Fractal

Η μοίρα που μας χτυπά και την χτυπούμε

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Για τη νουβέλα «Το απάγκιο» του Μιχάλη Μιχαλιού, εκδ. Libron 2017

 

«Το απάγκιο» είναι κατ’ αρχάς ένα βιβλίο που σε προδιαθέτει ευχάριστα να το διαβάσεις από την πρώτη επαφή τόσο από τον (καθησυχαστικό εκ πρώτης όψεως) τίτλο όσο και από την καλαίσθητη έκδοση – καλαίσθητη σε όλο το εύρος του βιβλίου, από το εξώφυλλο και το χαρτί, μέχρι τη γραμματοσειρά και το στήσιμο. Το εξώφυλλο, μάλιστα, με το γαλάζιο χρώμα, τη βάρκα και το παιδί, αναδίδει μιαν ηρεμία, εικονοποιεί τον τίτλο και δίνει μ’ έναν τρόπο το στίγμα της ιστορίας.

Η ιστορία: Θα τη διατρέξω αφαιρετικά: Ένα μικρό παιδί, ένα χτύπημα της μοίρας, η ορφάνια και η απώλεια ενός χεριού από δάγκωμα σκυλόψαρου, μια μεγάλη εσωτερική δύναμη, μια παράτολμη απόφαση, η φυγή, μια απέλπιδα αναζήτηση, η ζητιανιά, ένα γύρισμα της τύχης, μια τυχαία συνάντηση, η αντιστροφή, μια περιπετειώδης ενηλικίωση, η επιτυχία, μια επανερχόμενη επιθυμία, η επιστροφή, μια ασίγαστη ανάγκη για αναγνώριση, ένα μελετημένο σχέδιο, η εκδίκηση, μια ακόμα ανατροπή, η λύση. Κι ένας παιδικός, αλλά εξίσου ενήλικος, αιώνιος, έρωτας, πάντα παρών. Η μοίρα που μας χτυπά και τη χτυπούμε. Μια ερωτική, κοινωνική, θαλασσινή νουβέλα με μια αστυνομική πινελιά, ένα αφήγημα της ζωής.

Υπάρχουν αρκετά από τα μοτίβα, τις λειτουργίες του μύθου, του παραμυθιού (που εντόπισε ο Προπ): ο σύμμαχος, ο αντίπαλος, τα εμπόδια, η αναχώρηση, ο αγώνας, η δοκιμασία, η επιστροφή, η μεταμφίεση, η αναγνώριση, ο άθλος, το έπαθλο…

Και παντού η θάλασσα (ίσως η βασική πρωταγωνίστρια), ηρωίδα κυκλοθυμική, με τα κύματα και τους αφρούς της, με τα πάθη της και τους βυθούς της, με τους κινδύνους και τους καθησυχασμούς της, με την απεραντοσύνη της και τα αμέτρητα μυστικά της, διάφανη και σκοτεινή, καθαρή και μολεμένη, κάποτε και ματωμένη, με καράβια και ναυάγια, λιμάνια και ταξίδια, με ύφαλες παγίδες και ίσαλες χαρές, με όσα δίνει και όσα ισότιμα παίρνει, γαλάζια και μαύρη μοίρα.

Η θάλασσα που διαπερνά θαυμαστά και τη γλώσσα της αφήγησης με αναλογίες, μεταφορές, εικόνες, όπως: ν’ αμπωτέψει η ταραχή του, να μπουνατσάρει η καρδιά του, αμπάρωσε τις ελπίδες του, η μορφή της άναβε κι έσβηνε σαν το καραβοφάναρο, σα μανιασμένα κύματα ορμούσαν οι σκέψεις, κλπ.

