Fractal

“Το χωριό των κουφών” – Διήγημα του Ανδρέα Μήτσου

 

Οι Γερμανοί σίγουρα δεν το ήξεραν. Αλλά και να το ήξεραν, λίγο θα τους ενδιέφερε. Αυτοί απλά εκτελούσαν διαταγές.

Κάθε Κυριακή, τους καλοκαιρινούς μήνες, έπαιρνε θέσεις η ορχήστρα στην πλακόστρωτη πλατεία του χωριού. Ο καφετζής είχε φροντίσει από την προηγουμένη να βάλει σε σειρές τις καρέκλες, και απέναντί τους παλιό ξύλινο σχολικό βάθρο. Πάνω στο βάθρο τοποθετούσε ένα δυσανάλογα μεγάλο ψαλτήρι.

 

hero2

 

Περνούσαν τρέχοντας οι χωριάτες μετά το σχόλασμα της εκκλησίας μπροστά στις άδειες καρέκλες, ενώ από μακριά είχε ήδη ξεκινήσει και ερχόταν η μπάντα του στρατού, σε διάταξη παρέλασης. Το σπίτι που είχαν επιτάξει κι έμεναν, οι μουσικοί, βρισκόταν στην κορυφή του χωριού, στον ίδιο εκείνο δρόμο που κατέληγε στην πλατεία.

Πίσω ακριβώς από την πλατεία υπήρχε το καινούργιο γεφύρι. Το είχαν αναγείρει και ασφαλτοστρώσει οι δυνάμεις κατοχής, ως συνέχεια του δημόσιου δρόμου, όπως είχαν κάνει και σ’ όλα τα γύρω μέρη, κατασκευάζοντας έργα οδοποιίας για να διευκολύνουν τις μετακινήσεις τους.

 

hroas1

 

Πλάι στο τσιμεντένιο, στεκόταν και το μικρό γεφύρι. Αυτό που είχαν κτίσει, διακόσια και πλέον χρόνια πριν, την εποχή της τουρκοκρατίας, Ηπειρώτες μαστόροι. Στη βάση του διακρίνονταν ακόμα, το όνομα του πρωτομάστορα: Ζιώγας Ευάγγελος.

Κάτω από την καμάρα αυτού του πέτρινου γεφυριού, κυλούσε τα νερά της η Μαντήλω. Ξέψυχη όλο το καλοκαίρι, αφρισμένη όμως κι απειλητική το χειμώνα. Οι όχθες του χειμάρρου ήταν κατάφυτες με μεγάλα πλατάνια, και απ’ το γεφύρι, ίσα που φαινόταν μόνο, η κορυφή του τόξου του.

Χωμένοι ανάμεσα στα πλατάνια, αγκαλιάζοντας τα πέτρινα πόδια του γεφυριού, κρύβονταν οι άντρες του χωριού.

Στριμώχνονταν κολλητά, ο ένας πάνω στον άλλο, μην και τους δει κανένα μάτι, και προπαντός, μην τους πάρουν είδηση οι Γερμανοί, ανασήκωναν την τραγιάσκα για να σκουπίσουν τον ιδρώτα απ’ το κούτελο, κοιτάζονταν για μια στιγμή κατάματα, μ’ απόγνωση και μ’ ενοχή, και την κατέβαζαν την τραγιάσκα, ακόμα πιο βαθειά. Τσίτωναν μετά αποφασιστικά τ’ αυτιά. Για ν’ ακούσουν. Τίποτε άλλο δεν τους ένοιαζε πιο πολύ.

Τόσο τους άρεσε η μουσική των εχθρών.

Γέμιζε ο τόπος με ήχους που γρήγορα σκέπαζαν το χωριό. Έφταναν ψηλά, ως τα βουνά, οι σπουδαίες μελωδίες.

Αλλά η πλατεία ήταν πάντα άδεια. Άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Ψυχή ζώσα. Φανερά, κανένας δεν πήγαινε να τους ακούσει τους κατακτητές.

