Fractal

Διήγημα: «Το ικρίωμα»

Του Πέτρου Φούρναρη // *

 

f3

 

Κάλεσα δυο τεχνίτες- κατά τα λεγόμενα των συντοπιτών μου τους καλύτερους της περιοχής- για να μου πουν σε τι οφείλονται οι ρωγμές πάνω στις γωνιές του τοίχου που βλέπει στην αυλή του σπιτιού μου.

Ήρθαν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, έσκαψαν το σοβά κι από κάτω βρήκαν σκουριασμένα τα σίδερα στις κολώνες. «Σαπίλα», αποφάνθηκαν κι έκατσαν σκεφτικοί στην πεζούλα. Ο ένας ήτανε κοντός με κόκκινη πυκνή γενειάδα, ο άλλος ψηλός, λεπτοκαμωμένος, με μαύρο μακρύ μαλλί.

Ούτε εμένα μου αρέσουν τα πολλά λόγια. Κανονίσαμε την αμοιβή τους με το τέλος της δουλειάς κι αμέσως στήσανε τις σκαλωσιές, ξεκίνησαν να σκάβουν τους σοβάδες με το καλέμι και τη βαριά, ώσπου φάνηκαν κατά μήκος του τοίχου τα αρρωστημένα σίδερα. Την άλλη μέρα τα ματσακόνισαν, τα άλειψαν με φάρμακο και κάθισαν ξανά στην πεζούλα: αμίλητοι και σιωπηλοί…

Την επομένη δεν ήρθανε, ούτε την μεθεπομένη..

Πέρασε μια βδομάδα και δεν φανήκαν, πέρασαν δυο μήνες και δεν φανήκαν, πλησίαζαν οι βροχές αλλά αυτοί πουθενά. Μου μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά και κατέβηκα στα μέρη που σύχναζαν για να τους γυρέψω. Τους πέτυχα που πάλευαν σε μιαν άλλη δουλειά, τους πλησίασα αλλά δεν μιλούσα, απλώς τους κοίταζα για να νιώσουν αμήχανα και να πουν οι ίδιοι το λόγο που δεν ερχόντουσαν να με τελειώσουν. Κάποια στιγμή ο κοκκινογένης σταμάτησε, σκούπισε και τις δυο πλευρές του μυστριού πάνω στη φόρμα, κούνησε το κεφάλι με συγκατάβαση – σαν να παραδεχόταν πως είχα δίκιο – και τελικά είπε ένα «Θα ‘ρθούμε», χωρίς να στραφεί να με κοιτάξει, μα τόσο πειστικά που έφυγα σιγουρεμένος πως θα κρατούσε την υπόσχεση του.

Αλλά δεν ήρθαν όσο και να τους περίμενα..

Με τις πρώτες βροχές οι κολώνες πήραν νερό, η από μέσα μεριά του τοίχου, που βρισκόταν ο νεροχύτης της κουζίνας, πότισε υγρασία κι εμφανίστηκαν διάσπαρτες μικρές λαδιές που όσο διαρκούσε ο χειμώνας, μεγάλωναν, ενώθηκαν κι έκαναν ένα μεγάλο μπάλωμα που ξεχώριζε από το βαθύ του χρώμα. Την άνοιξη το μπάλωμα φούσκωσε, το χρώμα ξεφλούδισε, λεπτή σκόνη άρχισε να πέφτει πάνω στα πλακάκια του πάγκου κι άλλαξα τη θέση της πιατοθήκης, για να μη σκουπίζω ολημερίς τα πιατικά. Μα το χειρότερο ήταν τα μπάζα που ‘χαν αφήσει: η βροχή τα παράσυρε και τα ‘στρωσε στα σκαλοπάτια, φράζοντας τη μοναδική πρόσβαση στην αυλή απ’ το δρόμο. Τους φίλους που δεχόμουν τους περνούσα μέσα απ’ το σπίτι για τους βγάλω στη δροσιά της αυλής, όλοι με κοιτούσαν με απορία καθώς έβλεπαν να παραμένει στο κέντρο της η μονταρισμένη σκαλωσιά. Με συμβούλεψαν να προσλάβω άλλους τεχνίτες, μου ‘στειλαν μάλιστα δικούς τους που μου ζητούσαν λιγότερα, αλλά εγώ για κάποιο περίεργο λόγο δεν το αποφάσιζα. Μόνο φόρτωσα τα μπάζα σε τενεκέδες και τα κουβάλησα κάπου που να μην ενοχλούν, έλυσα τη σκαλωσιά και έκρυψα τους πύργους κάπου που να μη φαίνονται…

