Fractal

Διήγημα: “Το άνθος της νιότης”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

f17

 

 

Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα από το πρωί. Οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στην κεντρική πλατεία του χωριού. Δεν υπήρχε κάποια γιορτή. Ήταν μια μέρα καθημερινή. Όλοι οι πιστοί φώναζαν δυνατά για ν’ ακουστεί παντού πως ο ίδιος ο Θεός, ο δημιουργός αυτού του κόσμου, είχε μόλις εμφανιστεί μπροστά τους. Πράγματι, μέσα στο πλήθος, που ποδοπατιόταν και προσπαθούσαν να σηκωθούν στις μύτες των ποδιών τους για να δουν καλύτερα, κάποιος βρισκόταν στο ξύλινο βάθρο, ντυμένος με μανδύα, έχοντας κρυμμένο το πρόσωπό του και καθισμένος σε μια καρέκλα. Από κάτω, οι πιστοί τον προσκυνούσαν και ύστερα από λίγο ανακοίνωσαν στον κόσμο, πως ο καθένας θα είχε τη δυνατότητα να βρεθεί μπροστά του, μιλώντας για τις αμαρτίες του για να συγχωρεθούν. Όλοι είχαν πειστεί πως το θαύμα εκτυλίσσεται. Όλοι ήταν έτοιμοι να ζητήσουν συγχώρεση και κατανόηση από το Θεό. Όλοι αναζητούσαν μια θέση στον παράδεισο μαζί του. Και οι πιστοί και οι άπιστοι, που μέχρι τότε θεωρούνταν άνθρωποι κακοί και αμαρτωλοί. Υπήρχε όμως και ένας νεαρός μέσα στο πλήθος, που κρατούσε στο χέρι του ένα λουλούδι, ο οποίος όταν ήρθε η σειρά του να τον συναντήσει από κοντά, του είπε πως δεν θεωρούσε ότι είχε αμαρτήσει στη ζωή του και αισθανόταν πολύ καλά με τον εαυτό του. Ο Θεός δεν μιλούσε όμως. Ούτε συμφωνούσε, ούτε διαφωνούσε με τον καθένα τους ξεχωριστά. Μονάχα το χέρι τους κρατούσε και κάποιοι αδιάκριτοι απ’ αυτούς προσπαθούσαν μάλιστα να δουν ποιος κρύβεται πίσω από το μανδύα. Παρόλα αυτά όλοι μιλούσαν ανοιχτά και φώναζαν την αμαρτία τους για να τους ακούσει το πλήθος και να αισθανθούν πως ανήκουν και αυτοί πλέον στους καλούς. Κανείς τους δεν ήθελε να αναμετρηθεί με το κακό. Λίγο πιο πέρα υπήρχε και μια κρεμάλα, την οποία ο κάθε άπιστος θα έπρεπε ν’ ανέβει. Όμως τώρα, πέρα από το νεαρό δεν υπήρχαν άλλοι άπιστοι γύρω του.

Όλοι είχαν δηλώσει τις αμαρτίες τους και όλοι ήταν πλέον συγχωρεμένοι από το Θεό. Ο νεαρός δεν αντέδρασε όμως. Δεν φώναξε. Δεν παρακάλεσε. Δεν μετάνιωσε. Πίστευε τόσο πολύ στον εαυτό του, που θεωρούσε κατάφωρα άδικο να τον προδώσει και να μεταμεληθεί γι’ αυτά που θεωρούσε σωστά. Τότε, αφού τον έβλεπαν πως δεν μετάνιωνε, φανατικοί από τους πιστούς άρχισαν να φωνάζουν δυνατά πως του άξιζε η θανατική ποινή. Μαζί τους άρχισαν να συμφωνούν και οι υπόλοιποι.

