Fractal

Το επόμενο βήμα

του Πασχάλη Λαμπαρδή // *

 

fractal_summerΗ νύχτα σκέπασε και πάλι για τα καλά τη μικρή πόλη, που πλάγιαζε αμφιθεατρικά μπροστά στη θάλασσα. Αν είχε στόμα να μιλήσει, δεν θα έφταναν χρόνια και χρόνια για να διηγηθεί τα μύρια που πέρασε στο διάβα των αιώνων. Είδε χαρές και πανηγύρια, γνώρισε όμως και πίκρες, σπάραζε με τις συγκρούσεις και τους συνεχόμενους κλυδωνισμούς. Και στις ζοφερές εποχές που διανύουμε, το μαράζι της για τον καημό των πολιτών της, που κούρνιαζαν στη μεγάλη αγκαλιά της απροστάτευτοι, είναι διάχυτο όπως η ομίχλη, που σαν λεπτό υφαντό τύλιγε τα κτήρια και τις στέγες των σπιτιών. Νοέμβρης μήνας ήταν και τα πρώτα κρύα έκαναν νωρίς φέτος την εμφάνισή τους. Είχε πάει δέκα η ώρα, και στη λιγοστή κίνηση των δρόμων, ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, χαμηλού αναστήματος κι αδύνατος, βάδιζε νευρικά σ’ ένα σοκάκι με τα χέρια στις τσέπες. Το σκυθρωπό πρόσωπο του Νίκου Τσακίρη δεν είχε σχεδόν τίποτα όμορφο επάνω του. Καμιά χάρη, και τα καστανά μάτια του, τα σκοτεινά κι αγριεμένα έμοιαζαν σαν να πετούσαν σπίθες από την οργή που λυσσομανούσε εντός του.

Από τη μια στιγμή στην άλλη είχε ανατραπεί όλη του η ζωή, όταν βρέθηκε ξαφνικά άνεργος με δυο παιδιά να σπουδάζουν. Χρόνια τώρα εργαζόταν σ’ ένα γνωστό νυχτερινό κέντρο της πόλης με ικανοποιητικό μισθό που του έφτανε να συντηρεί με άνεση την οικογένειά του. Μόνο που η επιχείρηση έκλεισε πριν από ένα χρόνο περίπου κι από τότε άλλη δουλειά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά.

Προχωρούσε κι αναθεμάτιζε την τύχη του, αλλά και τον πρώην εργοδότη του, τον ιδιοκτήτη του κέντρου Μάρκο Κωλέττη, που του χρωστούσε πέντ’-έξι μηνιάτικα, χώρια την αποζημίωση που διεκδικούσε και απέφευγε να την καταβάλει.

«Πανάθεμά σε, Μάρκο», έλεγε μέσα από τα δόντια του.

Κόντευε να πλαντάξει. Έτοιμος ήταν να εκραγεί, να εκτονώσει όλο το θυμό που συσσωρεύτηκε μέσα του. Όλα μαζεμένα τού έπεσαν εκείνο τον καιρό, δεν είχε χρήματα ούτε το νοίκι του σπιτιού του να πληρώσει και τα χρέη τον έπνιγαν. Πήγαινε με επιθετικές διαθέσεις να συναντήσει τον Μάρκο και να λογαριαστεί μια και καλή μαζί του. Πιεσμένος όπως ήταν, λησμόνησε κάθε καλό που του είχε κάνει. Τον κατέκλυσαν μαύρες και απαισιόδοξες εικόνες, που στροβιλίζονταν σαν θύελλα στο μυαλό του.

Σε λίγο έφτασε σ’ ένα παλιό γωνιακό καφενείο όπου σύχναζε ο Μάρκος. Διακριτικά κοίταξε μέσα από την τζαμαρία, και ανάμεσα στους λιγοστούς θαμώνες διέκρινε τον εξηντάχρονο άντρα που αναζητούσε. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι και συζητούσε με δυο συνομήλικούς του. Καραδοκούσε στο απέναντι στενό κοντά ένα τέταρτο όταν είδε τον Μάρκο να βγαίνει έξω και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλόσωμος ευτραφής άντρας με παρουσιαστικό που ενέπνεε σεβασμό. Το πρόσωπό του, με το πλατύ μέτωπο, είχε αδρά χαρακτηριστικά που τα είχε σκεπάσει η λύπη. Η κατήφειά του ήταν εμφανής και από τα βαριά βήματά του. Κι έτσι όπως προχωρούσε σκεφτικός στο μισοσκότεινο σοκάκι, τραβώντας για το σπίτι του, ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Νίκο απρόσμενα μπροστά του.

«Τι συμβαίνει, Νίκο; Τι άλλο θες;» τον ρώτησε, αντιλαμβανόμενος αμέσως τις απειλητικές του διαθέσεις.

«Τα λεφτά μου. Τι άλλο;»

«Μακάρι να είχα να σου έδινα, αλλά δυστυχώς δεν μου απόμεινε τίποτα».

«Ήξερες να τα σκορπάς όμως», έκανε ο Νίκος οργισμένος.

