Fractal

Το αθάνατο περιβόλι της Αττικής

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

 

Προσέγγιση στο βιβλίο του Γιώργου Π. Ιατρού «Μεσόγεια, Το χαμένο περιβόλι της Αττικής», εκδόσεις «ΑΩ», 2015

 

Τι είναι αυτό που ωθεί έναν άνθρωπο να αφιερώσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή του και να ασχοληθεί με μια ιδέα που «του μπήκε» ώσπου να γίνει πράξη; Τι έσπρωξε τον Γιώργο Ιατρού, μαθηματικό στο επάγγελμα, συγγραφέα αλλά και κινηματογραφιστή,

να ασχοληθεί με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, αφιερώνοντας πολλά χρόνια από τη ζωή του και καταβάλλοντας πολύ κόπο; Γιατί το έκανε;

Μα γιατί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κάτι μέσα του τον έσπρωχνε. Τι; Μια ώθηση εσωτερική, μια πηγαία ανάγκη. Η σιγουριά πως μπορεί να το κάνει, πως αυτός με τις γνώσεις, τις εντός του καταγραφές και τη ματιά του, μπορεί να το κάνει καλά,  καταφέρνοντας να συζεύξει Ιστορία και Λογοτεχνία. Ακόμα, η θέληση να το αφήσει πίσω, ως κομμάτι του είναι του, ατομικού αλλά και ευρύτερου, γιατί το «ευρύτερο είναι» του Γιώργου Ιατρού είναι οι άνθρωποι που έρχεται σε επαφή, ζώντες και μη, οι μνήμες, τα παιδικά χρόνια, τα βιώματα, ο τόπος και μάλιστα όχι οποιοσδήποτε τόπος αλλά αυτός που τον γέννησε, τον φιλοξένησε και τον φιλοξενεί, η Κερατέα. Όχι αποκομμένη, αλλά ως τμήμα μιας μεγαλύτερης περιοχής, ή μάλλον ιδέας, ως τμήμα των Μεσογείων. Κίνητρό του; Η Αγάπη.

 

 

Τι είναι τα Μεσόγεια όμως, πέρα από αυτό που όλοι γεωγραφικά γνωρίζουμε;

Ο ανθολόγος μας λέει τι είναι γι’ αυτόν, μέσα από στίχους του Μπόρχες:

«… Είναι ο παραδίπλα δρόμος, εκείνος που δεν πέρασα ποτέ, είναι τα βάθη, τα κρυφά της κάθε γειτονιάς, είναι οι μεσαυλές, είναι αυτό που κρύβουν οι προσόψεις, είναι ο εχθρός μου, αν έχω εχθρό […] είναι αυτό που χάθηκε κι εκείνο που θα ’ρθει, είναι αυτό που βρίσκεται μακριά, αυτό που ανήκει σε άλλους, κάτι που στρίβει στη γωνία, η γειτονιά μας που δεν είναι ούτε δική μου ούτε δική σου, εκείνο που δεν ξέρουμε κι εκείνο που αγαπούμε…».

 

Από την κατοίκησή τους χιλιάδες χρόνια πριν, τη σπορά σιτηρών, την καλλιέργεια της αμπέλου και της ελιάς, τι είναι τα Μεσόγεια σήμερα; Βιασμένα από την υπερβολική και άναρχη δόμηση με όλα τα συνεπακόλουθά της, την κατασκευή και λειτουργία του τεράστιου αεροδρομίου, τη χάραξη και τη λειτουργία νέων δρόμων και ενός κλειστού αυτοκινητόδρομου, στέκουν με όση ομορφιά τους απέμεινε. Όσοι από τους γέρους είναι ακόμη ζωντανοί, συνοψίζουν με στίχους του Διονυσίου Σολωμού το αλλοτινό μεγαλείο τους:

«Περασμένα μεγαλεία / Και διηγώντας τα να κλαις».

