Fractal

Η λήθη και οι καθημερινές σταυρώσεις

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Το επικίνδυνο της λήθης» του Μανώλη Μπίστα, εκδόσεις ΑΩ, 2016

 

Οι πρώτες αντιδράσεις έρχονται από το εξώφυλλο, έργο του ζωγράφου Γιώργου Αγγελή. Πολλές οι εκδοχές. Στη συμμετρία του έργου, ίσως και της ζωής, η μια πλευρά είναι ξεθωριασμένη, αχνή, ίσως λησμονημένη, όπως και η οντότητα εντός της. Η άλλη, φέρει μορφή άνδρα ευκρινούς, όσο ευκρινής η μνήμη μπορεί να είναι, τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, ώστε να δίνει την αίσθηση του ήπιου βάθους, υποδηλώνοντας ίσως πόρτα ή όρθιο φέρετρο ή ό,τι άλλο συνειρμικά έρθει στον καθένα. Στη μέση πάλι, άξονας κόκκινος, αιμάτινος, διαχωριστικός: σπαθί, ρομφαία, ιστίο, σχισμή του χρόνου; Άλλο; Αυτή είναι η γοητεία της τέχνης. Άρα και της Ποίησης. Η απουσία του μονοσήμαντου. Όλα αυτά σε έναν ουρανό μωβ, χρώμα όχι τυχαίο, αφού σχετίζεται με τις ψυχικές δυνάμεις και τον μυστικισμό.

Ο τίτλος πάλι, προκαλεί. «Το επικίνδυνο της λήθης». Γιατί άραγε επικίνδυνο;

Αφού πολλές φορές, η λήθη είναι βάλσαμο στις πληγές, είναι απαραίτητη για να αντέξει κανείς την όλο και σκληρότερη πραγματικότητα. Σε μια εποχή που έγινε ολόκληρη μάχη για να κατοχυρωθεί το δικαίωμα της ψηφιακής λήθης (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, 2014), η λήθη είναι επικίνδυνη; Ποια λήθη όμως, μπορεί να είναι όντως επικίνδυνη; Ποιοι τότε οι κίνδυνοι;

Ας δούμε πρώτα τη λήθη ως λέξη. Προερχόμενη από το «λανθάνω» – «λήθω», έχει την έννοια «διαφεύγω την προσοχή» και κυρίως «κρατώ κρυμμένο από τον εαυτό μου», «λησμονώ».

Πώς διαπραγματεύεται το θέμα της λήθης (όπως διακηρύττει στον τίτλο) η ποιητική συλλογή του πρωτοεμφανιζόμενου στα γράμματα Μανώλη Μπίστα (Μ. Μ. στη συνέχεια);

Αρχικά με ποίηση. Στην πρώτη σελίδα του «λόγου» του (σελ. 9), αντί προλόγου ή εισαγωγής, λέει:

«Ποίηση˙  περίπατος σε αρωματισμένο σκοτάδι, συντροφιά με λαμπυρίζουσες μορφές και λαμπυρίζοντα άνθη».

Όχι μόνο διαβάζοντας (συντροφιά), αλλά και γράφοντας (περίπατος) ποιήματα. Πρώτο ποίημα:

Ποιήματα να γράφεις

γιατί τη ζωή, μέσ’ από τους στίχους θα τη βρεις˙

μού ’πε ο γέρος.

Μην τα ονομάσεις,

άσε τη ζωή να στα βαφτίσει.

 

Πραγματικά, τα ποιήματα της συλλογής δεν φέρουν τίτλο, είναι όλα αριθμημένα απλώς με τον ελληνικό τρόπο αρίθμησης. Πιο κάτω, επανέρχεται στη γραφή:

 

… άσε πρώτα την πληγή να γιάνει

κι ύστερα πάνω στο δέρμα το υγιές

γράψε τις μνήμες

τις καμωμένες απ’ του χρόνου τη σοφία…

 

Αισθάνεται πως διαμαρτύρονται  «σα στεναγμός θρήνου, οι χαμένες γραψιές» οπότε

καταλαβαίνει τώρα, κι ας είναι αργά πλέον, την αξία του να κρατάμε και να μη σκίζουμε τα γραπτά μας, αφού είναι κομμάτια του είναι μας. Συνειδητοποιεί όταν το έκανε:

ότι δεν άφηνα στον άνεμο κομμάτια από χαρτί,

αλλά τη σκισμένη μου ψυχή.

