Fractal

Διήγημα: “Το φιλί της Αράχνης”

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

d1

 

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα (πάλι) και αυτή τη φορά με τσίμπησε αράχνη. Μάλιστα, αράχνη στην καρδιά της Αθήνας – μια μάλλον θεαματική προσθήκη στο όχι ευκαταφρόνητο ρεπερτόριό μου από επιθέσεις μαμουνιών και λοιπών ζωυφίων, το οποίο εκτός από τα “αυτονόητα” κουνούπια και σκνίπες, περιλαμβάνει επίσης μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια, τσούχτρες, ως και μια αλογόμυγα (ή πιθανότατα τσιμπούρι – η ακριβής προέλευση του συγκεκριμένου, άκρως επώδυνου και τρομακτικού στην όψη δήγματος ουδέποτε επιβεβαιώθηκε).

Η ειρωνεία είναι ότι δυο βδομάδες νωρίτερα είχαμε πάει σ’ ένα γάμο ο οποίος, σύμφωνα με τη μόδα των τελευταίων ετών, έγινε σ’ ένα γραφικό εκκλησάκι εκτός Αθηνών, επάνω στα βουνά και τα κατσάβραχα. Ένα ζευγάρι παπούτσια ολοκαίνουργια, αφόρετα ως εκείνη τη στιγμή, αχρηστεύτηκαν μέσα σε ένα δίωρο παλεύοντας να ισορροπήσουν στις κοφτερές και γλιστερές κοτρόνες του σχεδόν κάθετα ανηφορικού “πλακόστρωτου” (πέρα απ’ το ότι μου σακάτεψαν τα πόδια). Όμως, πράγμα παράδοξο και αντεθνικό, κανένα εξωτικό ζουζούνι δεν με τσίμπησε.

Το “μοιραίον” πρέπει να συνέβη στα δικαστήρια της Ευελπίδων, όπου περίμενα έξω στον κήπο να με φωνάξουν για μια υπόθεσή μου. Φορούσα ένα τζιν κοντό που άφηνε τους αστραγάλους μου εκτεθειμένους. Φαίνεται πως δίχως να το καταλάβω ενόχλησα κάποια άγρια αράχνη που χουζούρευε χωμένη στην ψηλή χλόη ενός απ’ τα παρτέρια – και ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα. Μεγάλη μου τιμή, βεβαίως βεβαίως, μια και παρόμοια περιστατικά τυχαίνει να είναι εξαιρετικά σπάνια στη χώρα μας. Είμαι γλυκοαίματη προφανώς.

Το τσίμπημα έγινε αισθητό το επόμενο πρωί, την ώρα που διάβαζα τους τίτλους των ειδήσεων στο διαδίκτυο, παρέα με τον εσπρέσο μου κι έναν χυμό πορτοκάλι. Ένιωσα ξάφνου μια φαγούρα πάνω απ’ τον αριστερό μου αστράγαλο, το χέρι μου πήγε ενστικτωδώς να την ξύσει και συνάντησε ένα τρομερό πρήξιμο (“σαν μελομακάρονο” όπως απεφάνθη δυο μέρες πιο ύστερα η μητέρα μου) που έτσουζε και φαγούριζε, αν και μάλλον αντιστρόφως ανάλογα με την εντυπωσιακή του εμφάνιση. Ευτυχώς, πρόλαβα και κρατήθηκα να μην το ξύσω – όπως μου είπε μετά η δερματολόγος, αν το είχα ξύσει έστω και ελάχιστα θα μολυνόταν και μπορεί τώρα να βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Φτου, φτου μακριά από μας. Το έπλυνα αμέσως με αντισηπτικό και κρύο νερό, του έβαλα μια αντιϊσταμινική αλοιφή που πάντα έχω στο σπίτι για ώρα ανάγκης και πήρα και το αντιαλλεργικό μου χάπι για καλό και για κακό. Μια βόλτα απ’ τις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης με βοήθησε να βγάλω μια πρόχειρη διάγνωση, συγκρίνοντας την όψη του δαγκώματος με φωτογραφίες από τσιμπήματα διαφόρων μαμουνιών. Με έπεισε ακόμα πως οι πρώτες βοήθειες που είχα δώσει στον εαυτό μου ήταν οι πλέον ενδεδειγμένες (κάτι που αργότερα επιβεβαίωσαν δυο φαρμακοποιοί και η δερματολόγος). Πραγματικά, ως το βράδυ το πρήξιμο είχε ελαφρώς υποχωρήσει, αφήνοντας στη θέση του μια ανάγλυφη στάμπα χρώματος μπλε μαρέν. Το ίδιο το δάγκωμα δεν πονούσε ούτε με έτρωγε, αλλά ένιωθα το πόδι μου εκατό οκάδες και διέκρινα μια απαλή ροζ απόχρωση που εκτεινόταν από κάτω απ’ τη μελανή στάμπα ως τη ρίζα των δαχτύλων του ποδιού. Η γάμπα και ο αστράγαλος ήταν επίσης αρκετά πρησμένα και πονούσαν στο άγγιγμα και στο περπάτημα.

