Fractal

Διήγημα fractal: “Το γκρίζο φως της Άνοιξης”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Στρέφω το πρόσωπό μου προς τον ήλιο κλείνοντας τα μάτια. Η ζέστη του στη μέση του χειμώνα ανακουφίζει τα κόκαλα και την ψυχή μου. Σε μια εβδομάδα από σήμερα θα γίνω εβδομήντα και παρότι στην εποχή μας πια, την ηλικία αυτή δεν την λες και βαθιά γεράματα, νιώθω ακριβώς αυτό που είμαι: ένας ηλικιωμένος αστός που απολαμβάνει μια σπάνια χειμωνιάτικη ημέρα.

Πολλές οι απολαύσεις της ζωής μου και δεν τις προσμέτρησα σωστά. Σωματικές και ηθικές. Αναρίθμητες στιγμές ικανοποίησης, χωρίς ειδικό βάρος την ώρα που βιώνονταν. Κύλησαν από πάνω μου σαν ατίθασες σταγόνες βροχής που δεν πρόλαβαν να νοτίσουν το δέρμα μου. Εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο διψούσε, τώρα είναι μάλλον αργά. Ένα καυτό μπάνιο, η ολοκόκκινη πανσέληνος του Αυγούστου, ένα υπέροχα μαγειρεμένο φαγητό, εκείνο το ερωτευμένο χαμόγελο με μοναδικό αποδέκτη εσένα. Πόσα ακόμα θα μπορούσα να αναφέρω! Ίσως να φταίει ο απρόσμενος ήλιος γι’ αυτή την τρυφερή αναπόληση, ίσως αύριο που θα ξημερώσει ο συνηθισμένος μουντός Γενάρης, στο μυαλό μου να ζωντανέψουν άλλες στιγμές, λίγο ή πολύ επώδυνες. Ίσως να ακουμπήσω τα ρυτιδιασμένα μου δάχτυλα στις ουλές από όλες τις παιδικές μου σκανταλιές, ίσως να ανακαλέσω τον πόνο και το κλάμα τους. Μπορεί πάλι να θυμηθώ τον θάνατο τον γονιών μου, τον θρήνο και την απόγνωση. Το γκρίζο φως θα στάζει στο κρεβάτι μου ώρες και ώρες αφόρητης μοναξιάς από τότε που έχασα την μοναδική της ζωής μου σύντροφο. Δεν πέθανε, όχι προς θεού ! Με εγκατέλειψε.

Ήμουν ερωτευμένος μαζί της για περισσότερα από σαράντα χρόνια, με όσες ανατροπές, λάθη, συγκρούσεις και ξεσπάσματα πάθους κρύβει αυτό. Αν όλα τα κορίτσια που ερωτεύτηκα ως παιδί και ως έφηβος, όλα διαφορετικά μα τόσο ίδια μεταξύ τους, τα άθροιζα σε ένα ενιαίο σύνολο, πάλι δεν θα κατάφερναν να συνθέσουν αυτή την λάμψη της μοναδικότητας που έκανε τα μάτια της να σπιθίζουν. Λαχταρούσα να βρίσκομαι διαρκώς κοντά της να την παρατηρώ, να της τραγουδάω ‘λούζεται η αγάπη μου….’ Να της κρατώ το χέρι και σαν εκείνον τον ηθοποιό – πώς ήταν το όνομά του αλήθεια; – που κρατούσε το χέρι της μαθήτριας Βουγιουκλάκη, να της απαγγέλω στίχους του Σααδή , ‘αγάπη μου, αγάπη μου….’ Να την ταΐζω με το πιρούνι μου και να την κοιτάζω με τις ώρες τις νύχτες που κοιμόταν δίπλα μου γαλήνια, να διώχνω τους εφιάλτες που την πλησίαζαν απειλώντας να διασαλέψουν τον ήσυχο ύπνο της. Κι εκείνη, να ξυπνά και να με βρίσκει φρουρό ακοίμητο ξυστά στο πρόσωπό της. Τα έκανα όλα αυτά κι άλλα τόσα, όλες οι ώρες που δεν δούλευα αφιερωμένες σ’ εκείνη ήταν. Ώσπου με παράτησε. Την έπνιγα λέει με την αγάπη μου, της έκοβα τον αέρα. Αχάριστη γυναίκα! Πριν φύγει για τα Χανιά, με ειρωνεύτηκε κιόλας!

«Θα πάω να ζήσω με την αδελφή μου, να πεθάνω ήρεμη στον τόπο που με γέννησε. Εσύ, αν είχες τη δύναμη, αγκαλιά θα με σήκωνες συνέχεια, να μην πατάω στη γη και κουράζω τα πόδια μου! Θέλω

μόνη μου να περπατώ, καταλαβαίνεις;» Έτσι μου είπε η άδικη συμβία μου πριν μπει στο καράβι και βάλει ανάμεσά μας μια θάλασσα. Πού την έκρυβε τόση σκληράδα η αγάπη μου; Ήξερε πως εγώ με καράβια και αεροπλάνα δεν ταξιδεύω, πολλοί οι κίνδυνοι – και οι φοβίες μου, δεκτόν! – κι εξάλειψε κάθε πιθανότητα να πάω να την ανταμώσω. Και τις φοβίες μου, μού τις πέταξε κατάμουτρα την ώρα που με αποχαιρετούσε.

