Fractal

“Το καλοκαιρινό Αγόρι” – Διήγημα του Μάκη Πανώριου

 

Το χρυσό φως του καλοκαιριού αποκάλυπτε το αρχαίο τοπίο. Την κοιλάδα με τα σταροχώραφα και το ασημένιο ποτάμι να φιδοσέρνεται ανάμεσα στο βαθύ πράσινο. Στο μικρό λόφο το μεσαιωνικό κάστρο, ένα αγρόκτημα κι ολόγυρα πυκνόφυλλα δέντρα και ανθόκηποι. Ένας χωματόδρομος ανηφόριζε  προς το παλιό χωριό με τα χαμηλά πέτρινα σπίτια τα κεραμίδια και τις καμινάδες. Μακριά ψιλόλιγνα κυπαρίσσια και στο βάθος υδατογραφίες βουνών σε αχνό γκρίζο λουλακί· κι ο ουρανός να λάμπει βαθύ μπλε του κοβάλτιου.

 

hero2

 

Κοιτούσε εκστασιασμένος. Είχε έρθει από μια βροχερή χώρα του βορά, γκρίζα και μισοσκότεινη, να ζωγραφίσει το φως. Και τώρα ήταν σα να είχε αφυπνιστεί από ένα εφιαλτικό όνειρο με οξειδωμένα ελαττωματικά ρομπότ και νευρόσπαστα όντα που μιμούνταν τον άνθρωπο, για να βρεθεί σε άλλο μυθικό όνειρο ολόλαμπρο και μαγικό, κατοικημένο από φανταστικά άνθη κι εξωτικά· και κοιτούσε μαγεμένος· κοιτούσε αυτό το εφηβικό καλοκαίρι κι άκουγε του κελαηδισμούς των πουλιών, τα μακρινά βελάσματα των αμνών, τα γαυγίσματα των σκυλιών και γύρω του πετούσαν από άνθος σε άνθος πολύχρωμες πεταλούδες, και του’ρχόταν δάκρυα· κι ο ήλιος, ένα ολόχρυσο  εκτυφλωτικό άνθος, σκόρπιζε τα διαμάντια του κι έλαμπε ο ουρανός έλαμπε ο κόσμος όλος.

Κι αυτός, ένας μαθητευόμενος μάγος τώρα, άρχισε να συλλαβίζει απ’ την αρχή τις γραμμές, τους όγκους, τα χρώματα, τις αποχρώσεις, τα σχήματα, την μουσική της φύσης και την ποίηση των πραγμάτων· και το έργο αναδυόταν αργά αργά ωσάν πολύχρωμο τραγούδι με άπειρους τόνους και ημιτόνια σαν μέσα από ένα πολύχρωμο παραμύθι· και την επόμενη στιγμή μια πορφυρογάλαζη πεταλούδα με χρυσαφιά στίγματα στα φτερά της κάθισε πάνω σ’ ένα ολόλευκο άνθος, ίσως να ξεκουραστεί απ΄τον αέρινο χορό της ή τραφεί απ’ το μέλι του. Τη ζωγράφισε προσεχτικά κι οπισθοχώρησε να μελετήσει το αποτέλεσμα.

– Ωραίο, είπε η φωνή. Ο Ζωγράφος στράφηκε σχεδόν απότομα. Το Αγόρι στεκόταν στην πράσινη σκιά του πυκνόφυλλου δέντρου, λίγο πιο πέρα, και χαμογελούσε αχνά. Ω, συγνώμη, είπε, σας τρόμαξα. Συγνώμη. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω.

 

hroas4

 

– Όχι, είπε ο Ζωγράφος και χαμογέλασε και αυτός. Δεν με ενόχλησες. Απλώς δεν σε άκουσα που ήρθες. Είσαι πολλή ώρα εδώ;

Το Αγόρι έκανε μια απροσδιόριστη κίνηση.

–  Δεν ξέρω. Μάλλον όχι πολλή.

