Fractal

Το καλοκαίρι της Στέλλας

της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη // *

 

fractal_summerΧωμένη στην κουζίνα της η ώρα πέντε, ο ουρανός σκοτειδιασμένος όχι από σύννεφο ή απειλή βροχής, αλλά από τη νύχτα που έπεφτε νωρίς. Έτσι, βλέπεις, ήταν ο χειμώνας σε τούτο τον καταραμένο τόπο, μια μικρή ανάσα μέρας μέσα σε τρία τέταρτα νύχτας… Πώς βάσταγαν τα σωθικά της να ανοίγει ο ουρανός στις 8.30 και να κλείνει ολοσχερώς στις 4 το απόγευμα; Ούτε και η ίδια δε μπορούσε να το παραδεχτεί ετούτο το κακό.

Χτύπησε τα κατσαρόλια της με μανία, έκανε τρομαχτικό θόρυβο. Τα παιδιά δεν είχαν ξεσκολίσει ακόμα κι ο νοικοκύρης της θάφτανε αργά, πολύ αργά. Ήτανε βλέπεις ψήστης σε σουβλατζίδικο και δεν τελείωνε πριν απ’ τα μεσάνυχτα. Κι άμα τελείωνε πήγαινε με τα φιλαράκια του για κάνα ποτήρι κρασί και λίγη πρέφα…

«Α ρε γυναίκα , τι τα ‘θελα τα ξένα; Μια ζωή δούλος αλλωνών κι ούτε μια ηλιαχτίδα, εδώ πέρα… Σ’ έφερα κι εσένα άμαθη να στραβώνεσαι στις γούνες, να γυρνάς κατάκοπη κι εκείνη ακριβώς την ώρα εγώ να φεύγω για τη δουλειά! Να πάρει ο διάολος ετούτη τη ζωή μας!»

Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του στη Στέλλα, μια μορφή απολογίας που γύρισε ένα καλοκαίρι από το Μόντρεαλ στο χωριό τους, εκεί απάνω στις Καστανιές και την πήρε κοπελούδα 17 χρονών να την παντρευτεί ενώπιον της οικογένειάς του και της δικής της. Της έταζε μεγαλεία και πλούτη εκεί πέρα στον «Κάναντα». «Κάναντα» της τον έλεγε κι η Στέλλα άκουγε νότες μουσικές και υποσχέσεις για τη μεγάλη ζωή που θα ζούσαν εκεί πέρα απ’ τον ωκεανό.

Με μια βαλίτσα μισάδειανη την πήρε τη Στέλλα στο Μόντρεαλ. «Δε θέλω τίποτες από σάς, ούτε προίκα, ούτε τίποτες. Έχω τον τρόπο μου εκεί στον Κάναντα.» Η βαλίτσα περιείχε τα προικιά της, δυο υφαντές πετσέτες κεντημένες απ’ την ίδια, ένα ζευγάρι ασπροκέντητα σεντόνια από τα χεράκια της μάννας της κι ένα τραπεζομάντηλο ευρωπαϊκό , που της αγόρασε για δώρο γάμου από τον περιπλανώμενο γύφτο η θειά της η πλούσια.

«Πάρτο το παλικάρι να γλυτώσεις, να ζήσεις μια καλύτερη ζωή. Τί θα κάνεις εδώ στο χωριό; Θα σε στριμώχνουμε στα χωράφια το καλοκαίρι και η μεγάλη σου τύχη θα ‘ναι να παντρευτείς κανένα στο μεγαλοχώρι να σε στρώνει στις δουλειές και στην κουζίνα. Φύγε, φύγε μακριά παιδί μου», της έλεγε η μάννα της με μια απελπισία στη φωνή της.

Η Στέλλα ένιωθε πως ίσως να περίσσευε στην οικογένεια με τις τρείς θυγατέρες, μια και ήταν η μεσαία και προοπτικές δεν υπήρχαν σε ένα σπιτικό, που δεν κατείχε ούτε στάλα γη να βγάλουνε καρπούς να τους πουλήσουν. Μόνο ξενοδούλεμα ήξεραν η μάννα κι ο πατέρας της. Εκεί θα κατέληγε κι εκείνη, εργάτρια στα χωράφια των άλλων, αφού μετά βίας την άφησαν να τελειώσει το Δημοτικό.

Έτσι, όταν τη ζήτησε ο Θωμάς, «Τόμ να με λέτε, έτσι με φωνάζουν στον Κάναντα», η Στέλλα είπε ναι. Το είπε με την καρδιά της, με μια ελπίδα να φτερουγίζει μέσα της για την υπόσχεση μιας πιο εύκολης ζωής. Εκεί μακριά στα ξένα όλα θα ήταν μεγάλα και μαγικά, ονειρευόταν εκείνο το καλοκαίρι της μεγάλης φυγής.