Ο Γιώργος Ιατρού, παρατηρώντας το σήμερα, θα μπορούσε παραφράζοντας στίχο του Γιώργου Σεφέρη, εμμέσως πλην σαφώς, να δηλώσει:

«Όπου κι αν ταξιδέψω, η Μεσογείτικη γη με πληγώνει».

Πώς επιβιώνει; Καταφεύγοντας στη μνήμη. Στα πανέμορφα Μεσόγεια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων.

 

Έτσι λοιπόν, το ανθολόγιο αυτό, ασχολείται με εκείνα τα Μεσόγεια, τα παλιά και κινείται γύρω από έξι βασικούς άξονες, οι οποίοι φιγουράρουν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και αποκαλύπτονται από τον ίδιο το συγγραφέα στον πρόλογο. Είναι:

 

  1. η αρχαία εποχή στους δρόμους της Νότιας Αττικής, βασισμένη σε κείμενα σύγχρονων λογοτεχνών και αρχαιολόγων, όπως π.χ. για το Κορωπί, στο απόσπασμα της Claude Mosse «Έγκλημα στην Αρχαία Αγορά»: Τα ξύλα τα πουλούσαμε και από τα σταφύλια φτιάχναμε ένα ιδιαίτερο είδος κρασιού, που όταν το αραίωνες πινόταν ευχάριστα. Το πλεόνασμα του κρασιού το πουλούσαμε στην αγορά. Είχαμε επίσης ελιές που μας προμήθευαν το αναγκαίο λάδι για το λουτρό και την κουζίνα καθώς κι ένα χωράφι σπαρμένο με σιτάρι που έφθανε για να θρέψει ολόκληρο σπιτικό. Φτιάχναμε το ψωμί και το λάδι μας στο αγρόκτημα. Τα γαϊδουράκια μας μετέφεραν καθημερινά στην αγορά τα ξύλα και καμιά εκατοστή αμφορείς με κρασί… Ξαναπήρα το άλογό μου για να κάνω μια βόλτα στο κτήμα. Αυτή ήταν η πολυτέλεια που παραχωρούσα στον εαυτό μου κάθε φορά που πήγαινα στον Σφηττό. 
  2. οι εντυπώσεις των περιηγητών 18ου – 19ου αιώνα κυρίως, όπως π.χ. για το Μαρκόπουλο, στο απόσπασμα του 1825 του Maxim Reybaund «αναμνήσεις από την Ελλάδα»: Αν και ο πληθυσμός του Μαρκοπούλου, όπως και όλης σχεδόν της Αττικής, είναι Αρβανίτες, η ενδυμασία των γυναικών μοιάζει πολύ με εκείνη των αρχαίων Ατθίδων. Ο νοικοκύρης που μας φιλοξένησε, εκτός από τη νεαρή μητέρα που σας μίλησα, είχε ακόμη μια κόρη πάρα πολύ όμορφη. Το μαντήλι του κεφαλιού της ήταν γεμάτο από νομίσματα, τα οποία μια μέρα θα τα είχε προίκα.
  3. τα γεγονότα διαφόρων ιστορικών περιόδων που σημάδεψαν την τοπική κοινωνία, όπως λ.χ. την Ανάβυσσο, η φυγάδευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος αφηγείται μέσα από το αρχείο του: Εις την δευτέραν αποστολήν, της οποίας μετείχον οι κ.κ. Τσαλδάρης, Χέλμης, Τσάτσος, Παπαθανάσης και δυο τρεις αξιωματικοί, συμπεριελήφθην και εγώ. Μας οδήγησαν νύχτα εις τον Πόρτο Ράφτη, απ’ όπου και θα επιβιβαζόμεθα ειδικού ιστιοφόρου. Εν τω μεταξύ όμως το ιστιοφόρον συνελήφθη από τους Γερμανούς και επεστρέψαμεν κακήν κακώς και πεζοί εις τας Αθήνας. Εν συνεχεία μετέσχον άλλων δυο αποστολών, εις μιαν εκ των οποίων παρ’ ολίγον να συλληφθώ από τους Γερμανούς, και αι οποίαι επίσης απέτυχον. Περί τας αρχάς του θέρους οργανώθηκε νέα αποστολή και επεβιβάσθημεν, εις την Ανάβυσσον, ενός μικρού ιστιοφόρου, το οποίον μετά πολλάς περιπετείας έφθασεν εις το στενόν μεταξύ Άνδρου και Τήνου…
