Fractal

“Το καλοκαίρι του Αντώνη στην πλατεία” – Διήγημα του Άγγελου Χαριάτη

 

Μέρα μεσημέρι στην πλατεία Συντάγματος. Καμίνι κανονικό η πλατεία. Σαράντα βαθμούς υπό σκιά. Το πιο θερμό καλοκαίρι των τελευταίων ετών, άκουσε να λέει κάποιος περαστικός. Προτιμάει τα καλοκαίρια, ακόμη και αν τηγανίζεις αυγό στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ο χειμώνας δεν αντέχεται. Με τις βροχές, το τσουχτερό κρύο, με την υγρασία που σου τρυπάει τα κόκκαλα. Ο Αντώνης είναι εκεί, όπως κάθε μέρα, όπως είναι εκεί τα τελευταία δύο χρόνια. Χωρίς να πηγαίνει πουθενά. Έχει στήσει το σπιτικό του κάτω από τα δέντρα, στη μέση και δεξιά όπως κοιτάζεις το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Μια σκηνή, που μοιάζει έτοιμη να πέσει στο πρώτο δυνατό φύσημα του αέρα, ένα στρώμα μέσα σ’ αυτή και όλη του η περιουσία, όλη του η ζωή, μέσα σε μια βαλίτσα. Και αυτή μέσα στη σκηνή. Ένα τσίγκινο ανοιχτό κονσερβοκούτι είναι λίγο έξω από τη σκηνή του, έτοιμο να δεχθεί στα σπλάχνα του το κέρμα κάθε περαστικού που θέλει να αμβλύνει λιγάκι τη μιζέρια του Αντώνη.

 

hero2

 

Ο Αντώνης είναι άστεγος. Σπίτι του ο δρόμος. Ένα πιάτο φαΐ βρίσκεται για αυτόν από τα γύρω φαγάδικα, όχι όμως σε καθημερινή βάση. Ανάλογα με την κίνηση κάθε καταστήματος. Βρίσκεται στα σίγουρα ένα μπουκάλι νερό, καθημερινή προσφορά των περιπτεράδων της περιοχής. Που και που μια παγωμένη μπύρα και αυτή προσφορά από τους καταστηματάρχες. Τσιγάρο δωρεάν. Αμέτρητα τα τσιγάρα που είναι μισοτελειωμένα στην άσφαλτο. Τα καλύτερα κομμάτια βρίσκονται στην είσοδο του μετρό. Εκεί όπου ο βιαστικός και αργοπορημένος εργαζόμενος θα το πετάξει βιαστικά για να προλάβει το συρμό. Ο Αντώνης είναι εκεί όποτε νιώσει την ανάγκη για μια τζούρα. Κάθεται στα σκαλιά και με βλέμμα γερακιού κοιτάζει πρώτα αυτούς που καπνίζουν. Αφού τους εντοπίσει κοιτάζει το τσιγάρο που έχουν ανάμεσα στα χείλη τους ή ανάμεσα στα δάκτυλά τους. Έπειτα κοιτάζει το πρόσωπο τους. Μπορεί να καταλάβει από την έκφραση του προσώπου τους ποιος είναι υποψήφιος «δωρητής» γόπας. Και μόλις γίνει η κίνηση, θα κατευθυνθεί με αργά και αδιάφορα βήματα προς το σημείο, θα σκύψει και θα την μαζέψει.

Εκείνο το μεσημέρι όλα κύλαγαν φυσιολογικά. Ο κόσμος κυκλοφορούσε όπως κάθε φορά, ο Αντώνης μόλις είχε γευματίσει, είχε πιει το νερό του, είχε καπνίσει και είχε αράξει στο παγκάκι μπροστά από τη σκηνή του. Η μεγαλύτερη απόλαυση του ήταν να κοιτάζει τους περαστικούς. Έφτιαχνε ιστορίες με το μυαλό του για όσους του κέντριζαν το ενδιαφέρον. Με τον έναν θα μπορούσαν να είναι φίλοι από το στρατό. Με τον άλλον συγχωριανοί. Με τον άλλον θα μπορούσε να ήταν συμμαθητές. Με την κυρία που πέρναγε φορτωμένη με ψώνια θα μπορούσαν να είναι γείτονες.

