Fractal

Διήγημα: “Το φορτίο”

Της Αθηνάς Λατινοπούλου // *

 

 

 

 

Θυμάμαι, αισθάνθηκα τελείως χαμένος όταν ανοίγοντας τα μάτια αντίκρισα από πάνω μου ανθρώπους γυμνούς και ξεροψημένους απ’ τον ήλιο, με άγριες φάτσες. Στην αρχή, άρχισαν να μου τραβάνε τα ξανθά μαλλιά μου, μετά το άσπρο βρομισμένο κουστούμι μου μέχρι που με ξεγύμνωσαν. Με κοίταζαν απειλητικά βγάζοντας κραυγές. Εγώ δεν σάλευα ξαπλωμένος και εξουθενωμένος στο χώμα. Σιγά σιγά συνερχόμουν, ευχόμενος να μη μου κάνουν κακό και διψούσα, αχ πόσο διψούσα. Το περιβάλλον καταπράσινο και παρθένο, έμοιαζε με παράδεισο. Πρέπει η θάλασσα να μ’ έβγαλε σε τροπικό νησί, έλεγα στον εαυτό μου. Ευτυχώς που πήδηξα στη θάλασσα. Μόνο που τώρα θα γίνω τροφή των άγριων ιθαγενών. Όμως ξαφνικά, είδα τους αγροίκους ν’ αλλάζουν διαθέσεις απέναντί μου. Με πλησίασαν δύο γεροδεμένοι και με σήκωσαν στα χέρια, με κουβάλησαν σε μια καλύβα, με κάθισαν στη μέση και με περικύκλωσαν όλοι, ενώ κάποιος μου έφερε μια καρύδα γεμάτη γάλα. Το ήπια λαίμαργα κι ήταν φανταστικά δροσερό, θυμάμαι.

Τώρα θα σηκωθώ να κάνω καφέ. Θα βάλω νερό στην καφετιέρα, θα βγάλω το γάλα απ’ το ψυγείο και θα φάω και κανένα κουλουράκι. Πόσο μ’ αρέσει που το διαμέρισμά μου είναι μικρό. Το ψυγείο μου είναι γεμάτο με έτοιμα άνοστα φαγητά απ’ το σούπερ μάρκετ. Δε μ’ αρέσει να μαγειρεύω, βαριέμαι να ψωνίζω, δεν έχω φίλους, δεν αγόρασα τηλεόραση. Δεν το πιστεύω ότι κάποτε παρασύρθηκα απ’ τη δόξα, πείστηκα ότι είμαι υπερκόσμιος, αιώνιος, ξέφυγα απ’ τα πιστεύω μου, ανέβηκα μονοπάτια που δεν ήταν δικά μου, δέχτηκα αγαθά που δεν μου ανήκαν, πάτησα επί πτωμάτων που δεν μου χρωστούσαν, τυφλωμένος από εγωισμό κατέληξα ένα ποταπό ανθρωπάκι αρνούμενος να δω την πραγματικότητα. Το μόνο που έβλεπα ήταν ο θρόνος κι η πανοπλία μου. Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να παρασυρθεί, να αλλάξει χαρακτήρα. Όχι, λάθος, δεν άλλαξα χαρακτήρα, απλώς ήμουν ανώριμος, νόμιζα ότι τα ξέρω όλα, ότι η εξουσία μου πήγαινε γάντι. Υπερίσχυε μέσα μου η άγνοια για το νόημα της ζωής. Υπερίσχυε η αλαζονεία, η πεποίθηση ότι έγινα το κέντρο της γης, ότι όλα μου ανήκουν, ότι είμαι βασιλιάς! Έκανα μεγάλα σφάλματα. Σήμερα το νιώθω ότι τους κορόιδεψα, τους εκμεταλλεύτηκα και στο τέλος τους παράτησα κι έφυγα γυρνώντας στην χώρα μου. Α ο καφές μου είναι έτοιμος.

Νιώθω ακόμα τη γεύση απ’ το γάλα εκείνης της πρώτης καρύδας που μου έδωσαν στο νησί. Μετά σήκωσαν τα χέρια κι είπαν κάτι, όλοι μαζί, που έμοιαζε με προσευχή. Κατέβασαν τα χέρια, τα ακούμπησαν στο κεφάλι μου και σκύβοντας με προσκύνησαν. Ύστερα μου έφεραν δώρα. Κεφάλια ζώων, φρούτα, ξύλινα κοσμήματα. Με θεωρούνε Θεό, σκέφτηκα.

Νόστιμος ο καφές μου, αλλά τώρα θέλω πολύ να κάνω κάτι. Να σηκώσω την παλάμη μου και να μουτζωθώ. Θεός! Ποιος; εγώ. Απ’ τη μια μεριά η άγνοια, ο φόβος, η ανάγκη να πιστεύει ο άνθρωπος κάπου, η ανάγκη να ερμηνεύει τα φυσικά φαινόμενα, η αγωνία η υπαρξιακή, αλλά κι η δουλοπρέπεια. Την έχει στο πετσί του ο άνθρωπος. Θέλει να είναι υποταγμένος σε κάποιον, να τον λατρεύει, να τον υπηρετεί. Και απ’ την άλλη, επειδή ποτέ δεν πιστεύει ότι όλοι είμαστε ίδιοι, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να γίνει πιο ανώτερος απ’ τους άλλους για να έχει εξουσία, δηλαδή εκμετάλλευση των άλλων, το άκρον άωτο του εγωκεντρισμού. Ας ξαναμουτζωθώ εγώ ο άνθρωπος.

Θεός λοιπόν, και μ’ εγκατέστησαν στην πιο μεγάλη καλύβα του νησιού. Κάθε βράδυ έφερναν τις γυναίκες τους και μου έκαναν νόημα να διαλέξω. Οργάνωναν τελετές και με κουβαλούσαν στους ώμους τους, κι όλο το χωριό με προσκυνούσε.

Είμαι τόσο μόνος τώρα, αλλά και τόσο χαρούμενος που τέλειωσε αυτή η κωμωδία. Νόμιζα ότι ήμουν ψηλά, αλλά ήμουν πεσμένος πολύ χαμηλά.

Έγινα άπληστος, και τους ζητούσα όλο και περισσότερα. Μέχρι που μια μέρα, σα να ξύπνησα, αισθάνθηκα δυσφορία για το άτομό μου, με σιχάθηκα και έφυγα σκαστός.

Το μόνο που επιθυμώ σήμερα, είναι να ηρεμήσει η ψυχή μου κι όταν έρθει το τέλος μου να ανακυκλωθώ εν ειρήνη. Νιώθω ξαλαφρωμένος από το αβάσταχτο φορτίο να είμαι Θεός.

 

 

* Η Αθηνά Λατινοπούλου είναι εικαστικός.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top