Fractal

Γιατί δεν υπάρχουν γαλάζια γαλόπουλα;

Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου //

 

iero-doxeio-coverΧλόη Κουτσουμπέλη, “Το Ιερό Δοχείο”, εκδ. Θίνες, 2015

 

«Θέλω» της είπε να φτιάξουμε μια κιβωτό/ Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου/ Τα παχύδερμα απογεύματα/ που περπατούν αργόσυρτα/ τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα/ τις αγριόχηνες των φιλιών/ τις λαίμαργες ύαινες του πόθου/ τους σκορπιούς της απουσίας»/ Αυτή χαμογελούσε τρυφερά/ όπως νανουρίζουμε τον πόνο/ «Αχ, εσείς οι ποιητές» αναστέναξε βαθιά/ «με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο»/ Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι/ κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα/ Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό/ Το ολόγυμνό της σώμα

 

Η αναφορά αυτή στην Κιβωτό είναι από προηγούμενη ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη, Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012. Δύο πολύ ενδιαφέρουσες αναλογίες: η πρόταση του άντρα για μια κιβωτό με όλα τα είδη της αγάπης του σε ζευγάρια. Η πρόταση της γυναίκας, για το γυμνό γυναικείο σώμα ως κιβωτό. Μια πολύ θετική παρουσία του ερωτικού σώματος.  Στο Ιερό Δοχείο το κλίμα αλλάζει, και το γυναικείο σώμα μετατρέπεται από κιβωτό σε (ιερό) δοχείο. Είναι φανερό, πάντως, ότι το θέμα κιβωτός απασχολεί από καιρό τη Χλόη Κουτσουμπέλη.

Στο Ιερό δοχείο έχουμε τη συνάντηση του ποιητικού με τον θεατρικό λόγο. Σε μια εξαιρετική ισορροπία. Με τρόπο αντισυμβατικό και ανατρεπτικό. Γυναικείοι χαρακτήρες αλλά και αντρικοί σμιλεμένοι μέσα από τους επιστολικούς μονολόγους της Σιγκάλ στην Εμζάρα– ομολογώ ότι η τραγικότητα της Εμζάρα με συγκινεί ιδιαίτερα. Πολύ ενδιαφέρον θέμα που αναδεικνύεται από μια ώριμη γραφή.

Δύο είναι οι άξονες που ορίζουν το κείμενο:

1. Ο πρώτος αφορά τη συνειδητοποίηση της Σιγκάλ. Η ανυποψίαστη κοπέλα αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι η αναγκαιότητα του ιερού δοχείου, της μήτρας δηλαδή που θα κυοφορήσει παιδιά του Νώε, όπως της είπε ο ίδιος, είναι σε μεγάλο βαθμό πρόφαση για τις ερωτικές ορέξεις του. Το ιερό δοχείο είναι στην πραγματικότητα ένα απλό δοχείο ερωτικών συνευρέσεων, βιασμού και κακοποίησης.

Η ανυποψίαστη κοπέλα βέβαια κινείται και από μια άλλη ανάγκη, να φύγει μακριά από το σπίτι της και την αρρωστημένη ερωτική συμπεριφορά του πατέρα και των αδερφών της.

Η συνειδητοποίηση της Σιγκάλ καταγράφεται στις επιστολές που προσπαθεί να στείλει στην Εμζάρα, τη γυναίκα του Νώε, που περιμένει τη μοίρα της σε ένα «καταφύγιο» από ιερό ξύλο αλειμμένο με πίσσα πάνω σε ψηλό δέντρο, όπου υποτίθεται θα γλιτώσει από τον κατακλυσμό. Οι επιστολές είναι οι τύψεις της, οι ενοχές, οι αμφιβολίες της, η αλληλεγγύη που νιώθει προς την ηλικιωμένη γυναίκα. Η μεγαλύτερη αναγκαιότητα, εντέλει, μέσα σ’ αυτό το ταξίδι του κατακλυσμού, είναι αυτή της γραφής για τη Σιγκάλ, που αν δεν γράψει θα σταματήσει να ζει.

2. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη ματιά της συγγραφέως στην ιστορία της Κιβωτού, και τη στάση των προσώπων της οικογένειας του Νώε. Η Κουτσουμπέλη κρατά το πλαίσιο όπως παραδίδεται από τη Γένεσι: Ο Νώε και οι τρεις γιοι του, οι γυναίκες τους, οχτώ δηλαδή άτομα που θα σωθούν από τον κατακλυσμό. Ο κατακλυσμός και η κιβωτός, και το ένα ζευγάρι από το κάθε είδος ζώου που θα μπει στην κιβωτό.  Από εκεί και πέρα υπάρχουν  μεταβολές, καθώς κριτικά η γραφή διαμορφώνει το δικό της πλαίσιο. Η Σιγκάλ, η νεαρή καινούρια σύζυγος και ο ρόλος της, είναι απόλυτα δικό της εύρημα. Για τα ονόματα της νόμιμης συζύγου του Νώε, καθώς και των συζύγων των γιων του, η Κουτσουμπέλη επιλέγει από διάφορες σωζόμενες εκδοχές, γιατί η επίσημη εκδοχή δεν δίνει ονόματά στις γυναίκες! Η επίσης δική της προσθήκη για τον ρόλο των γαλάζιων γαλόπουλων είναι ευρηματική. Το χρώμα τους έχει κάτι ονειρικό και δίνει μια πιθανή αίσθηση αισιοδοξίας στο μαύρο σκηνικό του θανάτου. Ως αναγνώστρια, τα αγάπησα πολύ.

Είναι τελικά ενάρετος ο Νώε; Αναλύεται η στάση του αλλά και των γιων και των γυναικών τους, μέσα από τον λόγο της Σιγκάλ. Οι τύψεις σημαδεύουν περισσότερο απ’ όλους τον Ιάφεθ, τον γιο που δεν αντέχει να ηχούν στα αυτιά του οι κραυγές της μάνας του, όταν την εγκατέλειπαν στο δεντρόσπιτο. Αυτός επιταχύνει την επίγνωση της Σιγκάλ και, ως ένα βαθμό, οξύνει τις ενοχές της αλλά και την αρνητική στάση της προς τον Νώε.

Η Κουτσουμπέλη ρίχνει το βάρος στη συμπεριφορά και στα συναισθήματα των ανθρώπων. Εφόσον όμως η γέννηση παιδιού με γενάρχη τον Νώε για τον Καινούριο Κόσμο παρουσιάζεται ως εντολή Θεού, η οπτική της πηγαίνει τον αναγνώστη ένα βήμα πιο πέρα, γιατί η αναγκαιότητα μιας νέας γυναίκας-δοχείου και ενός θανάτου μιας άλλης, ηλικιωμένης, τίθενται από πολύ ψηλά, πιο ψηλά από τον Νώε.

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Η Σιγκάλ κινείται από την υποταγή ως την αμφισβήτηση. Αλλά θέλει να ζήσει, και δείχνει έναν βαθμό προσαρμοστικότητας. Στέλνει δύο επιστολές στην Εμζάρα, με τα δύο γαλάζια γαλόπουλα. Βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της με την πράξη της αυτή, που παραλίγο να αποκαλυφθεί. Έτσι, εξαφανίζεται το ζεύγος από τα γαλόπουλα, άρα το είδος δεν υφίσταται στον Καινούριο Κόσμο. Από μια στιγμή και μετά, το περιστέρι αναλαμβάνει να διερευνήσει τις συνθήκες έξω από την κιβωτό, με πρωτοβουλία της Νέλε, που καλύπτει έτσι την «αυθαιρεσία» της Σιγκάλ.

Τις υπόλοιπες επιστολές τις γράφει η Σιγκάλ γιατί νιώθει ότι πρέπει να εκφράσει τα συναισθήματα και τις παρατηρήσεις της, έστω και αν γνωρίζει πως  θα μείνουν ανανταπόδοτα. Ίσως πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμεύσουν, όταν σταματήσει το κακό. Και οπωσδήποτε η γραφή είναι η αντίδραση και η αντίστασή της στην εξουσία που της επιβάλλεται.

Αυτά ήθελα να σου γράψω και από τον φεγγίτη τώρα θα απελευθερώσω το γαλάζιο γαλόπουλο, για να έρθει σε σένα. Από χθες, δεν του έβαλα βοτάνια στο νερό και στην τροφή του, για να μπορέσει να πετάξει. Ελπίζω να σε βρει καλά. Ο Θεός μαζί σου.

