Fractal

Διήγημα: “Τo κέρμα”

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου- Ντάνου // *

 

 

 

f21

 

Πριν λίγο άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και κάθισα λίγο να χαλαρώσω, περιμένοντας την Τζένη. Τρία χρόνια είμαστε μαζί, τα πάμε μια χαρά , σκεφτόμαστε να προχωρήσουμε τη ζωή μας, αλλά πρέπει να φτάσει το κατάλληλο τάιμινγκ όπως λένε. Εκείνη εργάζεται στο γραφείο του μπαμπά της και πολύ το απολαμβάνει, που δεν ενδιαφέρθηκε να βρει δουλειά. Τον Αύγουστο πήγαμε οι δυο μας διακοπές και περάσαμε θαύμα. Με το που μπήκε το Φθινόπωρο, αφήσαμε τις βόλτες και τα όνειρα και επιστρέψαμε στο «Κλεινόν άστυ». Έπηξε η Αθήνα από ανθρώπους κάθε φυλής και εθνικότητας και ο καθένας αγωνίζεται να επιβιώσει. Δε λέω είμαι τυχερός που βρήκα αμέσως δουλειά σε μια εταιρεία, αρκετά μακριά όμως απ’ το νοικιασμένο σπίτι μου. Το έχω από φοιτητής, βαρέθηκα να ψάξω για άλλο , είπα μήπως αλλάξει η ζωή μου, μα πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσω για μετακόμιση κάπου κοντά στην εργασία μου. Δε γίνεται κάθε μέρα να αλωνίζω όλη την Αθήνα και να ξοδεύω άσκοπα χρήματα σε διατροφή και μετακινήσεις. Φεύγω το πρωί και επιστρέφω το βράδυ. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την ένταση στη δουλειά. Γιατί ναι μεν οι υπολογιστές που σπούδασα είναι το αντικείμενο της εργασίας μου, μα ποιος αντέχει τόσους πελάτες καθημερινά, που ο καθένας τους έχει τα μύρια προβλήματά του! Κάνω υπομονή, έχω ασφάλεια, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη των ανωτέρων μου, τι άλλο θέλω. Έχω φτάσει τριάντα και κάτι, πότε πέρασαν τα χρόνια και πώς αλήθεια ο ανελέητος χρόνος αφήνει τα αποτυπώματά του!

«Κωστή, άνοιξε αγάπη». Ακούγεται η φωνή της και το έντονο χτύπημα του κουδουνιού, που με απομακρύνουν από τις σκέψεις μου. Τρέχω προς την πόρτα, λες κι έχω χρόνια να τη δω . Ανοίγω , ρίχνεται στην αγκαλιά μου μ’ ένα καυτό φιλί. Είναι όμορφη, καλοντυμένη, φοράει ένα καινούριο μίνι φόρεμα, λάμπει, κρατάει στα χέρια της ένα πακέτο. Οσμίζομαι κάτι ωραίο, το αφήνει στην κουζίνα, «το έφτιαξα με τα χεράκια μου», λέει, εγώ όμως ξέρω πως είναι δημιούργημα της μαμάς της. Α, ναι η Τζένη μένει λίγο πιο πάνω με τους γονείς της ! Δε λέμε τίποτε άλλο , μένουμε στον καναπέ και απολαμβάνουμε τον έρωτά μας. Ο χρόνος σταματάει, είμαστε μόνο εμείς και κανένας άλλος. Το τηλέφωνο χτυπάει, αδιαφορούμε, επιμένει, «αγνόησέ το η μαμά μου θα είναι», της λέω και συνεχίζουμε το όνειρό μας. Ο εφιαλτικός ήχος του τηλεφώνου μου σπάει τ’ αυτιά. Δε γίνεται να αδιαφορήσω άλλο, είναι πράγματι η μαμά μου, αιώνια Ελληνίδα μάνα με τις κλασσικές, τυποποιημένες, πλημμυρισμένες από συναίσθημα ερωτήσεις της. Η Τζένη κατευθύνεται προς την κουζίνα να ζεστάνει το φαγητό, εγώ συνεχίζω να μιλάω και να απολογούμαι στη μαμά. Κάποια στιγμή με πιάνει νευρικό γέλιο, αποφασίζει να με καληνυχτίσει, το φαγητό έτοιμο και συγχρόνως μπαίνω στο facebook, να δω τους φίλους μου.

