Fractal

Διάχυτη αγωνία, ακατανίκητος φόβος και απρόσμενα αδιέξοδα στο ‘Φίδι’ του Στιγκ Ντάγκερμαν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Στιγκ Ντάγκερμαν “Το φίδι”, Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Θα ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο, ίσως και αδύνατο να χαρτογραφήσουμε και να καταγράψουμε  μια κάπως πλήρη και εμπεριστατωμένη εικόνα της σύγχρονης σουηδικής λογοτεχνίας, εκείνη συγκεκριμένα του εικοστού αιώνα, χωρίς να αναφερθούμε στον Στιγκ Ντάγκερμαν (1923-1954), έναν δυστυχή και αρκετά ταλαιπωρημένο, όπως τελικά αποδείχτηκε συγγραφέα, δημοσιογράφο και πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος μέσα σε μια εξαιρετικά σύντομη ζωή και λογοτεχνική καριέρα άφησε πίσω του ένα ανεκτίμητο όγκο δημιουργικής, διαχρονικής και μεγαλεπήβολης εργασίας. Ο Στιγκ Ντάγκερμαν γεννήθηκε το 1923 στο Ελβκάρλερμπι, στο βόρειο τμήμα της Σουηδίας, στην περιοχή της Ουψάλας και μεγάλωσε αναγκαστικά μαζί με  τους παππούδες του,αφού η μητέρα του έφυγε από κοντά τους και ο πατέρας του με της σειρά του μετακόμισε στην πρωτεύουσα της Σουηδίας, Στοκχόλμη,  για λόγους ανεύρεσης κάποιας εργασίας. Ο  νεαρός Στιγκ ήρθε σε επαφή με τον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό μέσω του πατέρα του, όταν πήγε κι’ αυτός αργότερα  στη σουηδική πρωτεύουσα, όπως άλλωστε παραδέχτηκε κάποια στιγμή στα λεγόμενά του. Το αναρχικό και συνδικαλιστικό περιβάλλον της Στοκχόλμης εκείνης της εποχής, ταιριάζει τόσο καλά στον Στιγκ, ώστε μετά από μια μικρό χρονικό διάστημα γίνεται συντάκτης για πολιτιστικά θέματαστο περιοδικό Αρμπέταρεν, σε ηλικία μόλις είκοσι δύο ετών.Θα συνεχίσει να γράφει τους διάσημους σατιρικούς στίχους για το περιοδικό μέχρι τη μέρα που αποφάσισε εθελοντικά,φυσικά, να αποχαιρετίσει τον κόσμο ετούτο. Η πολιτική του ανατροφή μετατρέπεται γρήγορα σε λογοτεχνική παραγωγή, μαζί με όλους τους υπαρξιακούς φόβους και την αγωνία που χαρακτηρίζουν και διακατέχουν την Ευρώπη ειδικότερα κατά τη διάρκεια εκείνη του δραματικού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Από μυθιστορήματα μέχρι διηγήματακαι από ποίηση έως και θεατρικά κομμάτια, ο Στιγκ Ντάγκερμανκατάφερε να διερευνήσειμε ικανοποιητικότατο τρόπο και διεισδυτικότητα τις διάφορες πτυχές τηςσουηδικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας, καθώς  και της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν βλέπουμε τι παρήγαγεσε μόλις εννέα χρόνια,είναι αδύνατο να μην σκεφτούμετι θα ήταν σε θέση να κάνει, ειδικά υπό το πρίσμα όλων των ιστορικών εξελίξεων στην Ευρώπη όπως ο Ψυχρός Πόλεμος και η Σοσιαλδημοκρατία στη Σουηδία, εάν δεν είχε δώσει τέρμα στη ζωή του και αποχωρήσει από τούτον τον επίγειο κόσμο, στα τριάντα ένα του μόλις χρόνια.