Και μια και ο λόγος για τη γλώσσα, το αναφέρω εδώ, αλλά θα ήθελα αξιολογικά να το αναφέρω πρώτο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι η γλώσσα, μια γλώσσα που έχει σχεδόν εκλείψει, όχι συνηθισμένη, μια γνήσια δημοτική, αλλά και ίσως – σπανιότερα – λεξιπλαστική στους δρόμους της δημοτικής, που δεν σκοντάφτει στο γλωσσικό αισθητήριο, που αντιθέτως το υπηρετεί με τρόπο πηγαίο, με συνειδητή υποταγή σ’ αυτό. Πράμα σπουδαίο για κάποιον που έχει λογιοσύνη και αστικές γλωσσικές καταβολές και στην ουσία κατακτά αυτό το όργανο με διάβασμα και αναζήτηση. Ο Μιχάλης Μιχαλιός έδωσε ζωή σε λέξεις που είχαν αποκοιμηθεί και – για να το πω με δικές του εκφράσεις – τις ξέσυρε, τις έκανε να ξεκουρνιάσουν, τις ξύπνησε από τη βαρυπνιά και μας τις πρόσφερε πάλι φρέσκιες και αφτιασίδωτες, πανέτοιμες να υπηρετήσουν τον σύγχρονο κόσμο, τη δική μας ζωή, γιατί έχουν γνησιότητα και βάθος. Γιατί δεν ανάστησε λέξεις πλαστές, λόγιες, λέξεις πεθαμένες των γλωσσαμυντόρων, της καθαρεύουσας ή και της αρχαΐζουσας, όπως κάποιοι προσπαθούν και σήμερα να κάνουν, αλλά λέξεις γνήσιες, λαϊκές, με καρδιά και παλμό, λέξεις που σε τραβούν στην αγκαλιά τους. Έτσι, αυτή η ανάσυρση ξεχασμένων και ίσως αλλοτινών εκφράσεων, δεν έχει κάποιο στίγμα εκζήτησης και άγονης λεξιθηρίας και η χρήση τους δεν ενέχει το στοιχείο της επίδειξης και της αυταρέσκειας, αλλά της ομαλής ενσωμάτωσης σ’ έναν λόγο που ξεφεύγει από την ισοπεδωτική τυποποίηση και την αφόρητη ομοιομορφία, που έχει επικρατήσει, και συμβάλλει στον εμπλουτισμό και την ανάταση της γλώσσας μας. Φρονώ, λοιπόν, ότι ιδιαίτερα σήμερα το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαλιού προσφέρει ευρύτερες υπηρεσίες.  Άλλωστε, και παλιότερα ήταν οι λογοτέχνες κυρίως και όχι τόσο οι γλωσσολόγοι που υπηρέτησαν τον δημοτικισμό, ήταν ο απλός, στρωτός, αλλά και μεθοδικός τους λόγος, ήταν ο λαός και οι λογομάστορές του που νομοθέτησαν τη γλώσσα. Οι ιδιωματικές λέξεις, ιδίως της ναυτικής ορολογίας, αλλά και γενικότερα οι λαϊκές λέξεις των νησιών (και όχι μόνο) που ο συγγραφέας έψαξε και μελέτησε (σελέμης, πλεμάτι, ξενέρισε, ξέσυρε, ξεκούρνιασε, ξεσυννέφιαζε, βαρυπνιά, απόσκιο, χοχλίδι, ξενομπάτης, χάρχαλο, παρακάθια, ανθοβολιά, κουτσουμπό, αγναντιαστά, παρτέντζα, αβίζο, αγαντάρει, αγγρίφι, κλπ.), οι σύνθετες λέξεις που ανακάλυψε διαποτίζουν έντονα τη γραφή και τη χαρακτηρίζουν, αλλά και εντάσσονται με φυσικότητα στο λόγο. Ενδεικτικά: ανοιγοπόρτιζε, ακριβαγαπούσε, άψαχνα μέλη, λιόξανθα μαλλιά, αγεροκρέμαστος, σκληρόσπλαγχνος, αχνογέλασε, μουλαροφόρτι, παράστρατα, αυροσάλευε, ξελημέριαζαν, λιοβόλημα, κρυφογλίστρησε, αγουρογερασμένο, ποδοσέρνομαι, ολημέριζε,  ακρούρανα, καλοστρατίζει, αδυσκόλευτα, κοντοπερνούσαν, μελλόγαμπρου, μοναχομίλησε, νεκράγγελος, κ.ά. Και πολλές μεταφορές, προσωποποιήσεις: το βλέμμα της βροχιάστηκε στην ομορφιά του δειλινού, τα καλντερίμια που φλέβιαζαν τη Χώρα, κλπ. Η γλώσσα προκαλεί αισθητική απόλαυση και σε κάνει πραγματικά να κρυφογλιστράς αδυσκόλευτα και ν’ απαγκιάζεις μέσα της, να βροχιάζεσαι σ’ αυτήν (για να χρησιμοποιήσω και πάλι λέξεις του κειμένου). Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι σημαντική η συμβολή του Μιχάλη στη διαμόρφωση, κατά μία έννοια, ενός γλωσσικού τρόπου, αλλά και στην απόδειξη του πλούτου της λαϊκής γλώσσας, καθώς χαρακτηρίζεται από ενότητα, συνέπεια και αρμονία, χωρίς μεταπηδήσεις σε άλλες μορφές, με λέξεις μουσικές, συνταιριασμένες με το ρυθμό και τη μουσικότητα της ζωντανής μας γλώσσας, μιας γλώσσας με παλμό και απρόσμενο πλούτο, που εκφράζει αποχρώσεις, πλάθει εικόνες, έχει τη δική της εκφραστική ιδιορρυθμία και χάρη. Η γλώσσα του Μιχάλη Μιχαλιού, μάλιστα, θα έλεγα ότι προκαλεί και συγκίνηση. Κι αυτό γιατί δεν είναι μόνον ένα όργανο αφήγησης, είναι επίσης ένα στοιχείο απόλυτα εναρμονισμένο με την ιστορία, την υπηρετεί, την απογειώνει, της δίνει υπόσταση και βάθος, προσδίδει και προσθέτει σ’ αυτήν. Είναι οργανική και ουσιαστική η σχέση της μαζί της. Μόνον αυτή θα μπορούσε/ μόνον αυτή θα έπρεπε να είναι.