 

Συμπόρευση εδώ με τον Μιχάλη Μελετίου1

Δεν θα ξεφορτωνόμουν ποτέ

τα παλιά μου γραπτά…

Τα θεωρώ θησαυρό ανεκτίμητο.

Αποτύπωμα ψυχής, λίκνο νοσταλγίας.

 

Πρώτη αναφορά στις ολέθριες επιπτώσεις της λήθης του ποιοι υπήρξαμε και πώς φτάσαμε ως εδώ. Όταν η λήθη έχει σβήσει με τον σπόγγο ένα γραμμένο τμήμα του μαυροπίνακα της ως τώρα ζωής, όταν έχουν απομείνει λίγα ίχνη μόνο από κιμωλία, τότε κάθε προσπάθεια επαναφοράς άκαρπη αποβαίνει, οδηγώντας σε στίχους που είναι «βαρετοί και λανθασμένοι».

 

Τα μονοπάτια μπροστά είναι πολλά. Όπως λέει και το λαϊκό τραγούδι [Το μονοπάτι]2

Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό

κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.

 

Μανώλης Μπίστας

 

Ο Μ. Μ. λόγω επαγγέλματος ή λόγω ιδιοσυγκρασίας, βρίσκεται συχνά στους δρόμους:

Η Φειδίου πάντα δύσκολη

είναι,

δείκτης πυξίδας, Βορρά Νότου

άνευ εμποδίων.

 

Γυρίζει νοερά στο χθες, στις ταβέρνες, στα ούζα με φίλους, στους μικροπωλητάδες που

την πραμάτεια τους πωλούν ακόμη

στων αναμνήσεων τα σοκάκια

 

κρατάει ζωντανές τις θύμησες των παλιών του δασκάλων, τις εμπειρίες, τις καφετέριες, τα θρανία, το σχολείο, τους έρωτες, τις φιλίες και ξεχωρίζει αυτές των εφηβικών του χρόνων. Για να τις προστατεύσει, τις τοποθετεί στο πιο όμορφο «σεντούκι» της μνήμης του.

Το βράδυ, σε μια μεταμεσονύκτια αφήγηση, μαρτυράει τη σχέση του με την περιπλάνηση, που είναι σωματική και ψυχική, και έχει τη δύναμη να ζωντανεύει αναμνήσεις:

 

Μετρώντας στιγμές,

περπατώ σ’ αχαρτογράφητους δρόμους.

Λαιμητόμες αναμνήσεις γυρνούν σαν κραυγές.

 

Θυμάται τα παλιά σπίτια που στέκουν τώρα ρημαγμένα, τα λουκέτα, την εγκατάλειψη, την ερημιά. Νοσταλγεί την παλιά γειτονιά, φέρνοντάς μου στο νου το τραγούδι  [Παλιά γειτονιά]3 του Αλέκου Σακελλάριου:

 

Παλιά γειτονιά

στο δρομάκι το στενό σου,

η κάθε γωνιά

για μια αγάπη μιλεί.

 

Με αφορμή τις ονομασίες των οδών, διατυπώνει τη θέση του για τη σύγχρονη εποχή:

 

Οδός Φιλελλήνων˙

οδός φίλων των Ελλήνων

μάλλον των παλιών

οι σύγχρονοι διώξαμε τους φίλους.

Οδός Ελλήνων, Αγία Πετρούπολη˙

όμαιμοι διαβάτες θαυμάζουν

το μαρμάρινο πανώγραμμα

εις την Κυριλλική γραμμένο.

 

Ο Μ. Μ. ανατρέχει στην μυθολογία και στην Ιστορία για να τονίσει τη σημασία της αλήθειας. Αλήθεια = «α» + «λήθη». Από τη «φτώχια, την «ξενιτιά», τη «θάλασσα», στην «Πανδώρα», στην Παναγιά την «Πορταΐτισσα», στον «Θεόφιλο», και πάλι πίσω στην Ωραία «Ελένη», στον «Οδυσσέα», στους «κενταύρους», στον «Οράτιο» και τέλος στον «Χριστό».