Το ντεμπούτο τουΣτιγκ Ντάγκερμαν οριοθετείται στα  1945, όταν ο δραματικός πόλεμος έχει ήδη τελειώσει, με το πρώτο του μυθιστόρημα ‘Ormen’ (Το Φίδι, TheSnake), μια εξαίσια  εργασία, δοκιμιακή περισσότερο, που περιστρέφεται γύρω από το φόβο και τη θλίψη και η οποία επηρεάζεται προφανώς άμεσα από την εμπειρία του συγγραφέα στο στρατιωτικό περιβάλλον.Το βιβλίο έγινε δεκτό με επαίνους και βεβαίως μεγαλύτερες προσδοκίες για το επόμενο  βιβλίο του,‘Το νησί των καταδικασμένων’ (1946), όπου ο Σουηδός συγγραφέας χρησιμοποιεί αλληγορίες για να διερευνήσει καίρια υπαρξιακά και πολιτικά θέματα. Σε αυτή την περίπτωση η υπόθεση και η ανάλογη δράση λαμβάνει χώρα σε ένα εγκαταλελειμμένο νησί, το οποίο κατοικείται μόνο από γλάρους και αλλόκοτες, περίεργες και εξωτικές σαύρες. Εδώ μέσα, επτά ναυαγοί προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβιώσουν, αλλά στην πραγματικότητα, καθένας απ’ αυτούς αντιπροσώπευε την ηθική πυξίδα ή μια συγκεκριμένη πολιτική στάση.

 

Στιγκ Ντάγκερμαν (1923-1954).

 

Εν τω μεταξύ, ο Ντάγκερμαν συνεχίζει τις επαγγελματικές, κυρίως, αλλά και λογοτεχνικές υποχρεώσεις του ως ρεπόρτερ, αφού γράφει μια σειρά από ρεπορτάζ για το Expressen, τα οποία αργότερα θα συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο, που θα δει το φως της δημοσιότητας με τίτλο ‘Γερμανικό φθινόπωρο’ (1947), όπου ο συντάκτης καταδικάζει τελικά έναν κόσμο στον οποίο η καταστροφή ενός ανθρώπου είναι συνέπεια των μεγάλων δυνάμεων, όπως γράφει ο Ντάγκερμαν σε μία από τις παρεμβάσεις του, το 1950. Το υπόλοιπο της καριέρας τουΣτιγκΝτάγκερμανελίσσεται και κινείται ανάμεσα σε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά κομμάτια που σταδιακά κερδίζουν ανάλογους επαίνους στη χώρα της Σουηδίας.‘Ο καταδικασμένος’, ο οποίος γράφτηκε στην πραγματικότητα το 1946 πριν από το γερμανικό ταξίδι, έδωσε στον Ντάγκερμαν άμεση  φήμη και την επιθυμητή βεβαίως διασημότητα.

 

Τα ερείπια της Γερμανίας, όπως τα είδε ο Στιγκ Ντάγκερμαν.

 

Στο πρώτο του θεατρικό δράμα, οΝτάγκερμαν αντιμετωπίζει με μια περίεργη στάση και προσφέρει σαφώς μια προσωπική άποψη στην έννοια της κλειστοφοβικής ύπαρξης, η οποία στερείται κάθε ελπίδας,  όπως η ύπαρξη ενός ανθρώπου καταδικασμένου σε θάνατο.Στη συλλογή σύντομων ιστοριών‘Νυχτερινά παιχνίδια’ (Nattenslekar, 1947), και αργότερα στο μυθιστόρημα ‘Το καμένο παιδί’ (Bräntbarn,1948),  ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διάφορα λογοτεχνικά στυλ για να μεταφέρει την άποψή του διατηρώντας ταυτόχρονα ένα κυριολεκτικά άψογο στυλ γραφής.Οι περισσότερες ιστορίες στο ‘Nattenslekar’, τοποθετούνται γεωγραφικά γύρω από το αγρόκτημα των παππούδων του, στο Ελβκάρλερμπι, ένα τόσο αγαπημένο μέρος για τον ΣτιγκΝτάγκερμαν.Το κριτικό βλέμμα τουΝτάγκερμαν φαίνεται καλύτερα στις σύντομες σκηνές και ιστοριούλες που απεικονίζει και περιγράφει σε όλη τη συλλογή. Στο ‘Καμένο παιδί’ (Bräntbarn,1948), η κύρια ιστορία περιστρέφεται γύρω από την παραμορφωμένη σχέση μεταξύ ενός νεαρού άνδρα και της ερωμένης του πατέρα του, μετά την ασθένεια και τον επακόλουθο θάνατο της μητέρας του.Με μια γρήγορη ματιά, θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί την όλη ιστορία ως μια λύτρωση του συγγραφέα μετά από μια παιδική ηλικία χωρίς την απαραίτητη γυναικεία φιγούρα μιας μητέρας, με μόνη εξαίρεση φυσικά τη γιαγιά του.Στην πραγματικότητα, το έντονο στυλ γραφής και η αφηγηματική συσκευή που εναλλάσσει το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, δίνουν ένα δραματικό έργο που απεικονίζουν το θάνατο της αθωότητας μέσω μιας αναπόφευκτης προδοσίας.

