Fractal

Διήγημα: “Το γουρούνι του κυρίου Τζόουνς”

Του Χριστόδουλου Δ. Λιτζερίνου // *

 

 

Αποφάσισε να αφήσει την υγρασία της Ινγκλετέρας για να αγοράσει με τη σύνταξή του σπίτι στο ακριτικό χωριό, όπου τον χειμώνα κυριαρχούσε η εξέχουσα προσωπικότητα του Φαρφάλα του τρελού, ο μπάρμπα Θεοδόσης και η γυναίκα του, η Ελπινίκη. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί ο κύριος Τζόουνς επέλεξε ένα χωριό που δεν είχε θάλασσα, ούτε κατοίκους. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ερείπια. Ερείπιο αγόρασε και το δικό του, αλλά το συμμόρφωσε με εργάτες από την Αλβανία. Έκανε παρέα με τον τρελό του χωριού, παρά με το ηλικιωμένο ζευγάρι. Έτσι τα ελληνικά που ‘μαθε ήταν επιπέδου Φαρφάλα. Ο Θεοδόσης με την Ελπινίκη τον κορόιδευαν

«Είχαμε έναν χαζό στο χωριό, τώρα έχουμε δυο» ήταν το κουτσομπολιό που έκανε το ζευγάρι μεταξύ τους, μη υπαρχόντων άλλων ανθρώπων για διεύρυνση του κύκλου των σχολίων. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και ο κύριος Τζόουνς βελτίωνε την  Φαρφαλική του διάλεκτο, τόσο το ζευγάρι γλύκαινε τη μοναξιά τους.

«Τι κάνεις κύριε Τζόουνς;» ρωτούσε πονηρά η Ελπινίκη, μόλις τον έβλεπε να περπατά στην πλατεία του χωριού

«Βαγγέλης» απαντούσε εκείνος όλο χαμόγελα και έσκαζε η Ελπινίκη στα γέλια. Είχε ακούσει από τον Φαρφάλα να απαντά στην ίδια ερώτηση του μπάρμπα Θεοδόση

«Τι κάνεις ρε Φαρφάλα;»

«Βαγγέλης»

Μάθαινε γρήγορα ο κύριος Τζόουνς και μιλούσε με τον Φαρφάλα για ώρες, κατανοώντας πλήρως ο ένας τον άλλο, κάτι που εξόργιζε το ζευγάρι γιατί τόσα χρόνια μαζί, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τον λεκτικό κόσμο του τρελού. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του είχε εντελώς διαφορετική σημασία. Οι λέξεις του κορόιδευαν λογική και γραμματική των ανθρώπων και έπεφταν μούτζες πάνω τους.

Μια μέρα ο κύριος Τζόουνς γύρισε από το ταξίδι του στη γειτονική Αλβανία με ένα μικρό γουρούνι. Πέρασε μπροστά από το σπίτι τους με το γουρούνι στην αγκαλιά και  η Ελπινίκη άρχισε τα σταυροκοπήματα. Ο Φαρφάλας με γουρλωμένα μάτια έτρεξε και χάιδεψε το μικρό ζώο στην αγκαλιά του Εγγλέζου και ύστερα του ‘πε

«Τζέλι, τζέλι…» δείχνοντας το γουρούνι

«Γιες, τζέλι, τζέλι…» απάντησε εκείνος και κίνησαν για το σπίτι του.

Το ζευγάρι στο παραθύρι κοιτιόνταν χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα απ’ όσα οι δυο άνδρες αράδιασαν πριν λίγο, μόνο η Ελπινίκη έκανε την παρατήρησή της

«Το βάφτισαν κιόλας Τέλη το γρούνι οι τρελοί Θεοδόση μου !!!» κι εκείνος κούνησε βαριεστημένα το κεφάλι, μιας και το μυαλό του δεν μπορούσε να σκαρφιστεί κάτι λογικό σε όλο τούτο το ανεξήγητο που τους πλάκωσε. Δεν έφτανε που έβλεπε το παράλογο στην αγκαλιά του Εγγλέζου, δεν μπορούσε ούτε να μάθει και έσκαζε κάθε μέρα που τους έβλεπε να πηγαίνουν βόλτα με τον «Τέλη» στο βουνό. Ο Εγγλέζος είχε ένα σακίδιο στην πλάτη και ο Φαρφάλας μια μαγκούρα στο χέρι. Όσες φορές αποπειράθηκε να ρωτήσει τον Φαρφάλα για να μάθει, δεν κατάλαβε γρι από όσα του πε. Κατέγραφε μόνο στο μυαλό του μια μια τις λέξεις που άκουγε και το βράδυ με τη γριά του τις απλώνανε στον σοφρά και έστυβαν το μυαλό τους να δώσουν νόημα στους κώδικες του Φαρφάλα. Εις μάτην. Μια μέρα η Ελπινίκη  το αποφάσισε. Θα ρωτούσε τον ίδιο τον Εγγλέζο. Μπορεί να ήταν κι αυτός τρελός, αλλά σίγουρα πιο λογικός τρελός από τον Φαρφάλα.