«Ένα ταξίδι δεν πήγαμε ποτέ σαν άνθρωποι», μου φώναξε εμφανώς ενοχλημένη.

«Κάθε καλοκαίρι δεν πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, πότε στα Καμένα Βούρλα πότε στην Αιδηψό για μπάνια; Και τον γύρο της Πελοποννήσου κάναμε, και τη λίμνη των Ιωαννίνων χαζέψαμε με τις ώρες από το παγκάκι, ως την Ξάνθη έφτασε η χάρη σου», απάντησα πραγματικά θυμωμένος απ’ το ανικανοποίητο κομμάτι του χαρακτήρα που φανέρωνε ύστερα από τριαντατόσα χρόνια γάμου.

«Ε, να, επειδή δεν αντέχω άλλη καλοπέραση, γι’ αυτό θα αποσυρθώ στην επαρχία, να ξεκουραστώ λίγο από τις συνεχείς εκδρομές και τις περιπλανήσεις μας ανά τον Κόσμο», σφύριξε η οχιά μ’ ένα στραβό χαμόγελο που δεν είχα ξαναδεί.

Έκλεισε την πόρτα πίσω της απαλά κι έφυγε, σαν να μην μοιραστήκαμε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή μας. Από τότε έχουν περάσει κοντά πέντε χρόνια. Πείθω καθημερινά τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλο και λιγότερο, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα. Η εφευρετικότητα του μαθηματικού μυαλού μου δεν συνταξιοδοτήθηκε μαζί με το κορμί μου, ευτυχώς. Αν είχαμε ένα παιδί, σκέφτομαι ωστόσο, δεν θα είχε φύγει μακριά μας. Φταίω άραγε που δεν συμφώνησα να υιοθετήσουμε; Φταίω που ήθελα μόνο αίμα από το αίμα μας και όχι ξένο σπόρο; Όχι, δεν φταίω! Αν το καλοσκεφτώ μάλιστα, άδικα πολύ μου προσήψε αδιαφορία για την επιθυμία της. Εγώ δεν της χρέωσα ποτέ την στειρότητά της, ποτέ. Αντίθετα, κανάκεψα τη στεναχώρια της με όση τρυφεράδα διέθετα. Κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής, το εννοούσα όταν της έλεγα ότι οι δυό μας μόνοι θα αφιερωθούμε καλύτερα ο ένας στον άλλον, χωρίς τρίτους ανάμεσα στα πόδια και το κρεβάτι μας. Δεν την παρηγορούσα με λόγια κούφια, το πίστευα, παρότι θα ήθελα ένα παιδί – ένα μόνο – καρπό του έρωτά μας. Να το ταξιδέψουμε ανά τις γενεές το πάθος μας, ναι, το ήθελα. Όχι όμως με το παιδί κάποιου άλλου! Πού το περίεργο; Διεστραμμένη λογική κυβερνάει το γυναικείο μυαλό! Θα πεθάνω κι ακόμα δεν θα έχω καταλάβει πώς λειτουργεί.

Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και τα σκέφτομαι όλα αυτά σήμερα. Μια τέτοια λαμπρή ενσάρκωση της Άνοιξης μέσα στην καρδιά του Χειμώνα, με το φως να ξεχύνεται ανεμπόδιστο, κι εγώ αφήνω τη θλίψη να αναταράζει τη μέρα μου σαν παγωμένος αέρας. Τα γενέθλια που πλησιάζουν θα ‘ναι, άλλη εξήγηση δεν βρίσκω. Πολλά μου φαίνονται τώρα τα εβδομήντα μου χρόνια, βάρυναν τους ώμους μου ξαφνικά, τους κύρτωσαν. Αν ετούτη τη νύχτα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, ανασαίνοντας το δικό της μαξιλάρι το μοσχομυριστό, καθόλου δεν θα με πείραζε αν ήταν η τελευταία. Ποια ανατολή να προσμένω πλέον;

Ο ήλιος γέρνει όλο και περισσότερο προς τη δύση. Μαβιά και πορφυρά πινέλα βάφουν τον ουρανό με της μελαγχολίας μου τα χρώματα. Όλα μέσα στο κορμί μας ξεκινούν, κι όλα εκεί τελειώνουν. Τι τώρα, τι λίγο αργότερα. Έτσι κι αλλιώς, τώρα πια είναι σχεδόν απίθανο ν’ αποκτήσω τη θέληση ή το κουράγιο να διορθώσω τ’ αδιόρθωτα. Αν όμως ξεκινούσα αύριο τη ζωή μου, πυροσβέστης θα γινόμουν. Για να σβήνω τις φωτιές των άλλων μα και τις δικές μου. Από όπου κι αν προέρχονται, ζεματάνε.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top