Fractal

✔ Το καλοκαίρι πίσω από τα βιβλία…

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

 

Ο Καζούο Ισιγκούρο είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2017. Τότε είχε κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημά του «Τα απομεινάρια μιας μέρας», από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», ένα μυθιστόρημα που απαιτεί αργή ανάγνωση∙ απαιτεί αναγνώστες που αναζητούν την ουσία και το βάθος.

Άλλωστε ο Καζούο Ισιγκούρο δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γοητευτικός, καθώς, με εργαλείο τις λέξεις, χτίζει αθόρυβα αυτό που θέλει να πει, χωρίς ν’ αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις προθέσεις του. Αυτές παραμένουν κλειστές, αν ο αναγνώστης μείνει στην αφήγηση.

Το «Τα απομεινάρια μιας μέρας» είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο που απαιτεί απόλυτη προσήλωση. Άλλωστε η τέχνη τής ανάγνωσης ενίοτε αποκαλύπτεται ως μοναδική, αφού απαιτεί από τον αναγνώστη προσήλωση ικανή να παρακολουθεί το ξεδίπλωμα της σκέψης τού συγγραφέα.

Η ιστορία αφορά σπονδυλωτές αφηγήσεις που περιγράφουν τη ζωή ενός μπάτλερ. Για τους σχεδόν αμύητους ο «μπάτλερ» των παραδοσιακά αριστοκρατικών σαλονιών της Αγγλίας, δεν ήταν ένας υπηρέτης, αλλά ένας επιστήμονας της φροντίδας τού εργοδότη του. Ήταν αυτός που ήξερε περισσότερο από τον καθένα τις θεατές και αθέατες όψεις τού εργοδότη του και που φρόντιζε να διαφυλάξει στο ακέραιο τη φήμη του και την προσωπικότητά του. Συνήθως ήταν ισόβιος. Σίγουρα ήταν υπεύθυνος για την εύρυθμη λειτουργία τού υπηρετικού προσωπικού και την άψογη εξυπηρέτηση των επισκεπτών, οι οποίοι ανήκαν στις προσωπικότητες της χώρας.

Ο «μπάτλερ» είναι η έκφραση της αγγλικής διακριτικότητας και αφοσίωσης στο καθήκον. Αυτές οι δυο αρετές διατρέχουν το μυθιστόρημα από τις πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Σ’ αυτές τις δυο αρετές θυσιάζεται κάθε άλλο στοιχείο της ατομικότητας, με πρώτο το ερωτικό. Είναι η αποθέωση των «πρέπει»!

Ο μπάτλερ τού βιβλίου δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα. Και δεν τον αναγνωρίζει όταν αυτός εμφανίζεται. Αν – κατά τύχη – πέσει πάνω του, αποκτά ξανά ταχύτατα την αυτοκυριαρχία του και απομακρύνεται με γρήγορα και διακριτικά βήματα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει το ασυμβίβαστο σε σχέση με τον έρωτα, αφού είναι ψυχή και σώματι δοσμένος στον εργοδότη του. Κάτι που στον οποιονδήποτε θα φαινόταν φυσιολογικό, στον μπάτλερ τού Ισιγκούρο, φαντάζει εξωφρενικό, έξω από τα όρια τής αξιοπρέπειας.

Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα το «Τα απομεινάρια μιας μέρας» είναι στην κυριολεξία ένα εκτενές δοκίμιο «Περί αξιοπρεπείας». Ίσως είναι η απάντηση ολόκληρης της βρετανικής κουλτούρας στο τι σημαίνει σεβασμός στην προσωπικότητα του άλλου. Θα έλεγα πως η γιαπωνέζικη ψυχολογία του αυτοσεβασμού ζυμώνεται με την εγγλέζικη διακριτικότητα και παράγουν ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο, το οποίο σε δεύτερη ανάγνωση έρχεται να εξηγήσει κάποιες μεγάλες καμπές της ιστορίας.

Η αγγλική εξωτερική πολιτική έχει κατηγορηθεί πως δεν ανησύχησε έγκαιρα και στον βαθμό που έπρεπε για την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και πως ισχυρές προσωπικότητες της αγγλικής πολιτικής σκηνής αντιμετώπιζαν αρκετά θετικά την πολιτική τού Χίτλερ.

