Fractal

Διήγημα: “Το έβρισκε φυσικό”

Της Δήμητρας Λουκά // *

 

 

 

 

Στην κηδεία του άντρα της του Θωμά, η Φρόσω έμοιαζε σαν να θέλει κι εκείνη να πεθάνει. Απ’ τα δεκαεννιά μαζί. Στην αρχή μετανάστες στη Γερμανία. Δούλευαν όλη μέρα στο εργοστάσιο, διπλές βάρδιες. Μάζευαν χρήματα για να γυρίσουν κάποτε. Τις νύχτες αγαπιούνταν. Με τον καιρό ο Θωμάς έδειξε ότι ήταν άστατος χαρακτήρας. Έμπλεκε με παρέες απ’ την πατρίδα, έπινε. Ένα εξάμηνο την εγκατέλειψε για μια Βουλγάρα. Όταν αποφάσισε να γυρίσει, βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Η Φρόσω τον καλοδέχτηκε, του έστρωσε καθαρά σεντόνια, του έφτιαξε λαχανοντολμάδες όπως τους έκανε η μάνα της. Η μεγάλη της στενοχώρια δεν ήταν τα καμώματα του Θωμά, αλλά το ότι δεν είχε μπορέσει να του δώσει ακόμη ένα παιδί.

Μια Κυριακή βράδυ πήρε τηλέφωνο τον Θωμά ένας ξάδερφός του απ’ το χωριό. Είχαν χρόνια να μιλήσουν. Του είπε ότι ο πατέρας του είχε νταραβέρι με κάποιον για να πουλήσει το κτήμα μπροστά στη θάλασσα. Θα το έδινε όλο, εξήντα χιλιάδες δραχμές, για να παντρέψει την Παναγιώτα, την τελευταία από τις αδερφές του. Τόσα ζήταγε ο γαμπρός. Ο Θωμάς θορυβήθηκε, τον παρακάλεσε να περιμένει με τον πατέρα του τηλεφώνημα την Τετάρτη το βράδυ στις εννιά, στο καφενείο. Τρεις μέρες δεν πήγε στη δουλειά, προφασίστηκε ασθένεια. Έψαχνε δανεικά από συγγενείς και φίλους να συμπληρώσει όσα είχε στην άκρη για να γλιτώσει το χωράφι. Διακόσια πενήντα μέτρα φάτσα στη θάλασσα, δεν ήθελε να τα χάσει. Την Τετάρτη το βράδυ είπε στον πατέρα του ότι θα έστελνε αυτός την προίκα της Παναγιώτας και το κτήμα να μην το δώσει για κανένα λόγο. Ο γέρος του απάντησε «εντάξει, μείνε ήσυχος».

Δυο χρόνια μετά ο Θωμάς γύρισε απ’ τη Γερμανία και άνοιξε ταβέρνα μπροστά στη θάλασσα. Με αυτή ξεχρέωσε όλα τα δανεικά που είχε πάρει για την προίκα της

αδερφής του και έχτισε ενοικιαζόμενα δωμάτια, δέκα το σύνολο. Η Φρόσω τηγάνιζε και έψηνε έξι μήνες το χρόνο. Τους υπόλοιπους έξι έτριβε με μανία το κορμί της να φύγει η μυρωδιά από το ταγγισμένο λάδι και την τσίκνα. Ο Θωμάς προτιμούσε το δέρμα της γυναίκας να μυρίζει αντιηλιακό και αφρόλουτρο. Η Φρόσω το ήξερε και το έβρισκε απολύτως φυσικό.

