Fractal

Διήγημα Fractal: “To κελί των ενόχων”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

Το ξημέρωμα είδα ένα χρωματιστό όνειρο. Τόσο φωτεινό, σαν να το έκανε επίτηδες για να υπογραμμίσει την ασυμβατότητα των καταστάσεων. Ένα ασφυκτικά θεοσκότεινο και πληκτικό δωμάτιο από τη μία, ο Μεγαλοδύναμος λαμπερός και γυαλιστερός από την άλλη. Είχα τρία χρόνια να ονειρευτώ, ή τουλάχιστον, να θυμηθώ τις σκηνές που το υποσυνείδητό μου σκηνοθετούσε στον ύπνο μου. Και να τώρα που επιλέχθηκε το αποψινό βράδυ για να απαιτήσει όλο μου το ενδιαφέρον.

Καθόταν που λέτε ο Μεγάλος Αρχιτέκτονας – όπως τον αποκαλούσε ο φίλος μου ο Χάρης – στην σκιά ενός τεράστιου φοίνικα και ήξερα εγώ ότι βρισκόταν στην κορυφή του Ολύμπου. Δεν υπάρχουν βέβαια φοίνικες στον Όλυμπο αλλά ξέρετε, τα όνειρα δεν δίνουν και μεγάλη σημασία ούτε στην χλωρίδα που φυτρώνει μέσα τους, ούτε αν ο θεός είναι ξαπλωμένος πάνω ή κάτω της. Γιατί ήμουν σίγουρος πως ήταν αυτός κι ας μην ήξερα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, – αν υποθέσουμε πως έχει πρόσωπο – κι ας μην αναγνώριζα τη χροιά της φωνής του. Ήξερα. Αυτός ήταν και είχε έρθει για να με μαλώσει.

Με τράβηξε με το ένα μόνο δάχτυλο, με απομάκρυνε από μια παρέα ανθρώπων που έμοιαζαν φίλοι μου και με έστησε με την πλάτη σ’ έναν γιγάντιο βράχο. Εκείνη τη στιγμή, το διαστροφικό μου χιούμορ θέλησε να αστειευτεί με το γνωστό “αν είσαι όσο παντοδύναμος λένε οι επί γης εκπρόσωποί σου, γιατί δεν φτιάχνεις έναν τόσο μεγάλο βράχο που να μην μπορείς να τον κυλήσεις ούτε εσύ ο ίδιος”; Το συνοφρυωμένο του πρόσωπο έδειχνε καθαρά πως δεν ήταν ώρα για αστεϊσμούς κανενός είδους.

“Γιατί το έκανες αυτό; Κανείς δεν σου έμαθε τον Λόγο μου”;

“Τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, δεν το ήθελα, εσύ πρέπει να το γνωρίζεις αυτό, αφού είσαι πανταχού παρών”.

“Δικαιολογίες! Δεν ήσουν όσο προσεκτικός έπρεπε! Αφαιρέθηκες την πιο λάθος στιγμή”.

“Ο Χάρης φταίει! Μα, ήταν πράγματα αυτά που μου έλεγε”;

“Ο Χάρης, έστω και αργά, μπήκε στον δρόμο που χάραξα με αίμα”.

“Εσύ τον έμαθες να ανακατεύεται στις ζωές των άλλων”;

“Υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου και δεν σε αφορούν”;

“Όλοι μας ζούμε αγνοώντας καταστάσεις που μας αφορούν, όλοι μας. Τι ακριβώς λένε οι άλλοι όταν μιλάνε για μας ενόσω είμαστε απόντες, ποιος μας έχει πει κάποτε μικρά και μεγάλα ψέματα,

αν όλοι οι καθηγητές βαθμολογούσαν αντικειμενικά τα γραπτά μας χωρίς να βαριούνται, αν το μυρμήγκι που περπατά στο πόδι μας νιώθει κάτι ιδιαίτερο! Και πόσα ακόμα μπορώ να σκεφτώ”!