  4. η λογοτεχνική προσέγγιση της λαογραφίας του τόπου, όπως π.χ. δίνεται στο κείμενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα για την Κερατέα, στο «Γάμος εν Κερατέα»: Φθάνουν εις την οικίαν του γαμβρού. Ο πενθερός και η πενθερά της νύμφης αναμένουν εις το κατώφλιον της θύρας και θέτουν εις το μέτωπον της νύμφης ανά εν χρυσούν φλώριον. Ραντίζουν τους νεόνυμφους με βάμβακα, κουφέτα και ορύζιον. Και η μήτηρ του γαμβρού δίδει εις την νύμφην τρία καρύδια τα οποία αυτή ρίπτει όπισθέν της ως κατά την αναχώρησιν εκ της οικίας της. Έπειτα η πενθερά της δίδει ρώδιον όπερ αύτη λαμβάνουσα ρίπτει εντός της οικίας. Έπειτα αλείφει η πενθερά ένα εκ των δακτύλων της νύμφης με μέλι δι’ ου χρίει αύτη σταυροειδώς τας παραστάδας της θύρας…
  5. η αναφορά σε σημαντικούς ανθρώπους που κατάγονται ή σχετίζονται με τα Μεσόγεια, όπως π.χ. ο Δημοσθένης και η Παιανία, έτσι όπως το δίνει ο Γιώργος Σταματίου στο κείμενό του «Η Ασπίδα του Δημοσθένη»: Όσο ήταν στην προσχολική ηλικία, ο πατέρας τους, έπαιρνε τη μάνα, τον ίδιο και την αδελφή του και πήγαιναν στη γενέτειρά του, κοντά στους παππούδες. Θυμόταν καλά, αν και ήταν πολύ μικρός, τούτα τα καλοκαιριάτικα ταξίδια. Κρατούσαν σχεδόν ολόκληρη μέρα. Ξεκινούσαν με το ξημέρωμα, έβγαιναν από την ανατολική πύλη, προχωρούσαν κατά μήκος του Ιλισού, έπειτα έπαιρναν ένα φαρδύ δρόμο που περνούσε ανάμεσα στην Πεντέλη και τον Υμηττό, κάπου εκεί που έσβηνε ο Υμηττός αντικριστά της Πεντέλης έστριβαν νότια, προχωρούσαν άλλα δεκαπέντε στάδια σύρριζα στους πρόποδες του βουνού και, κατά το απόγευμα, έφταναν στην πολίχνη… Στη διασταύρωση για την Παιανία υπήρχε ένα μεγάλο πηγάδι με μαρμάρινο στόμιο, που τα χείλη του ήταν φαγωμένα από την επαφή τους με το σκοινί. Σταματούσαν, πότιζαν τα ζώα, κι αγόραζαν φρέσκα φρούτα από τους μικροπωλητές…
  6. τα τοπόσημα, η περιγραφή, η υμνογραφία της φύσης και οι προσπάθειες προστασίας της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λυρική υμνογραφία της φύσης στα Καλύβια, όπως την δίνει σε έξοχο ποίημά του ο Γεώργιος Κώνστας, στο ποίημά του «Γλαύκη»:

 

 

… αγάλι-αγάλι βγαίνοντας απ’ τα Μεγάλα Σκοίνα

πήγε στη Ράχη Γκουριμπίμ, προς του Θρασκιά το μέρος˙

έξαφνα εστάθη ως νάχασε με μιας τα λογικά του

και σα λαγός ετρύπωσε στις σύσκιες χαμοκλάρες

δίχως να τον αφουγκραστή το πουλολόι και φύγει

και ξάπλωσε στη χλωρασιά κι αρχίνησε να παίζη:

