Fractal

Διήγημα: «Το φιλί»

Της Ειρήνης Γιαβάση // *

 

 

Σχετική εικόναΤη δουλειά την πήρε τηλεφωνικώς. Δε συνάντησε ποτέ τη μοναχοκόρη, που τόσο λεπτομερώς σχεδίαζε τη ζωή του πατέρα της. «Μία φορά την εβδομάδα θέατρο, καθημερινά κλύσμα και διάβασμα εφημερίδας» ήταν οι αρχικές οδηγίες. Εκείνη τη Δευτέρα του Μαρτίου, κατά την ανάληψη υπηρεσίας, παρατηρούσε ώρα τον ηλικιωμένο άντρα που θα φρόντιζε. «Πόσο καιρό έχει να περάσει από δω;» αναρωτήθηκε για την κόρη. Τα θολά, ξεχασμένα στο κενό γαλανά μάτια του δεν την αντιλήφθηκαν όσο περίμενε στο σαλόνι. Σκέφτηκε πως κάποτε, στο ίδιο σημείο, φώλιαζαν δυο γαλανά φιλιά, αποδέκτες γυναικείων βλεμμάτων ίσως, σημάδια νόησης, πηγάδια δακρύων. «Είναι έτσι έξι χρόνια» διέκοψε τις σκέψεις της η πρώην, πια, νοσηλεύτριά του, παραδίδοντας τα κλειδιά. Γύρισε σαστισμένη. Της φάνηκε πως βιάστηκε να πει το ατυχές. «Δε θα σου χρειαστούν όλα. Τα κλειδιά εννοώ. Αυτό είναι πια το σπίτι σου» πρόσθεσε και το δάχτυλό της διέγραψε τρία δωμάτια- κρεβατοκάμαρα, δωμάτιο υπηρεσίας, κουζίνα. Πιθανόν την είδε σκεπτική και είπε πάλι: «Μην ανησυχείς. Δεν καταλαβαίνει τίποτα.» Κοίταξε ξανά τον ηλικιωμένο άντρα. Τα δάχτυλά του, αδύνατα, ίδια πιανίστα, σπασμένα από τα αρθριτικά σαν χαμόκλαδα, κρέμονταν στα μπράτσα της αναπηρικής. «Α… Ευχαριστώ.» Περισσότερο από το βλέμμα του, την ξάφνιασε η γυναίκα. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε αμίλητη. Πιο πριν, το δεξί της χέρι χόρεψε αριστερά δεξιά μπροστά από το βλέμμα του άντρα- σαν κακός υαλοκαθαριστήρας.

Τα πρωινά έκανε τσιγάρο όρθια στο νοτινό μπαλκόνι. Ήταν μια παλιά, αρχαία της συνήθεια, ένα τελετουργικό που παρίστανε τον συνδετικό κρίκο σ’ αυτό που ήταν κατά μήκος των χρόνων. Το μεγάλο σπίτι έμοιαζε ξένο. Το ξεκούρδιστο πιάνο, οι φορτωμένες βιβλιοθήκες, το μωσαϊκό και τα πορσελάνινα σερβίτσια που δε χρησιμοποιούσαν ποτέ -άφαντες οι επισκέψεις- την έκαναν να πιστεύει- πιο πολύ ονειροπόλημα ήταν -ότι κάποτε έζησε μία τέτοια ζωή, στα σαλόνια, στις ξεχειλισμένες από τον πολιτισμό κάμαρες και τα άδεια διακοσμητικά τασάκια, σ’ ένα σπίτι που ακόμη και οι τοίχοι γνωρίζαν να απαγγέλουν στίχους. Της άρεσε μία τέτοια σκέψη.

«Μπελβεντέρε σήμερα. Στις 11.» Στα αυτιά της ηχούσε η φωνή της κόρης που είχε τηλεφωνήσει. Κάθε μήνα πήγαιναν κάπου ιδιαίτερα, ακολουθώντας τις οδηγίες της. Τον ξύπνησε φορώντας το γυάλινο χαμόγελό της.

