Fractal

«Υπάρχει, άραγε, κάτι που δεν διαγράφεται ποτέ από τη μνήμη μας;»: Λίγα λόγια για το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

klarinetoΒασίλης Αλεξάκης «Το Κλαρινέτο», εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του πολυβραβευμένου συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη, με τίτλο «Το κλαρινέτο». Και θα περίμενε κανείς, κρίνοντας από τον τίτλο του, ότι θα διαβάσει ένα βιβλίο που σχετίζεται με τη μουσική. Αλλά το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, παρά τη μουσικότητα και τον εσωτερικό ρυθμό που διατηρεί, τo λυρισμό και τη μουσικότητα της γλώσσας εκεί όπου κυριαρχεί προσωπικός στοχασμός, δηλαδή σε όλο σχεδόν το φάσμα της αφήγησης, απέχει από το συγκεκριμένο θέμα , ή τουλάχιστον, δεν έχει άμεση σχέση με αυτή καθεαυτή τη μουσική. Και τούτο διότι ο συγγραφέας Βασίλης  Αλεξάκης, επιλέγει να αφηγηθεί μια ιστορία που, παρά το φαινομενικά βιωματικό ή προσωπικό χαρακτήρα της, τα κατ επίφαση ‘ετερόκλητα’ θέματα που πραγματεύεται, στην ουσία αποτελεί ένα χρονικό, μια αναπαράσταση της σύγχρονης πραγματικότητας και των συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα. Θάνατος ή  φθορά,  οικονομική κρίση και μνήμη είναι οι τρεις  θεματικές/ πτυχές που διατρέχουν το βιβλίο, και που είναι φανερό ότι τον απασχολούν, αποτελούν επίσης στέρεους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζει την αφήγηση του και που παρά την ‘επιδερμική’ τους ‘απόσταση’ ο συγγραφέας καταφέρνει να τις συνενώσει, να τις ‘συγχωνεύσει, με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο, συνεκτικό και στέρεο ιστό. Ο αφηγητής στο βιβλίο –που προφανώς έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από τον ίδιο τον συγγραφέα , ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου αντιμετωπίζει τη μοιραία ασθένεια του φίλου και εκδότη του. Οι συχνές αναδρομές στο κοινό τους παρελθόν, στα κοινά βιώματα της νιότης, τις κοινές αγάπες, τις περιπέτειες της ζωής τους, και γενικότερα η αναπόληση εκείνης της εποχής που τους συνδέει, συνοδεύονται από μια  διάχυτη μελαγχολία για τον επερχόμενο τέλος που πλησιάζει. Η θλίψη του αφηγητή είναι φανερό ότι διατρέχει ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας, χωρίς ωστόσο, να τη ‘βαραίνει’ με ‘βαριές’ σκιές, διότι, αφενός είναι μια συνθήκη που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με τη στωικότητα του ανθρώπου που έχει διανύσει μια μεγάλη διαδρομή στη ζωή κι αφετέρου είναι θλίψη που επισκιάζεται από μια μεγαλύτερη, εκείνη της οικονομικής κρίσης που πλήττει βάναυσα την Ελλάδα και είναι μια κατάσταση που ο συγγραφέας και αφηγητής δεν μπορεί να παραγνωρίσει. «Υπάρχει κόσμος που καταστρέφεται κάθε μέρα από την κρίση, οι άστεγοι αυξάνονται. Δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα.» αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του, στον δημοσιογράφο Δ. Φύσσα και είναι πράγματι εμφανής η συγκίνηση, η ευαισθησία αλλά και ο ανθρωπισμός με τον οποία διαχειρίζεται το συγκεκριμένο θέμα στο βιβλίο του.

