Fractal

Διήγημα: “Το γυαλιστερό βυσσινί ποδήλατο”

Του Δημήτρη Πέττα // *

 

 

 

Η θεία, η Ειρήνη, ήρθε και με έτριψε απαλά στα μαλλιά, σημάδι ότι το πρωινό μου ήταν έτοιμο. Ένιωσα το άγγιγμά της σαν μία πεταλούδα να προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του κεφαλιού μου, με σκοπό να με αφυπνίσει, χωρίς να με ταράξει και να με μεταφέρει ήρεμα στο επόμενο στάδιο της ημέρας. Η μητέρα πάντα στην κουζίνα, μία πλάτη ίσια, κότσος τα μαλλιά, ο κόμπος της ποδιάς πάντα ο ίδιος, που τόνιζε μία καλοκαμωμένη λεπτή μέση. Όταν τελείωνα το πρωινό μου και ζήταγα λίγο από το βλέμμα της, έλυνα με ταχυδακτυλουργικό τρόπο τον φιόγκο, γύρναγα στο τραπέζι και περίμενα να το αντιληφθεί, να γυρίσει προς το μέρος μου και να γελάσει με την πονηρή σκανταλιά μου ή να νευριάσει χαριτωμένα. Λάτρευα και τις δύο συμπεριφορές και τις περίμενα ανυπόμονα για να προχωρήσω παρακάτω.

Το γάλα, η μαρμελάδα βερίκοκο, προϊόν της τεράστιας βερικοκιάς, που κάλυπτε στοργικά την βεράντα και την μισή αυλή του σπιτιού μας και το διαθέσιμο ψωμί σε όσες ποσότητες μπορούσε να αντέξει το παιδικό στομάχι μου, δεν ήταν κάτι συχνό εκείνες τις μέρες. Όλα είχαν ταραχθεί συθέμελα, σπίτια, καρδιές ψυχές, ζωές. Από ένα σημείο και μετά τα χαλάσματα είχαν γίνει, ένα κομμάτι του παιχνιδιού των παιδιών της γειτονιάς. Οι γκρεμισμένες πέτρες και τα τσιμέντα, γίνονταν κάστρα μικρά και μεγάλα, άλλα απόρθητα και άλλα με μικρές πύλες, κρυφές, που τα καθιστούσαν ευάλωτα σε κάποιον λιλιπούτειο στρατηλάτη ή σε ένα ατρόμητο πολεμιστή που είχε την ικανότητα να εκσφενδονίσει ένα βαρύ κομμάτι τσιμέντο δύναμη υπέρμετρη των κοινών στρατιωτών.

Δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό, από κάποιον σαν και εμένα, ότι όλα αυτά δεν ήταν δεδομένα. Όλα συνέχιζαν ίδια με κάποιες μικρές παραλλαγές στο ευρύτερο περιβάλλον, κάτι ανάλογο της περιβάλλουσας χλωρίδας, σαν μία πέμπτη εποχή ελαφρώς πιο γκρίζα από τον χειμώνα. Ο πατέρας στο νοσοκομείο ήταν κάτι προσωρινό, ήταν τα καθησυχαστικά μηνύματα των γυναικών της οικογένειάς μας, που είχαν αρχίσει να υφαίνουν ένα κουκούλι προστασίας γύρω μου, αντιλαμβανόμενες πιθανώς ότι θα έμενα το μόνο αρσενικό σε αυτό το σπίτι που, παραδόξως και άγνωστο γιατί, είχε αντέξει. Άργησα να καταλάβω ότι είχα πάρει την θέση μου σε μια γυάλα, σε μια γυάλινη φούσκα, που όλα τα δεινά ήταν για κάποιους άλλους, ενδεχομένως και πολύ κοντινούς, αλλά όχι για μένα.

Η κατάσταση του πατέρα στο πληγωμένο νοσοκομείο ήταν κρίσιμη. Ο αδελφός του και θείος μου είχε εμφανιστεί από πολύ μακριά και η μόνη ανάμνηση που έχω από αυτόν είναι η εικόνα του τρυφερού αγγέλου του θανάτου. Ήταν ήδη σπίτι, για να επιβεβαιώσει τα νέα που προέλασαν, αέρινα, μέσα από ερείπια και κάστρα και μου άδειασαν βάναυσα τα σωθικά με όργανο αιχμής την φωνή της Δόμνας, της δεσποσύνης που πολλά κάστρα είχαν θυσιαστεί για χάρη της. Ο άγγελος του θανάτου, αιφνιδιάστηκε, από την αυθόρμητη, απορημένη και ασθμαίνουσα ερώτησή μου, αμίλητος με αγκάλιασε με τα μαύρα φτερά του, που μου πρόσφεραν μία απόκοσμη θαλπωρή, το κεφάλι του ακούμπησε απαλά στο δικό μου, σαν της μάνας που μόλις της απίθωσαν το νεογέννητο βρέφος στην αγκαλιά της και ένιωσα να με ραίνει με τα δάκρυά του, ενώ ένιωθα το πηγούνι του να συσπάται σα να είχε αυτονομηθεί από την βούλησή του. Με σήκωσε, με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε αρκετά για να με πάει σε μια περιοχή, σχεδόν ανέπαφη, που είχε ακόμα χρώματα και κατέληξα πως με οδήγησε στον θησαυρό, που ήμουν σίγουρος ότι πάντα υπήρχε στο σβήσιμο του ουράνιου τόξου, που είχε δημιουργηθεί από την μπόρα της καταστροφής.