 

EnriqueReolid, ‘Φόβος’.

 

Η τελευταία ολοκληρωμένη δουλειά του είναι τα ‘Γαμήλια προβλήματα’ που δημοσιεύθηκε το 1949, και είναι στην πραγματικότητα μια σατιρική γελοιοποίηση και παρωδία. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο ίδιος υπήρξε πλημμυρισμένος από πολλές ανησυχίες σχετικά με την οικογένειά του,αφού είχε εγκαταλείψει την πρώτη του σύζυγο και τα παιδιά τους για να  παντρευτεί  τη διάσημη σουηδή ηθοποιόAnitaBjörk (1953), για να συνεχίσει με τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία, και να τερματίσει πια τη ζωή του, στις 4 Νοεμβρίου 1954. Πριν από το θάνατό του, άφησε επιπλέον κάποια άλλα έργα, όπως το ‘Χιλιάδες Χρόνια με το Θεό’και ‘Η ανάγκη μας για παρηγοριά είναι ανυπέρβλητη’, όπου αφήνει να εννοηθεί πόσο αδύναμος αισθάνεται και πώς αντιλαμβάνεται τη θέση του γενικότερα μέσα στη ζωή.

 

Τραγική κατάληξη ομολογουμένως! Ο Στιγκ Ντάγκερμαν και η Ανίτα Μπγιορκ, παντρεύτηκαν το 1953, αλλά δεν πρόλαβαν να ζήσουν παντρεμένοι για πολύ, δεδομένου ότι εκείνος επέλεξε να βάλει τέρμα στη ζωή του τον επόμενο χρόνο, στα 1954.

 

‘Το φίδι’(Ormen), είναι το ντεμπούτο μυθιστόρημα τουΣτιγκ Ντάγκερμαν, που γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το 1945. Την εποχή εκείνη, όπως προείπαμε,  ήταν μόνο είκοσι δύο  ετών, αλλά το βιβλίο έλαβε πολλές και καλές κριτικές, τόσο από αναγνώστες, όσο και από κριτικούς της λογοτεχνίας. Κατά συνέπεια και με βάση τα βιώματά του, το μυθιστόρημα είναι μια άμεση αντίδραση του συγγραφέα στη στρατιωτική του εμπειρία, κάτι που άφησε ένα ενοχλητικό σημάδι στην ψυχοσύνθεση του  νεαρού Στιγκ, αντικατοπτρίζοντας βεβαίως και το κοινωνικό πλαίσιο της Σουηδίας στη δεκαετία του ’40.  Μια συγγενής καρδιακή ανωμαλία είχε ως αποτέλεσμα την αποχή του νεαρού Στιγκ από την κανονική στρατολόγησή του, περιορίζοντάς τοναναγκαστικά σε ένα γραφείο που έκανε γραφική εργασία, και ίσως τελικά εκείνη η θέση του τού έδωσε την ευκαιρία να να εστιαστεί καλύτερα ένα περιβάλλον στο οποίο ήταν πάντα πολύ κριτικός.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, ίδιας σχεδόν έκτασης. Το πρώτο μέρος (‘Ιρέν’), καταλαμβάνει το μισό σχεδόν βιβλίο, ενώ το δεύτερο μισό χωρίζεται σε διηγήματα. ‘Το φίδι’ είναι ένα περίεργο σκιαγράφημα, ένα θλιβερό μυθιστόρημα που ασχολείται με την αγωνία, το φόβο και τις παρενοχλήσεις που δημιουργούνται από τέτοια συναισθήματα. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι η αγωνία που εκτίθεται εδώ δεν είναι παντελώς μηδενιστική, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά περισσότερο είναι μια διαπεραστική κριτική για το στρατιωτικό περιβάλλον εκείνης μάλλον της συγκεκριμένης εποχής.Ο ρυθμός που υπαγορεύουν οι ιστορίες αντικατοπτρίζει αναγκαστικά και το στυλ του διαφορετικού γραψίματος του κάθε τμήματος του βιβλίου.

