Fractal

Διήγημα: “Το γέλιο του νερού”

της Αθηνάς Τσάκαλου //

 

 

 

Τι γυρεύεις πάλι σ’ αυτό το έρημο μέρος; Εσύ δεν είπες το πρωί, πριν ακόμα σηκωθείς από το κρεβάτι, πως όλα τα κατάλαβες, πως δεν σου μένει τίποτ’ άλλο παρά μόνο η σιωπή; Ναι, είπα πως όλα τα κατάλαβα, δεν είπα όμως πως όλα τα αντέχω.

Μην αρχίζεις πάλι. Δεν υπάρχει διάλογος. Δέκα χρόνια τώρα όλο μιλούσες, όλο διεκδικούσες. Δε θα το βάλω κάτω έλεγες, δε θα δεχτώ τη μιζέρια ν’ αποτυπωθεί στο πρόσωπό μου, θα σταθώ απέναντι σε όλα και πόσο σου άρεσε να λες, θα περπατήσω όλη την πορεία που μου δόθηκε, θα περπατήσω δυνατά. Θέλω να επιστρέψω στο χώμα το ελάχιστο της σάρκας μου, ίσο με τη σάρκα του μωρού για να μην πω του εμβρύου, και θα πέσω στο χώμα όταν η φωνή μου γίνει πάλι εκείνο το κλάμα του νεογέννητου.

Έτσι έλεγες κάθε φορά που αποχαιρετούσες ανθρώπους, όχι αποχαιρετούσες λάθος λέξη, κάθε φορά που έβλεπες αυτούς που αποκαλούσες δικούς σου να σε εγκαταλείπουν.

Έτσι είπες όταν ο άντρας σου μια μέρα, δεν γύρισε στο σπίτι και διάβασες το σημείωμά του: «Με συγχωρείς, αλλά έχω το δικαίωμα να ξαναζήσω τον έρωτα». Κι έφυγε, ερωτεύτηκε την όμορφη τριαντάρα ρουμάνα που δούλευε στο απέναντι μανάβικο. Και νόμισες πως έκλεισες αυτόν τον λογαριασμό, όταν επέτρεψες στον εαυτό σου να ζήσει έναν έρωτα με κάποιον πολύ μικρότερό σου άντρα. Τώρα το ξέρεις, το ήξερες από την πρώτη στιγμή, πως όχι δεν τον είχες ερωτευτεί. Απέδειξες, σε ποιόν άραγε, αφού το κράτησες μυστικό, τέλος πάντων, απέδειξες πως μπορούσες κι εσύ να είσαι ακόμα επιθυμητή. Πάει κι αυτό.

Ύστερα ήρθαν οι γάμοι των παιδιών σου. Η κόρη σου έφυγε για την Αθήνα. Αυτό δεν είναι χάσιμο, είπες, ας είναι ευτυχισμένη κι ας είναι μακριά. Γιορτάζατε πάντα μαζί, τους άρεσε βέβαια και η κωμόπολη. Εδώ και τρία χρόνια:

– Μάνα τα παιδιά έχουν τους φίλους τους και δεν θέλουν να φεύγουν από την πόλη, όμως θα το κανονίσουμε, θα ‘ρχόμαστε.

Και σου έπεσε στο μερίδιό σου λίγες μέρες τον Αύγουστο.

Ο γιός σου πήγε για σπουδές στη Βουλγαρία. Γιατρός έγινε, προέκυψε όμως η Λάσα. Και ήταν ωραία εκεί.

Στην αρχή:

-Έλα μάνα να ζήσεις μαζί μας.

Κι ονειρεύτηκες πως θα άλλαζες χώρα κι ήσουν έτοιμη να το κάνεις. Κι όλο σκεφτόσουν πως θα κλείσεις κάποιες λεπτομέρειες και σε μάγευαν τα πυκνά δάση, τα πλούσια νερά της κωμόπολης όπου ζούσε ο γιός σου. Κι εκείνη η μικρή εγγονούλα με τα ξανθά μαλλιά και τα πράσινα μάτια, πλάσμα αγγελικό. Όχι δεν της έδωσαν το όνομά σου, άλλωστε δύσκολα λεγόταν στα βουλγάρικα το Δήμητρα, όχι, όχι την είπαν Ιλεάννα.

Η πρόσκληση είχε γίνει αλλά για λόγους που ποτέ δεν έμαθες, ξεχάστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν κι ήταν σαν μην είχε γίνει ποτέ.

Σε άκουγα πολλά απογεύματα την ώρα που έπινες τον καφέ και κοίταζες από το παράθυρό σου τα βράχια των Μετεώρων, να λες :

-Σαν να μου φαίνεται πως ζητάω τη ζωή ενός κισσού σαν να θέλω τα παιδιά μου να είναι τα δέντρα μου κι εγώ να αναπαυτώ επάνω τους.