Καθώς ταρακούναγε τα κατσαρολικά της βγάζοντας το θυμό της στην κουζίνα, η Στέλλα αναθυμήθηκε σαν σε ταινία τα βάσανά της, αφότου έφτασε στο ρημαδότοπο που λεγόταν Μόντρεαλ. Το σπίτι του Τόμ ήταν ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στο Πάρκ Εξτένσιον, έτσι την έλεγαν τη γειτονιά των Ελλήνων.

Ευτυχώς, δύο βήματα πιο δίπλα ήταν ο φούρνος και το μπακάλικο κι έτσι βουλευόταν που δεν ήξερε τη γλώσσα. Ήταν σα να μην είχε φύγει από την πατρίδα της. Έκανε όλες τις δουλειές της με ευκολία και καθώς πήγαιναν με το λεωφορείο στο κέντρο τα απογεύματα του Σαββάτου, άνοιγε το μάτι της με τα λουσάδικα πολυκαταστήματα και τον καλοντυμένο κόσμο. Κι έφτιαχνε όνειρα πως μια μέρα έτσι θα κυκλοφορούσε κι εκείνη, μια σικ κυρία του Μόντρεαλ…

Πέρασε ο Οκτώβρης κι ο Τομ της έσκασε το παραμύθι πως αν ήθελαν να κάνουν κομπόδεμα, έπρεπε να δουλεύει κι εκείνη. Αρχές Νοέμβρη έπιασε δουλειά στις γούνες. Τη βρήκε εύκολα μέσα από τις Ελληνίδες που μαζεύονταν τις Κυριακές στην εκκλησιά.

«Έλα, όλες εκεί δουλεύουμε, είμαστε μια μεγάλη παρέα. Στις δώδεκα το μεσημέρι τρώμε το κολατσιό που φέρνουμε απ’ το σπίτι. Μιλάμε μεταξύ μας, περνάμε καλά», της είχε πει η Γεωργία απ’ το Μυστρά.

Έτσι ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της μοναξιάς της στο Μόντρεαλ. Αφού βρισκόταν διαρκώς στην Ελληνική γειτονιά, αφού δούλευε με Ελληνίδες σε Έλληνες γουναράδες, δε χρειάστηκε να μάθει δράμι αγγλικά. Ίσα-ίσα «γκούντ μόρνινγκ» και «θενκ γιου» ήταν όλο της το λεξιλόγιο.

Γρήγορα ήρθαν τα παιδιά, η Νικολέτα κι ο Βασιλάκης. Τότε ένιωσε για πρώτη φορά την απομόνωσή της, στο νοσοκομείο, όπου δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με το προσωπικό ούτε για τα απαραίτητα. Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν και γύρναγαν απ’ το σχολείο της μιλούσαν αγγλικά κι εκείνη δεν καταλάβαινε γρι. Τους απαντούσε ελληνικά, μα αυτά συνέχιζαν να μιλάνε την ξένη γλώσσα.

Μαράζωνε η Στέλλα όχι μονάχα γιατί είχε μείνει επί 15 χρόνια στο ίδιο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα του ντούπλεξ στο Παρκ Εξτένσιον, μαράζωνε γιατί ο άντρας της παρέμενε ένας μεροκαματιάρης που τα Σάββατα έτρωγε τις οικονομίες τους στον ιππόδρομο με τους Έλληνες του καφενείου. Κι έτσι δε γινόταν να φυλάξουν μια δεκάρα να πάρουν ένα κεραμίδι. Ούτε να προχωρήσουν τη ζωή τους αγοράζοντας -ρε αδερφέ- μερίδιο στο σουβλατζίδικο που εκείνος ήταν ψήστης.

Και τα παιδιά απομακρύνονταν όλο και περισσότερο. Εκείνα χάνονταν τα απογεύματα στα σπίτια των συμμαθητών τους γιατί ήταν μεγαλύτερα και καλύτερα. Και οι χειμώνες έφταναν ολοένα πιο γρήγορα κάθε χρόνο και οι νύχτες μεγάλωναν περισσότερο και οι μέρες μίκραιναν. Καμιά προοπτική να πάει στην Ελλάδα, να δει τις αδελφές της, να πιεί νερό στη βρύση της πλατείας. Καμιά ελπίδα να ξεφύγει από τη βάσανο της ξενιτειάς…

Η Στέλλα σκούπισε τα δάκρυα της απογοήτευσης με τα χέρια της και τούτα τα δάκρυα αυγάτισαν γιατί τα χέρια ήταν βουτηγμένα στα κρεμμύδια. Κι έξω ολοσκότεινα και μαύρα, η μακριά ανελέητη νύχτα του χειμώνα. Και τα κατσαρολικά που ήχησαν δεν της κατεύνασαν καμιάν αγκούσα. Δεν παρηγόρησαν κανένα πόνο, δεν πρόσφεραν ούτε μια στάλα ανακούφισης.