Η καινούρια μικρή αδελφή σου, Σιγκάλ. (Ημέρα έβδομη)

 

ierodoxeio-cover

 

Επιστολικοί μονόλογοι, λοιπόν. Εννιά επιστολές. Από την 7η μέρα ως Κάπου στο Αραράτ. Για να χτιστούν οι χαρακτήρες και των ανδρών και των γυναικών. Καθόλου μανιχαϊστικά. Καλοί και κακοί είναι και οι άντρες και οι γυναίκες.  Η συνεσταλμένη Αντατανέσε που μεταβάλλεται σε κυνική διεκδικήτρια της εύνοιας του Νώε, δηλαδή της εξουσίας. Η περίεργη Νέλε, που «διοικεί» την Κιβωτό, σκληρή, ιδιαίτερα με τη Σιγκάλ, τη σώζει όμως στην πιο κρίσιμη στιγμή. Κάποιος περίεργος ερωτισμός υπάρχει μεταξύ τους. Ο υπερευαίσθητος Ιάφεθ, ο ευέξαπτος Χαμ. Ο Νώε, με το βάρος μιας αποστολής από τη μια, με πολλά ανθρώπινα πάθη από την άλλη.

Η ατμόσφαιρα στην Κιβωτό αποδίδεται με παραστατικότητα, με έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και συμπεριφορές. Οι οσμές, οι δυσκολίες στη φροντίδα των ζώων – ρίχνουν φάρμακο στο νερό και στην τροφή τους, για να είναι ήσυχα και να κοιμούνται. Η κούραση που αφήνει έντονα τα σημάδια στο πρόσωπο και στο κορμί των γυναικών, σαν να πολλαπλασιάζεται ο χρόνος. Και περισσότερο οι υπαινιγμοί, όσα με μια νύξη αφήνεται ο αναγνώστης να καταλάβει και να φανταστεί. Οι φόβοι της Σιγκάλ, το πνιχτό κλάμα της, οι σιωπές της που λένε πολλά. Υπάρχει εύγλωττη σιωπή σ’ αυτό το κείμενο, με σταθερή υπόκρουση τον ήχο της βροχής.

Εμζάρα, είναι αργά το βράδυ. Γλιστρώ κρυφά με έναν πάπυρο, ένα φτερό κοιμισμένου περιστεριού και ένα δοχείο με πορφυρή βαφή από λουλούδια, για να σου γράψω. Κάθομαι κοντά στη φωτιά, γράφω με το αμυδρό της φως, στο κέντρο της Κιβωτού. (Ημέρα δέκατη τέταρτη)

           

Κείμενο αφηγηματικό, εφόσον έχουμε την αφήγηση μιας ιστορίας. Ο ποιητικός τόνος προστίθεται με την επιλογή των λέξεων, την ατμόσφαιρα που δημιουργείται, την πυκνότητα του λόγου, τις σιωπές. Και είναι οι επιστολές-μονόλογοι που δίνουν τη θεατρικότητα. Απαιτούν κάποιον αποδέκτη-ακροατή. Που μπορεί να είναι η Εμζάρα αλλά είναι και ο καθένας που θα έχει τη δυνατότητα να ακούσει. Τους μονολόγους τους διαβάζεις, αλλά πάντα «ακούς» τη φωνή του αφηγητή, θέλεις να διακρίνεις όλο το εύρος των συναισθημάτων στην έκφρασή του. Έτσι κι εδώ. Θέλεις να ακούς τη φωνή της αφηγήτριας, να ακούς την ανάσα της, την αγωνία, τη σιωπή της. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το κείμενο είναι θεατρικοί ποιητικοί μονόλογοι.

Μέσα από τους επιστολικούς μονολόγους ο αναγνώστης εισπράττει έμμεσα, με τις περιγραφές, τις αμφιβολίες και τα σχόλια της αφηγήτριας, τη δυσπιστία για τον καινούριο κόσμο: βασισμένος πάνω σε ψέμα, απάτη, ανταγωνισμούς, αυταρχικότητα, μηχανορραφίες και, κυρίως, υποκείμενος στην εξουσία ενός προσώπου, μοιάζει να μην υπόσχεται ευοίωνο μέλλον. Και είναι για τον λόγο αυτό που, μαζί με την ώριμη γραφή, τις ενδιαφέρουσες ανατροπές και την υποβλητική ατμόσφαιρα, το έργο της Κουτσουμπέλη γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο.

Οι θεατρικοί μονόλογοι της Σιγκάλ συνιστούν ένα ιδιαίτερο είδος γραφής, ένα θεατρικό ποιητικό είδος, που αξίζει να προσεχθεί, καθώς πατάει καλά και στα δύο συστατικά του μέρη, με τη διαγραφή των χαρακτήρων και την πλοκή από τη μία, και με την ποιότητα και την ατμόσφαιρα της γραφής από την άλλη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top