Συνέχισα την αυτοσχέδια θεραπεία μου για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο δίχως να παρατηρήσω καμιά ιδιαίτερη αλλαγή (ούτε προς το καλύτερο αλλά ούτε και προς το χειρότερο) και τη Δευτέρα πήγα στη μητέρα μου, η οποία είχε βέβαια μάθει τα καθέκαστα απ’ το τηλέφωνο, αλλά χωρίς να το έχει δει με τα μάτια της, πού να της πάει της καημένης στο νου περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Μόλις αντίκρισε το ωραίο μου πελιδνό σημάδι, έφριξε και εξανέστη κι ήταν έτοιμη να με τρέξει στο νοσοκομείο. Ευτυχώς τη γλίτωσα, γιατί αφ’ ενός ήμουν σε γενικά καλή κατάσταση (εκτός φυσικά απ’ το δάγκωμα) και δεν είχα κανένα άλλο ανησυχητικό σύμπτωμα και αφ’ ετέρου, της εξήγησα ότι στα νοσοκομεία δίνουν με το παραμικρό αντιβιοτικά και κινδύνευα γι’ άλλη μια φορά

να πάθω ό,τι και δυο χρόνια πριν, που μια απλή αντιβίωση για λαρυγγίτιδα μου προκάλεσε εσωτερική μυκητίαση και κόντεψα να τα τινάξω (και μέσα σ’ όλα, παραλίγο να χάσω τη φωνή μου επειδή ο μύκητας είχε πειράξει τις φωνητικές χορδές). Δέχτηκα ωστόσο να δω τη δερματολόγο που ας είναι καλά η γυναίκα, εδώ και δυο συναπτές δεκαετίες παρακολουθεί τις εξωτερικές μας αλλεργίες, η οποία διέγνωσε ότι όντως επρόκειτο για “δήγμα αραχνοειδούς” και μου έγραψε μια κορτιζονούχο αλοιφή πολύ παχύρρευστη και λιπαρή, που όταν στεγνώνει σχηματίζει ένα είδος προστατευτικής “ζελατίνας” στο σημείο όπου εφαρμόζεται. Έπρεπε να βγάλω φωτογραφία τις δυο συμπαθέστατες κοπελιές που διατηρούν το φαρμακείο της γειτονιάς μου, όταν τους πήγα τη συνταγή και τους εξήγησα το πάθημά μου. “Αράχνη;!” τσίριξαν κι οι δυο μαζί με μια φωνή. “Πού τη βρήκες την αράχνη;”

Έλα ντε, πού τη βρήκα την αράχνη; Οι αράχνες είναι πλάσματα της σκιάς, αθόρυβα και ντροπαλά, αγαπούν τις απόμερες γωνιές, τη μοναξιά και την ησυχία τους. Επειδή πολύ σπάνια τις βλέπουμε, έχουν πάρει στο μυαλό μας διαστάσεις σχεδόν μυθικές. Αν και εδώ στην Ελλάδα τα είδη των άγριων αραχνών (πολλά από τα οποία είναι φαρμακερά, αλλά σπανίως θανατηφόρα) φτάνουν σ’ έναν αξιοσέβαστο αριθμό, η απροθυμία τους να μας συναναστραφούν καθιστά έως απίθανο το να συναντήσουμε έστω και μία σε όλη μας τη ζωή. Η μητέρα μου ισχυρίζεται πως όταν ήταν παιδί, τα πιτσιρίκια γύριζαν όλη μέρα ξυπόλητα στα χωράφια και τα τσιμπούσαν κάθε λογής μαμούνια, αλλά “τέτοιο πράγμα (σαν το τεράστιο μπλάβο σημάδι μου) δεν είδα ποτέ”. Κατά κανόνα οι άγριες αράχνες δεν είναι επιθετικές στον άνθρωπο – προτιμούν τα έντομα και τα μικρά ερπετά – και μας δαγκώνουν μόνο όταν ενοχληθούν ή νιώσουν πως απειλούνται. Επίσης, καθώς το δηλητήριό τους αναισθητοποιεί το δέρμα, συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μας έχουν δαγκώσει παρά μονάχα ύστερα από 12 με 24 ώρες, οπότε γίνονται ορατά τα αποτελέσματα (όπως στη δική μου περίπτωση).