Η αφήγηση έχει ενδιαφέρουσα πλοκή, με ανατροπές, με αγωνίες, με κυρίαρχα νήματα και ενδιαφέροντα πρόσωπα, μας κρατά σε εγρήγορση και μας κάνει να γλιστράμε (ή ίσως να κολυμπάμε) με ευκολία στις σελίδες του βιβλίου. Μας συνεπαίρνει η εξιστόρηση όχι μόνο με τη ρέουσα γλώσσα της, όπως ήδη υπογράμμισα, μα και με την τρυφερή ματιά της, την ανθρωπιστική της υπόσταση, αλλά και την αγωνία, το σασπένς, το ενδιαφέρον για την εξέλιξη. Το βιβλίο το μονορουφάμε, όπως ίσως θάλεγε κι ο συγγραφέα, κι όταν το τελειώνουμε μας αφήνει μια γεύση πραγματικής ζωής, γεύση γλυκόπικρη, αλλά και αίσθηση καθαρμού. Μιλώντας για αφηγηματικά στοιχεία, παρατηρούμε ότι η εμφανιζόμενη παντογνωσία του αφηγητή δεν είναι ουδέτερη. Ακολουθεί κατά πόδας τον κεντρικό χαρακτήρα και μέσα κυρίως από τα δικά του μάτια, αν και τριτοπρόσωπα, αντικρίζουμε τον κόσμο. Από τον δικό του καημό κρίνουμε τα πράγματα, με το δικό του άσβεστο πάθος παρακολουθούμε το στόχο του. Ο μικρός που άλλαξε την τύχη του, αλλά δεν άλλαξε την καρδιά του, είναι ο οδηγός μας σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι σ’ αυτόν τον μικρό και μεγάλο κόσμο.

Ένας, λοιπόν, κεντρικός χαρακτήρας, ο Αντρέας, με το παρατσούκλι «Χταπόδης», ικανός και μαχητής, με στόχους και πίστη, με όνειρα και τόλμη, και οι άλλοι χαρακτήρες δευτεραγωνιστές κατά κάποιο τρόπο, αλλά απολύτως σημαντικοί για τον ήρωα, τον περιβάλλουν και με μιαν έννοια τον καθορίζουν, τον δυναστεύουν και τον απελευθερώνουν, η Αφροδίτη, Αφροδίτη και Παναγιά (αρχαιοελληνικού κάλλους και χριστιανικής αφοσίωσης), παιδικός και παντοτινός έρωτας, ο Γκιφρίλος, σατανικός, πλούσιος, εκδικητικός, ακόμα και συνεργάτης της χούντας (για σκυλόψαρα της θάλασσας και της στεριάς, κάνει λόγο ο ήρωας, που ματώνουν τους αθώους), η κυρία Φρόσω, η ματρόνα, τίμια και ηθική, ωστόσο, στις κοινωνικές της σχέσεις, που του στάθηκε, τον έκανε να σταθεί στα πόδια του, τον μόρφωσε και σ’ ένα βαθμό τον διαμόρφωσε. Γενικά, οι χαρακτήρες τοποθετούνται στις κατηγορίες του καλού και του κακού ως επί το πολύ, με την έννοια ότι στρέφονται προς το καλό ή το κακό. Τους καλούς, πάντως, δεν τους κάνει αναμάρτητους – αντίθετα, αποφεύγει την τελειοποίηση.

