Fractal

Διήγημα: “Το Φλεγόμενο Πούλι”

Της Κωνσταντίνας Σώζου-Κύρκου // *

 

 

 

 

«Φτου! Πάλι μονές! Τι γκαντεμιά ειν’ αυτή, ρε γαμώτο!» Ο Γιάννης πάει ένα μαύρο πούλι μια θέση δεξιά κι ένα άλλο τρεις θέσεις δεξιά. Τα κοπανάει πάνω στη δεύτερη περιοχή του λες κι είναι τα τελευταία κέρματα που είχε στην τσέπη του και του τα παίρνουν με το στανιό.

«Τη δημοκρατία σου, κωλόπαιδο! Εδώ θα γίνει ο τάφος σου, ρε!» Ουρλιαχτά και βογγητά ακούγονται απ’ το θάλαμο 20, στο διάδρομο δεξιά.

«Ακόμα στο τσάι πάρτι με φρυγανιές είστε εσείς;» λέει ο Οδυσσέας και παίρνει μια ρουφηξιά απ’ το παγωμένο νεσκαφέ του. «Τόσο ξύλο, ρε παιδί μου κι αυτός ο πούστης, το κουμμούνι, κιχ, ε;»

«Πού θα πάει; Νομίζει ότι είναι σκληρό καρύδι, αλλά δεν ξέρει ότι εμείς τα σκληρά καρύδια τα κάνουμε κάστανα. Θα λαλήσει, τί θα κάνει; Ντόρτια!»

«Ο δικός μας στο 18 ήθελε και δικηγόρο, ο μαλάκας. Έφαγε τόσες κλωτσιές… Χοροπηδάει σαν κουτσό κοκόρι τρεις μέρες τώρα. Άμα δεις τα πόδια του! Συκώτι! Και η γλώσσα έξω, σκέτο πετσί».

«Τον είδα, τον είδα», λέει ο Γιάννης. Πίνει μια μεγάλη γουλιά νερό απ’ το ποτήρι του.

Ο Οδυσσέας ανακατεύει τα ζάρια στις δυο του χούφτες και φυσάει μέσα πριν τα ρίξει. Έξι και πέντε. «Α χα!» Σκέφτεται λίγο κρατώντας το πηγούνι του με το δεξί του χέρι και μετά προχωράει ένα κόκκινο πούλι αριστερά στην τρίτη περιοχή του και ένα άλλο απ’ την τέταρτη περιοχή του στην αρχική θέση του Γιάννη. Του πλακώνει το ένα και μοναδικό πούλι που έχει απομείνει εκεί. «Πόρτα! Πάει η μάνα σου, μαλάκα! Καλά να πάθεις. Διπλά χαμένος!»

Ο Γιάννης σηκώνει τα μανίκια του κι άλλο πάνω απ’ το μπράτσο του και ανοίγει το τρίτο κουμπί απ’ τη στολή του. Η ζέστη αφόρητη. Μέσα Ιούλη με τα παράθυρα όλα κλειστά. Να μην τους πάρουνε και χαμπάρι.

«Αυτοί οι προοδευτικοί το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά είναι να ουρλιάζουν σα λύκοι», είπε ο αξιωματικός του ανακριτικού της προηγούμενης εβδομάδας. «Δεν έχουν καταλάβει ότι ή φίλοι ή σακάτες θα φύγουν από δω μέσα», είπε και ζήτησε απ’ το Γιάννη να βουλώσει με χαρτί από εφημερίδα την τρύπα που έχει το παράθυρό τους στο γραφείο τους στο δεύτερο, τη μόνη πηγή καθαρού αέρα στο δωμάτιο.

«Σπάσε!» λέει ο Οδυσσέας.