Είχε σφιγμένες τις γροθιές του όση ώρα μιλούσαν και μη μπορώντας να ελέγξει άλλο τον εαυτό του, αν και μικροκαμωμένος, όπως ο Δαβίδ με τον Γολιάθ, σήκωσε το δεξί του χέρι, και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Τον χτύπησε και με το άλλο χέρι και συνέχισε να τον χτυπά όπου έβρισκε, βγάζοντας έτσι όλο το γινάτι του. Ο Μάρκος δεν πρόβαλε σχεδόν καμιά αντίσταση -εκ πεποιθήσεως ήταν αδύνατο να χειροδικήσει. Ενστικτωδώς μόνο, για να αμυνθεί, έφερε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, αλλά μια δυνατή γροθιά στο στομάχι τον έκανε να βογκήξει και να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Τότε σίγασε και το θηρίο που είχε καταλάβει ολοσχερώς τον άδηλο κόσμο του Νίκου. Σαν εκτονώθηκε ο θυμός του, τον κοίταξε μ’ ένα αιχμηρό βλέμμα, όλο μίσος, και προειδοποιητικά τού είπε:

«Κοίτα να μου δώσεις τα λεφτά, γιατί όπως καταλαβαίνεις θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα οι δυο μας».

Πισωπάτησε δυο-τρία βήματα, κοίταξε ανήσυχα δεξιά αριστερά κι έπειτα άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένος ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Μάρκος Κωλέττης γονάτισε σαν έφυγε ο δράστης. Αγκομαχούσε από τους πόνους. Έσκυψε χαμηλά, και τα αίματα που έτρεχαν απ’ τη μύτη και το στόμα του έσταξαν στο πλακόστρωτο μαζί με τα δάκρυα που χύνονταν από τα μάτια του. Δεν πονούσε τόσο εξωτερικά όσο εσωτερικά πιο πολύ. Τον πλήγωνε η αχαριστία και η διπολικότητα των ανθρώπων. Λυπόταν και για το κατάντημά του. Περιέπεσε στην άσπονδη εχθρικότητα του κόσμου, κι όμως κάποτε δεν δίσταζε το περίσσευμά του να το μοιραστεί με άλλους ανθρώπους. Ό,τι καλό κι αν έκανε λοιπόν, τώρα γυρνούσε πίσω και τον χτυπούσε αλύπητα σαν να ήταν ένας τιποτένιος.

Βαριανασαίνοντας πήγε ως το σπίτι του, μια παλιά μονοκατοικία καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα. Κλείστηκε μέσα και δεν βγήκε καθόλου έξω, μη θέλοντας από τότε να δει άνθρωπο. Ζούσε μόνος, εγκαταλελειμμένος από όλους. Η γυναίκα του η Λίζα τον παράτησε πριν μερικούς μήνες, στις πρώτες μεγάλες μπόρες που περνούσε ο Μάρκος όταν στέρεψε οικονομικά. Εθισμένη στη μεγάλη ζωή εκείνη, δεν άντεχε την ένδεια. Πήρε την περιουσία που της ανήκε και είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της κι έφυγε. Κι όσο για τα δυο παιδιά του, εδώ και καιρό είχαν πάρει τον δικό τους αποσχιστικό δρόμο και δεν πολυνοιάζονταν και τόσο για τον πατέρα τους. Ο γιος του ο Παύλος, στα τριάντα τέσσερα πλέον, ζούσε στο εξωτερικό, και η κατά δύο χρόνια μικρότερη κόρη του Νίκη ζούσε απομονωμένη στην πρωτεύουσα. Μόνο οι δυο μεσήλικες και ανύπαντρες γειτόνισσές του, οι αδερφές Ροΐδου, του χτυπούσαν την πόρτα και του πήγαιναν καθημερινά ένα πιάτο από τα νόστιμα φαγητά τους.

***

Ο Μάρκος, μετά από εκείνο το περιστατικό, ένιωθε ντροπιασμένος. Αυτόν που όλοι σχεδόν τον σέβονταν στην αγορά και άλλοι που έπιναν νερό στ’ όνομά του από τις ευεργεσίες που είδαν τώρα, αφότου έχασε ό,τι είχε και δεν είχε, του γύρισαν την πλάτη. Ποτέ δεν μπορούσε να διανοηθεί μέχρι πριν λίγο την απότομη αλλαγή του ευκατάστατου βίου του. Πάνε τριάντα χρόνια περίπου που διατηρούσε γνωστό κέντρο διασκεδάσεως, με μεγάλη απήχηση στον κόσμο, όπου γίνονταν εκεί τα πιο μεγάλα γλέντια της πόλης. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ο δήμος, πριν από κανένα χρόνο και ύστερα από χρονοβόρες διαδικασίες, άσκησε αναγκαστικά απαλλοτρίωση για το κτήριο, το γκρέμισε και στη θέση του ξεφύτρωσε ένα μικρό πάρκο με μια παιδική χαρά. Με όσα χρήματα διέθετε ο Μάρκος επιχείρησε να κάνει καινούρια προσπάθεια, άνοιξε νέο μαγαζί, αλλά οι συνθήκες δυστυχώς δεν ήταν ποτέ ίδιες με τις προηγούμενες. Η παταγώδης αποτυχία του φάνηκε απ’ το ξεκίνημά του και την αποτελείωσε ολοκληρωτικά η μαύρη και φοβική σκιά της οικονομικής κρίσης, που σαν βαρύ πέπλο ήρθε και κάλυψε άραχνα τον τόπο.

Σαν άνθρωπος ήταν σεμνός, εγκρατής, γεμάτος ευγνωμοσύνη. Έδινε περισσότερη σημασία στην ουσία και το σημαντικό, παρά στην επιφάνεια. Εμφανιζόταν δυναμικά, σαν αριστοκράτης, και είχε πολλές αρετές. Εκτιμούσε την τύχη του. Κι όσον αφορά τα χρήματα που αποκτούσε, του τα έφερνε ο Θεός, έλεγε συνέχεια, γι’ αυτό και δεν τα θεωρούσε ολοδικά του. Κάτι που τον έκανε να βοηθά απλόχερα όσους είχαν πραγματική ανάγκη, και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να φαίνεται. Με τη δοτικότητα που τον διακατείχε, αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν έβλεπε εχθρικά κανέναν.

