Fractal

Διήγημα: “Το Κέντημα”

Της Γεωργίας Μαμά // *

 

 

f23

 

Τη βαλίτσα της την είχε ετοιμάσει η μαμά εδώ και δύο ημέρες. Και αργά ήταν. Δύο εβδομάδες την παρακαλούσε, αλλά τίποτα. Έχουμε καιρό και έχουμε καιρό, άλλο δεν της έλεγε. Στην αρχή το δεχόταν, εντάξει μαμά, υποχωρούσε, και έπιανε το κέντημα. Αυτή τη φορά το σχέδιο έδειχνε ένα κορίτσι πάνω σε ένα άλογο. Τι όμορφο, είχε αναφωνήσει όταν το είχε δει στο παζάρι, εκεί στον πάγκο απ’ όπου προμηθεύονταν όλα τα σχέδια με τις σταυροβελονιές. Τα αγαπημένα της ήταν εκείνα με τα ζώα: Σκυλάκια, γατάκια – να όπως καλή ώρα αυτό με το άλογο- αλλά δεν έλεγε όχι και στα τοπία, θάλασσες και ηλιοβασιλέματα. Τα τελευταία τα είχε φτιάξει σε καμιά δεκαριά παραλλαγές, είχε επιμείνει να τα κρεμάσουν στους τοίχους του δωματίου της, αλλά ο μπαμπάς δεν την είχε αφήσει.

«Καραγκιοζμπερντέ θέλει να το κάνει πάλι η κόρη σου», τον είχε ακούσει που είχε πει στη μαμά και η φωνή του ήταν αυστηρή σαν να επρόκειτο για κάτι κακό.

Δεν καταλάβαινε το γιατί. Η κόρη του ήτανε σίγουρα η ίδια. Άλλο παιδί δεν υπήρχε στο σπίτι. Ο Νίκος, ο αδερφός της, χρόνια παντρεμένος σε άλλη πόλη. Και τα παιδιά του, τα δύο του αγόρια πόσο τα αγαπούσε, όταν τα έβλεπε ήθελε όλο να τα φιλάει και να τα ζουλάει.

«Νισάφι πια, Ευτυχία», της έλεγε η νύφη της και τραβούσε τα παιδιά λίγο πιο πέρα.

Την αγαπούσε τη νύφη της η Ευτυχία-ήταν όμορφη, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της και τους κρίκους στ’ αυτιά, ίδια με εκείνες τις κούκλες από τα φωτορομάντζα που ξεφύλλιζε τα βράδια πριν την πάρει ο ύπνος. Μία φορά μάλιστα είχε τολμήσει να ανοίξει τη ντουλάπα της και να βγάλει έξω όλα τα φορέματα, έτοιμη ήταν να τα φορέσει αλλά τότε είχε μπει ξαφνικά ο Νίκος στο δωμάτιο και την είχε σταματήσει.

«Δεν είναι για σένα αυτά», της είχε πει, αλλά χωρίς να τη μαλώσει με εκείνη τη γλυκιά φωνή που χρησιμοποιούσε όταν ήτανε παιδιά και όταν έπαιρνε το μέρος της απέναντι στο μπαμπά.

«Άστο το κορίτσι, άστο να χαρεί, τι να σου κάνει κι αυτό δεν φταίει».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχε ακούσει αυτή τη φράση στη ζωή της η Ευτυχία. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα δεν έφταιγε αλλά χαιρόταν που την αγαπούσαν. Η αγάπη τους την έκανε χαρούμενη, και όταν ήταν χαρούμενη ξεκινούσε το τραγούδι:

« …η Μαγαϊτα η Μαγαώ, πεϊστάκι στο ουαό..»

«Ε, σταμάτα, μας κούφανες, και το νου σου μη σε ακούσει ο πατέρας σου», την μάλωνε η μαμά αλλά δεν την πείραζε γιατί της το έλεγε τρυφερά.

Μοναχά μπροστά στον μπαμπά σταματούσε, έτσι έπρεπε, έλεγε η μαμά, στα σίγουρα δεν του άρεσαν οι μουσικές και τα τραγούδια. Ούτε όμως και οι πολλές κουβέντες του άρεσαν. Άσε που όλο τη ρωτούσε τι, και τι, και αναγκαζόταν η μαμά να του κάνει το διερμηνέα.