Έτσι, ενώ ο συγγραφέας ξεκινά μιλώντας για μια απώλεια, τη σχέση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε εκείνο και τον εκδότη τους -ένα δεσμό γερό φιλίας που διαταράχτηκε έντονα με τη είδηση της αρρώστιας  – με τρόπο εντελώς ‘φυσικό’, ή σαν αναπότρεπτη συνέπεια, εισχωρεί στο φλέγον θέμα που τον απασχολεί και που σαν βιβλική πληγή έχει υποβάλλει τη χώρα μας σε σκληρή δοκιμασία τα τελευταία χρόνια. Μια χώρα που ο συγγραφέας ποτέ δεν ξέχασε και που ανέκαθεν αποτελούσε για εκείνον πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς για τα μυθιστορήματά του. Σ΄ αυτή την Ελλάδα της κρίσης αλλά και μιας πολυπολιτισμικής πλέον ταυτότητας, την Ελλάδα των μεταναστών , των προσφύγων, της ένδειας και της εξαθλίωσης μιας όχι ευκαταφρόνητης μερίδας των κατοίκων της, έρχεται αντιμέτωπος με τις συνταραχτικές αλλαγές που έχουν επιφέρει οι νέες συνθήκες. Γνωρίζεται με ανθρώπους  του δρόμου, μετανάστες αλλά και ντόπιους τσακισμένους από την οικονομική ανέχεια. Τους συναναστρέφεται , στην πραγματικότητα  περιδιαβαίνει ανάμεσά τους , θέλει να τους γνωρίσει και να βιώσει ο ίδιος τα προβλήματα τους από πρώτο χέρι, ίσως κι ως αντίδοτο στην ίδια αυτή θλίψη της απώλειας που βιώνει. Οι περιγραφές των συνθηκών, αποτελούν μια ματιά ‘εκ των έσω’. Ο συγγραφέας τις αποτυπώνει με τον πιο εναργή και ρεαλιστικό τρόπο, αφού ο ίδιος συμμετέχει σ’ αυτές, και είναι καταστάσεις που αν και συναντάμε συχνά πυκνά στο κέντρο της πόλης, ή ακούμε για αυτές, δεν τις βιώνουμε οι ίδιοι στο πετσί μας. Ο συγγραφέας, αποτυπώνει επομένως τη βιωμένη αλήθεια. Και ξαφνικά, μέσα σε αυτό το κλίμα των ημερών, ανάμεσα στη θλίψη της απώλειας, και την απογοήτευση για την οικονομική καταρράκωση της πατρίδας, ανάμεσα στο Παρίσι και τη μήτρα, ανάμεσα σε μια εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί  και μια άλλη που ανατέλλει, ‘ξεφυτρώνει’ ένα ερώτημα που μοιάζει να βασανίζει εξ αρχής τον ήρωα και αφηγητή της ιστορίας. Ή σαν να βρίσκει εδώ, στο βιβλίο αυτό, τη δίοδό του, προκειμένου να προβληθεί, ίσως πάλι για να απαντηθεί: Γιατί άραγε ξεχνάμε;

«- Υπάρχει κάτι που δεν διαγράφεται ποτέ από τη μνήμη μας; σε ρώτησα.

Δεν χρειάστηκε να σκεφτείς πολύ.

– Η θάλασσα, είπες. Μπορεί κανείς να ξεχάσει τα βουνά, τις κοιλάδες, τα δάση, τα ποτάμια, ακόμη και τους καταρράκτες παρά τον θόρυβο που κάνουν, όχι όμως τη θάλασσα. Περικλείει όλα τα μυστήρια και ξέρει όλα τα παιχνίδια, είναι παμπάλαιη κι απίστευτα νέα. Κανένα άλλο τοπίο δεν μοιάζει τόσο με τη ζωή, να γιατί δεν μπορούμε να την ξεχάσουμε, επειδή θυμάται την παιδική ηλικία του κόσμου. Πρέπει να τη σεβόμαστε όσο και τη ζωή, και να την ατενίζουμε όρθιοι. Με κάνουν έξαλλο οι παραθεριστές που ξαπλώνουν στην άμμο, θέλω να τους πλακώσω στις κλοτσιές για να τους αναγκάσω να σηκωθούν, οφείλουμε όλοι να στεκόμαστε όρθιοι στις ακρογιαλιές.»