«Τι κάνετε στο βουνό κυρ Τζόουνς;»

«Βαγγέλη… τζέλι, τζέλι τούφα στο μουνί ιν δε βουνί σας » απάντησε εκείνος και έμεινε κάγκελο η γριά. Έφυγε άρον άρον και έτρεξε στον Θεοδόση να του πει τα μαντάτα. Το και το Θεοδόση μου, με έβρισε ο χαμένος, είπε κάτι για το μουνί μου, του πε. Ο γέρος πήρε φωτιά και θυμήθηκε τη νιότη, όταν δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί για την τιμή και την υπόληψή του. Στήριξε τα ενενήντα του χρόνια στη ροζιασμένη μαγκούρα για να σηκωθεί και να πάει να ζητήσει τον λόγο από τον Εγγλέζο που πρόσβαλε την γριά του. Εκείνη σταμάτησε το νεανικό κρετσέντο, προτείνοντάς του να κάνουν ακόμη χρήση του λόγου πριν έρθει η σειρά της ράβδου.

«Θα ρωτήσω και τον άλλο τρελό» του πε κι εκείνος βρήκε τη σκέψη της βάλσαμο στους ρευματισμούς που άρχιζαν δειλά, τα τελευταία δυο χρόνια, να τον  ταλαιπωρούν.

Τον έπιασε την άλλη μέρα από τον γιακά η γριά και τον ταρακούνησε στη μέση του δρόμου, όπου τον βρήκε να χοροπηδά ανέμελος

«Ρε παλαβέ τι κάνετε στο βουνό με τον Εγγλέζο και το γρούνι του;» εκείνος γούρλωσε τα μάτια και ξεροκατάπιε, σπρώχνοντας τη γριά από το λαιμό του. Στάθηκε φοβισμένος απέναντί και την κοιτούσε χωρίς να μιλάει. Η γριά επέμεινε στην ερώτησή της, αυτή τη φορά πιο γλυκά

«Τζέλι στο βουνί, Βαγγέλη στο μουνί τούφα, γκολντ λέει Τζόουνς» της είπε τώρα αυτός και τα πράγματα σκούρυναν. Κράτησε στο μυαλό τις λέξεις η γριά και κούτσατα έτρεξε στον Θεοδόση να τους τις αραδιάσει. Μια μια εκείνος τις ξάπλωσε στον σοφρά, τις προσπέρασε όλες και στάθηκε στην τελευταία. Την είχε μάθει στον ανταρτοπόλεμο. Γκολντ!!! Ναι, δεν έκανε λάθος, τη θυμόταν καλά. Δεν ξεχνιέται εύκολα μια τέτοια λέξη σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου κι αν ακουστεί. Η γριά πρόσεξε την αλλαγή της έκφρασης του προσώπου του που τώρα στραφτοβολούσε. Ανησύχησε. Τα μάτια της τα έτρωγε η περιέργεια. Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε

«Ο Εγγλέζος και ο τρελός με το γρούνι του βγάζουν χρυσάφι στο βουνό!!!» της είπε και πετάχτηκε πάνω σαν έφηβος, ξεκρέμασε την καραμπίνα από το τζάκι και ζώστηκε τα φυσεκλίκια. Η γριά προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά την παραμέρισε

«Τόσα χρόνια έψαχνα λίρες στο βουνό και να μου τις πάρει ο Εγγλέζος;»

«Τι να τις κάνουμε τις λίρες εμείς γέροι άνθρωποι;» μάταια του φώναζε η γριά καθώς εκείνος δρασκελούσε το κατώφλι για το σπίτι του κυρίου Τζόουνς. Με το κοντάκι χτύπησε την πόρτα και στην κάσα της πρόβαλε η γελαστή φιγούρα του Φαρφάλα. Τον έσπρωξε και στάθηκε μπροστά στον Τζόουνς. Μια μοσχοβολιά απλώνονταν σ΄ολόκληρη την κάμαρα που έξυνε τα ρουθούνια. Την παραμέρισε από τη μύτη του και έστρεψε την καραμπίνα κατά πάνω στον Εγγλέζο. Στα κάρβουνα του τζακιού έψηνε μανιτάρια.

«Που τον έχεις τον χρυσό βρωμοεγγλέζε;» ούρλιαξε ο γέρος και ο Φαρφάλας κρύφτηκε στη γωνία.

«Βαγγέλη…. κύριος Θεοδόσης, τούφα στο μουνί ιν δε βουνί σας ις γκολντ…» είπε εκείνος καθώς του δειχνε το πιάτο με τα μανιτάρια, αλλά δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Μια μπαταριά τράνταξε το σπίτι και αμέσως ένοιωσε πάνω του το σώμα του Θεοδόση να τον καταπλακώνει. Πίσω του, μπουκωμένος με μια τρούφα, έστεκε ο Φαρφάλας με την καραμπίνα στα χέρια του.

 

* * * * *

 

 

* Ο Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος γεννήθηκε στη Σαλονίκη, αλλά ζει και εργάζεται στη Χαλκιδική (γιατί σαν τη Χαλκιδική δεν έχει), όπου δικηγορεί, φτιάχνει κρασιά, καπνίζει και γράφει. Υπερασπίζεται τη σύντομη φόρμα και την απίστευτη συμπυκνωμένη της ενέργεια, η οποία γεμίζει τα μάτια του αναγνώστη με κομματάκια χρωμάτων καθώς εκρήγνυται. Ύστερα πίνει ένα ποτήρι κρασί.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top