Η Στέλλα με τα μάτια υγρά πήγε μέσα στο δωμάτιό της και ψαχούλεψε το στρώμα της. Κάτω από ‘κει είχε κρύψει τις προσωπικές της οικονομίες, ό,τι μπορούσε να διασώσει από το μερτικό της στα έξοδα του σπιτιού όλα αυτά τα χρόνια του μεροκάματου στις γούνες.

Άνοιξε το σακουλάκι της, είχαν μαζευτεί σιγά-σιγά 4000 δολάρια. Τα χάιδεψε με τα χέρια της, τα μύρισε, τα κανάκεψε. Αύριο κιόλας θα πήγαινε στης Βίκυς το τράβελ, να αγοράσει το εισιτήριο για την Ελλάδα. Δεν θα ρωτούσε το Θωμά, ούτε την ένοιαζε πώς θα περνούσαν το καλοκαίρι τους στο Μόντρεαλ τα έφηβα παιδιά της. Ας πήγαιναν στους φίλους και τις φίλες με τα μεγάλα άνετα σπίτια, εκεί που υπήρχαν βιβλιοθήκες και οι μαννάδες μιλούσαν αγγλικά. Ας πήγαιναν εκεί.

Έκρυψε τα λεφτά με μαεστρία μην τύχει και τα βρει ο Θωμάς ή κανένα απ’ τα παιδιά όταν έπαιζαν κρυφτό. Μες στην καρδιά της φυτεύτηκε το καλοκαίρι, με τον ήλιο να λάμπει ολόφωτος, αλαζονικός, ατάραχος από τις δυστυχίες των ανθρώπων. Να γλιστρά και να τρέφει τους σιτοβολώνες του χωριού τους, να γέρνει πέρα στο δάσος με τις καστανιές, να χρωματίζει κόκκινο και μωβ τον ουρανό…

Ξαναγύρισε στην κουζίνα και συνέχισε να ετοιμάζει το φαγητό για την οικογένεια. Τσιγάρισε το ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι… Γλύκανε η ατμόσφαιρα από την αναθυμίαση του τηγανιού. Η καρδιά της είχε βγάλει φτερά. Ποιό σκοτάδι, ποιός μακρύς χειμώνας; Ποιός Κάναντας;

Το Καλοκαίρι είχε φυτευτεί στη μέση του κολασμένου χειμώνα της ξενιτειάς της. Η Στέλλα ήδη σχεδίαζε με μαεστρία τον πολυπόθητο νόστο!

 

ioustini* Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1959, όπου τελείωσε τη δημοτική και μέση εκπαίδευση. Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών, δημοσιογραφεί από το 1983 σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και έχει εργαστεί κατά διαστήματα στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΕΡΑ, του SKY, του FLASH 9.61, του ΑΘΗΝΑ 9.84 καθώς και στην Ελληνική Τηλεόραση (ΕΤ). Από το 1989 ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά ως ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, του «Έθνους», της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και του περιοδικού «Έψιλον». Επίσης, συνεργάζεται με το τοπικό ραδιόφωνο και διάφορα ομογενειακά μέσα του Καναδά και της Αμερικής. Παράλληλα με τη δημοσιογραφική και συγγραφική της δραστηριότητα, είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος “Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων” για την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό, με έδρα τη Νέα Υόρκη, της Εταιρείας Γαλλόφωνων Συγγραφέων του Κεμπέκ (UNEQ), καθώς και της Ομοσπονδίας Αγγλόφωνων Συγγραφέων του Κεμπέκ (QWF). Είναι παντρεμένη με τον επιχειρηματία Θεόδωρο Αργύρη και έχει ένα γιο τον Αλέξανδρο. Συγγραφικό έργο: Το πρώτο της βιβλίο, «Η μοναξιά ενός ασυμβίβαστου» (εκδ. «Εξάντας», 2000), αποτελεί την επίσημη βιογραφία του πρώην Αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος («The Lonely Path of Integrity», «Exandas Publishers», 2002). Ακολουθούν: το μυθιστόρημα με τίτλο «Πετάει, πετάει το σύννεφο» (εκδ. «Ψυχογιός», 2003), «Στις αγορές του κόσμου: επώνυμες ευκαιρίες και μικρές αναλώσιμες ιστορίες» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004), «Παρακαταθήκη-The Legacy» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005), μια δίγλωσση έκδοση με επιλεγμένους λόγους του πρώην Αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος, και το μυθιστόρημα «Ψηλά τακούνια για πάντα» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2006) το οποίο επανεκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις «Αρμός» αποτελώντας το δεύτερο μέρος μιας διλογίας και ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ξυπόλυτες στην άμμο». Κυκλοφορούν, επίσης, τα μυθιστορήματα «Για την αγάπη των άλλων», «Έρωτας στην ομίχλη», το παραμύθι «Ο Πολ και η Λάρα ταξιδεύουν» και το «Ημερολόγιο Αβάνας».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top