«Τί να σπάσω, ρε μαλάκα! Μου πλάκωσες τη μάνα. Διπλά χαμένος! Χέστο». Κλείνει το τάβλι απότομα και τα πούλια κροταλίζουν σα χαλίκια σε ξύλινη καρότσα. Το βάζει μέσα στο συρτάρι του γραφείου και σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπό του με το χέρι του. «Δεν πας να τον τσεκάρεις, λέω γω; Μη βγει απ’ τον κύκλο και τον δουν, τη βάψαμε!» «θα πάω, μωρέ. Δε φεύγει, πού να πάει; Άφησα το Νίκο στο πόδι μου. Κάτσε να τελειώσω τον καφέ». Ο Γιάννης κοιτάει το παράθυρο με τη βουλωμένη τρύπα. Θέλει τόσο πολύ να το σπάσει και το υπόλοιπο, μπας και πάρουνε καμιά ανάσα επιτέλους. «Θα σκάσουμε σαν τα ποντίκια εδώ μέσα. Κι αν δε μιλήσει ο πούστης, δε βλέπω να παίρνω άδεια φέτος».

«Στο χωριό, στον Παρνασσό πάλι θα πας;»

«Βέβαια. Βελίτσα και πάλι Βελίτσα, φίλε. Δροσούλα και καθαρός αέρας. Παράδεισος!»

«Θα σου πιούμε το αίμα, ρε κερατά!» ακούγεται η φωνή του φρουρού απ’ το 20. «Θα σου γαμήσουμε τη μάνα και τον πατέρα!»

«Ένα πάκο προκηρύξεις στο δωμάτιο του καριόλη. Και της πουτάνας του το ίδιο», λέει ο Γιάννης.

«Μπα! Που ‘ναι αυτή;»

«Στο πλυσταριό. Αλλάζει τη διακόσμηση».

«Πάει ο σοβάς, ε;» Ο Οδυσσέας γελάει και κάνει αέρα με το χέρι του.

«Αντί να κάτσει σπιτάκι της να κάνει κάνα φαΐ της προκοπής, αυτή εκεί, με τα κουμμούνια, εκεί, μανία, ν’ αρπάξουν την εξουσία, να μας σφάξουν όλους με κονσερβοκούτια και να μας βγάλουν τα μάτια, γαμώ το σπίτι τους!»

«Τί τα θες; Άμα οι γυναίκες βγουν απ’ το σπίτι, χέσε μέσα! Εμένα η Ευαγγελίτσα μου είναι υπόδειγμα. Σπίτι-εκκλησία, εκκλησία-σπίτι», λέει ο Οδυσσέας.

«Κι εμένα, κι εμένα».

«Η Ζωή; Σε πήρε κάνα τηλέφωνο;»

«Μπα, έχει καιρό τώρα. Δεν έχουν τηλέφωνο. Πρέπει να πηγαίνει στον μπακάλη και… Δε θέλει να δίνει δικαιώματα, ξέρεις».

«Κάνα γράμμα;»

Ο Γιάννης σηκώνει το κεφάλι αρνητικά κι αρπάζει ένα φάκελο απ’ το γραφείο και κάνει αέρα. «Δεν πας να δεις τι γίνεται;»

Ο Οδυσσέας τραβάει μία τελευταία ρουφηξιά απ’ τον καφέ του, κρατιέται απ’ το γραφείο και σηκώνεται. «Τώρα, πάω». Κοντοστέκεται. «Κατουριέμαι», λέει και πάει στην τουαλέτα.

Ένα μυγάκι έχει χωθεί μέσα στην πλαστική βάση του σελοτέιπ. Τι χαζό! Γυρνάει γύρω γύρω απ’ την ταινία και δε μπορεί να βγει. Ολόκληρο κενό μπροστά του και δεν το βλέπει. Η μάνα του Γιάννη λέει ότι αυτά τα μυγάκια είναι ψυχές νεκρών που γυρνάνε γύρω απ’ τους ζωντανούς, θέλουν κάτι να τους πουν, λέει. Μπούρδες! Τί ξέρει η μάνα του! Τί να του πουν οι νεκροί που δεν το έχει δει ή δεν το έχει ακούσει;

