Fractal

Μια παλιά επώδυνη ιστορία: ο Νίκος Καζαντζάκης και το Νόμπελ

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Κώστας Αρκουδέας, «Το χαμένο Νόμπελ. Μια αληθινή ιστορία», εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 576

 

Αν θέλετε να διαβάσετε την πνευματική Ιστορία μιας χώρας στον εικοστό αιώνα, αρκεί να διατρέξετε τα παρασκήνια των βραβεύσεων και μη βραβεύσεων-απαξιώσεων μεγάλων εθνικών λογοτεχνών που ξεπέρασαν τα όρια του γλωσσικού τους ιδιώματος κι ενέγραψαν υποθήκες στο Συλλογικό Ασυνείδητο ολόκληρης της Ανθρωπότητας. Και, δόξα τω Θεώ, στη χώρα μας, στην Ελλαδίτσα μας, είχαμε πολλούς. Κι ας ξεκινήσουμε από τον κοσμοπολίτη μέγιστο Αλεξανδρινό Καβάφη, τον μόνον ίσως άξιο συνεχιστή των αρχαίων ελληνόφωνων ποιητών. Περνάμε στο διεθνιστή Ρίτσο με το μεγαλειώδες, πολύ-επίπεδο και πολυσέλιδο ποιητικό και δραματικό του έργο. Πάμε στον Παλαμά, που τον αποχαιρέτησαν στο πρώτο νεκροταφείο ένα εκατομμύριο άνθρωποι και μετέτρεψαν την κηδεία σε αντιφασιστικό συλλαλητήριο. Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως τον επίσης μέγιστο Άγγελο Σικελιανό και τις προσπάθειές του αναβιώσεως του αρχαίου δράματος μέσα από τις «Δελφικές εορτές». Και καταλήγουμε στον Καζαντζάκη, τον πλέον μεταφρασμένο νεοέλληνα σε όλες τις γλώσσες και τα ιδιώματα του πλανήτη. Κανείς από αυτούς δεν τιμήθηκε με την ύψιστη (;) διεθνή λογοτεχνική διάκριση. Γιατί; Δεν θα σας το αποκαλύψω για να το αναζητήσετε στις ρίζες αυτού του πολύ-επίπεδου αφηγήματος που διαβάζεται και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα και σαν … (ο,τιδήποτε άλλο θέλετε εσείς). Ενώ διακρίνεται από συγκεκριμένη δομή και «κλειστή» φόρμα, είναι «ανοικτό» σε διάφορες ερμηνείες και συν-δημιουργικές αναγνώσεις πολυποίκιλες. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του Κώστα Αρκουδέα. Ξεπηδώντας μέσα από ένα ποιητικό ρεαλισμό με σοφά υπολογισμένες δόσεις «μαγικής σκέψης» (στο μυθιστόρημά του «Τα κατά Ματθαίον πάθη») αναδύεται εδώ με αρχετυπική καταγγελτική μορφή δικαίως οργισμένου «εισαγγελέα» και ανακριτή, χωρίς να προβαίνει όμως και σε αντιποίηση του λειτουργήματος του δικαστή. Σε αυτό αφήνει το Χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Αυτός παρατηρεί απλώς, ερευνά, καταγράφει, μελετά, κρίνει, συγκρίνει, παραθέτει κι αφήνει σε εμάς το δυσχερές καθήκον της εξαγωγής συμπερασμάτων. Όλοι είναι αθώοι κι ένοχοι. Ακόμα κι όταν δεν γίνονται συμπαθείς μέσα στις μικρό-κακίες και στις προσωπικές πολιτικές τους αντικατοπτρίζουν τη δυσλειτουργία ενός ευρύτερου πνευματικού τοπίου, μιας «περιρρέουσας ατμόσφαιρας» αναξιοκρατικής και …οζούσης. Ναι, είναι διεφθαρμένη ΚΑΙ η πνευματική μας ζωή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω». Ίντριγκες και λυκοφιλίες, υπονομεύσεις και δυναμιτίσεις, παραγκωνίσεις κι αποκεφαλισμοί αξίων, παντού, πάντοτε και τώρα. Μετά δεν μας φταίνε οι «ξένοι». Αυτοί περιχαρακώνουν και προστατεύουν την αξιοπιστία των θεσμών τους όσο καλύτερα μπορούν και δύνανται. Μάλιστα. Είμαστε άξιοι της τύχης μας. Από την Αρχαιότητα οι καλύτεροι πέθαιναν στην εξορία, οι άριστοι πέθαναν στην ψάθα, οι μέγιστοι αναγκάζονταν να πιουν το κώνειο… Τόσο απλά.

 

Κώστας Αρκουδέας

 

Κι αν θέλουμε να προχωρήσουμε σαν χώρα, πρέπει να σκάψουμε βαθιά μέσα μας, να αποκαλύψουμε την πραγματική Ιστορία, να τη φωτίσουμε, να συζητήσουμε, να προβληματιστούμε προκειμένου να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Όχι. Η Ελλάδα δεν θα ξαναπάρει Νόμπελ Λογοτεχνίας τα επόμενα τριάντα χρόνια. Και τα δύο προηγούμενα κατά λάθος μας τα δώσανε. Χάρη στις μελοποιήσεις του Θεοδωράκη. Φυσικά και δεν θα αφήσει κανένας κανέναν άλλον συν-Έλληνά του να κατακτήσει την ύψιστη διάκριση. Βεβαίως όχι. Ίσως μόνον όταν η πολύ νέα γενιά, οι γεννημένοι μετά την αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, οι σημερινοί λυκειό-παιδες, όταν αυτοί κι αυτές έρθουν στα πράγματα, όσοι από εμάς δεν έχουμε ακόμα πεθάνει, ίσως να έχουμε τη χαρά, την ευλογία και την ευτυχία να δούμε μια άλλη Ελλάδα αξιοκρατική που να τιμάει τα παιδιά και να αξιοποιεί τα ταλέντα τους. Μέχρι τότε, «πίκρα και των γονέων». Αυτή είναι η γεύση που μου άφησε η ανάγνωση αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος: πίκρα και οργή. Όμως δεν έμειναν στην Ιστορία οι δολοπλόκοι κι οι αναρριχητές. Εκείνοι στους οποίους τους αρνήθηκαν το Νόμπελ έμειναν και διαβάζονται ακόμα. Οι εχθροί κι υπονομευτές τους έγιναν λίπασμα στο πρώτο νεκροταφείο. Ανακύκλωση «οργανικών» ανοησιών. Αυτό είναι όλο. Όχι, ο Καζαντζάκης δεν έχασε τίποτα που δεν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Ελλάδα έχασε. Και σαν άνθρωπος που αγαπώ, που λατρεύω την Ελλάδα, που δεν μπορώ να ζήσω πουθενά αλλού και δεν θέλω να γράψω σε καμία άλλη γλώσσα, θέλω να δω όσο ζω την Ελλάδα να πάψει να χάνει, να πάψει τα τρώει τα παιδιά και τα συκώτια της, να πάψει να κυνηγιέται από μόνη της και να αυτοκαταστρέφεται. Αυτά για την ώρα φίλοι μου. Διαλέξτε αυτό το βιβλίο για τις διακοπές σας και μετά. Θα σας γεμίσει «ιεράν οργήν» και θα σας ενεργοποιήσει ανυπερθέτως!!!

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής και κριτικός Λογοτεχνίας  (www.konstantinosbouras.gr)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top