Ο μπάτλερ με τη δική του ματιά ερμηνεύει τα γεγονότα τής εποχής. Η Γερμανία είναι η μεγάλη ηττημένη τού Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και οι νικητές σύμμαχοι επιβάλλουν ποινές. Η αντιμετώπισή της, ιδιαίτερα εκ μέρους τής Γαλλίας, που έχει πληρώσει με μεγάλα ποτάμια αίματος την αναμέτρηση εκείνη, ακολουθεί μια εξοντωτική πολιτική. Για πολλούς Άγγλους πολιτικούς, όμως, ο πόλεμος έχει τελειώσει στα πεδία τών μαχών. Πιστεύουν ότι η περαιτέρω «τιμωρία» της Γερμανίας είναι άδικη και ότι ο λαός της δεν πρέπει να πληρώσει τις αμαρτίες τών ηγετών του. Πως στην Ευρώπη πρέπει να επικρατήσει ειρήνη και δικαιοσύνη και η Γερμανία να πάρει το απαραίτητο συγχωροχάρτι για να ξεφύγει από τον διεθνή αποκλεισμό και τους δυσβάσταχτους όρους τής «επαίσχυντης» συνθήκης τών Βερσαλλιών. Σ’ αυτήν την ευνοϊκή μεταχείρισή της συμβάλει τα μέγιστα η απάτη που έχει για πρωταγωνιστή τον Γερμανό υπουργό Ρίμπεντροπ, ο οποίος προσπαθεί και εν μέρει κατορθώνει ν’ αποκοιμήσει τους Άγγλους συντηρητικούς πολιτικούς.

Ο Ισιγκούρο έρχεται να ερμηνεύσει τα ιστορικά γεγονότα κάτω από ένα πρίσμα κατανόησης της εποχής, το ίδιο που συναντάμε στο «Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα» των Τόνυ Τζαντ και Τίμοθυ Σνάυντερ (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»), αλλά και στο «1941 – Όταν ο πόλεμος εξαπλώθηκε στον κόσμο» του Γιόακιμ Κέπνερ (εκδόσεις «Μεταίχμιο»). Ο Άγγλος συντηρητικός λόρδος, που υπερασπίζεται και υπηρετεί με αφοσίωση ο μπάτλερ, επιθυμεί να δει την ευημερία και τη δικαιοσύνη να κυριαρχούν στον κόσμο και όχι «την απληστία για κερδοφορία και την αναρρίχηση» στη θέση τού ρυθμιστή ισχύος. Έρχεται ακόμα να επικυρώσει την άποψη πως «οι μεγάλες αποφάσεις του κόσμου, στην πραγματικότητα, δεν φτάνουν απλώς στο κοινοβούλιο, ούτε παίρνονται κατά τη διάρκεια λίγων ημερών που διαρκεί ένα διεθνές συνέδριο, υπό το άγρυπνο βλέμμα τού κοινού και του Τύπου. Οι συζητήσεις γίνονται, και οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται, στη μυστικότητα των αρχοντικών αυτής τής χώρας».

Όμως στο «Τα απομεινάρια μιας μέρας» διυλίζεται και κάτι που πονάει σε απόλυτα προσωπικό επίπεδο: Ένας έρωτας. Τα συναισθήματα παίζουν κρυφτό με τον εγωισμό και τις τυπικότητες, ανεβαίνουν δυσπρόσιτες βουνοπλαγιές και μένουν μαρμαρωμένα και μετέωρα, για ν’ αποδείξουν την ανικανότητα των ανθρώπων να ομολογήσουν το σαράκι που τους κατατρώει.

Πρόσφατα, όμως, οι εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφόρησαν κι ένα όντως διάσημο (και παλαιότερο) βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, που έχει εντυπωσιάσει, επίσης, και ως κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για το «Μη με αφήσεις ποτέ», ένα μυθιστόρημα που θέτει άμεσα ερωτήματα για το πια είναι τα όρια της επιστήμης και πιο συγκεκριμένα της ιατρικής, αφήνοντας την βιο-ηθική να σκαλίσει όσο βαθύτερα μπορεί αυτό το ερώτημα.

«Παίζοντας» με τις λέξεις και αποδομώντας παράλληλα τη σκέψη μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία, ο Ισιγκούρο ψυχογραφεί τον ανθρώπινο παράγοντα.

Στον αναγνώστη δημιουργείται η εντύπωση πως ο συγγραφέας έντεχνα αναζητά μιαν άλλη γλώσσα για να αφηγηθεί τον μύθο, προσπαθώντας να τον κρύβει ολοένα και περισσότερο, έτσι ώστε να γιγαντώνεται το ερώτημα: Εν τέλει τι προσπαθεί ν’ αφηγηθεί;

Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι πως το θέμα αφορά μια κοινότητα νέων παιδιών, που προέρχονται από κάποιου είδους κλωνοποίηση, με σκοπό, τα παιδιά αυτά, να γίνονται δωρητές οργάνων σώματος. Από μόνος του ο μύθος οικοδομεί ένα μυθιστόρημα με όλα τα χαρακτηριστικά τού τραγικού.