«Αφήστε μας εδώ». Το ειδικό ταξί σταμάτησε μπροστά στον πελώριο κήπο που ένωνε τα δύο μέγαρα. Διέσχισαν με το καροτσάκι την απέραντη έκταση με τα σιντριβάνια και τα ανθισμένα παρτέρια. Το άσπρο κεφάλι του ηλικιωμένου, που έγερνε καταφατικά προς τα δεξιά, έδινε στο τοπίο διάσταση ησυχαστήριου. «Υπέροχα δεν είναι;» του είπε. Εκείνος κοιτούσε μακριά. Η γλώσσα του είχε αρχίσει να βγαίνει ακούσια προς τα έξω, δίνοντας στον πρώην καθηγητή της Φιλοσοφικής ύφος γελοίου. Της ήρθε στο νου εκείνο το πέρα- δώθε των χεριών της πρώην νοσηλεύτριας, τη μέρα που γνωρίστηκαν. Φοβόταν πως άρχιζε να την καταλαβαίνει. «Μάταιος κόπος» ήταν το κατακάθι των σκέψεών της όταν έσβηναν τα φώτα.

Η πινακοθήκη ήταν ήσυχη, φωτεινή. Οι λιγοστοί επισκέπτες κινούνταν νωχελικά, σημάδι αφοσίωσης στην Τέχνη. Ένιωσε ήρεμη. «Σίγουρα θα γνωρίζετε αυτό το κομμάτι, έτσι κύριε Χάισμπραντ;». Το χρυσό που ακτινοβολούσε ο πίνακας βίαζε τα μάτια ν’ ανοίξουν διάπλατα, ν’ αντικρίσουν καλύτερα τη ζωγραφισμένη ευτυχία. Αυτός ο άντρας που έγερνε τρυφερά- αδιάφορος για την αφάνεια του προσώπου του- και χάριζε ένα φιλί στο μάγουλο της καστανόξανθης κοπέλας, ανακάτεψε μέσα της, σαν τοπικός άνεμος, αναμνήσεις. Η κοπέλα στον πίνακα, με τα κλειστά μάτια, αφημένη στην ευτυχία που διηγούνταν τα σώματά τους, στεκόταν γονατιστή, ίδια προσκυνητής στο μυστήριο που εκτυλισσόταν. Το ζευγάρι, διαλαλούσε την περιφρόνηση στους κινδύνους της καρδιάς, απολάμβανε την αιωνιότητα που κρύβεται σ’ ένα γλυκό, ταπεινό φιλί. «Πού τον έχω ξαναδεί;» Η θύμηση του πίνακα έσκασε σαν πυροτέχνημα μιας εποχής που φάνταζε, όπως και ο πίνακας, χρυσή. Τότε, στα δεκαεφτά της, ο απογευματινός περίπατος κατά μήκος του ποταμού, με συντροφιά τους μουσικούς και τους αυτοδίδακτους ζωγράφους, καθάριζε το μυαλό και γέμιζε την καρδιά αισθήματα πρωτόπιαστα. Ένας ζωγράφος, την πλησίασε τρέχοντας. «Μπορώ;» της είπε. Κρατούσε την παλέτα του, τα χρώματα πάνω της βαλμένα ασυνάρτητα. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε από την τρεχάλα και απτόητος, με το πινέλο στο δεξί, σχημάτισε μία νοητή γραμμή γύρω από τα χείλη του και την έδειξε. Πριν του χαμογελάσει κατακόκκινη, το βλέμμα της που είχε βαρύνει από ντροπή, έπεσε χαμηλά, σε ένα αντίγραφο του ίδιου πίνακα που κοιτούσε τώρα μπροστά της.

Στις άκρες των χειλιών της αχνοφαινόταν ένα χαμόγελο. Σκέφτηκε να ρωτήσει κάτι τον ηλικιωμένο. «Πώς ήταν τότε που εσείς…». Το παραδομένο βλέμμα του στην ευθεία τη σταμάτησε. «Καλύτερα που… Εννοώ. Ποιος θέλει να μπλέκει τώρα ε;» είπε. «Άλλωστε, είναι μάταιος κόπος.» Τα μάτια της πετάρισαν. Κρυφοκοίταξε γύρω και μετά ξανά τον πίνακα. Το κεφάλι της έγειρε στο πλάι απαλά, σαν της ζωγραφισμένης κοπέλας. Έκλεισε και κείνη τα μάτια, μία, δύο στιγμές. «Ώρα να πηγαίνουμε». Η γλώσσα του άντρα είχε βγει πάλι έξω. Ίσιωσε το κεφάλι του, πιάνοντάς τον απ’ τα μάγουλα. Τα δάκρυα τού ηλικιωμένου ύγραναν με ζέση τις άκρες των δαχτύλων της.

 

 

 

Η Ειρήνη Γιαβάση είναι εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αγαπά τη λογοτεχνία. Έχει διακριθεί στον 34 διαγωνισμό νουβέλας της Π.Ε.Λ. και το παιδικό παραμύθι «Η Νεφέλη ο κύριος Μ. και τα Ρομποφριξ181» είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top