προηγούμενη  νύχτα   και  επιστρέφει αμέσως πίσω στο σπίτι.

Ο αφηγητής ρωτά γιατί ο Ντυπέν δεν έκλεψε απλώς  την επιστολή χωρίς να τοποθετήσει άλλη στη θέση της. Ο Ντυπέν απαντά ότι ο Ντ. θα μπορούσε να ήταν αρκετά απελπισμένος ώστε οι βοηθοί του θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Επιπρόσθετα, σημειώνει ότι μετά από ενάμισι έτος υποταγής στον εκβιασμό του Υπουργού, η κυρία θα είχε τώρα το πάνω χέρι. Προβλέπει ότι ο Ντ. σύντομα θα έρθει σε αμηχανία και θα προκαλέσει την πολιτική του πτώση, αλλά δεν λυπάται για τον άνθρωπο, επειδή ο Ντ. είναι ‘… monstrum horrendum, ένας   άνθρωπος με μεγαλοφυία, μα χωρίς αρετές’ που κάποτε έκανε στον Ντυπέν ένα αδίκημα και το οποίο  ο Ντυπέν υποσχέθηκε να επιστρέψει με το ίδιο νόμισμα.

Ο Ντυπέν παραδέχεται ότι θα ήθελε να μάθει τις σκέψεις του ανθρώπου που του είχε χαλάσει τα σχέδια, όταν ανοίγει το γράμμα για να διαβάσει ένα απόσπασμα από την τραγωδία ‘Ατρέας’ του Προσπέρ Ζολιό ντε Κρεμπιγιόν, το οποίο, σε μετάφραση, έχει ως εξής:

Ένα σχέδιο τόσο φονικό.

Αν δεν αξίζει στον Ατρέα, αξίζει στον Θυέστη.

 

 

Να σημειώσουμε, ειρήσθω εν παρόδω, ότι το παραπάνω απόσπασμα αφορά τον τρόπο εκδίκησης του βασιλιά Ατρέα των Μυκηνών στον αδελφό του, Θυέστη. Ο τελευταίος ξελόγιασε την γυναίκα του βασιλιά Ατρέα, ο οποίος στη συνέχεια τον εκδικήθηκε με το να σκοτώσει τους γιούς του και να τους προσφέρει ακολούθως ως δείπνο στον πατέρα τους, τον Θυέστη. Ο Ντυπέν γνωρίζει φυσικά ότι ο υπουργός Ντ. θα  αναγνωρίσει πως ο Ντυπέν έχει πάρει πλέον την εκδίκησή του!

Ενώ η έρευνα του Ντυπέν στους ‘φόνους της οδού Μοργκ’ (The Murders in the Rue Morgue) δημιούργησε τη βασική μορφή για ένα κλασσικό μυστήριο, το ‘Κλεμμένο γράμμα’ (The Purloined Letter) παίρνει μια εντελώς διαφορετική διαδρομή για να περιγράψει και τονίσει τις μεθόδους του Ντυπέν για τη σκέψη και τη χρήση της δημιουργικότητας  τοποθετώντας τον εαυτό του στο μυαλό ενός εγκληματία. Η υπόθεση παρά τις όποιες επιπόλαιες ασάφειες, είναι σαφής στο ότι ο κλέφτης και οι λεπτομέρειες του εγκλήματος είναι απολύτως προφανείς, αλλά αυτό που δεν είναι σαφές είναι πώς να καταστρατηγήσουμε την τακτική του κλέφτη και να επιστρέψουμε την επιστολή στον νόμιμο ιδιοκτήτη του. Η ιστορία δείχνει πολύ περισσότερο τον χαρακτήρα του αστυνομικού, ο οποίος εμφανίστηκε δυσαρεστημένος και ντροπιασμένος στο τέλος της πρώτης αστυνομικής  ιστορίας με τον  Ντυπέν. Ως εκ τούτου, η αφήγηση περιλαμβάνει δύο βασικούς χαρακτήρες, τον αφηγητή και τον αστυνομικό διευθυντή, οι οποίοι χρησιμεύουν ως βασικό δομικό υλικό για τον Ντυπέν, ενώ οι ομοιότητες του Υπουργού με τον Ντυπέν προωθούν την έννοια του διπλού εαυτού που υπάρχουν  σε πολλές από τις ιστορίες του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Με την ενέργειά του, τα προφανή συναισθήματα και την έλλειψη διορατικότητας, ο αστυνομικός βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με την πιο ήρεμη και πιο αναλυτική προσέγγιση του Ντυπέν για την επίλυση υποθέσεων μυστηρίου.  Το κύριο λάθος του είναι ότι δεν καταλαβαίνει πως το κλειδί για την επίλυση μιας υπόθεσης είναι να σκεφτεί κανείς με έναν τρόπο που να προσεγγίζει με επιτυχία την γενικότερη νοοτροπία του εγκληματία. Αντίθετα, καταφεύγει στην προσπάθεια να βρει όλο και πιο έξυπνους τρόπους που θα είχε επιλέξει προσωπικά να κρύψει την επιστολή, ενώ έψαχνε να βρει  απαντήσεις που, όμως, απέχουν όλο και περισσότερο από τη σωστή λύση. Είτε η περίπτωση είναι θλιβερή και περίεργη όσο στο ‘The Murders in the Rue Morgue’ ή απλή και έξυπνη όπως στην περίπτωση αυτή, ο κ. Ντ. Αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να αναζητήσει  τη βοήθεια του Ντυπέν λόγω της συνεχούς και σταθερής αδυναμίας του να φανταστεί τις μυστικές γωνιές στις ψυχές των άλλων ανθρώπων.  Ο αφηγητής βρίσκεται κοντύτερα  στην οπτική γωνία του Ντυπέν και είναι πιο διατεθειμένος να σκέφτεται όπως εκείνος, αλλά δεν έχει ενστερνισθεί την αντίληψη που θα του επιτρέψει να αιτιολογήσει την υπόθεση και έτσι καθίσταται και αυτός κάτι σαν υποκατάστατο  του αναγνώστη. Επειδή ο αφηγητής γράφει σε πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνει και το ρόλο της μετάδοσης και της ερμηνείας της λάμψης του Ντυπέν  σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο.