Ο Πέτρος, ένας από αυτούς, είναι εκπαιδευτικός κι αρχίζουμε να μιλάμε για τη μέρα που πέρασε. Η Τζένη ενοχλείται , μα παρακολουθεί, πάντα το κάνει, γιατί μιλάω πολύ χρόνο με τους φίλους μου και καθόλου δε δεσμεύομαι να εκφράζομαι ελεύθερα δίπλα της. Κάποια στιγμή ο Πέτρος γράφει, γράφει δίχως τελειωμό. Κάνω υπομονή, γράφει άλλωστε γρήγορα, εγώ διαβάζω , έπειτα βουρκώνω, το ίδιο κάνει και το κορίτσι μου δίπλα μου. «Σήμερα, πηγαίνοντας προς το φροντιστήριο για δουλειά, βρήκα έναν ηλικιωμένο στο πεζοδρόμιο να κρατάει ένα κουτί με χάλκινα κέρματα μέσα και να παρακαλάει τους περαστικούς για λίγα ψιλά. Είχα περάσει κι άλλες φορές από τον ίδιο δρόμο και τον έβλεπα πού και πού, αλλά όπως όλοι οι άλλοι, περνούσα από μπροστά του χωρίς να δίνω σημασία. Σήμερα, αντίθετα από άλλες φορές, κάτι μέσα μου με έκανε και άνοιξα το πορτοφόλι μου και του άφησα ένα δίευρο. Ο άνθρωπος με κοίταξε, το πήρε και έβαλε τα κλάματα. Ένιωσα τόση ντροπή και τόσες τύψεις για την παλιοκοινωνία που έχουμε φτιάξει… Πόσο ξεφτιλισμένοι και μικροί είμαστε όταν αλλάζουμε πεζοδρόμιο, για να μην περάσουμε μπροστά από τέτοιους ανθρώπους, όταν κοιτάζουμε μόνο τον εαυτούλη μας και πόσο γεμίζει ξαφνικά, όταν βοηθούμε τους άλλους, έστω και με ένα γαμημένο κέρμα. Αν κάποιος πρέπει να ντρέπεται, αυτός είμαστε όλοι εμείς που κάνουμε μερικές φορές ότι δε βλέπουμε τη δυστυχία που υπάρχει γύρω μας και όχι όλοι αυτοί που έχουν την ανάγκη μας».

«Δεν ήξερα πως ο φίλος σου είναι τόσο ευαίσθητος και τόσο ανθρώπινος», μου λέει και ξαναδιαβάζει τα λόγια του Πέτρου.

«Αν δεν έχεις ανθρωπιά, δε γίνεται να είσαι σωστός απέναντι στους μαθητές σου κι ο φίλος μου το έχει το πακέτο, γι’ αυτό είναι περιζήτητος. Βέβαια οι άστεγοι , οι ζητιάνοι, οι άνεργοι, τα παιδιά που ψάχνουν στα σκουπίδια, όλοι αυτοί που υποφέρουν δεν είναι λίγοι στην πόλη μας, απλά η στιγμή ήταν τέτοια για τον Πέτρο. Άλλωστε το γράφει πως άλλες μέρες δεν έδινε σημασία κι ο ίδιος στον ηλικιωμένο του πεζοδρομίου, δε συμφωνείς μωρό μου;»

«Ναι, ναι έτσι κάπως είναι» απάντησε μηχανικά η Τζένη κι άρχισε κάτι να γράφει και να με αγνοεί. Μου έκανε εντύπωση, άφησα το facebook και την πλησίασα.

«Άφησέ με λίγο αγάπη μου, σε ικετεύω, δε θα σε απογοητεύσω».

Συνέχισα τη συνομιλία με το φίλο μου, για το ποδόσφαιρο τώρα, είμαστε αιώνιοι αντίπαλοι, σκοτωνόμαστε, ποτέ δε βλέπουμε αγώνες μαζί. Το κορίτσι μου στον κόσμο της. Κάποια στιγμή με πλησίασε, μου έδωσε ένα φιλί, μου έσφιξε το χέρι και άφησε στην παλάμη μου το χαρτί , λέγοντάς μου ναζιάρικα « να μην είσαι αυστηρός κριτής, θέλω να μου δώσεις θάρρος να συνεχίσω κάτι που μου αρέσει, αν φυσικά αξίζει, μου το υπόσχεσαι αγάπη μου;». Το πήρα , ρίχνοντάς της ένα βαθιά ερωτικό βλέμμα, το διάβασα δυνατά και με ύφος:

ΤΟ ΚΕΡΜΑ

Ήταν πάλι εκεί, στην άκρη του δρόμου

σκελετωμένος ανάμεσα στα κουρέλια του

κι εκλιπαρούσε τους περαστικούς

με το θλιμμένο του βλέμμα καρφωμένο

πάνω τους, άλλη μια μέρα στις τόσες…

Τον πλησίασα κι ας βιαζόμουν πολύ,

έβγαλα ένα κέρμα και του το ‘δωσα

κάτι ψέλλισε, με κοίταξε, έκλαψε.