Η αφήγηση ακολουθεί δρόμους που αρχικά δεν διαφαίνονται, αλλά ανοίγονται αιφνιδιαστικά στον αναγνώστη, αιφνιδιάζοντάς τον. Σαν κάτι που είναι αφόρητα δύσκολο κάποιος να το ομολογήσει και επιχειρεί να το καταθέσει κομματιαστά, ανάμεσα σε παρατεταμένες σιωπές.

Μυθιστόρημα εφιαλτικό; Μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας; Ή μήπως ένα συμβολικό μυθιστόρημα για κάποιες «ανθρωποθυσίες» στον βωμό της επιστημονικής έρευνας; Ή ένα μυθιστόρημα που θέλει να μιλήσει για τον έρωτα και την τρυφερότητα, για μιαν ανθρωπιά που αγγίζει τα όρια της υπερβολής και της αφοσίωσης στον άλλο;

Τίποτα ξεκάθαρο, ακόμα και όταν ένα από τα πρόσωπα κλειδιά του μυθιστορήματος αποκαλύπτει την «αλήθεια».

Εκείνο που επιβεβαιώνει επίμονα ο συγγραφέας, είναι πως ο άνθρωπος πορεύεται συνεχώς μέσα σ’ έναν κόσμο δισταγμών και αναποφασιστικότητας. Πως πάντα υπάρχει κάτι που λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στις αποφάσεις του, παρότι που το αίσθημα της ελευθερίας είναι ορατό και προκλητικό.

Η αντίληψη του καθήκοντος είναι επίσης παρούσα και καθοριστική. Πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα υπάρχει κι ένα καθήκον, μια δραματική αναμέτρηση με τον εαυτό τους. Και βέβαια, υπάρχει και ο θάνατος. Αλλά και πάνω απ’ αυτόν υπάρχει η αγάπη, εκείνη η φωνή που λέει: ««Μη με αφήσεις ποτέ».

Βαθιά ανθρώπινο και απόλυτα συγκινητικό το μυθιστόρημα αυτό, δημιουργεί στον αναγνώστη την ανάγκη να μην σταματήσει την ανάγνωση, παρά όταν φτάσει στο τέλος, όχι γιατί γεννά μέσα του την αγωνία, αλλά γιατί προκαλεί την ανάγκη του για λύτρωση.

Οι σημαντικοί συγγραφείς όπως ο Καζούο Ισιγκούρο αποδεικνύουν πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος εάν ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να στοχάζεται τον προορισμό του.

 

***

 

Το «1941 – Όταν ο πόλεμος εξαπλώθηκε στον κόσμο» του Γιόακιμ Κέπνερ (εκδόσεις «Μεταίχμιο»), δεν είναι ακόμα ένα βιβλίο για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένα διαφορετικό βιβλίο, ένα γοητευτικό αφήγημα που αξίζει πολλά, ακόμα και για αναγνώστες με εξειδικευμένες γνώσεις.

Ο Γιόακιµ Κέπνερ (Joachim Käppner) γεννήθηκε το 1961 στη Βόννη. Είναι δηµοσιογράφος της Süddeutsche Zeitung και διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας, µε σπουδές στις Πολιτικές Επιστήµες. Το 2011 βραβεύτηκε µε το German Economists’ Book Prize για τη βιογραφία τού Berthold Beitz, ενώ το 1999 τιµήθηκε µε το βραβείο δηµοσιογραφικής έρευνας Theodor Wolff για τη µελέτη του Bis die Freiheit aufersteht.

Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια άλλη οπτική, ίσως αυτή που βλέπει να διπλανά της κύριας ιστορίας και μέσα απ’ αυτήν την οπτική, μας καλεί να δούμε κατάματα την τραγικότητα του ανθρώπου.

Ο Γιόακιμ Κέπνερ ξεδιπλώνει το χρονικό της πραγματικής αφετηρίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μέσα από αρχειακές πηγές και προσωπικές μαρτυρίες από τις εμπλεκόμενες χώρες – ανάμεσά τους και αυτή της Άλκης Ζέη για την Ελλάδα – αναλύει τις σημαντικές και αμετάκλητες αποφάσεις και επιλογές του 1941, µιας χρονιάς που υπήρξε σημείο καμπής για τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο Κέπνερ μιλά για τον πόλεμο ως μέσο της πολιτικής και για την πολιτική στο πλαίσιο ενός πολέμου κατά τον οποίο δεν υπήρξαν η παραμικρή διάθεση για συμφιλίωση και ο παραμικρός συμβιβασμός. Ασχολείται µε τους πολιτικούς που τον αποφάσισαν και τον διεύθυναν· µε τους στρατιώτες που τον διεξήγαγαν· µε τους ανθρώπους τους οποίους διέλυσε σαν φλεγόμενος οδοστρωτήρας· ασχολείται µε την κτηνωδία και την απόγνωση, µε το θάρρος και την αντίσταση.