Πέρασε ενάμισης μήνας από τότε και ο Μάρκος δεν ξεμυτούσε από το σπίτι. Συλλογιόταν αδιάλειπτα την προηγούμενη ζωή του, τα πεπραγμένα του, και όλο στριφογύριζαν στο νου του λογιών λογιών ερωτηματικά και εστιαζόταν στο γιατί.

«Γιατί να μου συμβαίνουν εμένα αυτά;» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Πώς ήμουν και πώς απέγινα;».

Ποτέ πριν δεν φανταζόταν την απότομη αλλαγή της μοίρας του, κι όλο σκεφτόταν πως αν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, θα μεριμνούσε να μην έφτανε ποτέ σ’ αυτό το χάλι. Κάτω από την επήρεια του αρνητικού διαλόγου με τον εαυτό του, ξετρύπωσαν ένα πρωί κάποιες παιδικές φωνούλες μέσα από τις γρίλιες της πόρτας και από τις χαραμάδες των παραθυριών και πετάρισαν ως την κρύα κάμαρά του. Έλεγαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, τ’ άκουσε ο Μάρκος και σκίρτησε η καρδιά του. Αυτή η μέρα ήταν μέρα Λαμπρής για εκείνον και την περίμενε κάποτε πώς και πώς να ’ρθει, για να χαρίζει δώρα στα παιδιά και να μοιράζεται τη χαρά τους, και τώρα όλα πάνε, έφυγαν, σαν να ήταν ένα όμορφο όνειρο. Μέσα στη δυστυχία του, αυτές οι φωνούλες που ακούγονταν συνέχεια από το δρόμο ήταν σαν θείο δώρο.

Λίγη ώρα αργότερα τον επισκέφτηκε μία από τις δύο γειτόνισσές του, η Χριστίνα, για να του πάει φαγητό. Στα πενήντα επτά της χρόνια, και μετά από κάποιες αποτυχημένες σχέσεις, είχε μείνει στο ράφι, όπως έλεγαν οι καυστικές γλώσσες της γειτονιάς, και τώρα, με τη χαμένη νιότη της, δεν γύριζε κανείς να την κοιτάξει έστω και συντροφικά. Καταφύγιο έβρισκε πλέον στους κύκλους της εκκλησίας, που την απομάκρυναν και από κάθε είδους ερωτικό λογισμό. Μόνο όταν έβλεπε τον Μάρκο σπινθήριζε κάτι στο βλέμμα της άλλωστε τον αγαπούσε κρυφά από τα νεανικά της χρόνια, χωρίς όμως να το γνωρίζει εκείνος, ούτε και κανείς άλλος εκτός από τη μεγαλύτερη αδερφή της. Κι όταν τον είδε τόσο καταβεβλημένο, του θύμισε κάτι από τα περασμένα.

«Ε, Μάρκο, τέτοια μέρα πάντα γέμιζες ένα αυτοκίνητο με δώρα και πήγαινες να τα μοιράσεις στα παιδιά του χωριού, σαν Αϊ-Βασίλης».

«Κάθε χρόνο με περίμεναν», αποκρίθηκε νοσταλγικά.

«Και τι έμεινε;» έκανε εκείνη αποκαρδιωτικά.

«Μου έφτανε που έβλεπα τη χαρά μέσα στα μάτια των παιδιών. Λάμπανε τα προσωπάκια τους όταν τους έδινα τα δώρα».

«Αν δεν ήσουν τόσο ανοιχτοχέρης, τώρα μπορεί να μη βρισκόσουν σ’ αυτή τη δύσκολη θέση».

«Ζούσα από τη χαρά των ανθρώπων, πώς να μην έδινα χαρά και σ’ εκείνους; Αλυσιδωτή είναι η αλληλεγγύη».

«Στεναχωριέσαι επειδή τώρα δεν μπορείς να δώσεις χαρά στους ανθρώπους, αλλά η καλοσύνη σου ποτέ δεν γύρισε πίσω σε σένα», του είπε η Χριστίνα, που δεν έκρυβε το ενδιαφέρον της για εκείνον.

Ο Μάρκος δεν αποκρίθηκε, σιωπηρά συναινούσε μαζί της. Γιατί στην ουσία αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή κι αυτό τον έτρεφε. Σαν έφυγε η γειτόνισσά του κι έμεινε πάλι μόνος, στο νου του ήρθαν ξανά εικόνες από το παρελθόν. Σκηνές όμορφες, που αναζωογονούν, γιατί πάντα θα υπάρχουν αναμνήσεις που δίνουν δύναμη. Θυμήθηκε τα φτωχά παιδιά του ορεινού χωριού απ’ όπου καταγόταν. Τον περίμεναν κάθε χρόνο από νωρίς τέτοια μέρα στην πλατεία να φανεί με το αυτοκίνητό του γεμάτο λογιών λογιών δώρα. Χαιρόταν και ο ίδιος σαν μικρό παιδί με τη χαρά τους. Στα αθώα μάτια τους έβλεπε φως, αλήθεια, που δεν τα βρίσκεις εύκολα στον κόσμο των μεγάλων.

Εκεί στο χωριό υπήρχε και το πατρικό του πατέρα του, ένα λιθόκτιστο σπιτάκι ίσα με εκατό χρονών. Ο Μάρκος σπανίως πήγαινε να κοιμηθεί εκεί. Ήταν όμως πάντοτε ανοιχτό για φίλους και για όσους δεν είχαν γωνιά να ξαποστάσουν. Τα κλειδιά βρίσκονταν πάντοτε στο καφενείο, κρεμασμένα σ’ ένα καρφί του τοίχου, κι όποιος ήθελε μπορούσε να τα πάρει και να πάει στο σπίτι, αρκεί φεύγοντας να το παραδώσει όπως το βρήκε. Μόνιμα ανοιχτό ήταν το σπίτι, διαθέσιμο για τον καθένα, και ποτέ δεν κλάπηκε τίποτα από εκεί μέσα.