Το δηλητήριο της αράχνης είναι στην ουσία συνδυασμός πρωτεϊνών (νευροτοξίνες) απ’ τις οποίες το θύμα, ακόμα κι αν επιβιώσει ή/και γιατρευτεί από το δήγμα αυτό καθαυτό, δεν απαλλάσσεται ποτέ εντελώς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι πρωτεΐνες αυτές μπορούν να προξενήσουν μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις και μεταλλάξεις στα κύτταρα, ενώ ευθύνονται για απροσδόκητες αντιδράσεις του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος σε βάθος χρόνου. Οι περίφημες ταραντέλες της Κάτω Ιταλίας δεν είναι παρά τελετουργικοί χοροί για τον εξορκισμό του “ταραντισμού”, δηλαδή των νευρολογικών συνεπειών από το δάγκωμα μιας ενδημικής άγριας αράχνης (της οικογένειας Lycosidae), την οποία οι ντόπιοι, με κάποια δόση υπερβολής, αποκαλούν “ταραντούλα”.

Δυο εικοσιτετράωρα αφότου ξεκίνησα την “επίσημη” θεραπεία (πλύσιμο με αντισηπτικό και μετά επάλειψη με την κορτιζονούχο κρέμα δυο φορές την ημέρα, συν το αντιαλλεργικό χάπι που έτσι κι αλλιώς πρέπει να παίρνω κάθε άνοιξη και φθινόπωρο), βλέπω ήδη μια βελτίωση, όχι θεαματική αλλά σταθερή. Η μπλαβιά στάμπα έχει γίνει σκούρα ροζ, οι άκρες της ξεφλουδίζουν κι από κάτω βγαίνει καθαρό δέρμα και ο αστράγαλός μου έχει ξεπρηστεί αρκετά. Θα κάνει καμιά δεκαριά μέρες να περάσει εντελώς – πρέπει ακόμα να προσέχω μην επεκταθεί το αιμάτωμα ή μη βγάλει πύον στο σημείο του δαγκώματος (δυο μικρές ανάγλυφες κουκίδες που όσο σβήνει η στάμπα ξεχωρίζουν όλο και πιο πολύ), γενικά όμως όλα δείχνουν ότι είμαστε σε καλό δρόμο.

Ωστόσο και με τα ανατριχιαστικά δαγκώματά τους, οι αράχνες δεν κατάφεραν να με κάνουν να τις φοβηθώ. Να τις σεβαστώ ακόμα περισσότερο, ναι – τόσα δα πλασματάκια, μικροσκοπικά σε σχέση με τον άνθρωπο, κι όμως αρκεί ένα τους “φιλί”, ένα άγγιγμα ανεπαίσθητο, για να μας βασανίσει δυο βδομάδες στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη να μας στείλει στα θυμαράκια. Ποτέ μου δεν πείραξα εσκεμμένα τις άκακες αραχνίτσες του σπιτιού (άντε να “έφαγα” μερικές με την ηλεκτρική σκούπα κάτω απ’ τα έπιπλα, χωρίς να το πάρω καν είδηση) και πάντα με συγκλονίζει το ότι νιώθουν πως δεν έχω σκοπό να τις βλάψω. Λυπάμαι να χαλάσω τους ιστούς τους, να γκρεμίσω τον ντελικάτο κόσμο που υφαίνουν στις σκοτεινές γωνιές. Κι εκείνες έχουν πάψει να τρέπονται πανικόβλητες σε φυγή μόλις τις πλησιάσω, ανεβαίνουν στα χέρια μου και κάθονται πάνω μου ασάλευτες ακόμα κι όταν κινούμαι, κάνω δουλειές ή γράφω. Είναι σαν να επικοινωνούν μαζί μας μ’ έναν δικό τους τρόπο – καταλαβαίνουν πότε κινδυνεύουν από μας και πότε είμαστε διατεθειμένοι να συνυπάρξουμε ειρηνικά μαζί τους.

Ευχαριστώ λοιπόν το αινιγματικό αραχνοειδές που μου έκανε την τιμή να με δαγκώσει (πρέπει να είμαι αν όχι το μοναδικό, τουλάχιστον ένα απ’ τα πλέον ακριβοθώρητα περιστατικά των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα) και ταπεινά του ζητώ συγνώμη που άθελά μου τάραξα τον πρωινό του υπνάκο. Σίγουρα ήξερε ότι δεν το έκανα επίτηδες, γι’ αυτό και το δάγκωμά του ήταν μάλλον ήπιο σε σχέση με τη συντριπτική πλειονότητα όσων βρήκα στο διαδίκτυο – μια απλή αλλά αποτελεσματική προειδοποίηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top