Ασχολείται επίσης µε την καθυστερημένη συνειδητοποίηση του ελεύθερου κόσμου, ενός κόσμου βασισμένου σε ηθικά θεμέλια, τον οποίο σήμερα εν πολλοίς θεωρούμε δεδομένο. Όμως δεν είναι δεδομένος. Είναι ένα ιστορικό ανεπανάληπτο επίτευγμα, και το 1941 σηματοδοτεί το έτος κατά το οποίο, ο κόσμος ξαναβρήκε τη φωνή του, την αξιοπρέπειά του και τη δύναμη του, μέσα από την ολική καταστροφή.

Ο Κέπνερ καταφέρνει να φτάσει στην καρδιά των γεγονότων, και μάλιστα με πολύ λιγότερες σελίδες απ’ όσες χρειάστηκαν άλλοι συγγραφείς.

Το 1941 ο πόλεμος, από πόλεμος της Κεντρικής Ευρώπης, έγινε Ευρωπαϊκός, με τους ελεύθερους ευρωπαίους να βρίσκονται ανάμεσα σε δυο «ισμούς», τον ναζισμό του Χίτλερ και τον κόκκινο φασισμό του Στάλιν. Έληξε τρία χρόνια μετά ως παγκόσμιος. Στη διάρκειά του ο άνθρωπος ξεπέρασε τα όρια της αγριότητας και η έννοια «άνθρωπος» ακόμα ψάχνει να βρει τα όριά της. Ο Κέπνερ έρχεται να σταθεί απέναντι σ’ αυτά τα γεγονότα με ιδιαίτερη ψυχραιμία.

 

***

Μια και ο λόγος στον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο, σταματώ σ’ ένα ακόμα ιστορικό βιβλίο που μπορεί να δώσει συνοπτικά χρήσιμες πληροφορίες στον αναγνώστη τού καλοκαιριού. Το «Συνοπτική ιστορία τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου» του Βρετανού Νόρμαν Στόουν (εκδόσεις «Ψυχογιός»).

Ιδιαίτερα εύχρηστο (278 σελίδες), αρκούντως κατατοπιστικό, από έναν ιστορικό που ξέρει να γράφει για τους πολλούς, με μια ματιά πολύ προσιτή σε μεγάλα ερωτηματικά που συνοδεύουν τη μεγαλύτερη καταστροφή της ανθρωπότητας.

Μετά την ερήμωση και την καταστροφή τού Α΄  Μεγάλου Πολέμου, ο καθένας περίμενε ότι μια ειρήνη διαρκείας θα ήταν το πρώτο μέλημα για τους άρχοντες του κόσμου. Αντί γι’ αυτό, όμως, οι νικητές προτίμησαν να εκδικηθούν και επέβαλαν επαχθείς, προσβλητικούς όρους στις συνθήκες με την ηττημένη Γερμανία. Όπως περιγράφει ο Νόρμαν Στόουν, οι συνέπειες αυτής της στρατηγικής ήταν παραπάνω από ολέθριες. Η Πολωνία υπήρξε ο μάρτυρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακριβώς όπως η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε ο ήρωας και οι Ηνωμένες Πολιτείες ο νικητής.

Και όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις πολλών μαρτύρων, η Πολωνία προκάλεσε τη μοίρα της. Θα μπορούσε να είχε επιλέξει μια συμμαχία με τη Γερμανία, με την προσδοκία κάποιων κερδών στη δυτική Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου, το οποίο κάποτε το κυβερνούσε. Αντίθετα, οι ηγέτες της παρέμειναν ασάλευτα στο πλευρό των Βρετανών και των Γάλλων, εξακολουθώντας να τους θεωρούν ως τους νικητές του 1918.

Εκείνοι, όπως και η Πολωνία, είχαν ωφεληθεί από κάποιες άκρως τεχνητές εξελίξεις το 1918, όταν τόσο η Ρωσία όσο και η Γερμανία τέθηκαν εκτός μάχης, οπότε οι Πολωνοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Μεγάλη Δύναμη, τον ανατολικό προμαχώνα της Ευρώπης.