Αυτή τη χρονιά τα παιδιά που σεργιάνιζαν στους δρόμους της πόλης πήγαιναν και στο δικό του κατώφλι, να πουν τα κάλαντα, κι εκείνος, μην έχοντας τίποτα να τους χαρίσει αφού δεν του είχε απομείνει ούτε ένα τοσοδά χαμόγελο ή ένα ίχνος ζωντάνιας, δεν άνοιγε σε κανένα κάλεσμά τους. Σαν σχισμή στην ψυχή του ήταν κάθε φορά που άκουγε να χτυπούν το κουδούνι του σπιτιού. Στη σιγή της έρμης μοναξιάς του, τα χτυπήματα για εκείνον ήταν σφυρί και αμόνι, που κόντευαν να τον τρελάνουν. Προς το μεσημέρι, μην αντέχοντας άλλο αυτή την πίεση, άνοιξε την εξώπορτα ύστερα από ενάμιση μήνα και πήρε τους δρόμους.

Ασυναίσθητα τα βήματά του για ακόμη μια φορά τον οδήγησαν στο μικρό πάρκο, εκεί όπου άλλοτε υπήρχε το κτήριο που στέριωνε το βασίλειο του, το κέντρο διασκέδασης “Δειλινά”. Άδειος έμοιαζε ο τόπος. Πάει ένας χρόνος από τότε που κατεδαφίστηκε, και το κενό μέσα του δεν επουλώθηκε ποτέ. Φτάνοντας εκεί, κάθισε σ’ ένα παγκάκι, ενώ λίγο πιο πέρα τρία-τέσσερα παιδιά έπαιζαν στις κούνιες κάτω από το βλέμμα των μανάδων τους. Άφησε τη ματιά του να πλανηθεί στη θάλασσα, όπου καθρεφτιζόταν ο ήλιος και ο γαλανός ουρανός. Τα αραιά σύννεφα, που αιωρούνταν άτακτα από δω κι από κει, ήταν βαμμένα με τα έντονα χρώματα της ίριδας κι έμοιαζαν λες και ήταν χορευτικές ομάδες, πιασμένες χέρι χέρι, στον αέναο χορό των ουρανών. Ατενίζοντας πέρα μακριά, στην προοπτική της θάλασσας, ξεδίπλωσε ξανά τα περασμένα. Στη μνήμη του ήρθαν ανεξίτηλες σκηνές από ατέλειωτα γλέντια που έγιναν εδώ, σ’ αυτόν το χώρο. Για μια στιγμή στο φύσημα του αέρα και στο θρόισμα των φύλλων στις νεραντζιές νόμισε πως άκουσε μουσικές, τραγούδια, ήρθαν εικόνες όπως ήταν στις μεγάλες δόξες το μαγαζί του, όπου όλοι μέσα διασκέδαζαν, χόρευαν και σιγοτραγουδούσαν στους σκοπούς μιας λαϊκής ορχήστρας.

Ξαφνικά ένιωσε ένα μούδιασμα στο σώμα, σαν ένα κύμα παγερό να κυλά στις φλέβες του, που παραμέρισε μεμιάς όλες τις ωραίες σκηνές που αναδύθηκαν από το παρελθόν. Η ανάσα του έγινε βαριά κι ένας κόμπος στο στέρνο τού έφραζε τη ζωτική δύναμή του και του προκαλούσε έντονο πόνο στο στήθος και τη πλάτη. Σε μια στιγμή σκοτείνιασε όλος ο κόσμος γύρω του, και το λαμπύρισμα του ήλιου πάνω στη θάλασσα έγινε σαν μια αχανής χοάνη, που η φωτεινότητά της τον καλούσε να τη διαβεί.

«Τι σας συμβαίνει, κύριε;» τον ρώτησε ένα εννιάχρονο όμορφο κοριτσάκι με μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια και καστανά μακριά μαλλιά.

Μα ο Μάρκος, στην κατάσταση που ήταν, αδυνατούσε ν’ απαντήσει, να βγάλει έστω μια κουβέντα. Μόνο η απορία καθρεφτιζόταν στα μάτια του αν βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου.

***

Η μητέρα του κοριτσιού, η σαράντα ενός χρόνων Μαρία Δροσίνη, γιατρός στο επάγγελμα, εκείνη την ώρα στεκόταν λίγο πιο πέρα παρακολουθώντας την κόρη της. Κι όταν την είδε να πηγαίνει στον άγνωστο κύριο που καθόταν στο παγκάκι εδώ και αρκετή ώρα, τη στιγμή που εκείνος έγερνε στο πλάι αναίσθητος, έτρεξε γρήγορα κοντά του. Από την ιατρική εμπειρία της δεν χρειάστηκε και πολύ για να διαγνώσει το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη ο Μάρκος. Σιγουρεύτηκε με την έλλειψη σφυγμών στην καρδιά και ενήργησε άμεσα και δραστικά. Τον έβαλε να ξαπλώσει ανάσκελα στο παγκάκι κι άρχισε να του κάνει καρδιακές μαλάξεις, πιέζοντας ρυθμικά μία με τα χέρια της το στήθος του και μία με τεχνητή αναπνοή από το στόμα. Έως ότου, ύστερα από λίγο, κατέφθασε ένα ασθενοφόρο, που είχαν καλέσει στο μεταξύ, για να τον μεταφέρουν εσπευσμένα στο νοσοκομείο.