Υπάρχουν, βέβαια, και πιο περιφερειακά πρόσωπα (από τον κόσμο του οίκου ανοχής, γυναίκες και πελάτες, αναλυτικά περιγραφόμενα, με ονόματα και ιδιότητες, μέχρι τον κόσμο και τις οικογένειες του νησιού, κι ακόμα τον κόσμο του περιθωρίου και της παρανομίας – χαμηλής και υψηλής), αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον, ανώνυμο, μα ισχυρό: του νησιού, του Πειραιά, των καραβιών, της Αθήνας.  Υπάρχει η κοινωνία και οι τάξεις της, η κοινωνία και οι αδικίες της.

 

 

Ο μέσα κόσμος και ο έξω κόσμος, συχνά σε διαμάχη, σε αντιδικία (συχνά ως φως και σκοτεινιά), η αθωότητα και η πονηριά, η ανάγκη για επιβίωση και η εκμετάλλευση. Αλλά εκεί, μέσα σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο, εκεί φυτρώνει και ο έρωτας και τα ευγενή αισθήματα της συμπόνιας και της συμπαράστασης, η αλληλεγγύη και η τρυφερότητα, εκεί ριζώνει η πίστη και η αφοσίωση, εκεί και οι μεγάλες αποφάσεις, για το καλό και το κακό.

Η γενική ατμόσφαιρα: Μολονότι η εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία προσδιορίζεται ως η (σχετικά) σύγχρονη (πριν και μετά τη δικτατορία – χωρίς μεγαλύτερη ακρίβεια), οι εικόνες και η ατμόσφαιρα (όπως και η γλώσσα, άλλωστε) μοιάζει να έρχεται από πιο μακριά. Μάλλον, μοιάζει και σύγχρονο και παλιό. Αν μη τι άλλο, το «Απάγκιο» έχει κάτι από τα παλιά, κάτι όμορφο, κάτι ξεχασμένο, κάτι νοσταλγικό. Έχει, για να το πω μεταφορικά, εκείνη τη μυρωδιά του ξύλου από το παλιό έπιπλο αξίας, εκείνη τη λεπτομέρεια από το σκάλισμά του, εκείνη την ανεκτίμητη εσωτερίκευση μιας αντίληψης πως ό, τι φτιάχνουμε δεν αφορά μόνον εμάς, αλλά διαπερνά τις γενιές. Έχει την κίνηση του κύματος, το λίκνισμα της βάρκας, τη χειρώνακτη κατάνυξη, το τελετουργικό διάβασμα του ουρανού, την άσκηση της υπομονής, και συνακόλουθα την αφοσίωση (το είπαμε αλλά νομίζω πως πρέπει – πως της πρέπει – να το υπογραμμίσουμε ξανά) σε μια μοναδική αγάπη, παιδική, αθώα, έξω από τα μέτρα, έξω από τα συνηθισμένα κριτήρια, πέρα από τις προδιαγραφές, που δεν έχει ανάγκη από δικαιολογίες και ερμηνείες, τόσο αυθαίρετη και αταξινόμητη (που ίσως δεν μπορείς να την καταλάβεις), τόσο άδολη και ολοκληρωτική (που μάλλον θα ήθελες να τη ζεις).

Απάγκιο, λοιπόν, ο έρωτας, η ακατάβλητη αγάπη, αυτή που καλεί διαρκώς στην αγκαλιά της και δίνει νόημα στην ύπαρξη. Απάγκιο το νησί και η παιδική ηλικία, η μόνη πατρίδα, απάγκιο η βάρκα, το μόνο σχεδόν σπίτι. Απάγκιο, καμιά φορά κι ο θάνατος, λυτρωτικός, απελευθερωτικός. Απάγκιο, τέλος, τρυφερό, για μας αυτή τη φορά, το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαλιού.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top