Το καζανάκι βροντάει σα μηχανή με πειραγμένη εξάτμιση. Βήματα κοφτά, βιαστικά ακούγονται στο διάδρομο. Ο αξιωματικός του ανακριτικού της νέας εβδομάδας μπουκάρει μέσα, ξαναμμένος. Τί στο διάολο θέλει αυτός εδώ πρωί πρωί; Συνήθως έρχεται μετά τις έντεκα. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει και ο Οδυσσέας, το χέρι του ακόμα στο φερμουάρ του παντελονιού του. Ο αξιωματικός τους κοιτάει με μάτια γουρλωμένα. Δείχνει πίσω του το διάδρομο με ανοιχτά δάχτυλα και λέει,

«Εσείς είστε ρε που θα τον κάνατε να τραγουδήσει; Στο 18; Πώς; Έτσι; Κάθεται στο πάτωμα σαν κυρία και πίνει νερό από ένα μπουκάλι. Πού το βρήκε ρε το μπουκάλι; Για πικ νικ ήρθε αυτός εδώ και δεν το ξέρω; Σας έκανε αδερφές, ρε!»

Ο Γιάννης ξεχνάει να πάρει ανάσα. Ο Οδυσσέας κατακίτρινος, με το σαγόνι πεσμένο, μουγγός.

«Τί κοιτάτε, ρε;» Ο αξιωματικός έξαλλος, εκσφενδονίζει σάλια προς όλες τις κατευθύνσεις. «Ποιος απ’ τους δύο είναι υπεύθυνος στο 18;» Ο Οδυσσέας βγάζει κραυγές που μόνο ένα πρόβατο που του τραβάνε το μαλλί θα έβγαζε. Ο αξιωματικός στρέφεται στο Γιάννη. «Εσύ είσαι, ρε; Λέγε, ρε! Θα την πληρώσετε και οι δύο!»

Ο Γιάννης κοιτάει μία τον αξιωματικό, μία τον Οδυσσέα, που τον εκλιπαρεί με μάτια ορθάνοιχτα. «Ο Οδυσσέας Ανδριούτης, κύριε αξιωματικέ. Αυτός είναι υπεύθυνος για το 18. Εγώ τον προέτρεψα να πάει να ελέγξει τον κρατούμενο, αλλά αυτός με αγνόησε». Α, όλα κι όλα. Δε φταίει αυτός για να την πληρώσει. Α, όχι, θέλει να πάει σπιτάκι του, στο χωριό του, δε φταίει σε τίποτα αυτός. Ίσα ίσα, που τον προειδοποίησε, του ‘πε να ‘χει το νου του. Εξάλλου, ο αξιωματικός θα τα μάθαινε όλα απ’ τον αστυφύλακα αργά ή γρήγορα. Κοιτάει το πάτωμα. Το μυγάκι έχει βγει απ’ τη θήκη του σελοτέιπ και γυρνάει γύρω απ’ τα πόδια τους. Κάθεται στο σκούρο μωσαικό, με το ζόρι φαίνεται, αλλά την τελευταία στιγμή αυτός το βλέπει και το πατάει με την αρβύλα του.

Ο αξιωματικός σφάζει με το βλέμμα του τον Οδυσσέα. «Γιατί άφησες τον κρατούμενο μόνο του, Οδυσσέα Ανδριούτη; Ξέρεις τί ποινή προβλέπεται γι’ αυτό, βέβαια».

«Είχα αφήσει στη θέση μου τον-»

«Σκασμός! Πάρ’ τον μέσα!» λέει στο Γιάννη.

