Fractal

“Το Blues της Ανεργίας” – Μια κριτική ανάγνωση

Της Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα //

 

Παναγιώτης Βλάχος, “Το Blues της Ανεργίας”, Κέδρος 2016.

 

Η αναγνωστική απόλαυση είναι μεγάλη υπόθεση, που συχνά υποσκάπτεται ακριβώς από εκείνους που εφαρμόζουν πολιτικές φιλαναγνωσίας – με έναν υποτονθοριζόμενο, ελαφρύ ψυχαναγκασμό. Οι ίδιοι παράγοντες και φορείς είναι εξάλλου αυτοί ακριβώς που αμβλύνουν και κάθε κριτικό αισθητήριο, εξισώνοντας στη λογική της φιλαναγνωσίας τα αριστουργήματα με τα παραλογοτεχνήματα του τελευταίου συρμού.

Γράφω ως αναγνώστρια. Για την αναγνωστική απόλαυση που μου χάρισε το βιβλίο του Παναγιώτη Βλάχου, Το Blues της Ανεργίας, Κέδρος 2016.

Συχνά λέγεται ότι μικρές χώρες δεν έχουν μεγάλη λογοτεχνία. Ευτυχώς, οι κοινοτοπίες υπάρχουν για να καταρρίπτονται. Ειδικά για τη χώρα μας λέγεται συχνά ότι έχουμε μεγάλη ποιητική παράδοση και ότι η παράδοσή μας στην πεζογραφία εξαντλείται κυρίως στη μικρή φόρμα. Ίσως οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ίσως πάλι όχι.

Πράγματι, το διήγημα, αζήτητο από τους εκδοτικούς οίκους, δίνει όντως κατά καιρούς αριστουργήματα στεγασμένα σε περιοδικά ή σε απίθανα μέρη! Σε μεγαλύτερες φόρμες μεικτά και πειραματικά είδη κάνουν την εμφάνισή τους, από ημερολόγια, αναμνήσεις, ντοκουμέντα, δοκιμιακά και αφηγηματικά σύμμεικτα, έργα με αποδομημένη πλοκή, μαζί με νανοδιηγήματα προσφιλή σε ιστολόγια. Η κόπωση από το αστικό μυθιστόρημα μοιάζει κάπως με την κόπωση από την αστική τάξη:  λίγο μόλις περάσαμε απ’ έξω, αλλά ήδη κουραστήκαμε.  Ένα αόριστο ανικανοποίητο γεννά μια υπόσχεση πειραματισμού, η οποία συνδυάζει την πρωτοπορία και τη δυστοκία.

Χαίρεσαι άξαφνα το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου, Το Blues της Ανεργίας, όσο σπάνια έχεις χαρεί βιβλίο Έλληνα συγγραφέα. Βρίσκεις ξανά τον εαυτό σου στη συνάντηση με τους ποικιλώνυμους ήρωες και διαπιστώνεις ότι έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο, να γράψει λογοτεχνία για την πολύ δύσβατη αυτή συγχρονία μας. Κάτι που έχεις πολλές φορές αποπειραθεί κι έχει μείνει μεσόδρομο. Και τελικά έχεις εγκαταλείψει.

Το μυθιστόρημα γράφει σαφώς για την ελληνική συνθήκη, συνθήκη θηράματος στον ιστό της διεθνούς συγκυρίας. Και αυτή η όλως ιδιαίτερη ελληνική συνθήκη, η «κατάσταση εξαίρεσης», το «πειραματόζωο» είναι ο κόσμος σε μικρογραφία – δεν είναι και τόσο εξαίρεση. Η γραφή του Παναγιώτη Βλάχου σε καμία περίπτωση δεν αρδεύεται μόνο από την ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Ο συγγραφέας έχει τεράστια εξοικείωση με την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως ακριβώς και την παγκόσμια μουσική παραγωγή.

Δίχως να γίνεται κάποια αναφορά, δίχως να γνωρίζω αν υπάρχει σε κάποιο επίπεδο διακειμενικότητα, πόσο μάλλον καταγωγική σχέση, Το Blues της Ανεργίας μου θυμίζει κάπως παράδοξα Τα Βατόμουρα της Σιβηρίας, ένα σπουδαίο πεζό του κατά κύριο λόγο ποιητή –και μεγάλου ποιητή– Γεβγένι Γεφτουσένκο. Το μυθιστόρημα του δεύτερου, σπονδυλωτό αλά Κούντερα, είναι ένα μοναδικό πεζό, ένα πολυσύνθετο αφήγημα που αφορά τις μέρες κατάρρευσης του κομουνισμού στη Ρωσία, αλλαγή τόσο δραματική στη ζωή των πολιτών όσο κάπως και οι μέρες των μνημονίων για τους δικούς μας πολίτες. Η Ρωσία είναι μητρόπολη, η Ελλάδα μια σταλιά τόπος, η απήχηση της λογοτεχνίας τους διαφέρει, όπως ακριβώς και οι ιστορικές τους περιπέτειες σφραγίζουν διαφορετικά την παγκόσμια ιστορία. Όμως, παρά τη διαφορά της σκηνογραφίας, η ανθρωπολογική αλήθεια σε χρόνους μετάβασης παραμένει καίρια, κρίσιμη και ουσιαστική.