Καρδιακή ανακοπή είχε πάθει ο Μάρκος, λίγο ήθελε για να μη φτερουγίσει η ψυχή του σ’ εκείνη τη φωτεινή χοάνη. Τον έσωσαν οι συμπτώσεις. Έφεραν τη Μαρία εκεί κοντά του, σαν φύλακα άγγελό του, την ώρα που έπνεε τα λοίσθια. Ίσως να ’ταν απ’ τον Θεό, όπως ειπώθηκε αργότερα μοιρολατρικά από κάποιους. Ποιος ξέρει; Να γύριζε τελικά το καλό επάνω του; Να του χρωστούσε ο Μεγαλοδύναμος ακόμη μέρες, χρόνια; Όπως και να έχει όμως, σ’ εκείνη χρωστούσε τη ζωή του. Στάθηκε στο πλευρό του όσο νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, στο οποίο εργαζόταν και η ίδια. Παρακολουθούσε την κατάσταση της υγείας του καθημερινά, και κάθε φορά που έμπαινε μέσα στο θάλαμο με τη λευκή ποδιά της, τα μάτια του Μάρκου φωτίζονταν, λες κι έβλεπε μια άλλη ζωοδότρα, και το εξέφρασε ένα πρωινό όταν τον επισκέφτηκε.

«Σαν άγγελος ήρθες στη ζωή μου».

«Είμαι ό,τι σου αξίζει, κύριε Μάρκο», του είπε με τη ζεστή φωνή της η Μαρία.

«Δεν έχω τίποτα καλό πλέον, παιδί μου, για να ζηλέψει κάποιος», έκανε απαισιόδοξα. «Ό,τι κι αν έκανα, απέτυχα παντού», και με πικρία τής εξήγησε λίγα για το βίο του και για τις απότομες αλλαγές που του επιφύλαξε η μοίρα για επίλογο.

«Εσύ, ένας δραστήριος άνθρωπος, γιατί δεν πετάς τα παλιά που σε περιορίζουν;»

«Και να κάνω τι;»

«Προσπάθεια για ζωή».

«Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια. Ένα τίποτα τι να δημιουργήσει; Μόνο πόνο, κι αυτός αγιάτρευτος».

«Όταν βρεθείς όμως μεταξύ ζωής και θανάτου, συνήθως τον πόνο, σαν τον αετό, δεν τον λογαριάζεις, τον κάνεις πέρα».

«Γιατί, πονούν και οι αετοί;» έκανε απορημένα ο Μάρκος.

«Και πολύ μάλιστα. Από τη φύση τους, κάπου στο μεσοδιάστημα της ζωής τους -γιατί ζουν και πολλά χρόνια, όπως ο άνθρωπος-, το ράμφος τους γέρνει λίγο λίγο προς τα κάτω, μέχρι που δεν μπορούν να φάνε. Το ίδιο συμβαίνει και με τα νύχια των ποδιών τους, κλείνουν προς τα μέσα, οπότε χάνουν το μεγάλο όπλο τους, τη δυνατότητα να είναι γεννημένοι κυνηγοί, ν’ αρπάξουν θήραμα ή ακόμη να μπορούν να γαντζωθούν από κανένα κλαδί. Και σαν να μην έφταναν μόνο αυτά, τότε και τα φτερά τους αρχίζουν να μην είναι πολύ λειτουργικά από περιττά πούπουλα. Όταν λοιπόν φτάνει σ’ αυτό το σημείο ένας αετός, κάθεται ανήμπορος στη φωλιά του για μέρες, αναγνωρίζοντας ότι δεν θα μπορεί πλέον να επιβιώσει… Σ’ αυτή την κατάσταση δύο επιλογές μόνο τού μένουν: ή θα ζήσει ή θα πεθάνει. Στην έσχατη ώρα όμως, το δυνατό ένστικτο της επιβίωσης τον υποκινεί να μην παραιτηθεί. Και τι κάνει, κύριε Μάρκο; Αρχίζει να χτυπά το ράμφος του στα βράχια μέχρι να το αφαιρέσει, ώστε μετά από πενήντα μέρες να βγάλει η φύση άλλο. Ύστερα χτυπά τα νύχια του στα βράχια μέχρι να τα ξεριζώσει, και περιμένει άλλες πενήντα μέρες μέχρι να φυτρώσουν άλλα. Στο τέλος αρχίζει να τινάζει τα μακριά φτερά του για να βγάλει τα περίσσια πούπουλα. Μέσα από πολύ πόνο κερδίζει ξανά τη ζωή του και μπορεί να πετάει ελεύθερα… Αντίστοιχα κι εμείς, κύριε Μάρκο, καμιά φορά πονάμε πολύ όταν είναι να γίνει κάτι καινούριο».

«Κι εγώ σαν τον αετό ένιωθα κάποτε, αλλά κόπηκαν τα φτερά μου».

«Μην εστιάζεστε στο γιατί και στα λάθη που κάνατε, είναι χαμένος χρόνος και φέρνει μόνο πανικό και απραγία. Στρέψτε την προσοχή σας στο πώς. Πώς μπορώ να επανορθώσω;…»

Τον είδε να μελαγχολεί και τον ρώτησε.

«Είπα κάτι που σε προβλημάτισε;»

«Όχι, Μαρία. Απεναντίας, με συγκινεί το ενδιαφέρον σου για μένα. Ούτε απ’ τα παιδιά μου δεν εισέπραξα τέτοια φροντίδα».

«Ήρθαν να σε δουν;» ρώτησε από ενδιαφέρον.