Το πρώτο τμήμα του δύστροπου ετούτου μυθιστορήματος δικαιούται να φέρει την επικεφαλίδα του κύριου χαρακτήρα, της Ιρέν. Η τελευταία είναι μια νεαρή κοπέλα που δουλεύει σε ένα στρατόπεδο, ίσως διαμορφωμένο σύμφωνα με εκείνο όπου ήταν στρατολογημένος οΣτιγκ Ντάγκερμαν, και αναπτύσσει μια  σχέση με έναν από τους στρατιώτες του εν λόγω στρατοπέδου, τον Μπιλ. Ο Μπιλ βρίσκει ένα φίδι μέσα στο δάσος και έχει την ιδέα να το συλλάβει, να το κρύψει στο γυλιό του, και στη συνέχεια να το φέρει στο πάρτυ που θα πάει στην ίδια νύχτα, ένα πάρτυ που θα παρευρεθεί μεταξύ των άλλων, επίσης η Ιρέν. Η περαιτέρω συνέχεια του κειμένου είναι γεμάτη από συνοθύλευμα σκληρής πραγματικότητας και εκρηκτικής ψευδαίσθησης. Το ‘Ιρέν’,αντιπροσωπεύει διάφορες πτυχές της προσωπικότητας της κοπέλας.  Μπορεί να είναι βίαιη στη συμπεριφορά, όπως την παρακολουθήσαμε και την είδαμε τόσο ζωντανά στη σκηνή της αμαξοστοιχίας με τη μητέρα της, αλλά εμφιλοχωρεί επίσης σε μεγάλο βαθμό και η αφέλεια, η ευελιξία και η αβεβαιότητα που έρχονται σε σύγκρουση με τον Μπιλ,ο οποίος στην πραγματικότητα και στην κυριολεξία  αντιπροσωπεύει την βίαιη επιβολή του κράτους προς το άτομο. Εδώ η Ιρέν συμπεριφέρεται σαν ένα πουλί που είναι υπνωτισμένο από ένα φίδι μπροστά του, και  ο σχετικός φόβος είναι ένα από τα βασικά συστατικά της έλξης που ασκεί με μαεστρία το φίδι πάνω του.Αλλάστην Ιρέν,το φίδι δεν συμβολίζει μόνο τον φόβο, αλλά και το φύλο. Οι σεξουαλικές αναφορές είναι άφθονες, όπως και οι καταναλώσεις αλκοόλ από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, αλλά αυτό που οΝτάγκερμαν θέλει να εκφράσει και να μεταδώσει μέσω της κραυγής του είναι περισσότερο η ιδέα ότι όταν ο φόβος και το φύλο ‘εκδηλώνονται’, το άτομο καταρρέει, ως αποτέλεσμα κάποιας επιρροής από την κοινωνία όπου ζει και δραστηριοποιείται.

Το δεύτερο μισό του μυθιστορήματος (‘Δεν κλείνουμε μάτι’) μετακομίζει πάλι την προσοχή μας πίσω στον στρατώνα. Σε τρίτο πρόσωπο, ο συγγραφέας αναφέρεται σε διάφορους στρατιώτες που μένουν ξύπνιοι το βράδυ, λόγω ενός φιδιού που γλιστρά γύρω τους και τους κάνει να νοιώθουν τόσο άβολα ώστε να μην μπορούν να κοιμηθούν, και να λένε ιστορίες ο ένας στον άλλο περνώντας την ώρα και ξεπερνώντας και διαχέοντας τον φόβο τους. Εδώ στις πέντε ιστορίες με τους στρατιώτες, ο συγγραφέαςβρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του για την πολιτική.Επιπλέον, έχει την τάση να χρησιμοποιεί ένα πραγματικά πυκνό ύφος πεζογραφίας.Αυτό ισχύει για τα πολιτικά γραπτά του, καθώς και για το ‘Φίδι’.