 

Είναι

  • εξαιρετικά ευαίσθητος, όπως π.χ. όταν συνάντησε ένα ζητιάνο:

κι έγινα επαίτης

ζητιανεύοντας, απ’ το χαμένο

βλέμμα του, για λίγα όνειρα

  • ερωτικός:

στα μαγικά δευτερόλεπτα των φιλιών,

εκρήξεις στο χρώμα των κατακόκκινων ανεμώνων

 

  • πονεμένος:

βουλιαγμένα όνειρα, γκρεμισμένες ελπίδες

 

  • συμπαραστάτης:

και θα ’μαι ’δω

να σου κρατώ το χέρι,

μαζί να περπατούμε σ’

όποιον σκοτεινό λαβύρινθο

του κενού παρόντος

η σκέψη σου σε πάει

 

  • διεισδυτικός, όταν π.χ. βλέπει τα σκηνικά μιας θεατρικής παράστασης σαν να είναι κανονικοί ηθοποιοί και όχι άψυχα αντικείμενα. Δεν μπορούν να μιλήσουν, αλλά μήπως και στο μαύρο θέατρο της Πράγας μιλούν οι ηθοποιοί; Ένα από αυτά, (φαντάστηκα μια παλιά πολυθρόνα), παραπονιέται:

ήξερα ότι του κόσμου

το χειροκρότημα, δεν ήταν για ’μένα˙

ποιος θα μπορούσε να χαρεί και να

θαυμάσει σκονισμένα αντικείμενα

 

  • συνειδητοποιημένος:

Κορόϊδεψα κάποτε τον εαυτό μου˙

το για πάντα δεν υπάρχει.

Ένα χαμένο στοίχημα

το είδωλο που βλέπω.

 

Με τη μνήμη, προφανώς έχει ιδιαίτερη σχέση:

  • παλινδρομική:

Παράξενο πόσο μακρινές, συνάμα

κοντινές μοιάζουν οι αναμνήσεις τούτες

 

  • υπερ-χρονική:

Εγώ τους νεκρούς μου,

αυτούς που αγάπησα πολύ,

δεν τους έχω θάψει.

Τους έχω μαζί μου πάντα

με την αφελή πεποίθηση

πως αν θελήσω

εκεί που τους άφησα

θα τους βρω.

 

Στη σχέση αυτή έχει συνοδοιπόρο και τον Δημήτρη Γαβαλά4

Αυτοί που σε αγάπησαν πέθαναν

αυτούς που πέθαναν τους αγάπησες.

Άραγε να είσαι η ζωή;

 

Η σχέση του με το παρελθόν, περνάει μέσα από τον καθρέφτη:

Στον καθρέφτη αντικρίζω

τη σκιά της παλιάς σκιάς μου.

Στο μόνο που απομένει απ’ τα παλιά,

τα μάτια,

αναμοχλεύω το χθες.

 

Στο σταυροδρόμι των καθρεπτών, συναντάει και την Ματίνα Καρελιώτη, ο οποία έχει φτάσει νωρίτερα, με όχημα το ποίημά της [Ο Καθρέφτης]5

Κάθε φορά που κάθομαι αντίκρυ σου, αναρωτιέμαι αν τελικά,

πίσω σου είμαι ή μπροστά σου.

Κι ανοίγω τα μάτια μου καλά κι ακόμα παραπάνω,

ψάχνοντας το μέσα τους να δω, το πιο βαθύ.

 

Εκεί, φτάνει και η από άλλο δρόμο ερχόμενη και σε άλλο δρόμο οδεύουσα  Αναστασία Μαργέτη6, η οποία έχει να προτείνει μια λύση διαφορετική και ριζική συνάμα:

Μέμνησο ψυχή, της Αρετής

και σπάσε τους καθρέφτες.

 

Προχωρώντας στα ποιήματα, εντοπίζεται ένα από τα καθοριστικά σύμβολα στη ζωή του Μ. Μ., ο σταυρός:

Τα βάσανα, υπό τη μορφή σταυρού:

όταν είμαι μόνος, συγκρίνω

το σταυρό – δώρο – της νονάς μου,

αν ίδιος είναι μ’ αυτόν

που κρατώ στην πλάτη.