Παιδί δεν είχε πιάσει ακόμα και είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Όσο που φάνηκε ένα καλοκαίρι μια ξαδέρφη της από τη Γερμανία, χρόνια άτεκνη, με το μωρό κρεμασμένο σε ένα σακούλι στο στήθος της. Την πλησίασε και της είπε εμπιστευτικά ότι είχε μαζί της δυο κουτιά χάπια, θαυματουργά. Μ’ αυτά είχε κάνει το παιδί. Η Φρόσω τα πήρε όλα και περίμενε. Σε λίγους μήνες ένιωσε να καρπίζει μέσα της. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, τη χαρά την ήθελε όλη δική της. Ο Θωμάς το ‘μαθε ξαφνικά, ένα βράδυ που η Φρόσω λιποθύμησε από τους πόνους και το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι στους μηρούς της. Το ίδιο βράδυ έμαθαν ότι το έμβρυο ήταν εξωμήτριο, είχε γαντζωθεί σαν στρείδι στα έντερα της Φρόσως. Η Φρόσω θρήνησε βουβά το χαμένο της παιδί για κάμποσες βδομάδες. Έπειτα ρίχτηκε στη δουλειά, αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι δεν μπορούσε να τα βγάζει πέρα μοναχή της σαν άλλοτε. Εκείνη στο τηγάνι, εκείνη στο νεροχύτη, εκείνη στην ψησταριά. Τα πόδια της πήραν να τουμπανιάζουν, τα χέρια της ν’ ανοίγουν απ’ τις χλωρίνες και τα νερά. Είπε του Θωμά να πάρουν στην κουζίνα την ανιψιά της την Ελένη, κόρη της αδερφής της. Ήταν φτωχιά, είχε ανάγκη από δουλειά, δεν θα έλεγε όχι.

Η Ελένη έφτασε απ’ τη Γερμανία στα μέσα του Ιούνη και έφυγε τέλη Σεπτέμβρη με τα τελευταία κύματα των παραθεριστών. Στριμώχτηκε σε ένα ντιβάνι στην καμαρούλα της Φρόσως και του Θωμά. Τα δωμάτια ήταν όλα πιασμένα. Ο Θωμάς γύριζε το βράδυ προς το μέρος της, κοίταγε με λαχτάρα τους θραψερούς γλουτούς της, οσμίζονταν τη φουσκοδεντριά της σάρκας της και το κορμί του έτρεμε. Δύσκολα τον κόλλαγε ύπνος. Η Φρόσω καταλάβαινε το τρέμουλο του Θωμά, το έβρισκε φυσικό και δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να το καλμάρει.

Το Νοέμβρη η Φρόσω με τον Θωμά ταξίδεψαν στη Γερμανία για να παρευρεθούν στους αρραβώνες της Ελένης. Έγιναν σε στενό οικογενειακό κύκλο. Ακολούθησε σε δύο βδομάδες και ο γάμος, επίσης σε στενό οικογενειακό κύκλο. Η νύφη ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος. Στο οικογενειακό τραπέζι ο Θωμάς δεν έπαψε να πίνει και να εύχεται περιχαρής στους νεόνυμφους βίο ανθόσπαρτο. Στη μέθη του απάνω δήλωσε ότι αν ήθελαν να γυρίσουν στην Ελλάδα και να δουλέψουν θα τους τα έγραφε όλα, γιατί αυτός παιδιά δεν είχε. Ούτε συγγενείς που να τον συγγενεύονται.

Τη διαθήκη του ο Θωμάς την έκανε τελικά στο νοσοκομείο, λίγες μέρες πριν πεθάνει από καρκίνο στον λάρυγγα. Είχε ήδη υποβληθεί σε λαρυγγοστομία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Φρόσω κάθισε δίπλα του, διάβαζε το στόμα του, μετέφερε τις ακατάληπτες κραυγές του στον δικηγόρο κι αυτός σημείωνε, αφού βέβαια προηγείτο το νεύμα της συναίνεσης από τον Θωμά. Ολόκληρη η περιουσία του θα περιέρχονταν μετά τον θάνατο της συζύγου του, στον πρωτότοκο γιο της εξ αγχιστείας ανιψιάς του Ελένης, Αριστείδη Γρίβα. Το σόι της Φρόσως παρευρέθηκε σύσσωμο στην κηδεία, οι συγγενείς του Θωμά ήταν λιγοστοί. Μόλις σκεπάστηκε ο τάφος, η Φρόσω ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να την αφήσουν ήσυχη με τον άντρα της. Μόνον ο νεκροθάφτης την άκουσε που του τραγούδαγε σιγανά:

 

Εγώ για την αγάπη σου θα φτιάσ’ ένα φουστάνι,

φουστάνι από αγκαθιά, από κορμό του βάτου.

Θα βάλω και στον κόρφο μου οχιά την πλουμισμένη,

Να με τρουπάει η αγκαθιά να με τραβάει το βάτο,

Να με δαγκώνει η οχιά και σένα να θυμάμαι.1

 

 


1 Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι

 

 

* Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1970. Είναι φιλόλογος και εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ιστότοπους και περιοδικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top