Το τέλος του βιβλίου (‘Η αποτυχημένη απόπειρα φυγής’) θα  μπορούσε να συνοψιστεί ως ένα επίσης σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού και πολιτικού μανιφέστου τουΣτιγκ Ντάγκερμαν. Εδώ η υπόθεση διαδραματίζεται μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, στην πραγματικότητα ένα πραγματικά πολυτελές δωμάτιο, κι όχι όπως μας είχε συνηθίσει πριν σεδιαμέρισμα, στρατώνα, ή συνήθη ταβέρνα. Μας παρουσιάζονται επίσης οι κύριοι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν με τον τρόπο τους, δηλαδή ο συγγραφέας, ο ποιητής και ο κριτικός λογοτεχνίας. Οι δύο τελευταίοι, οι οποίοι είναι προφανώς αντίπαλοι του συγγραφέα, περιγράφονται με τέτοιο τρόπο που ο Ντάγκερμανκαθιστά την πρόθεσή τους αμέσως ξεκάθαρη. Ο ποιητής είναι ένας έξαλλος ακροατής, ενώ ο κριτικός λογοτεχνίαςδιαβρώνεται από τις δικές του και πολύ προσωπικές σκέψεις. Ο τρόπος συμπεριφοράς των συγχρόνων τους, είναι σύμφωνα με τον συγγραφέαη πραγματική τραγική πτυχή που χαρακτηρίζει τους σύγχρονους καιρούς, όπως φυσικά και ηέλλειψη θάρρους που οδηγεί στον τερματισμό της σκέψης συμπεριφέροντας με βάση τα αντανακλαστικά,ενώ ένα είδος παθητικότητας συζητείται πραγματικά και σε όλο το μυθιστόρημα, είναι το ίδιο θέμα δηλαδή που μπορούμε να βρούμε στον αποκαλυπτικό διάλογο με τον ποιητή. Σε αυτό το σημείο του κειμένου, οσυγγραφέαςμετακινεί τη συζήτηση για να περιγράψει την ιδέα του για έναν ιδανικό κόσμο σύμφωνα με μια σοσιαλιστική και καλλιτεχνική άποψη που κάπως την προσδιορίζει, αφού ο ποιητής συνεχίζει να λέει ότι ίσως ο συγγραφέαςδεν είναι σοσιαλιστής όπως ισχυρίζεται. Το σύστημα που είναι ιδεατό για τον συγγραφέα, είναι ένα σύστημα που αντικατοπτρίζει τις αναρχικές και συνδικαλιστικέςιδέες και απόψεις του, εκμηδενίζοντας για άλλη μια φορά την όποια μορφή κακοποίησης στον πόλεμο και απορρίπτοντας την ιδέα ότι κάποιος άνθρωπος πρέπει να είναι ευγνώμων στον εργοδότη του, την τράπεζά του, ή σε μια λαχειοφόρο αγορά,  σε αντάλλαγμα για το δικαίωμά του να ζει. Το υφέρπον σημείο του αναρχισμού επανέρχεται λίγο αργότερα όταν ο συγγραφέαςλέει, ‘… Θέλω να ξηλώσωκάθε κοτετσόσυρμα που έχει υψώσει ο καθένας γύρω από το   φόβο του, ν’ ανοίξω όλες τις εξόδους για να βγουν τα   φίδια από τα γυάλινα βιβάρια τους, να ρίξω σπασμένα γυαλιά στις μπανιέρες όλων εκείνων που λένε ότι έψαξαν και βρήκαν την ευτυχία τους, διότι απαιτεί σκληρή προσπάθεια η αναζήτηση της ευτυχίας, όταν υπάρχουν τόσο πολλοί μόνοι άνθρωποι στον κόσμο…’!