 

αλλά και:

Οι μάγοι, τα μόνα δώρα που ’φεραν μαζί

ήταν ο ξύλινος σταυρός και το ακάνθινο στεφάνι.

 

Τα τελευταία ποιήματα της συλλογής, καταπιάνονται με το θέμα της προσφυγιάς:

 

Παιδιά που δεν πρόλαβαν τα όνειρά τους να μας πουν,

μανάδες, που δεν πρόλαβαν να τα μοιρολογήσουν.

Η απαγμένη, απ’ το Δία, κόρη του Φοίνικα

…πονά και κλαίει ακόμη

γιατί ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ.

 

Μια μικρή προσφυγοπούλα, που ήταν τυχερή και επέζησε, αναρωτιέται, ποθεί, παρακαλεί:

Ποιος είναι με το μέρος μου;

Με λένε Σεϋλάν˙

πρέπει να φτάσω,

έχω δικαίωμα να φτάσω στο αύριο˙

βοηθήστε με παρακαλώ σας απόγονοι του Δία…

 

Τώρα το πόσο απόγονοι του Δία είναι (είμαστε), αυτό είναι ένα άλλο, πολύ μεγάλο θέμα.
Εδώ, στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου, λύνεται με σαφήνεια το αίνιγμα: «τι θέλει να πει ο ποιητής», δια στόματος ή καλύτερα δια τυπωμένων λέξεων του ιδίου, την ώρα που απευθύνεται στην προσφυγοπούλα που επέζησε:

Δύσκολες οι ημέρες που θα ’ρθουν,

μη ξεχάσεις όμως, μη ξεχάσεις,

γιατί εμείς ξεχάσαμε…

 

Απόπειρα εξιλέωσης, ομολογία λαθών και πόθος συνειδητής πορείας από τώρα και μετά, η τελευταία σελίδα των ποιημάτων. Αφού ο σύγχρονος άνθρωπος, δια στόματος Μ. Μ. αναφερθεί στις ένδοξες του ελληνισμού ρίζες και αφού ομολογήσει (καθ’ υπερβολή) τον σημερινό ξεπεσμό, γαντζώνεται από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, στο οποίο οραματίζεται την προσφυγοπούλα να συμμετέχει με ρόλο καθοριστικό. Παράλληλα εκλαμβάνει τη συνομιλία του με την Σεϋλάν ως πετραχήλι κάτω από το οποίο ζητά άφεση «αμαρτιών» για τα λάθη και τις αδυναμίες του. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να είναι αγνότερος από ένα παιδί (άρα καταλληλότερος), ώστε να συγχωρήσει απροσποίητα με όλη του την ψυχή;

Κυριαρχούσα η προστακτική: «Έλα», «Δείξε μου», « Άσε με», η οποία είναι στην ουσία προτρεπτική ή μάλλον παρακλητική. Σχεδόν ικετευτική.

Κλείνει με την ευχή της κάθαρσης, της λύτρωσης και της ελπίδας:

Άσε με να τη διαβώ

μπας και ξεπλυθώ κι εγώ

απ’ τη ντροπή μου.

 

Επικίνδυνη η λήθη λοιπόν τόσο για το άτομο αυτό καθεαυτό, όσο και για το έθνος. Άτομο ή λαός χωρίς μνήμη, χωρίς συναίσθηση και γνώση της ιστορίας, είναι στην ουσία οντότητα δίχως ταυτότητα, δίχως προοπτική, με ένα μέλλον αβέβαιο και με μια εξέλιξη αμφίβολη, αφού τίποτε δεν θα εμποδίζει την επανάληψη των ολέθριων λαθών του παρελθόντος.

Ιδού το επικίνδυνο της λήθης και η γνωσιακή αξία της μνήμης, ατομικής και συλλογικής.

Εδώ, συναντιέται με τον Οδυσσέα Ελύτη7:

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

και μυρσίνη συ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη

λησμονάτε τη χώρα μου.