«Τριάντα χρόνια έχουν περάσει άνθρωπέ μου, και ακόμη δεν καταλαβαίνεις το ίδιο σου το παιδί;»

«Θα σου’ λεγα τώρα τι δεν καταλαβαίνω…»

Νόμιζαν ότι η Ευτυχία δεν τους άκουγε και ότι ήταν βυθισμένη στο κέντημά της, αλλά εκείνη πάντα κάτι έπιανε από τα λόγια τους, και περίμενε τη συνέχεια, ήθελε κάποτε να πεταχτεί, να τρέξει στην αγκαλιά του μπαμπά αλλά φοβόταν μην την αποπάρει και βυθιζόταν και πάλι στο εργόχειρό της.

Ξεχνιόταν στα ηλιοβασιλέματα και στις παραλίες. Τα χρώματά τους την τρέλαιναν, και όλο ζητούσε και άλλες πολύχρωμες κλωστές.

«Έχε χάρη που είναι φτηνά όλα αυτά τα κεντήματα», είχε πει ο μπαμπάς και σίγουρα αυτό σήμαινε ότι δεν θα σταματούσαν να της αγοράζουν τα σχέδια που ζητούσε, θα της τα έπαιρναν όλα, είχε συμφωνήσει και ο Νίκος. Ακόμη και η νύφη της που δεν χαμογελούσε όπως η μαμά της έλεγε μπράβο όταν τα έβλεπε τελειωμένα.

«Σταυροβελονιά, σταυροβελονιά, αλλά κι αυτό θέλει την τέχνη του», την επαινούσαν και οι γειτόνισσες στον απογευματινό καφέ στο ταρατσάκι, και η Ευτυχία χαιρόταν -μόνο που απορούσε που συχνά πυκνά έβλεπε τη μαμά δακρυσμένη όταν τις ξεπροβόδιζε το σούρουπο πια.

«Υπομονή Τασία μου, δεν μπορεί να τα βάλει κανείς με το ριζικό του, τουλάχιστον το κορίτσι σου έχει καρδιά μάλαμα. Σκέψου ότι δεν είναι λίγα τα παιδιά στον κόσμο που….. »

.. Δεν το άκουγε το τέλος της κουβέντας, γιατί καθώς πήγαιναν προς την έξοδο όλο και η φωνή τους χαμήλωνε, ήταν που και δεν ήθελε να την πιάσουν να κρυφακούει, το ήξερε από μικρή ότι ήταν κακό.

Θα έφευγαν για το γάμο της ξαδέρφης της στην Αθήνα την επομένη και εκείνο το βράδυ αναπαμό δεν είχε. Ρώταγε και ξαναρώταγε τη μαμά αν τα είχαν πάρει όλα: το λουλουδάτο σατέν φόρεμα, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια –εκείνα τα αγαπημένα της, για τα οποία η

νύφη της έλεγε ότι ήταν η Άρτα και τα Γιάννενα. Κυρίως όμως ήθελε να είναι σίγουρη ότι δεν είχαν ξεχάσει το δώρο. Δεν είχε περιμένει τη μαμά-το είχε βάλει η ίδια κάτω-κάτω στη βαλίτσα. Και πάλι όμως αν είχε λαθέψει; Δεν άντεξε: Προτού κοιμηθεί τα έβγαλε όλα έξω. Τα έκανε άνω κάτω αλλά άφαντο το κάδρο με το κέντημα.

 

«Μαμά, μαμά..!!»

Η μαμά που κοιμόταν ελαφριά είχε βρεθεί δίπλα της σε δευτερόλεπτα.

«Τι έχεις κορίτσι μου, τι έπαθες νυχτιάτικα;»

«Το κέντημα, το κέντημα για το γάμο..»

Πνιγόταν στους λυγμούς.

Θα έψαχναν παντού προσπάθησε να την καθησυχάσει η μαμά, να μην τρελαίνεται, κάπου θα ήταν, θα το έβρισκε και ας έμενε άγρυπνη όλη νύχτα. Στο τέλος τα κατάφερε, την κοίμισε και με ένα από τα παιδικά της νανουρίσματα.

Η Τασία σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι της κόρης της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Έπειτα πήγε στην αποθήκη, δίπλα στην κουζίνα, και τράβηξε έξω το καλά τυλιγμένο κάδρο.. Το κέντημα με την κοπέλα το είχε φτιάξει η Ευτυχία ειδικά για την ξαδέρφη της- τους άρεσε δεν τους άρεσε αυτή ήταν…

 

 

*H Γεωργία Μαμά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές διηγημάτων. Το 2015 εκδόθηκε το βιβλίο της «Χρυσόσκονη στη σκιά μου» (εκδόσεις Παράξενες Μέρες).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top