Το πιο σημαντικό μέρος στο τελευταίο κεφάλαιο, είναι το πολιτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που αναφέρεται από τονΝτάγκερμαν διά μέσου του στόματος του συγγραφέα. Η πρώτη πτυχή που πρέπει να αναλύσει κάποιος είναι οι χαρακτήρες που συνθέτουν την όλη  σκηνή. Ο συγγραφέας, ο ποιητής και ο κριτικός. Ο κριτικός λογοτεχνίας είναι εκείνος που οδηγεί τον συγγραφέα στην τελική συλλογιστική του. Πάντως, και οι δύο αντιπροσωπεύουν μια διαφορετική πλευρά του πολιτιστικού κόσμου, το περιβάλλον στο οποίο οΝτάγκερμαν ευημερούσε εκείνη την εποχή. Αλλά όπως θεωρεί ο Ντάγκερμαν καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο άνθρωπος αποτελείται από διαφορετικές πλευρές, όπως και ο καλλιτέχνης και φυσικά ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας, ο ποιητής και ο κριτικός της λογοτεχνίας, είναι τρεις πτυχές που πρέπει να συνυπάρχουν στον συγγραφέα καιαναμφίβολα  στονΝτάγκερμαν.  Ο τέταρτος χαρακτήρας που συναντάμε στον επίλογο, είναι το κορίτσι με τον κόκκινο μπερέ. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτήν, απλώς ότι σε κάποιο σημείο ο ποιητής την βλέπει στο δρόμο, μέσα σε μια αίθουσα εισόδου, και θα μείνει εκεί όλη την ώρα, εκτός από μια σύντομη στιγμή που θα αποφασίσει να μετακινηθεί και να διασχίσει το δρόμο. Το κορίτσι μπορεί να φαίνεται ασήμαντο είτε αποστασιοποιημένο ως προσωπικότητα στο μυθιστόρημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα άλλο πιόνι στο παζλ που δημιουργήθηκε από τον Ντάγκερμαν μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στην συνοικία Κλάρα. Τι αντιπροσωπεύει το κορίτσι, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, αλλά για άλλη μια φορά ένας υποψιασμένος αναγνώστης θα μπορούσε να σκεφτεί ότι μπορεί να είναι η Ιρέν,η προσωποποιημένη μεταφορά του κοινού, η οποία εξετάζει τι συμβαίνει στο πολιτιστικό περιβάλλον από τη χαμηλή εκείνη θέση της συγκριτικά με τους τρεις προαναφερόμενους χαρακτήρες.  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσο ο ποιητής όσο και ο συγγραφέας προσπαθούν να προσελκύσουν την προσοχή της, ενώ ο πρώτος είναι δυσαρεστημένος από την έλλειψη σχετικού ενδιαφέροντος της κοπέλας. Της γνεύουν το μάτι, όπως κάνει ένας συγγραφέας όταν ξέρει ότι η επιβίωσή του βασίζεται στο κοινό, στους αναγνώστες εν τέλει που αγοράζουν το έργο του. ΟΝτάγκερμαν θέλει να προβληματιστεί για την κατάσταση της λογοτεχνίας, της κοινωνίας και της πολιτικής, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον σοσιαλισμό, του οποίου ο συγγραφέας δίνει έναν ακριβή ορισμό, με τον οποίο δεν   συμφωνεί ούτε ο κριτικός, ούτε ο ποιητής. Η ανησυχία και ο φόβος θα είναι πάντα μέρος της ζωής και του έργου του συγγραφέα, αλλά αυτός πρέπει να έχει το θάρρος να αναλαμβάνει κινδύνους και να συνεχίζει να κάνει ότι έχει να κάνει κοινωνικά, δηλαδή, αφήνοντας τα ‘φίδια’ πίσω αφού πρώτα τα απελευθερώσει, και ακολούθως να αναζητήσειή να χαράξει νέους και απάτητους έως τότε δρόμους.