Χρυσό κεντίδι στα χλωρά χαλιά το χαμομήλι

και κεντημένες οι βραγιές λογής-λογής λουλούδια

με λύχνους, μπουκουλιέπουρα ζωχούς και βλαχοπούλες

κσέτια, μαρδίτσες, μάραθα, πουρίκια, καυκαλήθρες…

 

Η διάρθρωση γίνεται ανά περιοχή-πόλη, με ενότητες-κεφάλαια, τα οποία ανοίγουν φράσεις μεγάλων συγγραφέων για την ψυχή και τη σημασία του Τόπου γενικότερα.

Το ανθολόγιο, μπορεί να διαβαστεί αποσπασματικά, ανά κεφάλαιο ή ανά κείμενο, χωρίς σειρά, χωρίς να χρειάζεται να ξέρεις τι γράφουν οι προηγούμενες σελίδες, αλλά ελεύθερα, όπως ο αναγνώστης επιθυμεί. Η πολυσυλλεκτικότητα και η πολυθεματικότητά του, η διαφορετική γλώσσα από κείμενο σε κείμενο, η ποιότητα των κειμένων που έχουν επιλεγεί με την υπογραφή άξιων και αναγνωρισμένων συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων (μεταξύ άλλων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Κωστή Παλαμά, του Ηλία Βενέζη, του Κώστα Βάρναλη, του Γιώργου Σουρή, της Ιωάννας Καρυστιάνη, των  Έντμουντ Άμπου, Μαξίμ Ρεϊμπώ, Τζων Κητς και πολλών ακόμη), είναι παράγοντες που το κάνουν μοναδικό, απολαυστικό, και φυσικά πολύτιμο για την ιστορία και τη λαογραφία του συγκεκριμένου τόπου αλλά και της χώρα μας γενικότερα.

 

Οι φωτογραφίες του Γιώργου Βασιλακόπουλου, τονίζουν τα ανθολογημένα κείμενα και γίνονται διαμεσολαβητές ονείρου σε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, όπου και ο χώρος ήταν διαφορετικός, αφού ο άνθρωπος είχε περισσότερη ανθρωπιά μέσα του και άλλη αντίληψη διαβίωσης – επιβίωσης.

 

Τι είναι τούτο το βιβλίο; Το βιβλίο είναι πολλά μαζί. Είναι λογοτεχνικές αλλά και απλών ανθρώπων καταγραφές της ζωής στα Μεσόγεια.

Είναι επιβεβαίωση και εδραίωση της Ιστορίας μέσα από τη Λογοτεχνία και ανάπτυξη της Λογοτεχνίας μέσα από την Ιστορία ταυτόχρονα.

Είναι ένα μνημόσυνο στα περασμένα, στους ανθρώπους που μπόλιασαν τούτο τον τόπο, σε αυτούς που έγιναν λίπασμα εδώ για να υπάρξουμε εμείς.

Είναι απότιση τιμής στο μόχθο και στον αγώνα των έντιμων και φτωχών ανθρώπων της περιοχής για επιβίωση, με τεκμηριωμένες λαογραφικές καταγραφές σε βάθος αιώνων.

Είναι αναστεναγμοί νοσταλγίας για την ομορφιά της απλότητας και για τον  αφτιασίδωτο τρόπο ζωής των αμέσως προηγούμενων γενεών.

Είναι διερεύνηση του ενεργειακού πεδίου των Μεσογείων που σημαδεύει κάθε κάτοικο εδώ.