 

d2

 

Κάποιες φορές, κάτι μέρες ζεστές σαν και τη σημερινή του άρεσε να κάθεται στο σιντριβάνι της πλατείας.  Πραγματικά ευχαριστιόταν να ακούει τον ήχο του νερού να κυλάει, τον αναζωογονούσε κατά μία έννοια. Τον έκανε να ταξιδεύει μακριά. Και να τύχαινε καμιά μαμά με κάνα μπόμπιρα να στέκονται κάπου εκεί κοντά και να χαζεύουν το σιντριβάνι ήταν από τις καλύτερες στιγμές του. Ίσως γιατί μέσα του ζήλευε, με την καλή έννοια, ήθελε να είχε γυναίκα, προτιμούσε τη λέξη σύντροφο και παιδί. Ένιωθε ότι θα ήταν πλήρης.

Καθόταν ο Αντώνης στο μάρμαρο και είδε να πλησιάζουν μια μαμά με το παιδάκι της. Έναν υπερδραστήριο μπόμπιρα που δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε ετών. Η μαμά μίλαγε στο κινητό της και είχε ξαμολημένο τον μπόμπιρα. Ο μπόμπιρας έτρεχε δεξιά, έτρεχε αριστερά, και η μαμά του συνέχιζε να μιλάει στο κινητό.

Ο Αντώνης τον χάζευε τον μπόμπιρα. Φυσικά δεν τολμούσε να πάει κοντά του. Τι δουλειά είχε αυτός ένας άστεγος ζητιάνος, ένας αλήτης, ένα αγκάθι με το μπουμπούκι; Στην καλύτερη θα τον κατηγορούσαν για παιδεραστή. Μπορεί όλα τα κακά της μοίρας να είχαν πέσει πάνω του, αλλά τη φυλακή δεν θα την άντεχε. Την αγαπούσε την ελευθερία του, έστω αυτήν την πεινασμένη και βρώμικη και άστεγη ελευθερία του.

Ο μπόμπιρας ανέβηκε πάνω στο μάρμαρο. Ο Αντώνης του έριχνε λοξές ματιές. Δεν ήθελε να καρφωθεί τώρα που είχε έρθει πιο κοντά του. Η μητέρα του εξακολουθούσε να μιλάει στο κινητό. Μα ποια σοβαρή υπόθεση την απασχολούσε τόσο πολύ ώστε να μην έχει την προσοχή της στραμμένη στο γιο της;

Σηκώθηκε από τη θέση του. Ο μπόμπιρας τον είχε πλησιάσει αρκετά. Προφανώς του είχε κινήσει την παιδική περιέργεια, έτσι όπως ήταν, έτσι αξύριστος και βρώμικος. Ίσως του θύμιζε κάτι από τους μπαμπούλες των παραμυθιών.

Έκανε μεταβολή. Είχε προχωρήσει αρκετά, όταν άκουσε ένα αχνό «μπλουμ» να ακούγεται. Έναν ήχο που άλλος στη θέση του δεν θα μπορούσε να ακούσει. Ο Αντώνης είχε εξασκηθεί στο να ακούει και τον παραμικρό θόρυβο. Μπορούσε να ξεχωρίζει τους ήχους. Από ανάγκη, όταν μένεις στους δρόμους, αν θέλεις να συνεχίζεις να επιβιώνεις θα πρέπει να είσαι προσεκτικός. Να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, όσο πιο ανοιχτά γίνεται και τα αυτιά σου τεντωμένα, όσο πιο τεντωμένα γίνεται. Κάπως έτσι υπάρχει η μεγάλη πιθανότητα να αποφύγεις τις δυσάρεστες εκπλήξεις.

Γύρισε και είδε τον μπόμπιρα να είναι μέσα στο σιντριβάνι. Η μητέρα εξακολουθούσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Ο μπόμπιρας όμως δεν κολυμπούσε, δεν πλατσούριζε. Πνιγόταν, σε λιγότερο από μισό μέτρο νερό.

Δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή παραπάνω. Έτρεξε προς το μέρος του, έβαλε τα πόδια του στο νερό, όσο του άρεσε να ακούει τον ήχο του άλλο τόσο σιχαινόταν να έρχεται το σώμα του σε επαφή, και άρπαξε τον πιτσιρικά από τις μασχάλες σηκώνοντάς τον ψηλά. Όλο αυτό κράτησε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Μέσα σ’ αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα η μητέρα είχε κλείσει το κινητό, έχοντας συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε και είχε μείνει ακίνητη και ξέπνοη παρακολουθώντας τον Αντώνη να σώζει από βέβαιο πνιγμό το γιο της.

Ένας φωτογράφος ημερήσιας εφημερίδας έτυχε να περνάει από ‘κει. Απαθανάτισε τη σκηνή. Ο Αντώνης μέσα σε μια μέρα είχε γίνει ο ήρωας της πλατείας Συντάγματος, είχε γίνει ο ήρωας του καλοκαιριού.

Ύστερα ήρθε η δημοσίευση της φωτογραφίας και η δημοσιότητα. Ήρθε ο δήμαρχος να τον δει. «Θέλεις κάτι;» τον ρώτησε. «Ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου» απάντησε ο Αντώνης. «Ναι, θα το εξετάσουμε» είπε αόριστα ο δήμαρχος. «Πότε;» ρώτησε με μια σχετική αγωνία ο Αντώνης. «Εν καιρώ. Έτσι και αλλιώς εσύ δεν έχεις άμεση ανάγκη» είπε ο δήμαρχος. «Γιατί;» έκανε ο Αντώνης. «Μα, είσαι ο ήρωας του καλοκαιριού» αποκρίθηκε και ύστερα στήθηκε στις κάμερες που κατέγραφαν τη συνάντηση χαμογελώντας. Δέκα λεπτά μετά είχε εξαφανιστεί με την κουστωδία του.

Ήρθε ο πρόεδρος του συνδέσμου εστιατόρων Αττικής. «Θέλεις κάτι;» τον ρώτησε. «Ένα σίγουρο γεύμα την ημέρα», απάντησε. «Μα γιατί;» τον ρώτησε πάλι. «Γιατί πεινάω» απάντησε ο Αντώνης. «Πεινάνε ποτέ οι ήρωες; Ειδικά ο ήρωας του καλοκαιριού;» τον ρώτησε χαμογελώντας. Ο Αντώνης τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Ο πρόεδρος απέφυγε να του σφίξει το χέρι. Πάνω από όλα η καθαριότητα. Απαραίτητο στοιχείο του επαγγέλματός του. Χαμογέλασε και εκείνος στις κάμερες και ύστερα από πέντε λεπτά είχε χαθεί και εκείνος.

Σειρά μετά ο Υφυπουργός Εσωτερικών. «Θέλεις κάτι;» τον ρώτησε. «Μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά» απάντησε ο Αντώνης. «Νομίζω ότι μπορεί να περιμένει ο ήρωας του καλοκαιριού τους πιο αδύναμους που έχουν σειρά» είπε ο υφυπουργός. Έκανε με τη σειρά του τις δηλώσεις του στην κάμερα και χάθηκε και αυτός.

Έχει έρθει πια το φθινόπωρο. Οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν στις μαρμάρινες πλάκες της πλατείας Συντάγματος. Ο Αντώνης εκεί να περιμένει: Ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, ένα πιάτο φαΐ, μια δουλειά. Τα γράμματα στην ταμπέλα «ήρωας του καλοκαιριού» έχουν πια ξεθωριάσει.

Σκέφτεται τον πιτσιρικά και χαμογελάει. Δεν τον ξανάδε από τότε. Ούτε μάλλον θα τον ξαναδεί. Δεν πειράζει. Αρκεί που σώθηκε από τον «ήρωα του καλοκαιριού».

 

 

xariatis_aggΟ Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Είναι απόφοιτος ανωτάτης σχολής. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά, σε free press περιοδικά και εφημερίδες. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Ζει και εργάζεται στα Νότια Προάστια. Έχουν εκδοθεί: «25 ιστορίες για ευτυχισμένους αστούς» Εκδόσεις Μαραθιά (2005), «Παράπλευρες Απώλειες» Εκδόσεις Ιβίσκος (2012),  «Το δάκτυλο» Εκδόσεις Πηγή (2015), «Μαύρο-Κόκκινο» Εκδόσεις Σαΐτα. «Όταν ξημερώνει…» Εκδόσεις Μ. Σιδέρη.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top