Με τη Συνοπτική Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στόουν παρουσιάζει με αξιοζήλευτη ακρίβεια την πιο θανάσιμη σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία και εντοπίζει τα αίτια που την προκάλεσαν μέσα στις στάχτες τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αδόλφος Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε την απελπισία και την απόγνωση του γερμανικού λαού και κατόρθωσε να κερδίσει την τυφλή εμπιστοσύνη της πλειονότητας εξαιτίας των υποσχέσεων που έδωσε για ανάκτηση της γερμανικής ισχύος και αξιοπρέπειας. Με επιτήδειους χειρισμούς, στρίμωξε τους νικητές τού Μεγάλου Πολέμου και, εισβάλλοντας στην Πολωνία, τους ανάγκασε να του κηρύξουν τον πόλεμο. Ουσιαστικά, ο Χίτλερ χειραγώγησε τις ευρωπαϊκές παθογένειες, τις εχθρότητες και το μίσος και πυροδότησε ένα μηχανισμό ο οποίος, ενισχυμένος από τις πιο δηλητηριώδεις ρατσιστικές ιδεολογίες και τα πιο εξελιγμένα όπλα μαζικής καταστροφής, οδήγησε σε μιαν ανεπανάληπτη παγκόσμια σύρραξη.

Με το κύρος και την αξιοπιστία που τον διακρίνει, ο Νόρμαν Στόουν προσφέρει στους αναγνώστες μια συνοπτική και, ταυτόχρονα, επαρκέστατη εικόνα των αιτίων, της κλιμάκωσης και των ολέθριων συνεπειών της πιο τρομερής σύγκρουσης που γνώρισε η ανθρωπότητα. Η Συνοπτική Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνιστά μιαν ανεκτίμητη συμβολή στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον εικοστό αιώνα και τον πόλεμο που καθόρισε τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας όσο κανένα άλλο.

 

***

 

«Ο φόβος και η ελευθερία» του Κιθ Λόου (εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ») είναι ένα μελέτημα που ξεκινά από το τέλος του τελευταίου μεγάλου πολέμου και τη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου στη μορφή που όλοι βιώνουμε. Από τα πλέον σημαντικά βιβλία του είδους του, που δεν είναι μόνο ιστορικό, αλλά οι παράμετροί του αγγίζουν όλους τους τομείς των πολιτικών και κοινωνικών δομών μέσα από τις οποίες πήρε μορφή η παγκοσμιότητα.

Ο Κιθ Λόου, συγγραφέας και ιστορικός, το έργο του οποίου έχει μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες σε όλο τον κόσμο, εξετάζει τον τρόπο που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε τη σύγχρονη αντίληψη του έθνους, της πόλης και της κοινότητας.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το πλέον καταστροφικό γεγονός στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Πώς, όμως, η εμπειρία της αιματοχυσίας, αλλά και της δημιουργίας δεσμών στη διάρκειά του επηρέασαν τον σύγχρονο κόσμο; Πώς ο φόβος της βίας, τα όνειρα για ισότητα και ο πόθος για ελευθερία άλλαξαν τις χώρες και τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε σήμερα;

Ο συγγραφέας αναλύει μια περίοδο γεωπολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών χωρίς προηγούμενο στην μέχρι τότε πορεία των πολιτισμών. Η νέα τάξη, όπως διαμορφώθηκε μετά το 1945, σήμανε την κατάρρευση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και τη γέννηση δύο υπερδυνάμεων – των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης – σε ένα κλίμα παγκόσμιου Ψυχρού Πολέμου.

Οι επιστήμονες ανέπτυξαν νέες τεχνολογίες, εγκαινιάζοντας την πυρηνική εποχή. Οι πολιτικοί οραματίστηκαν νέα κοινωνικά μοντέλα – κάποιοι υποστήριξαν την παγκόσμια διακυβέρνηση, άλλοι την ανεξαρτησία. Το βιοτικό επίπεδο άλλαξε δραματικά. Ήταν εποχή τρόμου αλλά και θαυμάτων, που ο απόηχός της ανιχνεύεται στον προβληματισμό τού σήμερα για τον εθνικισμό, το μεταναστευτικό και την παγκοσμιοποίηση.

Ο Κιθ Λόου, εξηγώντας τις μεγάλες αλλαγές και τους μύθους που επικράτησαν και ταυτόχρονα χρησιμοποιώντας προσωπικές μαρτυρίες, καταδεικνύει τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές συνέπειες του πολέμου και το πώς οι ηγέτες και οι απλοί άνθρωποι προσαρμόστηκαν στον μεταπολεμικό κόσμο και μετέτρεψαν ένα από τα μεγαλύτερα τραύματα της Ιστορίας σε ευκαιρία για αλλαγή.