“Φιλοσοφίες του ποδαριού σαν τα μυρμήγκια που σε περπατάνε! Είδες πού σε οδήγησαν”;

“Δεν το ήθελα, το ξαναείπα! Ατύχημα ήταν! Εγώ περίμενα όπως κάθε φορά τον φίλο μου τον Χάρη να περάσει να με πάρει με το αγροτικό. Κάθε Σάββατο απαρέγκλιτα ανεβαίναμε στον Όλυμπο για κυνήγι. Και τι βλέπω μπροστά μου έτσι στα ξαφνικά; Έναν αλλοπαρμένο άνθρωπο με μάτι θολό, να μου λέει πως άργησε γιατί μπήκε στο σπίτι του γείτονα – στο ξένο σπίτι! – κι ελευθέρωσε τα καναρίνια που με τόσο κόπο φρόντιζε! Γιατί; Επειδή Εσύ του υπαγόρευσες την πράξη! Επειδή όλα τα πλάσματά Σου πρέπει να ζουν ελεύθερα! Και εδώ που ήρθε δεν ήταν για το κυνήγι, όχι, ποτέ δεν θα ξαναπηγαίναμε! Ήρθε για να ελευθερώσει και τα σκυλιά μου, τα δικά μου σκυλιά, τους συντρόφους μου! Έμεινα άφωνος να τον κοιτάζω! Πολύ θέλει ο άνθρωπος να τρελαθεί”;

“Οι άνθρωποι άλλαξαν, ακόμη απορώ πώς μου ξέφυγαν έτσι. Από τότε που τους έπλασα, μετέτρεψαν το σωστό σε λάθος και δείχνουν με το δάχτυλο χλευάζοντας αυτόν που προσπαθεί για το λογικό. Δεν σας έφτιαξα έτσι Εγώ. Και να τώρα που ήρθε η ώρα να τιμωρηθείς γι’ αυτό”.

“Μα δεν τον σκότωσα επίτηδες! Μ’ όλα αυτά που άκουγα και προσπαθούσα να καταλάβω, μου γλίστρησε η καραμπίνα από το χέρι και εκπυρσοκρότησε! Φίλος αδελφικός ήταν, στην καρδιά μου μέσα τον είχα, γιατί να θέλω να τον σκοτώσω”;

“Εδώ που έφτασες, έχεις δυο εισαγγελείς να αντιμετωπίσεις: έναν επίγειο κι έναν στους ουρανούς. Κανέναν δεν θα πείσεις, στο λέω Εγώ”.

Ξύπνησα απότομα από μια κραυγή στο διπλανό κελί. Χάραζε. Το λιγοστό φως που τρύπωνε από το στενό παράθυρο, σχημάτιζε σκιές στους τοίχους. Μου φάνηκε πως έβλεπα μια φιγούρα με μακριά μαλλιά να με κοιτάζει επικριτικά. Μια τεράστια μύγα περνάει από τα κάγκελα και τριγυρίζει τρελαμένη επάνω από το κεφάλι μου. Δεν είναι μόνη της. Έχω κρεμάσει στα διάφανα φτερά της τις σκέψεις μου να τριγυρίζουν κι αυτές τρελαμένες μαζί της. Λένε πως αν μιλάς στον Θεό είναι προσευχή. Αν σου απαντάει όμως, μάλλον για σχιζοφρένεια πρόκειται. Το ότι όλα συνέβησαν εν ύπνω, είναι ικανή δικαιολογία, δεν είναι; Ίσως πάλι, το κελί των ενοχών που ο καθένας μας φυλακίζεται εκούσια, να είναι σκοτεινότερο απ’ όλες τις φυλακές του κόσμου.

Η αίσθηση της συντριβής. Που σου κόβει την ανάσα. Κάτι σκίζεται μέσα σου, ξεχνάς για ποιο λόγο βρίσκεσαι σ’ αυτό το σημείο. Όλα καταρρέουν και σε τρομάζουν, ακόμα και ο ίδιος σου ο εαυτός. Φωνή δεν υπάρχει για ν’ αρθρώσει λόγο, καμιά σημασία δεν έχουν οι παρουσίες δίπλα σου. Ούτε οι απουσίες. Ορφάνια που εξοστρακίζει ό,τι την ακουμπήσει. Ένας ηθικολόγος δικαστής κατοικεί στο στήθος σου και σου ορίζει με αυστηρότητα το σωστό και το λάθος. Αποκρουστικά ειλικρινή θέλω ξεπηδάνε χωρίς ίχνος διακριτικότητας. Βροντερή ευθύτητα εδώ και τώρα. Ακόμα κι αν είναι όλα λάθος. Ακόμα κι αν όλα ξυπνούν σ’ ένα σκοτεινό κελί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top