Δεν μπορώ να ξεχάσω τα δάκρυά του

δεν αντέχω την τόση πίκρα γύρω μου

δε συγχωρώ την κοινωνική αναλγησία.

 

«Δεν ήξερα πως γράφεις, ναι, είναι πολύ όμορφο για ποίηση δεν ξέρω πολλά, μα μου φαίνεται καταπληκτικό»

«Μακάρι να είναι όπως τα λες , αγάπη μου, τι θα έλεγες να το στέλναμε στον Πέτρο; Αυτός κάτι θα ξέρει περισσότερο από μας, ως εκπαιδευτικός».

«Να δω τι άλλο έχω να μάθω για σένα που ακόμη δε γνωρίζω».

«Σιγά – σιγά, η ζωή φέρνει χαρίσματα, που πρέπει να μην τα αφήνουμε ανεκμετάλλευτα» .

«Έχεις δίκιο, μακάρι να έχεις γράψει κάτι και για μένα, κάτι πολύ ερωτικό».

«Πού ξέρεις; Ίσως κάποια στιγμή, κάτι γίνει και για σένα».

Μείναμε για λίγο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι έπειτα έστειλα τους στίχους στον Πέτρο. Εκείνος ενθουσιάστηκε, σταματήσαμε τα του ποδοσφαίρου, κόλλησε στο δακρυσμένο βλέμμα του ηλικιωμένου και απόρησε πώς γράφτηκαν τόσο σύντομα οι στίχοι και ενώ είμαστε μαζί!

«Πού ξέρεις, μπορεί να την εμπνέω»

«Αν τον ξαναβρώ, θα του δώσω τους στίχους και ένα ακόμη κέρμα. Να δει πως δεν ασχολούμαι μόνο εγώ μαζί του», μου είπε και κλείσαμε τη συνομιλία.

Η ώρα προχωρούσε, ήταν η βραδιά των εκλογών στην Αμερική, είχαμε ξεχαστεί, μα όλα τα ΜΜΕ είχαν ζωντανές συνδέσεις με τους εκεί ανταποκριτές τους. Αρχίσαμε τις προβλέψεις

«Ως γυναίκα και με βάση τις δημοσκοπήσεις, η Κλίντον θα είναι η 45η πρόεδρος των ΗΠΑ, δε συμφωνείς;»

«Ως άνδρας και επειδή τελευταία οι δημοσκοπήσεις πέφτουν κατά πολύ έξω, ο Τραμπ θα είναι ο νικητής».

«Προφανώς δεν το πιστεύεις, μα για να μου πας κόντρα το λες».

Η ώρα περνούσε τώρα αισθανόμουν όμορφα , μακριά απ’ τη φασαρία και την κούραση της καθημερινότητας. Ήθελα να μην τελειώσει η βραδιά, έτσι όπως ήμουν ευτυχισμένος με το κορίτσι μου. Είπαμε πολλά για τη μέρα που πέρασε, βλέποντας ο ένας τον κόσμο του άλλου μέσα απ’ τα μάτια του. Κάναμε κάποιες απαραίτητες δουλειές , η Τζένη έπρεπε να φύγει και φυσικά τη συνόδεψα ως το σπίτι της, καθώς ήταν αργά .

 