–  Μένεις εδώ;

–  Στο χωριό εκεί πάνω. Το σπίτι μου φαίνεται κι από’δω. Αυτό εκεί πάνω. Είναι εκείνο με την κόκκινη στέγη και τους ψηλούς πύργους. Το βλέπετε:

– Ναι. Πολύ ωραίο σπίτι. Πρέπει να είναι παλιό. Έτσι δεν είναι;

– Πάρα πολύ παλιό.  Όλα είναι παλιά σ’ αυτά τα μέρη. Με ένα μικρό χαμόγελο. Ακόμα και το καλοκαίρι.

Μιλούσε σιγανά με μουσικούς τόνους σαν να ψιθύριζε ένα μακρινό αεράκι.

– Το καλοκαίρι; αναρωτήθηκε σα να μονολογούσε. Κι μετά, Λοιπόν, ρώτησε μάλλον αφηρημένα δείχνοντας τον πίνακα, σου αρέσει πράγματι; Και την ίδια στιγμή διαπίστωσε ότι η απάντηση του Αγοριού θα είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν.

– Ναι, μου αρέσει πραγματικά, απάντησε το Αγόρι, γιατί είναι βαθιά ωραίο. Κυρίως γιατί η ωραιότητά του θα παραμείνει αναλλοίωτη στο χρόνο. Εμπεριέχει την πνοή της αιωνιότητας. Του έχετε εμφυσήσει την αθανασία.

Είχε βγει από την πράσινη σκιά του δέντρου, είχε πλησιάσει τον πίνακα και τον κοιτούσε σα να είχε βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε ένα θαύμα. Είχε πλούσια καστανόχρωμη κόμη που έπεφτε στους ώμους του, μεγάλους αμυγδαλωτούς οφθαλμούς, λεπτά ρόδινα χείλη και το χρώμα του ώριμου σταριού. Φορούσε ένα παλαιικό πουκάμισο με γιακά μεγάλο, σκούρο βελούδινο παντελόνι μέχρι το γόνατο , ψηλές βαμβακερές άσπρες κάλτσες και λουστρίνια μποτάκια με κουμπιά. Γύρισε αργά και κοίταξε τον Άντρα με ένα μακρινό βλέμμα, και του Ζωγράφου του φάνηκε ότι μέσα σ’ αυτό το βλέμμα έβλεπε το Αγόρι να χάνεται στο βάθος μιας ατέλειωτης δεντροστοιχίας.

– Ναι, είπε το Αγόρι, κι η φωνή του είχε μια νυχτερινή μελαγχολία. Αυτό θα παραμείνει αθάνατο. Ακόμα κι όταν το καλοκαίρι πεθάνει. Κοιτούσε τον Άντρα κι έμοιαζε με δακρυσμένο αποσπερίτη· είπε: Θα τολμούσα να σας παρακαλέσω ταπεινά να με ζωγραφίσετε. Και με μια άλλη φωνή σα να τραγουδούσε σκοτεινό αηδόνι, Για να μη χαθεί κι αυτό το καλοκαίρι.

Ο Ζωγράφος κοιτούσε άφωνος το Παιδί και του φαινόταν πως ήταν φτιαγμένο από πορφυρές ηλιαχτίδες, πράσινε σκιές και χρώματα λουλουδιών, και μετά, την ίδια στιγμή, άρχισε να μεταμορφώνεται σε πίνακα με τρυφερά περιγράμματα και μουσικά χρώματα· και τότε σκέφτηκε ότι γι’ αυτό είχε έρθει εδώ για να ζωγραφίσει αυτό το θαυμαστό καλοκαιρινό Αγόρι.

– Όχι, είπε ο Ζωγράφος δε θα χαθεί. Αρχίζουμε. Και με το συγκινημένο χέρι του, που λες το οδηγούσε μια μοίρα ή ένα όνειρο, άρχισε να δημιουργεί. Και μετά από χίλιους αιώνες ήρθε το πορφυρό απόγευμα και,

– Ω, βράδιασε, είπε ο Ζωγράφος, θα συνεχίσουμε αύριο.