Όμως ο καινούργιος χειμώνας ήταν «θηλυκός», όπως με είχαν προειδοποιήσει. Δε σταμάτησε στιγμή να βρέχει. Τα νερά ήταν ποτιστικά, τα πηγάδια κι οι στέρνες γέμισαν, μα όταν η γη χόρτασε δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο, κατέβαιναν ορμητικά στις ρεματιές συμπαρασύροντας χώμα κι ή θάλασσα πήρε το χρώμα της λάσπης για πολύ καιρό. Στην αρχή της Άνοιξης ήρθανε και τα χειρότερα: έριξε μια νεροποντή χωρίς προηγούμενο που κράτησε ώρες, ξερίζωσε και μετακίνησε δέντρα, έριξε σπίτια: το νερό μη προλαβαίνοντας να απορροφηθεί δραπέτευε με όποιον τρόπο μπορούσε. Οι ανοιχτές κολώνες φάγανε τόσο νερό που πίδακες ξεπήδησαν από τον τοίχο και το σπίτι πλημμύρισε. Μερόνυχτα έβγαζα το νερό με τους κουβάδες, αφού πρώτα το στράγγιζα με τις σφουγγαρίστρες. Όταν πέρασε η θεομηνία κι έπιασαν οι στέγνες ολόκληρα κομμάτια σοβά από το μπάλωμα άρχισαν να πέφτουν στα πατώματα και τα ντουλάπια κάνοντας ένα πνιχτό, θλιβερό ήχο.

Κλείστηκα στο δωμάτιο μου κυριευμένος από μελαγχολία, αλλά από την άλλη αδιαφορούσα για τη ζημιά σαν να μη με αφορούσε, λες και μου άρεσε που έβλεπα το σπίτι να φθείρεται σιγά-σιγά και να καταρρέει ….

Ύστερα ήρθε το καλοκαίρι και το κακό ξεχάστηκε.

Ένα απόγευμα άκουσα κάτι σαν χτυπήματα στην αυλή και το σύρσιμο της αλυσίδας του σκύλου που είχε ψοφήσει από καιρό. Άνοιξα το παραθυράκι της πόρτας που ήταν μπλοκαρισμένη από τους μέσα σοβάδες κι έσπρωξα την εξωτερική σήτα για να δω καλύτερα. Είδα, με όση ορατότητα είχα από εκείνο το σημείο, την παλιά αλυσίδα στη θέση της και το σκυλόσπιτο άδειο, αλλά δεν φαινόταν η γωνιά. Φώναξα αν ήταν κανείς έξω, μα δεν πήρα καμιά απάντηση, τα χτυπήματα όμως συνεχίζονταν.

Ανέβηκα την εσωτερική σκάλα και βγήκα στη πάνω βεράντα. Σκύβοντας είδα τον κοκκινογένη και τον ψηλό που ρίχνανε μια μαύρη λάσπη στις κολώνες. Έμεινα άναυδος, τους κοιτούσα καλά καλά. Είχαν κρατήσει την υπόσχεση τους. “ Καλά, ρε παιδιά, μετά από δυο χρόνια τώρα το θυμηθήκατε;” είπα, χωρίς να ‘χω καμιά διάθεση για αστεία. Μα εκείνοι συνέχισαν τη δουλειά τους χωρίς να μου απευθύνουν το λόγο, δεν σήκωσαν καν το κεφάλι να με χαιρετήσουν.

Κλείστηκα ξανά στο δωμάτιο και δεν βγήκα παρά μόνο όταν είχαν σταματήσει τα χτυπήματα: διαπίστωσα πως οι κολώνες ήταν κλεισμένες από κείνο το μαύρο υλικό.

Την άλλη μέρα ξανάρθαν, αλλά οι θόρυβοι ήταν πιο μαλακοί. Ακουγόταν κάτι σαν παφλασμός, όπως όταν ρίχνεις ένα βότσαλο στην επιφάνεια μιας ήρεμης θάλασσας, κι έπειτα κάτι σαν συριγμός, όπως όταν τρίβονται δυο πλατιά σώματα το ένα πάνω στο άλλο, όλο και πιο αργά, όλο και πιο αθόρυβα.. Όσο κι αν αφουγκραζόμουν, δυσκολευόμουν πολύ να καταλάβω αν ήταν ακόμα έξω, δουλεύανε πάντα σιωπηλοί. Κατά το σούρουπο, όταν βεβαιώθηκα πως είχαν φύγει, κατέβηκα κι είδα τις κολώνες περασμένες με μάρμαρο. Η δουλειά ήταν επιτέλους τελειωμένη, η αυλή σχολαστικά σκουπισμένη και πλυμένη με το λάστιχο της βρύσης, αλλά η σκαλωσιά, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν ξανά στη μέση.

Εδώ και κάμποσες μέρες τώρα κάθομαι στην αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού μου και την παρατηρώ ύποπτα από το τζάμι του παραθύρου: με τους πύργους της μονταρισμένους και τα μαδέρια στην κορυφή μοιάζει όλο και περισσότερο με στημένο ικρίωμα. Αναρωτιέμαι γιατί υψώνεται ξανά στο κέντρο της αυλής μου και περιμένω με αγωνία τους δυο τεχνίτες για να τους ρωτήσω, αν και είμαι βέβαιος πως δε θα πάρω καμιά απάντηση: «Αφού η δουλειά είναι τελειωμένη όπως συμφωνήσαμε υπάρχουν άραγε μεταξύ μας κάποιες άλλες εκκρεμότητες που μου διαφεύγουν;»

Λέρος

31-7-2016

  * O Φούρναρης Πέτρος (1963) είναι γεωπόνος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ζει στη Λέρο. Ασχολείται με το διήγημα και τη μετάφραση. Πεζά του έχουν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο: Πλανόδιον-ιστορίες Μπονζάι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top