«Κανείς δεν νοιάζεται πλέον για μένα, παιδί μου…»

«Ε όχι και κανείς!» άκουσε κάποιον να λέει καθώς ερχόταν κοντά του.

Ο Μάρκος γύρισε να δει κι έμεινε κατάπληκτος όταν αντίκρισε τον Νίκο Τσακίρη, τον άνθρωπο που του προκάλεσε τόσο πόνο, χτυπώντας τον μανιωδώς τότε στο σκοτεινό σοκάκι.

«Εσύ;» έκανε ξαφνιασμένος.

«Ναι, Μάρκο, και ήρθα να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις για ό,τι σου έκανα. Δεν ήμουν εγώ που σε χτύπησε εκείνη τη νύχτα, ήταν ένας άλλος…», του είπε μετανιωμένος.

Μπροστά στο θάνατο ο Νίκος γονάτισε, του έφυγε όλος εκείνος ο θυμός που είχε συσσωρευτεί εντός του, και του έμεινε μόνο η αλήθεια. Σκέφτηκε ότι ο Μάρκος τού συμπαραστάθηκε περισσότερο κι από πατέρας όταν περνούσε μεγάλες δυσκολίες, και στο νου του άρχισαν να έρχονται εικόνες για τον ευεργέτη του που του έκανε τόσα καλά στο παρελθόν. Και ποιος χρωστά στον άλλο τελικά; Ένα και μόνο συμβάν αρκούσε για να ενώσει ξανά τις δύο όψεις της ζωής: την αλήθεια του ενός και την αλήθεια του άλλου. Γιατί όταν φτάνεις κοντά στο θάνατο, εκτιμάς τη ζωή διαφορετικά.

Ο Μάρκος τον κοίταξε με συμπόνια κι ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. Ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή που θα μπορούσε να πάρει για όσα έκανε, που μαζί με τη φροντίδα της Μαρίας, μπορούσαν να τον ανασύρουν από το τέλμα που είχε περιπέσει.

***

Μία εβδομάδα κάθισε στο νοσοκομείο, κι όταν γύρισε στο σπίτι του, το πρώτο που έκανε ήταν να πάρει χαρτί και στυλό. Ήθελε να γράψει κάτι που στριφογυρνούσε στο νου του τις τελευταίες μέρες. Μια επιστολή ή ενδεχομένως μια άλλη διαθήκη, που θα άφηνε παρακαταθήκη στα παιδιά του μετά θάνατον.

«Αν γύριζα πίσω το χρόνο, θα διόρθωνα πολλά από τα λάθη μου. Πρώτα απ’ όλα θα διέθετα περισσότερο χρόνο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μου, γιατί από τη στάση τους αποδείχτηκε πως απέτυχα ως γονιός.

Τι ήθελα να είχα μάθει στα παιδιά μου:

Να είναι επιεικείς με τους ανθρώπους, γιατί όλοι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουν.

Να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία και να αγαπούν τον εαυτό τους ό,τι κι αν γίνει.

Να μην σταματήσουν ποτέ να προσπαθούν κάθε μέρα να γίνονται και λίγο καλύτεροι άνθρωποι, και να θυμούνται πάντα ότι το κλειδί για κάθε λύση είναι οι διορθωτικές κινήσεις…»

Μόλις συνειδητοποίησε τι έγραφε, του έπεσε το στυλό από τα χέρια. Αυτά που ήθελε να περάσει στα παιδιά του, τα κατανόησε εκείνη τη στιγμή, τα βίωνε και ο ίδιος. Τα συνέδεσε με τον εαυτό του, γιατί κατάλαβε ότι δεν αρκεί μόνο να τα λες. Μια στιγμή αναλαμπής έφτασε για να κινητοποιηθεί η ματιά του παρατηρητή, μέσα του και να ξυπνήσει τα ένστικτα επιβίωσης κάνοντας τον να πει στον εαυτό του:

«Δεν θα είμαι άλλο πια το θύμα».

Και στο νου του έφερε την πρόταση από τις οι δυο γειτόνισσές του, σε μια από τις επισκέψεις τους στο νοσοκομείο. Γνωρίζοντας το δράμα του, εκείνες του έδιναν ό,τι κομπόδεμα είχαν για ν’ ανοίξουν μαζί μια μικρή ψησταριά–ταβέρνα, όπου θα μαγείρευαν οι ίδιες. Δεν χάνει καιρό ο Μάρκος, τις φωνάζει να ’ρθουν για να το συζητήσουν σε πιο σοβαρή βάση.

«Να το κάνουμε το μαγαζί, γειτόνισσες», τους είπε. «Με προβληματίζει όμως πως αν κάτι δεν πάει καλά, εσείς θα χάσετε τα λεφτά που έχετε στην άκρη για ώρα ανάγκης».

«Εμείς εμπιστευόμαστε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλά κάθε μέρα», του είπε η συνομήλική του Κατερίνα και η μεγαλύτερη από τις δυο αδερφές. «Αν κι εσύ εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου να κουμαντάρεις αυτή τη δουλειά που ξέρεις καλά να κάνεις, γιατί εμείς δεν έχουμε ιδέα, τότε γιατί να μην προσπαθήσουμε;»

Χρησιμοποίησε κι η Κατερίνα αυτή τη μαγική λέξη για τον Μάρκο, της προσπάθειας, που το περιεχόμενό της τον έκανε να αφυπνιστεί όταν έγραφε το γράμμα απευθυνόμενος προς τα παιδιά του.

***

Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να γίνονται θηρία, κάποιοι όχι, και σε οποιαδήποτε κρίση παραμένουν άνθρωποι, δεν χάνουν το περιεχόμενό τους, την ουσία, και οι δυο γειτόνισσές του, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, ήθελαν να τον βγάλουν από το βούρκο, τη λάσπη.