Προσπαθούσες πολλές φορές να ξεγελάς τον εαυτό σου με τέτοιες θεωρίες γιατί δεν τις πίστευες ούτε είχες διαλέξει τη ζωή του κισσού αλλά δεν τολμούσες να πεις πως έλειπε η αγάπη σε μέτρα μικρά ανθρώπινα, γιατί όσες φορές θέλησες να δοκιμάσεις την επιθυμία τους για έστω τηλεφωνική επικοινωνία, περνούσε ολόκληρος μήνας κι εσύ ήσουν στο τέλος που τηλεφωνούσες. Α, μου φαίνεται πως ξανάρχισες τα ίδια. Είπες πως όλα τα κατάλαβες. Προχώρα λοιπόν.

Και τώρα Μεγάλη Πέμπτη. Φέτος δεν διεκδίκησες τίποτα. Φέτος είπες :

-Δεν υπάρχει επιστροφή .Άλλο ένα Πάσχα μόνη μου.

Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα, είχε και φίλους και κοινωνική ζωή αλλά τώρα τίποτα δεν της έφτανε. Σταμάτησε και τις διαπραγματεύσεις με το Θεό. Αυτές οι παλιές προσευχές, δώσε θεέ μου να περπατήσω δυνατά στη ζωή μου, που τη γέμιζαν ελπίδες και σχέδια δεν έβγαιναν πια από το στόμα της. Πριν λίγες μέρες έθαψε και το τελευταίο σκυλί της τη Σίντυ. Είχε πια γεράσει 17 χρονών είχε φτάσει. Και δεν έκλαψε, όχι δεν αντιστάθηκε, δεν συγκρατήθηκε, απλά δεν έκλαψε.

Τώρα τι σε ρωτάω τι γυρεύεις πάλι σ’ αυτό το έρημο μέρος. Δεν ξέρεις να μου απαντήσεις. Είναι αλήθεια πως εδώ ερχόσουν συχνά, όταν ήθελες να βάλεις σε μια τάξη τις σκέψεις σου, όταν η ζωή σου σε έπνιγε κι ήθελες να σχεδιάσεις καινούργια πράγματα. Κι είναι αλήθεια σε επηρέαζε το τοπίο, αυτοί οι βράχοι ή μάλλον αυτά τα μοναστήρια σκαρφαλωμένα έτσι παράτολμα στις άκρες των βράχων σε κάνουν να νιώθεις πώς να έχεις την προοπτική να γίνεις κι εσύ ένας περίεργος και άξιος κατακτητής της ζωής που ονειρεύεσαι, έχεις τη δυνατότητα. Κι ύστερα έκλαιγες ένα κλάμα γοερό, απολυτρωτικό σαν να απόθετες εκεί στη ρίζα των βράχων όλες τις αδυναμίες σου κι έφευγες με μάτια κόκκινα και ψυχή αντρειωμένη, άξια εχθρός της μιζέριας.

Κι αυτό το αρνάκι Γιατί το σέρνεις μαζί σου;

– Σ’ έσωσα μικρούλι μου, σ’ έσωσα. Για να δω, σταμάτησε το αίμα στο λαιμό σου; Κι ανοίγεις προσεχτικά το μαύρο μαντήλι που έδεσες στην πληγή.

-Α, ωραία σταμάτησε. Ας έχεις όμως το μαντήλι στο λαιμό για να σε κρατώ, να μη σε χάσω.

Ήταν πριν μια ώρα περίπου. Είχες αφήσει, ως συνήθως, το αυτοκίνητό σου εκεί στο τελευταίο σπίτι της πόλης και πήρες το δρόμο για τα Μετέωρα.

Ξαφνικά βελάσματα, τρόμος και θάνατος εκεί κάτω από κάτι δέντρα. Δυο μικρά φορτηγά. Το ένα γεμάτο ζωντανά αρνιά και στο άλλο έριχναν τα σφαγμένα. Υπαίθριο σφαγείο για τις ανάγκες των ανθρώπων που θα γιορτάσουν το Πάσχα.

-Ρε το πούστικο, μου ξέφυγε.

Κι είδες να έρχεται προς το μέρος σου τρελό από το φόβο τούτο το αρνί και ξοπίσω του ένας χοντρός που τα ρούχα του έσταζαν αίμα.

Το έπιασες το αρνί κι αυτό τρέμοντας, χώθηκε ανάμεσα στα πόδια σου.

-Καλά κυρά μου που το έπιασες.

Η μπόχα του θανάτου σε αναγούλιασε. Άπλωσε το ματωμένο χέρι του να το πάρει.

-Άστο, πόσο κάνει;

Κι έφυγες βιαστικά τραβώντας το αρνί με το μαύρο σου φουλάρι που το έδεσες πάνω στο μικρό χάραγμα του μαχαιριού. Πίσω η σφαγή συνεχιζόταν.