Η σύγκρουση μεταξύ του αστυνομικού και του Ντυπέν, αποκαλύπτει την αντίθετη ιδιοσυγκρασία τους, αλλά είναι επίσης μια πηγή χιούμορ, καθώς ο Ντυπέν συνεχώς αλλά με εκπληκτικό τρόπο  δίνει  μικρά, ειρωνικά και έξυπνα χτυπήματα στον αστυνομικό, τον οποίο η ιστορία οδηγεί και αναδεικνύει συνεχώς σε σχετικό ψυχικά μειονεκτικό χαρακτήρα. Όταν ο  αστυνομικός εξηγεί ότι ο ιδιοκτήτης της επιστολής ήρθε σε επαφή με την παρισινή αστυνομία για να την βοηθήσει να την ανακτήσει, ο Ντυπέν παραδέχτηκε σαρκαστικά ότι πρέπει να αντικατοπτρίζει την νοημοσύνη του αστυνομικού, την οποία ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται, την αδυναμία του δηλαδή  να κατανοήσει τις σκέψεις κάποιου άλλου, αλλά και τη δική του, γιατί όχι, τακτική. Αργότερα, ο αστυνομικός διευθυντής απορρίπτει τον υπουργό γιατί είναι ποιητής και επομένως  ανόητος, αλλά ο Ντυπέν σημειώνει κωμικά  ότι είναι κι’ αυτός, επίσης, κάτι… σαν ποιητής. Η κατάσταση είναι διασκεδαστική επειδή ο αστυνομικός αγνοεί ή παρακάμπτει εντελώς το γεγονός ότι η δημιουργικότητα ενός ποιητή είναι το χαρακτηριστικό που επιτρέπει σε κάποιον να σκέφτεται σαν  ένας Ντυπέν. Από την άλλη πλευρά του χάσματος, μεταξύ του μη αντιληπτού και του αναλυτικού λόγου, βρίσκεται ο Υπουργός Ντ. ο οποίος ίσως είναι το ισοδύναμο του Ντυπέν στην κατανόηση του ανθρώπινου νου. Η έννοια του alter ego εμφανίζεται συχνά στις σύντομες ιστορίες του Πόε, και ο Υπουργός Ντ. λειτουργεί ως η ποινική περισσότερο εκδοχή του Ντυπέν, ενός ανθρώπου που ενεργεί γενικώς από την πλευρά του ισχύοντος νόμου.

Στην ψεύτικη επιστολή που αφήνει ο Ντυπέν για τον υπουργό, παρέχει ένα απόσπασμα για δύο Έλληνες αδελφούς από τη μυθολογία, τον Ατρέα και τον Θυέστη.  Ο Θυέστης, όπως είπαμε, διαπράττει τη μοιχεία με τη σύζυγο του Ατρέα και, σε εκδίκηση, ο Ατρέας σκοτώνει και μαγειρεύει τους γιους του Θυέστη πριν τους προσφέρει τροφή στον αδελφό του. Το απόσπασμα υποδηλώνει ότι παρ’ όλο που ο Ατρέας διέπραξε ένα μεγάλο πράγματι λάθος και ατόπημα, ο Θυέστης ήταν περισσότερο υπαίτιος και υπεύθυνος επειδή εκείνος ξεκίνησε την έχθρα και την έριδα μεταξύ τους. Το παράδειγμα βεβαίως είναι από κάθε πλευρά ακραίο, αλλά ο Ντυπέν παρ’ όλα αυτά φέρνει το παράθεμα για να εξηγήσει ότι παρ’ όλο που ο Ντυπέν  μπορεί να έκλεψε την επιστολή, ο υπουργός ήταν εκείνος που διέπραξε το πρώτο αδίκημα. Παρ’ όλη τη συζήτηση σχετικά με την τύχη της επιστολής στο ‘Κλεμμένο γράμμα’,  η επιστολή αυτή καθ’ εαυτή είναι απλώς μια λογοτεχνική συσκευή γύρω από την οποία ο Πόε κατασκευάζει ένα πνευματικό λογοτεχνικό παιχνίδι. Το περιεχόμενο της επιστολής και οι συνέπειές της στην πολιτική σφαίρα δεν περιλαμβάνονται στο σενάριο, επειδή η εν λόγω πλοκή δεν τις χρειάζεται και κάθε άλλο αντικείμενο θα το εξυπηρετούσε εξ’ ίσου καλά. Σημειωτέον, όταν ο Ντυπέν βρίσκει τελικά την επιστολή, ο υπουργός την τοποθετεί απρόσεκτα σε ένα ράφι που κρέμεται από το τζάκι, αφού τη διπλώσει προς τα έξω και την  κάνει να φαίνεται ασήμαντη. Ο τρόπος της απόκρυψης του γράμματος είναι εξαιρετικά σημαντικός για τους σκοπούς της ιστορίας, αλλά η ασήμαντη εμφάνισή του αντανακλά τη σχετική σημασία του στο μικρό ετούτο μυθιστόρημα του Πόε. Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ειρωνικό ότι μετά από όλη τη φασαρία γύρω από το κλεμμένο γράμμα, το περιεχόμενό του δεν θα γίνει ποτέ πιο κοινό στο φανταστικό κόσμο του Ντυπέν,  όπως φυσικά και στον περίεργο αναγνώστη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top