 

Παναγιώτης Βλάχος

 

Το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Βλάχου είναι ελληνική λογοτεχνία, στα πάντα, στην τοπιογραφία του και στην ανθρωπογεωγραφία του. Μυρίζει θάλασσα, ανθρωπιά, μυρτιά και θυμάρι, χταπόδι και τσίπουρο. Ηχεί μπουζούκι και φυσαρμόνικα, ποτήρια που τσουγκρίζουν, φωνές και γέλια. Αλλά ξεπερνά τον τόπο και τον χρόνο, μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση, αποκτά οικουμενικές διαστάσεις. Ο συγγραφέας του παίζει ισότιμα με παίχτες άλλων χωρών.

Το Blues της Ανεργίας είναι κοινωνικό μυθιστόρημα, κάτι πολύ πέρα από τη συνήθη ηθογραφία, τη ρηχή δημοσιογραφία μιας πλοκής ποικίλων αποκαλύψεων, το αστυνομικό, τη χρονογραφία ή την πομπώδη ιστοριογραφία. Δεν στηρίζεται σε τεχνάσματα. Η ψυχολογία των ηρώων του είναι ψιλοδουλεμένη, ευαίσθητη στην καθημερινότητά της, ασταθής στις οριακές καταστάσεις που ζουν. Λυγίζουν αλλά δεν σπάνε, επανατοποθετούνται και εξελίσσονται. Συναντιούνται, ερωτεύονται, απομακρύνονται, ενώνονται. Το Blues έχει χορό, φρεσκάδα και έρωτα. Σμίγει κάτι από όλες τις τέχνες μέσα του, από όλες τις οπτικές συνάμα, σαν ένα γνήσια πολυφωνικό ή πολυπρισματικό μυθιστόρημα των σύγχρονων καιρών. Όχι όμως εντελώς πολυφωνικό. Γιατί ο Παναγιώτης Βλάχος έχει επιλέξει την παλέτα των φωνών που συνθέτουν έναν μοναδικό πίνακα.

Αν και το βιβλίο είναι μια ανατομία του κακού, της φοβερής μνημονιακής περιόδου 2010-15, δεν έχει πραγματικά θέση μήτε κάνει χώρο για το κακό. Οι ήρωες είναι κατά κύριο λόγο αγαθοί. Δεν είναι ο κακός ήρωας που ωθεί την ανέλιξη του μύθου, το κακό είναι γύρω και όχι μέσα. Οι άνθρωποι-ήρωες του βιβλίου επηρεάζονται και αλλάζουν καθόσον προχωράει η ιστορία, αλλά αυξάνουν σε αυτοσυνειδησία καθώς έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνο με νοοτροπίες των προπαγανδιστών της ήττας  αλλά και με τα αδιέξοδα, τις φενάκες, τα κατά συνθήκη και όχι μόνο ψεύδη, τις ανεπάρκειες των ανθρώπων και των κινημάτων των ανθρώπων που θέλουν μια καλύτερη μοίρα, ιδίως των ανθρώπων της αριστεράς, όσο διασταλτικά και να ερμηνευτεί ο όρος. Το μυθιστόρημα ανατέμνει το μείζον έγκλημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά δεν στηρίζεται στο έγκλημα. Και από αυτή την πλευρά μοιάζει να έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο ο συγγραφέας, σε πείσμα όσων θεωρούν αναπόδραστη τη γοητεία σκοτεινών ή καταραμένων ηρώων.

Ίσως εδώ βρίσκεται και ένα ιδιαίτερα ελληνικό στοιχείο του. Σε αυτή τη φιλανθρωπία, χαρακτηριστική της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, αλλά και της μεταγενέστερης βυζαντινής και νεότερης ελληνικής παράδοσης. Ο φακός δεν εστιάζει στα νεκροτομεία.

Ο Παναγιώτης Βλάχος έχει εξάλλου και πολιτικό αισθητήριο πολύ ευαίσθητο και δουλεμένο, οι διάλογοι και η θεματική του άπτονται πολύ σοβαρών πολιτικοκοινωνικών και ευρύτερα φιλοσοφικών προβληματισμών, αλλά το έργο είναι λογοτεχνία, όχι παραλογοτεχνία.

Χάρηκα πολύ που διάβασα ένα τέτοιο συναρπαστικό μυθιστόρημα, ένα επίτευγμα, που διαβάζεται ευχάριστα και απολαυστικά, αφήνοντας μια ηδύτατη επίγευση.

 

Παραπονιάρης ήρωας (σ. 525): «Πώς να το πω. Γι’ αυτό που ένιωθα ότι ήμουν. Δηλαδή να, πως κανείς δεν μ’ αγάπησε πραγματικά γι’ αυτό που ήμουν».

Σ’ αγάπησα, Π.Β., γι’ αυτό που είσαι, γι’ αυτό που έγραψες. Καθρεφτίζει κάτι από τον κόσμο μας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top