Το 1945, καθώς ο κόσμος πάλευε να συνέλθει, ολόκληρες κοινωνίες μεταμορφώνονταν. Τα τοπία που ξεπρόβαλλαν από τα ερείπια των πεδίων μάχης δεν έμοιαζαν σε τίποτα μ’ εκείνα που υπήρχαν πριν. Πόλεις άλλαξαν τα ονόματά τους, οικονομίες άλλαξαν τα νομίσματά τους, λαοί άλλαξαν την εθνικότητά τους. Κοινότητες οι οποίες ήταν ομοιογενείς επί αιώνες κατακλύστηκαν ξαφνικά από ξένους άλλων εθνικοτήτων, απ’ όλες τις φυλές και όλα τα χρώματα. Ολόκληρα έθνη απελευθερώθηκαν ή έζησαν μια νέα κατοχή. Αυτοκρατορίες έπεσαν και αντικαταστάθηκαν από νέες, εξ ίσου ένδοξες και εξίσου κτηνώδεις.

Η παγκόσμια επιθυμία να βρεθεί ένα αντίδοτο στον πόλεμο, προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου συρροή νέων ιδεών και εφευρέσεων. Οι επιστήμονες ονειρεύονταν να χρησιμοποιήσουν νέες τεχνολογίες για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και ασφαλέστερο. Πολιτικοί, οικονομολόγοι και φιλόσοφοι φαντασιώνονταν κοινωνίες ισότητας. Νέα πολιτικά κόμματα και νέα ηθικά κινήματα ξεπηδούσαν από παντού. Μερικές απ’ αυτές τις αλλαγές χτίστηκαν πάνω σε παλιές ιδέες που είχαν προέλθει από παλαιότερες αναστατώσεις, όπως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση, ενώ κάποιες άλλες ήταν εντελώς καινούργιες. Η συντριπτική φύση του πολέμου, η μοναδικά φρικτή βία του και η ανεπανάληπτη γεωγραφική του κλίμακα είχαν δημιουργήσει μια δίψα για αλλαγή που ήταν πιο γενικευμένη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην Ιστορία.

Το «Ο φόβος και η ελευθερία» είναι όχι απλά ένα σημαντικό βιβλίο, αλλά ένα πολύτιμο βιβλίο για όσους θέλουν να γνωρίζουν κάτι παραπάνω για τον κόσμο σήμερα.

 

***

 

«Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!» Το νέο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ από τις εκδόσεις «Άγρα», είναι μια κατάθεση καρδιάς – αυτοβιογραφία του διάσημου ψυχοθεραπευτή, ο οποίος ανοίγει διάπλατα τις πόρτες τής προσωπικής και επαγγελματικής ζωής του και την αναβιώνει βήμα το βήμα, για να την αφηγηθεί εις βάθος, τόσο στον εαυτό του, όσο και σε μας. Μια εξομολόγηση αυθεντική, ψυχοθεραπευτική και σίγουρα με σημαντικό υπαρξιακό βάθος.

Ο ίδιος σημειώνει: «Από καιρό σε καιρό ξαναδιαβάζω Ντίκενς, έναν συγγραφέα που κατείχε πάντα κεντρική θέση στο δικό μου πάνθεον των λογοτεχνών. Πρόσφατα το μάτι μου έπεσε πάλι σ’ ένα εκπληκτικό απόσπασμα από την ‘‘Ιστορία δύο πόλεων’’: “Επειδή, καθώς φτάνω όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο τέλος, ανακαλύπτω πως πορεύομαι σε κύκλο, πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά στην αρχή. Μοιάζει να είναι ένας τρόπος εξομάλυνσης και προετοιμασίας του δρόμου. Την καρδιά μου αγγίζουν τώρα πολλές αναμνήσεις που είχαν από πολύ καιρό αποκοιμηθεί”.

»Με συγκινεί πάρα πολύ αυτό το απόσπασμα. Πραγματικά, καθώς πλησιάζω στο τέλος, ανακαλύπτω πως πορεύομαι σε κύκλο, πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά στην αρχή. Οι αναμνήσεις των θεραπευόμενων πυροδοτούν τώρα συχνότερα τις δικές μου, η δουλειά που κάνω μαζί τους προς το δικό τους μέλλον προσκαλεί και ανακινεί το δικό μου παρελθόν και διαπιστώνω πως επισκέπτομαι ξανά την ιστορία μου».