Οι μουσικοί, παρ’ όλα αυτά, ακολουθούσαν τις διαταγές τους. Εκτελούσαν απερίσπαστοι το πρόγραμμά τους. Μ’ απόλυτη συνέπεια και με προσήλωση. Είτε έπαιζαν Μπαχ, Μπετόβεν ή Βάγκνερ και Σούμπερτ.

Όλα τα ζωντανά σώπαιναν. Ούτε αλυχτήματα σκύλου ακουγόταν, ούτε γκάρισμα γαιδάρου. Ούτε καν ένα μοναχικό βέλασμα δεμένης γίδας που είχε τυλιχτεί γύρω στο λαιμό το σχοινί της. Ακόμα και τα πουλιά βουβαίνονταν. Και τα βατράχια, φοβισμένα, κρατούσαν την ανάσα τους, όπως κάνανε κι οι κρυμμένοι άντρες, όσοι είχαν μαζευτεί μέσα στο ξερό ποτάμι κατακαλόκαιρο, κι άκουγαν, μαγεμένοι.

Εκείνοι, αμέσως μετά την ξαφνική αποχώρηση των Γερμανών και την απελευθέρωση, έτρεξαν στο επιταγμένο σπίτι, βρήκαν κασόνια με εγκαταλειμμένα πυρομαχικά και ανατίναξαν νύχτα το ιστορικό κτίσμα, αφήνοντας να εννοηθεί πως επρόκειτο για πράξη εκδίκησης των εχθρών, ενώ ήταν αυτοί οι ίδιοι που δεν άντεχαν να βλέπουν το γεφύρι, το ιδεατό θεωρείο και το καταφύγιό τους, να στέκεται έρημο κι άδειο πια, χωρίς κανένα σκοπό.

Από τη δυνατή έκρηξη, τη φοβερή βροντή, όλοι τους έχασαν την ακοή τους. Κουφάθηκαν.

Τέτοια εξήγηση δίνουν οι κάτοικοι των άλλων χωριών. Όμως τους κοιτάζουν φιλύποπτα, τους δυο τρεις που έχουν μείνει ζωντανοί, και με μισό μάτι. Δεν κρύβουν την απέχθειά τους γι’ αυτούς. Χωρίς να τους καταλογίζουν βέβαια, κατηγορία συγκεκριμένη, ή να διατυπώσουν ποτέ κάποια άλλη υπόνοια σε βάρος τους. Δεν φτάνει ως εκεί το μυαλό τους.

Μόνο σ’ εμένα, για λόγους που δεν μπόρεσα ως τώρα να καταλάβω, όταν βρέθηκα μια φορά κι έναν καιρό, και εγκαταστάθηκα έκτοτε, μόνιμα, σε τούτο το χωριό, το χωριό των κουφών, κάποια μοχθηρή γριά, πάνω από ενενήντα χρονών, χήρα ενός από τους άντρες του γεφυριού, απαίτησε να της πω, βλέποντάς με να κοιτάζω τα ερείπια, αν γίνεται, από τη μέρα της ανατίναξης του γεφυριού και για όλη τη ζωή τους μετά, εκείνοι οι άντρες να παρέμειναν κωφοί, ή μην τυχόν και παρίσταναν τους κουφούς, μην έτσι το αποφάσισαν.

Ήταν σίγουρη ότι εγώ γνώριζα. Της απάντησα πως δεν μπορώ να το ξέρω αυτό. Ότι δεν είμαι σε θέση.

Τότε, η κακιά γριά, πλησίασε πολύ κοντά μου και μ’ έφτυσε κατά πρόσωπο.

 

 

andreas_mitsouO Ανδρέας Μήτσου κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Έχει εκδώσει εννιά συλλογές διηγημάτων, πέντε μυθιστορήματα και μια νουβέλα. Το μυθιστόρημά του «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Η συλλογή διηγημάτων του «Σφήκες» απέσπασε το Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Το 2007 η νουβέλα του «Ο κύριος Επισκοπάκης» τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ), ενώ την επόμενη χρονιά διασκευάστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα και ανέβηκε στο «104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης» σε σκηνοθεσία του Στέλιου Μάινα. Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το καινούργιο βιβλίο του «Η Αλεξάνδρα» που κυκλοφόρησε όπως και όλα τα βιβλία του από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top