Πέρασε ο βαρύς χειμώνας, και με το έμπα της άνοιξης, αρχές Μαρτίου, κι αφού ανέκτησε τις δυνάμεις του ο Μάρκος, έβαλαν σ’ εφαρμογή το σχέδιό τους. Νοίκιασαν ένα μικρό γωνιακό κατάστημα στα στενά της αγοράς, φτηνό σχετικά, αφού υπήρχε μεγάλη διάθεση μετά τα συνεχόμενα λουκέτα στα μαγαζιά λόγω κρίσης κι άρχισαν τις προετοιμασίες. Έβαψαν λευκούς τους τοίχους να είναι φωτεινός ο χώρος, σαν τις αισιόδοξες βλέψεις τους. Δυόμισι μήνες πέρασαν μέχρι να ετοιμαστεί η μικρή ταβερνούλα τους με την υποτυπώδη επίπλωση, που εκτός της κουζίνας και της ψησταριάς, μόλις που χώραγε καμιά δεκαριά τραπεζάκια μέσα, και άλλο τόσα πίσω στη μικρή αυλή του.

Στη μυροβόλο άνοιξη έδωσαν τ’ όνομά της, και το ανέγραφε η μεγάλη πινακίδα που ανάρτησαν στο τέλος ψηλά στη μετόπη -επειδή άνοιξη ευοδώθηκε ο σκοπός τους και μοσχοβόλησε ο τόπος απ’ τα αρώματα των λουλουδιών. Η μικρή αυλή τους ευωδίαζε από γιασεμί κι αγιόκλημα που απλώνονταν ολόγυρα στα πετροντούβαρα, αλλά και λογιών λογιών άλλα λουλούδια και φυτά που έσπειρε στο μεταξύ ο Μάρκος. Από παντού ξεπηδούσαν πολύχρωμα άνθη είτε κάτω στο χώμα είτε από ζαρντινιέρες και κρεμαστές γλάστρες. Από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να αξιοποιήσει αυτόν τον εγκαταλελειμμένο χώρο και να τον κάνει ένα μικρό παράδεισο, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο τέλος με προσωπικό κάματο. Στη νέα του προσπάθεια αναδείχτηκαν όλες οι δεξιότητες του, δεν θ’ άφηνε τίποτε στην τύχη.

Κι όταν άνοιξαν, οι δυο γυναίκες δεν προλάβαιναν να ψήνουν και να μαγειρεύουν. Το λαϊκό μαγαζάκι τους, που λειτουργούσε μόνο μέρα, γρήγορα έγινε γνωστό για την ποιότητα που πρόσφερε, τις γεύσεις, τις προσιτές τιμές, το ευωδιαστό περιβάλλον, την εξυπηρέτηση, την απλότητα και τα χαρούμενα πρόσωπα των ιδιοκτητών και του προσωπικού, με αποτέλεσμα να προσελκύει όλο και πιο πολύ το ενδιαφέρον του κόσμου. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η πελατεία του μεγάλωσε και ήταν συνεχώς γεμάτο από κόσμο, που άλλοι περίμεναν υπομονετικά ν’ αδειάσει κανένα τραπεζάκι κι άλλοι έτρωγαν όρθιοι στον πάγκο.

«Όλα πάνε φίνα, αφεντικό, παρ’ όλη την κρίση», του είπε χαρούμενα ο Νίκος ένα απόγευμα, σε μια ανάπαυλα δουλειάς, μιας και ο Μάρκος στο μεταξύ τον προσέλαβε ξανά στη δούλεψή του.

«Σε κάθε λογής κρίση, αυτό που επιβιώνει είναι η αλήθεια, Νίκο. Το καλό, το ωραίο και το αληθινό θα μένουν διαχρονικά για πάντα, ό,τι κι αν γίνει, και όσοι βρίσκονται σ’ αυτό το μονοπάτι, θα έχουν συνέχεια δουλειά».

«Σε είχα για ξεγραμμένο, Μάρκο, κι όχι μόνο εγώ αλλά όλοι σχεδόν στην αγορά. Ακόμη και τώρα μου φαίνεται απίστευτο πώς τα κατάφερες και πάλι να ξεπεράσεις τέτοιο λούκι».

«Καμιά φορά δεν περιγράφεται η εμπειρία. Αν δεν το βιώσεις, δεν μπορείς να το κατανοήσεις».

«Έστω και λίγο όμως μπορώ να σε καταλάβω, Μάρκο… Μήπως κι εγώ δεν είχα κολλήσει κάποτε;… Κι αν δεν ήσουν εσύ να μου δώσεις δουλειά ξανά, παρ’ όλα όσα σου έκανα, δεν ξέρω τι θα γινόμουν».

«Όταν φτάνει κανείς στο αμήν, Νίκο, μία επιλογή μονάχα έχει: να βγει απ’ τον πάτο, ν’ ανασυντάξει τις δυνάμεις του, και τότε βρίσκει και τις λύσεις που χρειάζεται», είπε ο Μάρκος σκεπτόμενος τα περασμένα κάτω από την επήρεια της δικής του εμπειρίας.