Α, πόσο παιχνιδιάρα είναι η ψυχή σου. Νιώθεις ανάλαφρη για τούτο το μικρό που έσωσες. Και τ’ άλλα;

– Ε δε χωράει το μυαλό μου όλα τα πράγματα. Και σου το είπα μη μου κάνεις ερωτήσεις δεν έχω πια απαντήσεις.

Κι έδεσες το αρνάκι δίπλα στη ρίζα του θάμνου και ξάπλωσες.

Τώρα περπατούσες σ’ ένα δρόμο εξοχικό. Λουλούδια παντού, κίτρινα, κόκκινα, ναι, ναι και μωβ. Ο άγριος βίκος αυτή σου η αδυναμία, ο άγριος βίκος με τα μωβ λουλουδάκια. Και περπατάς αμέριμνη, ανάλαφρη, μια ευδαιμονία σε κατακλύζει. Μόνη σαν να μην είχες ποτέ συγγενείς πάνω σε τούτη τη γη, σαν μην είχες ποτέ δικούς σου ανθρώπους, μια ευτυχία που δεν χωράει σε λόγια και περπατάς, μάλλον αιωρείσαι σε τούτο το χώρο. Έτσι θα είναι ο παράδεισος σκέφτεσαι. Και στη στροφή εκεί στο βάθος η Σίντυ. Την αγκαλιάζεις και δεν αντέχεις την ευτυχία, δεν την αντέχεις και ξυπνάς χαμογελώντας.

Τι όνειρο ήταν αυτό, έμεινε μέσα σου όλη αυτή η ευτυχία.

Ανηφορίζεις, εύκολα, γρήγορα .Θέλεις να πάς πάνω στο εκκλησάκι του μοναστηριού, πεθύμησες το γλυκό του ημίφως. Το αρνί;

-Θα παρακαλέσω τις μοναχές να το δέσουν πίσω από την αυλόπορτα. Δε θ’ αργήσω.

Κάθεσαι λίγο στην άκρη του βράχου πριν περάσεις το γεφυράκι.

Ακούς τις φωνές των πουλιών στα βράχια κι ακούς έτσι σου φαίνεται, άλλες φορές δεν το άκουγες, ακούς εκεί κάτω στο βάθος το κελάρυσμα του νερού. Κι έχεις ακόμα μέσα σου εκείνη την ευτυχία που ένιωσες στο όνειρο.

Και τι έγινε ξαφνικά. Πως σου έφυγε από το χέρι το αρνάκι;

-Μη όχι εκεί, θα πέσεις.

Δεν έλεγξες τη φόρα του κορμιού σου. Το αρνάκι πήδησε στο πλάι αλλά εσύ… Ένα τόξο διέγραψε το κορμί σου και τώρα έπεφτε, έπεφτε. Άνοιξε το μαύρο σου φόρεμα σαν ομπρέλα και πρόφτασες να καταλάβεις την πτώση κι άρχισες να γελάς. Έπεφτες και η χαράδρα γέμισε από το γέλιο σου. Γέλιο χαράς, γάργαρο, ζωηρό, γεμάτο ευχαριστία.

Κανείς δεν είδε τίποτα, μόνο κάτι καλόγριες που εκείνη την ώρα προσεύχονταν άκουσαν αυτό το γέλιο και χωρίς να το θέλουν γέλασαν κι αυτές.

-Ήμαρτον κύριε, τέτοια μέρα κι εμείς γελάμε.

Κοίταξαν προς το γεφυράκι. Το αρνάκι καθόταν ήσυχο και το μαύρο φουλάρι ανέμιζε. Μπερδεύτηκαν. Γελάει το αρνάκι; Έτσι φαινόταν και ο αντίλαλος του γέλιου ακόμα κυλούσε ανάμεσα στα βράχια.

-Δώρο Θεού ετούτο το αρνί. Ό,τι ετοιμαζόταν η αδελφή Θεονίκη να κατέβει στην πόλη για τις προμήθειες του Πάσχα.

-Όλα εν σοφία εποίησες Κύριε.

Σε λίγες μέρες θ’ ακουστεί πάλι το Χριστός Ανέστη και περιμένοντας τη δευτέρα παρουσία, εκείνο το ρυάκι εκεί κάτω στη χαράδρα απέκτησε έναν άλλο ήχο, έναν ήχο χαρούμενου γέλιου και κάθε Μεγάλη Πέμπτη αντηχεί ξανά εκείνο το γέλιο πιο δυνατά μέσα στη χαράδρα και ναι είναι αλήθεια, αλλά κανείς δεν πηγαίνει μέχρι τις πηγές του, εκεί στην άκρη των πηγών, υπάρχει κάτι σαν μικρό λοφάκι και κάθε άνοιξη φουντώνει πάνω του ο άγριος βίκος, μόνο που η καρδιά του λουλουδιού είναι κατακόκκινη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top