 

Η συλλογή ποιημάτων, υποθέτω γραμμένων σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του συγγραφέα, αποτελείται εν τέλει από διάσπαρτα βιώματα στον καμβά του χρόνου. Αυτά, από τη μια απαρτίζουν την μέχρι τώρα πορεία του και από την άλλη, αποτελούν διανυσματικές συνιστώσες της ύπαρξής του, του ποιος έγινε εξαιτίας τους, όπως και ο ίδιος έχει πολύ καλά συνειδητοποιήσει. Αναδύονται φωνές μνήμης, τιμής, ευαισθητοποίησης, βγαίνουν αναστεναγμοί, αναπολήσεις, κραυγές πόνου και λύπης, μα και φωνές επίγνωσης, παραδοχής και αγωνίας για το αύριο. Εκφράζονται συναισθήματα. Η γραφή στέρεη, εμπεριέχει διάσπαρτα φιλοσοφικά, ιστορικά και δοκιμιακά ψήγματα.

Έχουν αποφευχθεί οι λεκτικές υπερβολές, ο λόγος εκφέρεται γενικά με ποιητικό τρόπο και η όλη θεώρηση καλό θα ήταν να λάβει υπόψη της δυο παραμέτρους: της πρώτης εμφάνισης και του γεγονότος πως πρόκειται για ποιήματα πολύ προσωπικά, έως εξομολογητικά, που κατατίθενται με αγνότητα αλλά και τόλμη σε δημόσια θέα και -αναπόφευκτα-κριτική.

Η τελική αίσθηση που μου άφησε τούτο το ταξίδι στα θέματα-νησιά που έχει επιλέξει να συμπεριλάβει ο Μ. Μ. στο βιβλίο του, είναι ο ήπιος και βαθιά ανθρώπινος τρόπος τόσο της θεώρησης τους όσο και της διαλεκτικής μαζί τους, σαν να θέλει με μια αγκαλιά να χωρέσει στοργικά και να προστατέψει συνάμα τα περασμένα, τις αναμνήσεις που σημαδεύουν τον (κάθε) άνθρωπο, τους φίλους και τα πράγματα, μια αγκαλιά που μετά καταλήγει να φέρνει τις παλάμες κοντά και να τις κρατά ενωμένες σε στάση προσευχής.

 

Πλησιάζοντας στο λιμάνι της επιστροφής, αφού πρώτα δούμε τη [Λήθη] του Καβάφη8

       Κλειστά εντός ανθοκομείου

υπό τα υελώματα τ’ άνθη ξεχνούν

       πώς είν’ η λάμψις του ηλίου

και πώς φυσούν αι αύρ’ αι δροσεραί όταν περνούν

 

ας δούμε και το ποίημα «λβ» του Μ. Μ. ως σημειακή αναφορά της ποιητικής του (αφήνοντας τις συσχετίσεις να αναδύονται ελεύθερα):

 

Του τραπεζιού το βάζο

γυρεύει τα λουλούδια,

η ανεξίλαστη του χρόνου σκόνη

αναζητά το πανί,

τ’ άδειο κρεβάτι

αποθυμά δύο σώματα˙

εγώ, καταφανώς κατάπικρος,

αιτώ εμένα,

αποζητώ εσένα,

σχέδια φτιάχνοντας πάνω

στη σκόνη.

 

 

Αναφορές.

  1. Μελετίου Μιχάλης, Γραμμένα αποτυπώματα, Ένα κενό γεμάτο, εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής 2016, σελ. 28
  2. Σακελλάριος Αλέκος & Γιαννακόπουλος Γιώργος & Γιαννακόπουλος Χρήστος (στίχοι), Το μονοπάτι, μουσική: Γιώργος Μουζάκης
  3. Σακελλάριος Αλέκος (στίχοι), Παλιά γειτονιά, μουσική: Eduardo Bianco
  4. Γαβαλάς Δημήτρης, Ερώτημα, Ανέλιξη / Ο δρόμος του ποιητή, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1973-2003, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σελ. 72
  5. Καρελιώτη Ματίνα,  Ο Καθρέφτης, Άθυρμα, εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής 2016, σελ. 13
  6. Μαργέτη Αναστασία, της Μεσολογγίτικης,  Τρίτοι από της αληθείας, εκδόσεις ΑΩ, Καλύβια Αττικής 2016, σελ. 62
  7. Ελύτης Οδυσσέας, ς΄, Άξιον Εστί, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 150
  8. Καβάφης Κωνσταντίνος, Λήθη, Ανέκδοτα Ποιήματα, Άπαντα ποιητικά, εκδόσεις Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1990, σελ. 242

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top