Ο Ίρβιν Γιάλομ, σ’ αυτό το τελευταίο του βιβλίο, γίνεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: Πώς εξελίχθηκε σ’ αυτό που είναι σήμερα; Πού γεννήθηκε, πώς μεγάλωσε, πώς αποφάσισε να σπουδάσει Ιατρική και να στραφεί στην Ψυχιατρική, για ν’ ανακαλύψει, να ερευνήσει και να δημιουργήσει έναν νέο τρόπο διεργασίας των ψυχοθεραπευτικών ομάδων; Πώς αποφάσισε να εντρυφήσει στον υπαρξισμό, να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία και να γράψει βιβλία που έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες, όπως τα «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»,  «Στο ντιβάνι», «Η μάνα και το νόημα της ζωής», «Ο δήμιος του έρωτα», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ», «Το πρόβλημα Σπινόζα», και άλλα; Πώς κατάφερε να κρατήσει τον γάμο του τόσα χρόνια, δημιουργώντας μια οικογένεια, με τέσσερα παιδιά και οκτώ εγγόνια; Ακόμα και πώς έφτασε να γίνει Έλληνας και να δηλώνει: «Είναι τόσο πολλές οι τρομακτικές και θλιβερές ειδήσεις στον κόσμο σήμερα που σε όλους μας προκαλούν κόπωση και μούδιασμα, ωστόσο κάθε φορά που κάποιος παρουσιαστής ειδήσεων αναφέρει την Ελλάδα, η Μαίριλυν κι εγώ στήνουμε πάντα αυτί. Πάντα θα αισθάνομαι ένα είδος θαυμασμού για τους Έλληνες και ευγνωμοσύνη που με θεωρούν κάτι σαν επίτιμο πολίτη της χώρας τους».

Για τους Έλληνες αναγνώστες, το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού ο Γιάλομ αφιερώνει δύο κεφάλαια στην Ελλάδα και περιγράφει με λεπτομέρειες τις επισκέψεις του στη χώρα μας.

 

***

 

«Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας» της Ινδής Αρουντάτι Ρόι (εκδόσεις «Ψυχογιός», είναι επίσης ένα βιβλίο διαφορετικό από πολλά, που φέρνει μπροστά μας την Ινδία του 21ου αιώνα και όσα ξεσκεπάζουν τις κοινωνικές δομές της. Η Αρουντάτι Ρόι έγινε γνωστή στην Ελλάδα με το πολύκροτο μυθιστόρημα «Ο θεός των μικρών πραγμάτων» (εκδόσεις «Ψυχογιός»), βιβλίο σταθμός για τα παγκόσμια χρονικά, που είχε τιμηθεί με το βραβείο Booker 1997 και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες.

«Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας» είναι μια οδυνηρή ιστορία αγάπης και ταυτόχρονα μια αποφασιστική διαμαρτυρία, που γράφεται με ψιθύρους και κραυγές, με δάκρυα και μερικές φορές με γέλια. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι που έχουν συντριβεί από τον κόσμο όπου ζουν και στη συνέχεια σώθηκαν από αγάπη και από ελπίδα. Για τον λόγο αυτόν, όσο εύθραυστοι κι αν είναι, δεν παραδίδονται ποτέ. Είναι ένα γοητευτικό και υπέροχο βιβλίο, που επινοεί εκ νέου τι μπορεί να κάνει και να είναι ένα μυθιστόρημα. Και σε κάθε σελίδα του αποδεικνύει το χάρισμα της αφήγησης που διαθέτει η Αρουντάτι Ρόι, αλλά και την τόλμη της ν’ αγγίξει θέματα που πονούν και που εύκολα χαρακτηρίζονται ως κοινωνικές ντροπές, έστω κι αν βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, όπου το δικαίωμα για αυτοδιάθεση ολοένα και προστατεύεται περισσότερο.

«Το υπουργείο της υπέρτατης ευτυχίας» είναι η σύνοψη των εμπειριών της Ρόι για το τι πραγματικά είναι η Ινδία. Θέμα του: Η επιβίωση ενός ερμαφρόδιτου, στον οποίο, παρά την επιθυμία των γονιών του, κυριαρχούν τα θηλυκά στοιχεία. Σκληρό θέμα και η Αρουντάτι Ρόι, ανατρέπει τα πάντα με μια γραφή, άλλοτε τρυφερή, άλλοτε άγρια, ωστόσο ιδιαίτερα ρεαλιστική.

Ο ερμαφρόδιτος θα προτιμήσει τη φυγή από το περιβάλλον της οικογένειάς του. Καταφεύγει σε μια κοινότητα ομοίων του, που όλοι τους ένιωθαν και ήθελαν να γίνουν οριστικά και αμετάκλητα γυναίκες. Κάποιοι είχαν ήδη τολμήσει και προχωρήσει σε διόρθωση φύλου. Όλοι τους έψαχναν μια θέση στο σύμπαν, χωρίς ν’ αντιμετωπίσουν την κοινωνική ντροπή και την απόρριψη.