Είναι μια συνδετική καταγραφή των κοινών χαρακτηριστικών που υπάρχουν σε όλες τις επιμέρους περιοχές, οι οποίες αποτελούν αυτό που έχει στη συνείδησή μας καταγραφεί ως Μεσόγεια: Από το Λιόπεσι, το Χαρβάτι, τον Κουβαρά, το Κορωπί, τα Σπάτα, το Μαρκόπουλο, την Κερατέα, ως τα Καλύβια, τη Βραυρώνα, την Ανάβυσσο, την Παλαιά Φώκαια και τη Σαρωνίδα. Μοιράζονται κοινή γη, κοινό αέρα και ήλιο, κοινή ιστορία, κοινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική, στον τρόπο ζωής, στα ήθη, στα έθιμα, στις αγωνίες και στα βάσανα, έτσι όπως κάποτε μοιραζόντουσαν το ψωμί, τις ελιές, το κρεμμύδι και το κρασί.

Αλλά και ύμνος στις γνήσιες χαρές της ζωής: στα πανηγύρια, στον τρύγο, στις εκδρομές, στις ιστορίες, στην «αγιασμένη» καθημερινότητα του τότε.

Ωδή στη φύση των Μεσογείων με τα λουλούδια, τα περιβόλια, τους κήπους, τις αμυγδαλιές, τις ελιές, τα αμπέλια, τα χωράφια με τα σπαρτά.

Το βιβλίο τούτο είναι μια «μαρτυρία» της πορείας μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιφέρειας στο χρόνο.

Θα μπορούσε κάλλιστα να ιδωθεί και ως ένα ολοκληρωμένο και αντικειμενικό ντοκιμαντέρ για τα «μεσόγεια»  -αν θεωρηθούν ως μια ενιαία χωροχρονική οντότητα- και τις αλληλεπιδράσεις τους με τον άνθρωπο, επικεντρωμένο στις δραστηριότητές του, στη λαογραφία, στην ιστορία, στη λογοτεχνία.

Είναι εν τέλει ένα νοσταλγικό οδοιπορικό, βήμα βήμα, από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, σε μια ευλογημένη γη.

 

Αυτός ο τόπος έχει κάτι. Θες να είναι ο μόχθος των καλλιεργητών που πότισαν  με ιδρώτα τούτα τα χώματα, θες οι αγωνίες των θαμμένων κούρων να βγουν πάλι στο φως, θες να είναι οι αντίλαλοι των κραυγών απ’ τα ορυχεία του Λαυρίου που σπρώχνουν προς τα εδώ, θες η αγκαλιά της πάντα προσήλιας Πεντέλης, θες ο ίσκιος  του απογεύματος από τον Υμηττό, θες η ενέργεια που αναβλύζει από αθέατες Πύλες, θες τα μάγια από το μοναδικό αττικό φως, θες οι μυρωδιές και τα μηνύματα που φέρνει ο Αέρας Ερμής καθώς ταξιδεύει από τον Όλυμπο, περνάει Θεσσαλία και Στερεά  και με βία τις αποθέτει εδώ, θες η μυρωδιά του ιωδίου και της αρμύρας όταν έχει νοτιά που εγείρει προσδοκίες, θες που η περιοχή σημαδεύεται με τον τριγωνικό σφραγιδόλιθο (όπως φαίνεται από τον ουρανό) του αμβλυγώνιου σκαληνού τριγώνου με κορυφές τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη, το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και το Ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα; Υποψιάζομαι πως όλα παίζουν το ρόλο τους.

 

Γι αυτό και ο ανθολόγος Γιώργος Ιατρού, είναι μαγεμένος τόσο πολύ που, μετά από την ανάγνωση του βιβλίου, έχω την αίσθηση πως για να μοιραστεί αυτή τη μαγεία, ρωτάει τον αναγνώστη, δια στόματος Οδυσσέα Ελύτη (Τα Ελεγεία της Οξώπετρας):

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων

Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου

Εναποθέτει τα νεογνά του ο δειλινός αέρας; Ονειρεύτηκες

Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις

Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες;

 

Η απάντηση, προσωπική υπόθεση του καθενός, όπως άλλωστε και η επαφή με το υπέροχο τούτο ανθολόγιο, φτιαγμένο από το χώμα της μεσογείτικης γης.

  

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top