Fractal

Διήγημα Fractal: “To άυλο σώμα της μουσικής”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

ΤΟ ΑΥΛΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

Βρέθηκα τυχαία στο κονσέρτο του. Το κοινό τον περίμενε καλοντυμένο, με ακριβή αλλά σοφιστικέ ένδυση. Έλεγαν πως είναι πολύ μεγάλος μουσικός, γνωστός παντού στο εξωτερικό, σε κοινό ειδικών. Εμφανίστηκε ντυμένος με απλό κουστούμι σπορ, χρώματος ανοιχτού γκρενά, με πάνινα παπούτσια, γραβάτα ούτε καθ’ υπόνοιαν και μασώντας τσίχλα. Κάθισε στο πιάνο, χαιρέτησε φιλικά και για δυο ώρες μας μάγεψε. Καταλάβαινα πολύ λίγα από το παίξιμό του ήταν όμως όλα ευχάριστα, η επαφή κοντινή, στιγμές ευδαιμονίας. Εκφραστικά ήταν μετρημένος, χωρίς υπερβολές και πολλές κινήσεις. Οι ειδικότεροι είχαν απορροφηθεί, βαθιά.

Και όμως, τα περισσότερα όλων τα καταλάβαινα εγώ. Ήξερα σε ποιο μουσικό σημείο περπατούσε στην αχανή ακρογιαλιά ηλιοβασίλεμα, σε ποιο είχε σταματήσει σε ένα βραχάκι να απολαύσει τη θάλασσα και σε ποιο σημείο κυνηγούσε για ώρα γλάρους. Δεν ήταν μόνος στους περιπάτους. Ήταν οι ατέλειωτες βόλτες που έκανε με μια μαθήτριά του, σπουδάστρια μουσικής. Τους χώριζε ένα χάος ηλικίας, τους ένωναν όλα τα άλλα. Μα αυτό ήταν ανομολόγητο.

Ετούτες οι βόλτες είχαν ψήγματα αιωνιότητας μέσα τους. Ζούσαν την ελευθερία της Τέχνης, ανταμωμένη με τις ομορφιές της φύσης, ψυχές προικισμένες με τα αόρατα κύτταρα της δημιουργίας και της έμπνευσης, σαν εκείνα τα αρχέγονα κύτταρα που έπλασαν τον κόσμο. Μα ο χρόνος δεν σταματά. Εκείνη τελείωσε τις σπουδές και έπρεπε να φύγει για τα μέρη της και κείνος να συνεχίσει τις βόλτες μόνος του, γυρνώντας στην οικογένεια και τα παιδιά του.

Συναντιόνταν πια σε μουσικά δρώμενα πού και πού, έπαιξαν μαζί, πλέοντας στις παλιές θύμησες μα κανείς των δυο δεν πρότεινε βόλτα στην ακρογιαλιά. Δεν της είπε τίποτα για τα εμφράγματα που του έτυχαν. Τι να καταλάβει μια νέα απ’ αυτά; Και δεν εύρισκε και το λόγο. Κάποια μέρα έφτασε το κακό μαντάτο. «Η αστυνομία αναζητά τον εξαφανισμένο για 30 μέρες, επιφανή μουσικό Λ.Τ. Ο Λ.Τ έχει υποστεί πρόσφατα βαρύ έμφραγμα, τρίτο κατά σειράν… Όποιος γνωρίζει …».

Εκείνη γνώριζε. Όχι τα γεγονότα αλλά την ψυχή του. Μα τι να πει. Υπήρχαν τόσα νέα δεδομένα στο δρόμο τους. Κυρίως σταυροδρόμια. Αισθανόταν σαν εκείνη τη ρανίδα που έπεσε από ψηλά στην κορφή ενός δέντρου, κι όλο διάλεγε δρόμους για να φτάσει στο έδαφος. Και ήταν σίγουρη, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, αν γνώριζε μόνο, θα διάλεγε ίσως τους δικούς του δρόμους. Η καρδιά της έλεγε πως κάπου έφταιγε κι αυτή για τα προβλήματα υγείας, χωρίς όμως να το εξηγεί πλήρως.

Ύστερα τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Εφιάλτης. Αναφορές από λιμάνια γειτονικών χωρών κατέγραφαν την εμφάνιση και επανεξαφάνιση ενός πτώματος, με παράξενο κουστούμι, χρώματος ανοιχτού γκρενά. Ροδιού άγουρου, για την ακρίβεια. Βελουτέ. Το πτώμα φωτογραφήθηκε, καταγράφηκε, περιγράφηκε από δεκάδες μάρτυρες, έγιναν άπειρες απόπειρες να ανελκυστεί, ακόμα και να αλιευτεί με δίχτυα αλλά μάταια. Πότε το πτώμα βυθιζόταν ξαφνικά, πότε το κύμα δεν επέτρεπε δράση, πότε τα μηχανήματα μπλοκάριζαν και το «άυλο σώμα της μουσικής», όπως το βάφτισαν ποιητικά οι δημοσιογράφοι απομακρυνόταν, συνεχίζοντας το μακάβριο ταξίδι του, από λιμάνι σε λιμάνι, από χώρα σε χώρα. Η Διοδώρα θρηνούσε βουβά μέσα της, με την προσμονή της εύρεσης του πτώματος και μιας αξιοπρεπούς ταφής. Κι αυτό όλο κι αργούσε.

Αυτό που δεν έκαναν τα μηχανήματα το έκανε η φύση. Ξέβρασε το μουσικό πτώμα σε απόμερο γιαλό, γειτονικής χώρας. Η περιοχή είχε πολλά όρνια, μα παράδοξα ενώ πλησίαζαν και ανίχνευαν το πτώμα, απομακρύνονταν ήσυχα, δείχνοντας κάποιο ανεξήγητο σεβασμό. Ένας ψαράς πλησίασε πρώτος. Δεν ένοιωσε φόβο, σαν να ‘ταν κάποια συνάντηση με έναν άγνωστο. Το πτώμα είχε κρεμασμένο στο λαιμό ένα μεγάλο και ακριβό μενταγιόν, με το κλειδί του σολ καλλιτεχνημένο πάνω του, δείγμα επιμελούς λεπτουργίας.

Οι εφημερίδες βούιξαν, η υπόθεση αναζωπυρώθηκε, περιγραφές και υπερβολές πήγαιναν αντάμα. Η Διοδώρα ήξερε για το κόσμημα. Αυτή του το χάρισε τη μέρα που πήρε το πρώτο δίπλωμά της στο πιάνο. Εκείνος δεν το δεχόταν, επειδή της κόστισε, αλλά δεν μπορούσε και να αντιστρέψει την επιλογή. Τώρα ο αγνοούμενος απέκτησε και σώμα και πολλές μνήμες.

Σιωπηλά η ζωή της άλλαξε. Απέκτησε σιωπές και εσωτερικές φωνές, παρά την παρουσία του συντρόφου της. Ένιωθε πως ζούσε δυο σχέσεις παράλληλες. Ζούσε και το πένθος μαζί με την οικογένειά του, από απόσταση. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τίποτα.

Μόνο κάποιοι ναυτικοί που συχνάζουν σε λιμάνια, επιμένουν ότι τον συνάντησαν σε ξένες χώρες. Οι ντόπιοι εκεί τον ήξεραν σα μουσικό δάσκαλο παιδιών. Και είχε κρεμασμένο στο λαιμό του πάντα εκείνο το κλειδί του σολ, ίδιο με του «άυλου σώματος της μουσικής», του μύθου.

 

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 8. 9 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ”, 2016, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top