Fractal

Το χαμόγελο της Μέδουσας

της Άννας Αντωνίου // *

 

fractal_summer«Κι εσύ από πού είπες ότι ήρθες;»

«Από το νησί απέναντι…»

«Δεν έχει νησί! Μόνο θάλασσα».

«Έχει… Άλλο που εσύ δεν το βλέπεις…»

«Μάρκο είπες ότι σε λένε;»

Κούνησε το κεφάλι ο Μάρκος καθώς την έβλεπε δίπλα του να δαγκώνει με λαιμαργία το γλυκό που της είχε δώσει.

Ίδια κι απαράλλαχτη εκείνη η καταραμένη, σκέφτηκε, και η καρδιά του χτύπησε ακανόνιστα.

Ναι, αλλά εκείνη –Μάχη την έλεγαν, Μάρκο!− ήταν λυγερή και όμορφη, τον κορόιδεψε το μυαλό του.

«Ένας δαίμονας ήταν!»

Απροσδιόριστης ηλικίας η Μέδουσα, με πρόσωπο γεμάτο εξανθήματα, μαλλιά ξασμένα, αλλού κόκκινα κι αλλού γκριζωπά, κι ένα μόνιμο γέλιο που πρόδιδε μια κουφάλα δυσώδη καθώς μασούλαγε και μιλούσε ραντίζοντας σάλια ένα γύρο.

Μέλπω ήταν το όνομά της, αλλά τη φώναζαν Μέδουσα.

Κανένας δε ρωτούσε τι σήμαινε το παρατσούκλι – ψιλά γράμματα όλα αυτά. Ένας δάσκαλος κάποτε την είπε έτσι μ’ έναν τρόμο αυθόρμητο στη φωνή του, και της έμεινε. Και παρόλο που κανένας δεν ήξερε τον Περσέα, όλοι ψυχανεμίζονταν πως το όνομα είχε να κάνει με την τερατώδη μορφή, και την αποστροφή που αυτή γεννούσε.

Τίποτε δεν ήταν υποφερτό πάνω της. Παράταιρα και στραβοχυμένα όλα της τα σουσούμια. Χυδαία μεγάλο στόμα, μύτη πρησμένη, αυτιά μικρούτσικα σαν παιδιού που τα έκρυβαν τα κοκκινωπά μαλλιά της και μάτια σαν δύο τελείες ξασπρουλιάρικες, αρρωστημένες. Κοίταζε μ’ εκείνο το αποχαυνωμένο βλέμμα, έδενε στην ανύπαρκτη μέση το στρουμπουλό της χέρι, να φαίνεται το σταματημένο ρολόι, έστηνε το ένα πόδι σε μια ιδιαίτερη –μπορούσε να την πει κανείς και χαριτωμένη− προβολή, μασούλαγε το γλυκό που είχε πάρει ως προκαταβολή, ενώ εσύ μπορούσες να παίξεις το παιχνίδι σου.

Η Μέδουσα δίπλα του άφηνε τον αέρα να χαϊδεύει το άσπρο σαν γάλα παχουλό κορμί της και να το γυμνώνει από το παρδαλό κουρέλι που φορούσε, κι ούτε νοιαζόταν να συμμαζευτεί. Έγερνε μόνο το κεφάλι στο πλάι μ’ ένα σκέρτσο παράξενο, που τον έκανε να τη συμπαθήσει.

«Θέλεις κι άλλο;»

Του είχαν πει ότι η Μέδουσα ξεπαρθένευε εδώ και χρόνια όλο το χωριό, μαζί και τα περίχωρα, κι ότι αρκούσε ένα μεγάλο γλυκό –ένα κοκ, ας πούμε, ή αυτό που το λένε «μπαμπά»− για να σου χαρίσει τη σπηλιά της. Την έπαιρνες όπως ήθελες, και για όσο ήθελες. Αυτή μασούλαγε και γελούσε…

«Τώρα τελευταία γελάει λιγότερο, και ψιλοκλαίει», του είπαν. «Πονάει, ίσως… Γι’ αυτό, καλού-κακού, έχε και κανένα προφυλακτικό στην τσέπη, δε βλάπτει!»

Αυτά του είπαν κάτι φίλοι που τη δοκίμασαν…

Ούτε που κατάλαβε ο Μάρκος πώς το αποφάσισε.

Πήρε το δρόμο για την παράγκα της − λιγάκι μαγκωμένος, να πούμε την αλήθεια. Είχε στην τσέπη του προφυλακτικά που τα είχε παραγγείλει στον ξάδερφό του στην πόλη, κουβαλούσε κι ένα κουτί γλυκά, κρατούσε κι ένα τριαντάφυλλο να της προσφέρει. Στο νου του πάλευαν οι δικοί του δαίμονες…

Κάτι χαμίνια που τον είδαν στο δρόμο χαχάνισαν και τον πήραν το κατόπι, αλλά πού να βρει πέτρα μες στην άμμο να τα κυνηγήσει – το χωριό, βλέπεις, ήταν μια ανοιχτή αμμουδιά.

