Fractal

Διήγημα fractal: “Το καλό σου”

Του Παναγιώτη Ζυγούρη // *

 

 

 

 

Ήταν σκόπιμο. Η πόρτα αντήχησε τρεις με τέσσερις φορές (δεν θυμάμαι καλά να πω ακριβώς). Κάποιος ήταν έξω. Τι ήθελε, τι γύρευε από μένα δεν ήξερα αλλά δεν με απασχολούσε και πολύ. Είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά από τη στιγμή που είχα αποσυρθεί στο δωμάτιο και είχα παραδοθεί στο σκοτάδι, έτοιμος να μεταφερθώ στον κόσμο του Μορφέα. Σ’ έναν κόσμο όπου τα προβλήματα και οι έγνοιες εξαφανίζονται.

Ένας ακόμη χτύπος στην πόρτα προκάλεσε το βούισμα του ξύλου. Δεν αντέδρασα, προτίμησα να παραμείνω κάτω από τις κουβέρτες. Μου προσφέρανε ζεστασιά αυτές τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Εκείνη τη στιγμή μου ήταν αδύνατο να τις αποχωριστώ, αδιανόητο από τη στιγμή που έχεις γίνει ένα μαζί τους. «Το ξέρω ότι είσαι μέσα!» Δεν πρέπει να πέρασε πολύ ώρα, παρά ελάχιστα λεπτά, όταν ακούστηκε μία απαλή και ατάραχη φωνή. Μία φωνή γνώριμη αν και την άκουγα πρώτη φορά στη ζωή μου. Ένα συναίσθημα περίεργο άρχισε τότε να με κατακλύζει – τόσο περίεργο που ακόμη και σήμερα παρόλο που έχουν περάσει κάμποσα χρόνια δεν μπορώ να το προσδιορίσω, πόσο μάλλον να το κατονομάσω.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αυτό το περίεργο συναίσθημα κατέκλυζε τα σωθικά μου. Έκανα να σηκωθώ, να ανοίξω την πόρτα και να δω ποιος βρισκόταν πίσω απ’ αυτήν μα τελικά δεν το έκανα. Πήρα δύο βαθιές ανάσες και προσπάθησα να μην παρασυρθώ από την παρορμητική και επιπόλαια φύση μου. Καθηλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς να κουνηθώ ούτε μία ίντσα ρώτησα «Ποιος είναι;» «Άνοιξε την πόρτα και θα το ανακαλύψεις!» η απάντηση του άγνωστου προσώπου που βρισκόταν έξω από την πόρτα του δωματίου ήταν άμεση και όπως και την πρώτη φορά η φωνή του ήταν ατάραχη.

Ο πανικός έκανε την εμφάνισή του και άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει τη θέση του περίεργου συναισθήματος που με είχε κατακλύσει πριν κάτι λεπτά. Δεν άντεξα. Σηκώθηκα πετάγοντας με δύναμη τις κουβέρτες από πάνω μου. Έκθετος πλέον στο κρύο και στο σκοτάδι κοίταγα την πόρτα του δωματίου. Ακίνητος σαν μια στάλα άλατος. Ποιος να ήταν άραγε εκείνος που βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόρτας και γιατί εμένα μου θύμιζε κάτι η φωνή του; Κάτι συγγενικό μα συνάμα και απόμακρο. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω απέναντι σ’αυτή την αλλόκοτη και άβολη κατάσταση. Αλλά παρόλα αυτά έπρεπε να κάνω κάτι, δεν μπορούσα να μείνω απαθής, άπραγος.

Κάνοντας δυο βήματα πλησίασα στην πόρτα. Οι χτύποι της καρδιάς μου ηχούσαν σαν τύμπανα, και ένιωθα το αίμα μου να ανεβοκατεβαίνει στο κορμί μου με φρενήρη ρυθμό. Αδρεναλίνη, είχε σκάσει σαν ατομική βόμβα και παρέλυσε όλο το κορμί μου. «Τι στα κομμάτια θέλεις από μένα;», ρώτησα υψώνοντας τη φωνή. Ήθελα να ακουστώ πιο δυνατός από ότι πραγματικά ένιωθα εκείνη την καταραμένη στιγμή. Περίμενα κάποια λεπτά την απάντησή του· άδικα, δεν ήρθε. Η υπομονή μου είχε φτάσει στα όρια της και ο θυμός ήταν το επόμενο συναίσθημα που με κατέκλυσε. Εκείνος, όπως και όλα τα συναισθήματα που προηγήθηκαν, ήρθαν και με συνεπήραν στα εδάφη τους χωρίς την αληθινή συγκατάθεσή μου. Όμοια, σαν τη βορρά πεινασμένων γυπαετών. Δεν είχα ούτε τη δύναμη, ούτε το κουράγιο να αντισταθώ. Είχα αφεθεί ολοκληρωτικά.

«ΤΙ ΣΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ…ΘΕΛΕΙΣ..ΑΠΟ ΜΕΝΑΑΑΑ;», ούρλιαξα στο σκοτάδι.

Ήταν ο μόνος τρόπος εκτόνωσης που είχα στη διάθεσή μου ή μάλλον καλύτερα το πρώτο που μου βγήκε ενστικτωδώς. Να ουρλιάξω. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να σκεφτώ. Με οδηγούσαν τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης απέναντι σε κάτι άγνωστο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα κάποια απάντηση. Αυτή η παράξενη μεταμεσονύχτια περιπέτεια είχε συσσωρευτεί στην ήδη κουρασμένη μέρα μου και με πλάκωνε ψυχολογικά. Αυτό που ήθελα ήταν να τελειώσει αυτό το «κακόγουστο αστείο». Γιατί ήθελα να πιστεύω ότι όλο αυτό είναι ένα κακόγουστο αστείο που μόνο ξεπέρασε τα όρια.

«Τι θέλεις από μένα;» ρώτησα ξανά, μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκα πιο εξουθενωμένος. Είχα παραδοθεί πλέον στη σωματική και ψυχική κούραση. «Το καλό σου!». Η άγνωστη φωνή δεν άργησε να ακουστεί, ατάραχη όπως και πριν, προκαλώντας συνάμα αυτή τη φορά και ένα είδος ανατριχίλας.

 

 

Σχόλιο: Αυτό το μικροδιήγημα ξεκίνησε να γράφεται αρχικά το 2012 όταν και το εγκατέλειψα προσωρινά. Η αρχική μορφή που του είχα δώσει ήταν ποιητικό πεζό, αλλά το καλοκαίρι του 2018 που το ξαναέπιασα του έδωσα τη μορφή ενός μικροδιηγήματος, μιας και θεώρησα ότι του ταιριάζει καλύτερα.

 

 

 

* O Παναγιώτης Ζυγούρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Λατρεύει κάθε τύπου ταξίδια αν και τον τελευταίο καιρό έχει αφοσιωθεί στα λογοτεχνικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top