 

Βασίλης Αλεξάκης

Βασίλης Αλεξάκης

 

Έτσι, η βιωματική ιστορία και η σχέση ανάμεσα σε δυο φίλους, οι μνήμες και η μνήμη μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε μια ‘περιπέτεια’, σε ένα οδοιπορικό στους ‘μεταμορφωμένους’ πλέον δρόμους της σημερινής Αθήνας κι αυτή με τη σειρά της μεταστοιχειώνεται σιγά σιγά σε ένα μεγάλο ερωτηματικό, ένα φιλοσοφικό στοχασμό, που μοιάζει να κυριαρχεί σε όλο το φάσμα της αφήγησης, ακόμα κι όταν δεν αρθρώνεται ‘ξεκάθαρα’. Άραγε τι είναι η μνήμη και που μπορεί να μας οδηγήσει η απώλειά της; Και γιατί στα αλήθεια ξεχνάμε; «Υπάρχει, άραγε, κάτι που δεν διαγράφεται ποτέ από τη μνήμη μας;» Μοιάζει να αναρωτιέται ο ήρωας και αφηγητής του βιβλίου και είναι ένα εύλογο ερώτημα που ο συγγραφέας απευθύνει στον εαυτό του και στον αναγνώστη του. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κυρίαρχα θέματα που διέπουν το βιβλίο, παρότι έχω την εντύπωση ότι αποτελούν απλώς την αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ιστορία. Άλλωστε, όπως, ο ίδιος υποστηρίζει, η αξία ενός μυθιστορήματος δεν προσδιορίζεται από το θέμα. Η λογοτεχνία δίνει την αξία στο έργο, όχι το θέμα. «Μπορεί η λογοτεχνία να ασχολείται με κάτι ασήμαντο, όπως μια αποτυχημένη ερωτική ιστορία, σαν τη “Μαντάμ Μποβαρί”, και να είναι ένα αριστούργημα και μπορεί να ασχολείται με τους ναπολεόντειους πολέμους και να είναι ανοησία. Η λογοτεχνία δίνει την αξία στο έργο, όχι το θέμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί και η λογοτεχνία να καταπιάνεται με μεγάλα θέματα,» καταλήγει. Έτσι πρέπει να είναι η λογοτεχνία και κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, το μικρό και το φαινομενικά απλό να ανάγεται σε λογοτεχνία υψηλών προδιαγραφών και αξιώσεων. Αυτό άλλωστε έχουν πετύχει όλοι οι μεγάλοι ‘μάστορες’ της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη με το ‘μουσικό’ τίτλο «Το κλαρινέτο» είναι ένα τέτοιο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα στιβαρό στη δομή του, σύγχρονο, επίκαιρο, ποιητικό, συγκινητικό, άκρως στοχαστικό. Μια ελεγεία και ένας ύμνος στη ζωή και στον άνθρωπο  σήμερα με  ό,τι ζει και ό,τι ονειρεύεται ή ελπίζει.

 

 

Σύντομο βιογραφικό: Εγκατεστημένος στη Γαλλία από το 1969, ο Βασίλης Αλεξάκης  υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde και έγραψε τα πρώτα του βιβλία στα γαλλικά. Το Τάλγκο είναι το πρώτο του έργο γραμμένο στη μητρική του γλώσσα: κυκλοφόρησε το 1982 από τον Εξάντα και εξακολουθεί ως σήμερα να σημειώνει σπάνια επιτυχία. Έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα διακόσια χιλιάδες αντίτυπα. Το 1984 έγινε ταινία από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τίτλο Ξαφνικός έρωτας. Το έργο του Αλεξάκη είναι εξίσου αναγνωρισμένο στην Ελλάδα (κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 για τις Ξένες λέξεις) και τη Γαλλία (Βραβείο Médicis για τη Μητρική γλώσσα, 1995, Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ. το 2007). Γράφει και στις δύο γλώσσες, αρχίζοντας πότε από τη μία πότε από την άλλη, και αυτομεταφράζεται στη δεύτερη. Οι γλώσσα είναι από τα κύρια θέματα του έργου του. Έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο (η ταινία του Οι Αθηναίοι κέρδισε το Α΄ βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ κωμωδίας του Σανρούς το 1990) και το θέατρο (Εγώ δεν…, Μη με λες Φωφώ).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top