Τον είχαν δασκαλέψει πώς να τη βρει τη Μέδουσα.

Και τη βρήκε.

Είδε τον κήπο και τις τριανταφυλλιές της –δεν ήταν περίεργο που έβγαζε τριαντάφυλλα μες στο χώμα και την αρμύρα;− είδε τα βράχια και την παράγκα της, είδε και την ίδια…

Τη χαιρέτησε από μακριά με μια ταραχή απερίγραπτη.

Τι έκανε σ’ αυτό το μέρος; Γιατί ήρθε;

Όσο πλησίαζε, κάτι τον κρατούσε. Όχι, δεν ήταν η ασκήμια της. Ούτε το στραβοχυμένο χαμόγελο που του χάρισε όταν της έδωσε το λουλούδι… Άλλο τον έδιωχνε. Κι ήταν καημός δικός του…

«Ωραία λουλούδια έχεις!» της είπε κάποια στιγμή, έτσι για να πει κάτι.

«Μ’ αρέσουν…»

Το είπε λες κι ήταν από άλλον κόσμο η φωνή της.

«Και γιατί είπαμε ήρθες εσύ τώρα;»

«Για δουλειές… Και πέρασα να σε δω…»

«Με ξέρεις;»

Κόμπιασε ο Μάρκος.

«Σε ξέρει ένας δικός μου…» είπε αμήχανα − με τη βία κρατιόταν να μην το βάλει στα πόδια.

Γύρισε και τον κοίταξε. Του χάρισε ένα στραβό χαμόγελο κι έπειτα στράφηκε ξανά στην ησυχία της θάλασσας. Έμειναν έτσι για ώρα, η Μέδουσα να μασουλάει αμέριμνη κι αυτός να είναι πνιγμένος στις ενοχές που τον γέμιζε η πράξη του.

Κάποια στιγμή εκείνη τον κοίταξε επίμονα.

«Και δε θέλεις τίποτε άλλο; Έτσι ήρθες;»

«Πειράζει;» ρώτησε δειλά. «Ήρθα…»

Λίγο ακόμα και θα της έλεγε για εκείνη που αγάπησε πολύ, και μίσησε πολύ. Θα της εξιστορούσε πώς και γιατί την έχασε… Θα της μιλούσε για την κακία των ανθρώπων, που την έκαναν να μην έχει τόπο να σταθεί… Θα της μιλούσε για το θάνατο! Αλλά δεν τον άφησε να τελειώσει τη φράση του.

«Τι να πειράζει; Τζάμπα γλυκό κι ωραίο τριαντάφυλλο! Τα δικά μου είναι πιο μικρά, και δεν έχω τέτοιο βελουδένιο…»

Η φωνή της ήταν σχεδόν τρυφερή και το χαμόγελο που χαράχτηκε στα χείλη της ανθρώπινο.

Την κοίταξε με θλίψη ο Μάρκος.

Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη εκείνη.

Ξαφνικά, η γλώσσα τους λύθηκε κι έπιασαν την κουβέντα σαν να ήταν από παλιά γνωστοί.

Είπαν για τη θάλασσα, για τις φουρτούνες και τις καλοσύνες της, για τα γλαρόνια και τα χελιδόνια που έρχονταν και ζευγάρωναν δίπλα της κάθε χρόνο κι αυτή τα φρόντιζε, είπαν για τις γλάστρες και τα φυτά της.

Είπαν και για τους ανθρώπους…

Εκεί το βλέμμα της Μέδουσας σκοτείνιασε. Το κατάλαβε ο Μάρκος και γύρισε αλλού την κουβέντα.

Ώσπου βράδιασε. Έφυγε ο Μάρκος με καρδιά ανάλαφρη κι έμεινε η Μέδουσα στην ερημιά της.

Η ζωή στο χωριό κυλούσε όμοια κι απαράλλαχτη, σαν να μην είχε γυρίσει σελίδα. Και στην παράγκα της Μέδουσας τα ίδια. Πάλι, και πάλι, και πάλι…

Μέχρι που ήρθε να τη βρει ο Ορφέας.

Παλικαράκι στα δεκάξι ο Ορφέας, με κορμί-κυπαρίσσι και πρόσωπο αγγελικό. Τον είχε δασκαλέψει ο πατέρας του να μην είναι μπόσικος με τη Μέδουσα, ούτε να τη φοβηθεί. Δεν κοίταζαν ομορφιά. Να ξεχαρμανιάσουν ήθελαν… Και τσιμουδιά στη μάνα του!

Κι εκεί που ο Ορφέας πήγε να κάνει το νταηλίκι του, θυμήθηκε η Μέδουσα τον Μάρκο και το τριαντάφυλλο, και κάπως της ήρθε. Σκύβει, αρπάζει μια κοτρόνα από δίπλα, κι όπως μασούλαγε τον «μπαμπά» κι άκουγε τα πνιχτά βογκητά του, τον βάφει κατακόκκινο – ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στα χέρια της!

Και στα χείλη το πιο αγγελικό στραβό χαμόγελο…

 

* Η Άννα Αντωνίου είναι φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top