Ο Ντάγκερμαν τελειώνει το δύσκολο ετούτο μυθιστόρημα με μια εντυπωσιακή χειρονομία, που είναι πράγματι η θανατηφόρα πτώση του συγγραφέα, η οποία και πιθανώς να αφήνει ένα ερωτηματικό σε πολλούςαπό τους αναγνώστες του. Αν αναλύσουμε τον διάλογο ακριβώς πριν από την πτώση του, καταλαβαίνουμε ότι ο κύριος χαρακτήρας του κειμένου είναι καταδικασμένος να πέσει σε μια προσπάθεια να αποδείξει την άποψή του ότι πρέπει να βαδίζει ενάντια σε καθιερωμένες απόψεις, όπως αυτές χλευάζονταιανοιχτά, κυρίωςστο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Αν είχε επιβιώσει, ή αν δεν είχε πέσει, το μήνυμα μάλλον θα ήταν διαφορετικό, ότι η λογοτεχνία και η ποιητική, καθώς και ο συγγραφέας, δεν αποτελούν κίνδυνο ή μια προσπάθεια να σπάσουν και να ξεπεράσουν τα όρια που τους περιβάλλουν και τους δεσμεύουν, αλλά μια απλή εκχώρηση και ανάθεση εργασίας  που πρέπει κάποια στιγμή να δρομολογηθεί και να γίνει πράξη. Η πολιτική κριτική στο βιβλίο, συμβαδίζει με το φόβο και αυτό ήταν αναπόφευκτο, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της Σουηδίας, μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο Στιγκ Ντάγκερμαν. Η στρατιωτική θητεία, η κοινωνική πολιτική, η παρέμβαση του κράτους στη ζωή του ατόμου,  αυτά είναι όλα τα πράγματα και καταστάσεις που περνούν κάτω από το αναρχικό και συνδικαλιστικό μικροσκόπιο του συγγραφέα και τα οποία φτάνουν  στο αποκορύφωμά τους ειδικά  στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, στον στρατώνα, τον τόπο συνάθροισης των στρατιωτών, επειδή στο συγκεκριμένο σημείο οι στρατιώτες ποτίζονται αργά, σταθερά και διαπεραστικά  από τον φόβο, που εκπροσωπείται φυσικά από το ‘φίδι’ που ανενόχλητο κυκλοφορεί ανάμεσά τους.

 

 

Όπως είπαμε στην αρχή, το μυθιστόρημα ‘Το φίδι’ κυκλοφόρησε όταν ο συγγραφέας του ήταν μόλις είκοσι δύο ετών. Ήταν το πρώτο του έργο το οποίο ευτύχησε να δει σοβαρές και εξαίσιες κριτικές από συναδέλφους και κριτικούς. Το θέμα του, το πως δηλαδή αντιδρά μία ομάδα πολιτών κάτω από το σφιχτό αγκάλιασμα του τρόμου, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του καθενός, ήταν σίγουρα ένα καθ’ όλα πρωτοποριακό και ασυνήθιστο, ειδικά για έναν τόσο νέο συγγραφέα. Ο Στιγκ Ντάγκερμαν όταν παρουσιάστηκε ως νεοσύλλεκτος για να υπηρετήσει τη θητεία του, κατετάγη μετά τις σχετικές εξετάσεις και διαδικασίες ως γραφέας, χωρίς όπλο φυσικά, μέχρι το φθινόπωρο του 1944. Η στρατιωτική θητεία του αυτή σε αυτό το πρωτόγνωρο έως τότε και αρκετά απαιτητικό περιβάλλον, του χρησίμευσε αρχικά ως αποθήκη τοποθέτησης και αποθήκευσης πολλαπλών καταστάσεων, ιδεών και απόψεων και ανάλογου υλικού, το οποίο και χρησιμοποίησε δεόντως αργότερα στα διάφορα κείμενα και βιβλία που μας άφησε φεύγοντας. Το βιβλίο ετούτο βγήκε στα βιβλιοπωλεία, μεταξύ 22 και 29 Νοεμβρίου 1945. Φυσικά,πρέπει να πούμε, πως ένα μεγάλο μέρος του νοήματος, είναι δύσκολα προσπελάσιμο και κατανοήσιμο, λόγω ίσως του ιδιόρρυθμου ύφους του συγγραφέα και των πολυποίκιλων μεταφορών που χρησιμοποιεί, αλλά δεν παύει όμως να αποτελεί μια αγωνιώδη έκφραση των νέων της Σουηδίας, στη μεσότητα του δεύτερου μεγάλου και καταστροφικού πολέμου,  απέναντι σε έναν κόσμο που όχι μόνο δεν έχτισαν, αλλά ούτε φυσικά δρομολόγησαν εκείνοι στην πορεία της ταραγμένης ιστορίας, στη μέση του εικοστού αιώνα!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top