Ο Γιάννης παίρνει το κλομπ του απ’ το γραφείο και τραβάει απ’ το χέρι τον Οδυσσέα. Τον σπρώχνει στο διάδρομο και μέσα στο κελί 18. Ο κρατούμενος λείπει. Ο αξιωματικός τον βάζει στο μικρό κύκλο με την κιμωλία, αρπάζει το κλομπ απ’ τα χέρια του Γιάννη και αρχίζει να τον κοπανάει παντού. «Χάζευες εν ώρα υπηρεσίας, ρε; Άρπα τη τώρα». Δίνει το κλομπ στο Γιάννη και λέει, «Συνέχισε. Μην τον αφήσεις απ’ τα μάτια σου, ώσπου να γυρίσει ο φρουρός. Στάλα νερό. Ώσπου να γίνει μπλε. Ώσπου να μάθει τί σημαίνει να είσαι πραγματικός στρατονόμος. Δεν τα παίρνουμε έτσι τα γαλόνια, ρε!» Τον χτυπάει με τη μπουνιά του στον κρόταφο και φεύγει με μεγάλες δρασκελιές.

Το κελί 18 βρομερό χαμάμ. Ο Γιάννης κοντανασαίνει, πνίγεται. Ο Οδυσσέας πιάνει με τα χέρια του το πρόσωπό του και σκύβει. Περιμένει τα χτυπήματα.

Τρέμει. Ένας λυγμός του ξεφεύγει. Ο Γιάννης ξέρει ότι αν δεν τον χτυπήσει, θα βρει το μπελά του. Δε φταίει αυτός σε τίποτα να την πληρώσει. Τον χτυπάει με το κλομπ του και του δίνει κλωτσιές στα πόδια. Αυτός βογκάει και μαζεύεται κουβάρι. Τον βαράει στο κεφάλι, στην κοιλιά, στα χέρια, στα πόδια, στην πλάτη, όπου βρει, ώσπου λαχανιάζει. Σκύβει, βάζει τα χέρια του στους μηρούς και προσπαθεί να συνέλθει. Παίρνει βαθιές ανάσες και συνεχίζει.

Ο Οδυσσέας κλυδωνίζεται σαν ξεριζωμένο δέντρο στ’ ανεμόβροχο. Όσο πιο πολύ τον χτυπάει, τόσο πιο πολύ λυσσάει ο Γιάννης, του ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό και τον μαγκώνει, κυλάει στα μπράτσα, στις μπουνιές του, σα σκοτωμένο αίμα. «Στα ‘λεγα, ρε μαλάκα!» και κλωτσιά, «Στα ‘λεγα» και ράπισμα.

Αν είχε σπάσει αυτό το παλιοκουμμούνι, τώρα δεν θα ‘ταν εδώ. Αν είχε πει δύο ονόματα, δύο μόνο ονόματα, τί ήταν να πει αυτά τα διάολο-ονόματα, τώρα θα ‘φευγε από δω μέσα, μακριά απ’ αυτή τη βρόμα. Πιο πολύ θα πόναγε αν τα ‘λεγε, παρά απ’ το ξύλο που ‘φαγε, ο πούστης; Δεν γίνομαι εγώ ρουφιάνος, λέει. Ρε, σωτήρας του έθνους, θα γίνεις, όχι ρουφιάνος. Άκου, ρουφιάνος!

Ο ιδρώτας του θολώνει τα μάτια, πέφτει αλμυρός στο στόμα του. Σηκώνει το χέρι και σκουπίζει τα μάτια του. Τα ρουθούνια του Οδυσσέα ματωμένα. Φτύνει αίμα, κυλάει στο πάτωμα, ο Γιάννης το πατάει με τις αρβύλες του, βάφει τον κύκλο κόκκινο. «Στα ‘λεγα, ρε μαλάκα! Στα ‘λεγα! Τί φταίω εγώ; Δεν φταίω εγώ», λέει ο Γιάννης ανάμεσα από κοφτές, γρήγορες ανάσες, που γίνονται καρφιά στο στήθος του.

Ο κύκλος με το αίμα μεγαλώνει, τον κλείνει μέσα κι αυτόν, φουντώνει, τον καίει, τον πνίγει, γίνεται κόκκινο, φλεγόμενο πούλι, που τους πλακώνει και τους δύο, παιχνίδι διπλά χαμένο.

 

 

 

Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και κατέχει το MA Creative Writing απ’ το Lancaster University. Οι ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολόγια. Ζει στην Αθήνα με το σύζυγό και τα δυο της παιδιά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top