Κάποια μικρά αποσπάσματα: «Δεν μπορούμε να νικήσουμε μόνο με τα κορμιά μας. Πρέπει να επιστρατεύσουμε και τις ψυχές μας», και «Ξέρεις τι είναι πιο δύσκολο για μας; Ο οίκτος. Είναι πολύ εύκολο να λυπηθούμε τον εαυτό μας… έχουν συμβεί τόσο τρομερά πράγματα στον λαό μας… κάθε σπίτι έχει πάθει κάτι φρικτό… Αλλά το να λυπάται κανείς τον εαυτό του είναι… είναι τόσο εξαντλητικό. Τόσο εξευτελιστικό. Τώρα πια δεν αγωνιζόμαστε για την Αζάντι, όσο για την αξιοπρέπειά μας. Κι ο μόνος τρόπος να κρατήσουμε την αξιοπρέπειά μας είναι ν’ αντισταθούμε, να πολεμήσουμε. Ακόμα κι αν νικηθούμε. Ακόμα κι αν πεθάνουμε…»

Αυτή είναι η εκφραστική δεινότητα της Αρουντάτι Ρόι. Για αναγνώστες με απαιτήσεις.

 

***

 

«Η Αθήνα στις φλόγες» του Ρόμπερτ Γκάρλαντ (εκδόσεις «Ψυχογιός») είναι ένα ακόμα βιβλίο αξιώσεων για αναγνώστες με απαιτήσεις. Ο συγγραφέας του είναι Καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Colgate της Νέας Υόρκης. Σημαντικότατα είναι επίσης και τα βιβλία του «Η Θρησκεία και οι Έλληνες» και «Οι αρχαίοι Έλληνες: Η καθημερινή τους ζωή».

Ο συγγραφέας επιχειρεί την ανάδειξη της ανθρώπινης πλευράς των πολέμων της αρχαιότητας, αποδίδοντας με ζωντάνια τόσο τις αιτίες, όσο και τις επιπτώσεις του πολέμου, καθώς επικεντρώνεται στη διάστασή τους από την πλευρά των αμάχων, εκείνων δηλαδή που πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, έναν δρόμο που ακόμα παίρνουν οι πρόσφυγες κάθε πολέμου.

Από τον Ιούνιο του 480 π.Χ. μέχρι τον Αύγουστο του 479 π.Χ., δεκάδες χιλιάδες Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους, μετά τη νίκη των Περσών στις Θερμοπύλες. Αφήνοντας τα σπίτια και τους τάφους των προγόνων τους, τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κατέφυγαν σε ασφαλή μέρη, ενώ όλοι οι μάχιμοι άντρες επιστρατεύτηκαν. Αυτή τη δύσκολη χρονιά, η Αθήνα κάηκε όχι μία αλλά δύο φορές.

Ο Ρόμπερτ Γκάρλαντ εξετάζει πώς οι Αθηναίοι έλαβαν την απόφαση να εκκενώσουν την Αττική και αναλύει τις συνέπειες, υλικές και ψυχολογικές, της επακόλουθης εισβολής. Εισάγει τους αναγνώστες στο ευρύτερο σκηνικό των Περσικών πολέμων, περιλαμβανομένης της μάχης του Μαραθώνα. Περιγράφει τα στάδια της εισβολής, τόσο από την περσική, όσο και από την ελληνική πλευρά και αναλύει την πολιορκία τής Ακρόπολης, την ήττα των Περσών, πρώτα στη θάλασσα από τους συνασπισμένους Έλληνες και στη συνέχεια στην ξηρά, και τελικά την επιστροφή των Αθηναίων στον τόπο τους.

Το βιβλίο θέτει ρωτήματα πιο επίκαιρα από ποτέ, καθώς αναφέρεται στα μέσα και στις δομές που είχαν στη διάθεσή τους οι πρόσφυγες καθ’ οδόν, το πώς βίωσαν τη μεγάλη αγωνία και την έσχατη δυστυχία, που συνόδευσαν τον μαζικό εκτοπισμό, συνδέοντας έτσι τον αρχαίο με τον σύγχρονο κόσμο, σε μια εποχή όπου στις ειδήσεις κυριαρχεί το δράμα πέντε εκατομμυρίων προσφύγων από τη Συρία.

Η ιδιαίτερη ματιά τού συγγραφέα συνοψίζεται στον ισχυρισμό του πως «Χωρίς το σθένος και την αυτοθυσία (των Αθηναίων) δεν θα είχαμε τα καλλιτεχνικά, θεατρικά, φιλοσοφικά, πολιτικά και επιστημονικά επιτεύγματα, τα οποία διαφώτισαν τον Δυτικό Πολιτισμό».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top