Ύστερα από τόσο καιρό ακινησίας και απραγίας, είχε την αίσθηση ότι βγήκε μέσα από ένα βαθύ πηγάδι, σαν να του χαρίστηκε μια νέα ζωή, κι ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, μα και για την παρουσία της Μαρίας στη ζωή του. Τον σημάδεψε όσο μια Ανάσταση. Ήταν σαν ένας άλλος πραγματικός άγγελος, που του έδινε τα εφόδια ν’ αλλάξει τη ζωή του. Του μετέδιδε λίγη από εκείνη την αύρα της αισιοδοξίας της. Να κάνει υπερβάσεις, όπως έκανε μέσα από τον πόνο ο αετός. Γιατί γνώριζε καλά πλέον πως όταν φτάνει κανείς μεταξύ ζωής και θανάτου, όπως και κάθε λογής πτώσης και ανόδου, τα ένστικτα λειτουργούν αλλιώς, ανασύρουν τέτοιες δυνάμεις που τον στρέφουν να κάνει κάτι από μόνος του ώστε να ξεφύγει τον κίνδυνο.

Ο Μάρκος, μέσα από το δικό του προσωπικό δράμα και τον πόνο, χαροπαλεύοντας με το θάνατο, βρήκε και τις ανάλογες δεξιότητες για να αντεπεξέλθει. Είδε πως η αλήθεια είναι απλή τελικά. Εμείς δίνουμε μορφή στα πράγματα γύρω μας, και εν τοιαύτη περιπτώσει, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Τόσο καιρό παιδευόταν στα ατέλειωτα γιατί, κλαίγοντας για τη μαύρη μοίρα του, και μόνο μια στιγμή, ένα συμβάν, έφτασε για να τον ταρακουνήσει, ώστε να στρέψει την προσοχή του αλλού, στη δημιουργία.

Μια από εκείνες τις μέρες, στα τελειώματα του καλοκαιριού, στο γεμάτο θαλπωρή μαγαζάκι τους εμφανίστηκε η Μαρία με την εννιάχρονη κόρη της. Ό,τι και την καλομελετούσε. Ο Μάρκος, όταν την έβλεπε, ανασταινόταν η ψυχή του. Δεν του έσωσε μόνο τη ζωή, αλλά τον βοήθησε και να την ξαναβρεί. Τις υποδέχτηκε με μεγάλη θέρμη και χαρά, σαν να έβλεπε τον «σωτήρα» του. Ο ίδιος τις φρόντισε και τους έστρωσε τραπέζι να φάνε. Δεν ήξερε πώς να τις περιποιηθεί, να τις ικανοποιήσει, και ιδιαίτερα τη μικρή Μαρίνα, μιας και λάτρευε τα παιδιά. Κάθισε ύστερα μαζί τους και γρήγορα η συζήτησή τους περιστράφηκε στο νέο ξεκίνημά του.

«Καλύτερα δεν γινόταν», σχολίασε συμπερασματικά ο Μάρκος. «Δόξα τω Θεώ, βρήκα ξανά τον εαυτό μου».

«Το να έρθεις σε επαφή μια φορά με τον ανώτερο εαυτό σου, δεν φτάνει. Για να κρατηθείς εκεί, θέλει συνεχή κάθαρση», του είπε η Μαρία, δίνοντας έμφαση στα λόγια της.

Σαν τ’ άκουσε ο Μάρκος, γούρλωσαν τα μάτια του, θαρρείς και του μολογούσε ένα μεγάλο μυστικό που του διέφευγε τελείως. Η καθημερινή κάθαρση. Να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στην «καλημέρα» των ανθρώπων και να τους κοιτά ίσα στα μάτια. Να γίνεται κάθε μέρα λίγο λίγο και καλύτερος από χθες. Ό,τι προσδοκούσε και από τα παιδιά του σ’ εκείνο το γράμμα.

Εκείνη τη μέρα ήταν σαν να ανακάλυψε κάτι καινούριο στη ζωή του. Κι όλος ενθουσιασμό, όταν έκλεισαν το μικρό μαγαζάκι τους κατά τις εφτά το απόγευμα, κι όταν άρχισε να πέφτει ο ήλιος πίσω στη θάλασσα, πήγε στο σπίτι του και από το συρτάρι του τραπεζιού έβγαλε ξανά το γράμμα με το οποίο απευθυνόταν στα παιδιά του. Το είχε αφήσει στη μέση τότε, στο βαρύ χειμώνα, όταν έγραφε για την προσπάθεια, και τώρα λαχταρούσε να το τελειώσει.Κάθισε ξανά μπροστά στο παλιό τραπέζι, πήρε στυλό, και με μια βαθιά ανάσα άρχισε αβίαστα να γράφει τη συνέχεια της διδακτικής επιστολής προς τα παιδιά του

«Κι αν η προσπάθεια πετύχει, κι αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, πάλι μονάχα αυτό δεν φτάνει. Για να εξελιχθεί κάποιος, χρειάζεται κάθε τόσο να καθαρίζεται εσωτερικά. Εξέλιξη σημαίνει κάθαρση διαρκής, κι όταν δεν την επιζητάς, δεν εξελίσσεσαι, σε απορροφά το λασπωμένο περιβάλλον του κόσμου τούτου…».

 

Lampardis* Ο Πασχάλης Λαμπαρδής γεννήθηκε στις Σέρρες. Σπούδασε Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος. Για τις ανάγκες της συγγραφής του βιβλίου “Κάθετη έξοδος”, σπούδασε ψυχολογία και ειδικεύτηκε σε διάφορες προσεγγίσεις. Ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένος στην έρευνα και τη συγγραφή. Έχει γράψει τα βιβλία: «Υπόθεση ζωής» (ιδιωτική έκδοση, 1997), «Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου» (Ιωλκός, 2002• β’ έκδοση, Πατάκης 2010, Βραβείο Λογοτεχνίας και Πνευματικών Αξιών, 2002 από την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων), «Οι φύλακες της Ανατολίας» (Πατάκης, 2005), «Η κοιλάδα των σπαθιών» (Πατάκης, 2008), «Κάθετη έξοδος» (Πατάκης, 2011, Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ 2012).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top