Η επόμενη μέρα ήταν κάπως παράξενη , αφού επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις μου και ο Τραμπ, ο νικητής των εκλογών, ακουγόταν παράξενα στα αυτιά των περισσότερων. Εδώ που τα λέμε κι εγώ δεν το πίστευα, όμως το είπα για διαφωνία με την Τζένη, όπως άλλωστε κατάλαβε κι εκείνη. Κατά τα άλλα επέστρεψα το βράδυ σπίτι το ίδιο κουρασμένος και περιμένοντάς την. Ο Πέτρος αυτή τη φορά με κάλεσε στο τηλέφωνο, να εκφράσει κι αυτός την έκπληξή του για το αποτέλεσμα των εκλογών, κυρίως όμως να μου πει τη συνέχεια της ιστορίας. «Σήμερα ο ηλικιωμένος ήταν πάλι στην ίδια θέση. Τον πλησίασα, γνώριμα αυτή τη φορά, του έδωσα τους στίχους της Τζένης κι ένα ακόμη κέρμα. Ήταν λες και με περίμενε, άρχισε πάλι να κλαίει και με παρακάλεσε να μου δώσει κάτι. Βιαζόμουν και απόρησα τι μπορεί να ήταν αυτό. Έψαξε στην τσέπη του και απλώνοντας το χέρι του μου είπε: η ιστορία της ζωής μου. Τον κοίταξα συγκλονισμένος , πήρα το χειρόγραφο κι εξαφανίστηκα. Αν έχεις κουράγιο άνοιξε το email σου να το διαβάσεις. Δεν έχω χρόνο για facebook απόψε, θέλω να διορθώσω κάποια γραπτά. Φιλιά στη Τζένη και πες της να συνεχίσει να γράφει στίχους». Έκλεισε το τηλέφωνο, ούτε καληνύχτα δεν πρόλαβα να του πω. Μπήκα στο email μου , είχα αγωνία κι άρχισα να διαβάζω το word, που είχε επισυνάψει.

«Γεννήθηκα πριν 62 χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη από μορφωμένους γονείς. Έχω άλλα δύο αδέρφια. Σπουδάσαμε όλοι, εγώ σε Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου και γνώρισα τη γυναίκα μου. Ανοίξαμε εκεί γραφείο, κάναμε δύο υπέροχα παιδιά. Η γυναίκα μου ήταν όμορφη, είναι όμορφη και καλή μητέρα. Ανοιχτήκαμε όμως με τις τράπεζες: δάνεια, πολυτελές σπίτι, ακριβά αυτοκίνητα, σπατάλη. Κάποια στιγμή άρχισαν τα δύσκολα, τα χάσαμε, τα ‘χασα όλα, γιατί δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου. Κυρίως όμως έχασα τη γυναίκα μου, που καταλογίζοντάς μου ευθύνες για όλα τα κακά «ερωτεύτηκε» ένα μεγαλύτερο συνάδελφό μας, που της παρέχει τα πάντα. Κατάφερε μάλιστα να πάρει με το μέρος της και τα παιδιά. Έμεινα στο δρόμο κι αποφάσισα να εξαφανιστώ απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ήρθα στην Αθήνα, γιατί δε θέλω να με βλέπουν και να με λυπούνται οι γνωστοί και προσπαθώ να ζήσω έστω έτσι, αδιαφορώντας για όλα, αφού ακόμη και τα παιδιά μου δε νομίζω πως θα με ψάξουν. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια, είδα στα μάτια σου την ανθρωπιά».

Έμεινα ακίνητος και προβληματισμένος και κατάλαβα, γιατί ο Πέτρος είχε κολλήσει σε εκείνο τον ατημέλητο άνδρα του πεζοδρομίου, που όπως μου είπε απ’ την ταλαιπωρία φαινόταν πολύ μεγαλύτερος ηλικιακά. Δεν ασχολήθηκα άλλο με τον υπολογιστή. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα, ήμουν κουρασμένος και πεινούσα, ήμουν όμως και τυχερός, έτσι νόμιζα προς το παρόν τουλάχιστον. Ήθελα να αλλάξω διάθεση, να παρακολουθήσω την πολιτική επικαιρότητα. Δεν ήξερα αν θα ερχόταν η Τζένη κι αν θα έπρεπε να της δείξω το μήνυμα με την τραγική ιστορία του άστεγου…

 

 

 

 

 

* Η Κατερίνα Λιβιτσάνου- Ντάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση . Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ η πρώτη ποιητική της συλλογή «Λυκαυγές», ενώ το Καλοκαίρι του2010 εκδόθηκαν διηγήματά της με τίτλο «Απόδραση στους Σφακιώτες»από τις ίδιες εκδόσεις. Το 2006 ο Αποστόλης Αποστολόπουλος στην ποιητική του ανθολογία συμπεριέλαβε εννέα ποιήματά της. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Βαλέτας σε ανθολόγια του 2009 και του 2013. Με ομάδα ατόμων επιμελήθηκε το λεύκωμα «κοπιάστε όπως μας ηύρατε» του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας το 2008. Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ». Τον Απρίλιο του 2014 από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η 3η ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΑΓΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ». Το Καλοκαίρι του 2016 από εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο, διηγήματα με τίτλο «Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» Είναι μέλος διαφόρων συλλόγων και κείμενά της, πεζά ή ποιητικά, δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top