Το γυαλιστερό, βυσσινί ποδήλατο που καβαλίκευα όταν επιστρέψαμε, με είχε μετατρέψει σε έναν νέο ιππότη του καλού με την εντυπωσιακή λευκή πανοπλία του, που ήρθε από κάπου μακριά για να σκορπίσει την αρετή. Ο πόνος, η αίσθηση αδυναμίας, παραίτησης και παράδοσης σε μία άσχημα γραμμένη μοίρα, που συνάντησα στο σπίτι, δεν με κατέβαλε, ήταν κάτι αναμενόμενο, άλλωστε, αν δεν υπήρχαν αυτά κάπου στον πλανήτη, δεν θα είχα κάποιο λόγο ύπαρξης. Ο άγγελος του θανάτου, έφυγε ξαφνικά όπως ήρθε, έκανε όποιο καθήκον είχε αναλάβει και γύρισε στο κάπου πολύ μακριά. Δεν ήταν καν στην κηδεία.

Το μικροσκόπιο της μνήμης, που μου επιτρέπει να ελέγχω ξανά και ξανά την κάθε λεπτομέρεια στην ύστατη σημασία, με οδήγησε με απλά και σίγουρα βήματα στα μάτια της Δόμνας, που η λάμψη της έκανε κάθε άλλη εστία φωτός να είναι περιττή ή να φαντάζει ανύπαρκτη. Η άφιξη της ήταν σαν την ανατολή του ήλιου, όσο ξεπροβάλλει και πλησιάζει στην πόλη μας, κάθε λάμψη γίνεται αχρείαστη και παράλογη. Η κορμοστασιά της, αναπτυγμένης πρόωρα, Δόμνας με το κατάμαυρο μακρύ μαλλί, που γυάλιζε σαν χαίτη καθαρόαιμου αλόγου από αριστοκρατική γενιά, σε συνδυασμό με τα ξεθωριασμένα πράσινα μάτια της, σταματούσε κάθε δραστηριότητα όταν εμφανιζόταν. Όλοι ήταν υπό τις διαταγές της, διαθέσιμοι να εκπληρώσουν ότι μπορεί να σήμαινε ένα νεύμα της. Η Δόμνα η θεά των ποντικών, που ξετρύπωναν κάθε μέρα από τα χαλάσματα των σπιτιών τους και απέφευγαν να επιστρέψουν, μέχρι το σκοτάδι να τους υπαγορεύσει αυστηρά ότι δεν γίνεται αλλιώς. Η Δόμνα που έδινε λίγο νόημα και διαφορετικό χρώμα στο αδυσώπητο γκρίζο και με τον καιρό είχε μεταμορφωθεί σε μία κακομαθημένη πριγκίπισσα. Εγώ όμως που δεν ήμουν ποντικός, είχα ακόμα σπίτι, όχι φωλιά, την αποδεχόμουν ως πριγκίπισσα, αλλά και αυτή μία ποντικίνα ήταν, από μια φωλιά ξεπρόβαλλε, απαιτούσα ενδόμυχα να με θεωρεί ισότιμο. Την πολυτέλεια που είχα να ερωτευθώ την είχα αδράξει και αυτή ήταν η εκλεκτή, αλλά ήθελα να υποτάξω την ξιπασιά της και να τιθασεύσω την άξεστη συμπεριφορά που έδειχνε σε όλους. Το ποδήλατο μου χώραγε δύο, αλλά αυτή ήταν πάντα θεατής στα σλάλομ που έκανα με όλους τους άλλους, ανάμεσα στην καταστροφή. Ήταν και ένα είδος αντιτίμου, για να μην εκδηλωθεί εμπράκτως η ζήλεια και το μίσος που υπήρχε από όλους τους άλλους για την δική μου κατάσταση σε σχέση με την δική τους. Μία βόλτα με το ποδήλατο ήταν ένα βάλσαμο που απάλυνε εκ των προτέρων τα βασανιστήρια που θα υπέβαλε στην συνέχεια τον κάθε ένα ξεχωριστά η πληγωμένη πριγκίπισσα. Όταν θεώρησα ότι το πλήρωμα του χρόνου είχε έρθει, ως σίγουρος θριαμβευτής, προχώρησα στην τελική κίνηση. Της έστειλα το ποδήλατο με αυτόν που είχε γίνει με τον καιρό ο καλύτερος μου φίλος και ήταν αυτός που είχε υποστεί τα χειρότερα από αυτή. «Πάρε και κάνε μία βόλτα», είπε, το άφησε και έφυγε. Γεμάτη απορία η Δόμνα δεν το αρνήθηκε, η στάση της έδειξε ότι ήταν κάτι που όφειλε να είχε πραγματοποιηθεί εδώ και καιρό, άρπαξε το ποδήλατο και το καβάλησε αποφασιστικά. Έκανε μία, δύο, τρεις πεταλιές και έπεσε. Ένιωσα ότι κάθε εστία αντίστασης είχε καταπνιγεί ολοκληρωτικά και αμετάκλητα, πήγα όχι τρέχοντας, αλλά με γρήγορο βάδισμα, σήκωσα το ποδήλατο, το ξεσκόνισα προσεκτικά, της πρότεινα το άλλο χέρι και την ρώτησα αν χτύπησε. Πιάστηκε από το χέρι μου, σηκώθηκε, απάντησε αρνητικά με σχεδόν σβησμένη φωνή και έφυγε τρέχοντας. Λίγο πριν γυρίσει στην φωλιά της έφυγε ένα λυγμός. Τότε την αγάπησα περισσότερο.

 

 

* Ο Δημήτρης Πέττας γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1970
Μεγάλωσε στην Πετρούπολη
Ζει στην Θήβα
Είναι Ιχθυολόγος και έχει master στην Διοίκηση Επιχειρήσεων από το πανεπιστήμιο του Leicester.
Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα
Πιστός μαθητής του Μισέλ Φάις για χρόνια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top