– Αύριο, είπε το Αγόρι κι η φωνή του θρόισμα στις φυλλωσιές, ναι. Τον κοίταξε μια στιγμή και τα μάτια του αποχαιρετισμός. Την άλλη στιγμή είχε απομακρυνθεί, σκιά μέσα στις σκιές. Με λένε Αλέξανδρο, είπε από μακριά σαν από την άκρη του κόσμου.

– Στο καλό, είπε ο Ζωγράφος κι ένιωσε μια μικρή απώλεια, και το κελάδημα ενός μακρινού νυχτερινού  γκιώνη την επιβεβαίωσε, κι ο κόσμος απόκτησε ξανά τις γήινες διαστάσεις του. Κι ύστερα κύλησε ο καιρός κι ο πίνακας τελείωσε και το Αγόρι ήταν μέσα στον πίνακα και μέσα στο καλοκαίρι του κι εκεί θα έμεναν στον αιώνα των αιώνων.

– Αυτός είμαι λοιπόν, είπε το Αγόρι. Γύρισε και κοίταξε τον Ζωγράφο. Σ’ευχαριστώ.

– Είναι δικός σου, είπε ο Ζωγράφος.

– Όχι, είπε το Αγόρι, δικός σου είναι. Σ’ευχαριστώ, σ’ευχαριστώ. Μόνο που τώρα πρέπει να φύγω.

– Μα…,είπε ο Ζωγράφος.

– Μη με ξεχάσεις, είπε το Αγόρι και χάθηκε μέσα στις μακρινές σκιές.

Αργότερα πέρασε ένας Γέροντας με το ζωντανό του, στάθηκε κοίταξε τον πίνακα κι ύστερα κοίταξε τον Ζωγράφο με παράξενο βλέμμα.

– Το Αγόρι το είχα γνωρίσει. Και τους γονιούς του. Καλοί άνθρωποι. Μένανε σε κείνο το σπίτι εκεί πάνω, σ’εκείνο με τα κόκκινα κεραμίδια. Μα σταθήκανε άτυχοι. Το Αγόρι πέθανε καλοκαίρι, σαν ήρωας, σα σήμερα, πριν χρόνια. Αργότερα φύγανε και οι γονέοι του. Κακότυχοι. Κοίταξε το Ζωγράφο μ’ ένα σοφό βλέμμα και με μια άλλη φωνή είπε: Και τώρα γύρισε από τη Χώρα της Σκοτεινιάς για να μείνει μέσα σ’ αυτή τη ζωγραφιά. Είσαι καλότυχος. Καλό βράδυ.

 

16 Ιουνίου 2016

 

panorios* Ο Μάκης Πανώριος γεννήθηκε το 1935 στην Κεφαλλονιά. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Σχεδίου και Ζωγραφικής ABC και θέατρο στη Δραματική Σχολή Θεάτρου και Σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη. Εργάστηκε ως ηθοποιός για δεκαοχτώ χρόνια στο ελεύθερο θέατρο και δέκα χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, καθώς και στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Ως συγγραφέας έγραψε μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, θέατρο, κριτική βιβλίου και κινηματογράφου. Έχει εικονογραφήσει περισσότερα από πεντακόσια βιβλία, έχει επιμεληθεί και προλογίσει περί τα εκατό. Διακρίσεις:  Διεθνές βραβείο Karel 1993. Του απενεμήθη από τον Μπράιν Άλντις για την προσφορά του στην επιστημονική φαντασία και τη φανταστική λογοτεχνία. Χρυσός Ικαρομένιππος 1995. Πρώτο βραβείο για το διήγημά του επιστημονικής φαντασίας «Ηθοποιός». Του απενεμήθη από το περιοδικό επιστημονικές φαντασίας «Πλειάδες» και τους «Φανταστικούς Αργοναύτες». Χρυσό στεφάνι ελιάς 2006 του Δήμου Αιγάλεω. Του απενεμήθη από τον δήμαρχο Δημήτρη Καλογερόπουλο για την προσφορά του στα γράμματα και τον πολιτισμό. Τιμητική πλακέτα της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας. Του απενεμήθη το 2006 από την ΑΛΕΦ για τη συνολική του προσφορά στη διάδοση της επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top