Αφού άφησε το χέρι του Θεού, ήρεμος γύρισε το βλέμμα του μπροστά σ’ αυτούς που το επιθυμούσαν και τους παρακάλεσε μονάχα να τον αφήσουν να τους πει, γιατί πίστευε τόσο πολύ στον εαυτό του και στο λουλούδι που τόση ώρα κρατούσε στο άλλο χέρι. Εκείνοι το αποδέχτηκαν. Και αφού στάθηκε μπροστά τους, διακρίνοντας στα βλέμματα όλων ένα πρόσωπο εχθρικό ξεκίνησε να τους μιλά:

«Κάποτε έκοψα αυτό το αθώο λουλούδι από το χώμα, για να επιβεβαιώσω αν αγαπούσα ή δεν αγαπούσα τον εαυτό μου. Κάποτε ντρεπόμουν για όσα πίστευα και με το παραμικρό επηρεαζόμουν. Κάποτε φοβόμουν το καθετί γύρω μου και τη φύση μου απαρνιόμουν. Σκεφτείτε και εσείς λοιπόν, πως κάθε λουλούδι σαν και αυτό είναι ο εαυτός σας. Πως με τα δικά σας χέρια, του κόβετε τα άνθη και μαζί τα όνειρα και τις φιλοδοξίες σας. Πως κάθε φορά που του κόβετε ένα κομμάτι για να επιβεβαιωθείτε για κάτι, το πληγώνετε όλο και περισσότερο. Πως πίσω από μια πληγή κρύβεται πάντα ένας φόβος και μια αδυναμία. Ένας φόβος που μας ωθεί να πιστέψουμε σε κάτι ανώτερο και δυνατότερο από εμάς. Φανταστείτε τώρα, αυτή η ανώτερη δύναμη, ν’ αδιαφορούσε απέναντί μας, όπως αδιαφορούμε και εμείς για τον εαυτό μας. Φανταστείτε, ν’ αντιλαμβανόμασταν κάποτε πραγματικά και να βλέπαμε με μάτια καθαρά, πως εμείς ήμασταν οι υπεύθυνοι που δεν φροντίσαμε ένα απλό λουλούδι. Φανταστείτε, μια μέρα να συνειδητοποιούσαμε πως αν δεν αγαπούσαμε και δεν σεβόμασταν εμείς οι ίδιοι πρώτα την ομορφιά του, τότε δυστυχώς κανένας Θεός δεν θα ήταν ικανός να μας βοηθήσει να αγαπήσουμε και να σεβαστούμε το οτιδήποτε στη ζωή μας. Εγώ κόσμε είμαι ένας λάτρης του ρομαντισμού, που βλέπει και αναγνωρίζει την ομορφιά του κόσμου και των συναισθημάτων. Σκεφτείτε ο καθένας μας να δώριζε τον δικό του κόσμο σε κάποιον απλόχερα. Φανταστείτε να μην υπήρχε ο φόβος και οι άνθρωποι ελεύθεροι να μοιράζονταν την ευτυχία».

Ύστερα, παρέδωσε το λουλούδι στο Θεό και χαμογελαστός του είπε:

«Πόσο όμορφο και ρομαντικό είναι να μοιράζεσαι με κάποιον ένα λουλούδι υγιές και ευωδιαστό. Και πόσο λυπηρό όταν παρατηρείς πλέον γύρω σου τον κόσμο να κρατά στα χέρια του άνθη μαραμένα από εγωισμό>>.

Έπειτα κατευθύνθηκε μόνος του προς την κρεμάλα, δείχνοντας σε όλους μπροστά, πόσο δυνατός αισθανόταν και πόσο σίγουρος και βέβαιος για τον εαυτό του. Έβαλε στο λαιμό του το σκοινί και λίγο πριν αποχαιρετήσει τον κόσμο, τους είπε:

Εγώ, κόσμε, δεν τυφλώθηκα ακόμα από τον εγωισμό Φύλαξα αυτή τη μαργαρίτα για να τη χαρίσω στα χέρια που επιθυμώ Εγώ, κόσμε, είμαι έτοιμος να κρεμαστώ Γιατί έμαθα στη ζωή μου πραγματικά ν’ αγαπώ Κι αν δεν αγαπούσα πρώτα απ’ όλα τον δικό μου εαυτό Τότε θα παρακαλούσα από το Θεό να συγχωρεθώ

Ο κόσμος συγκινημένος άρχισε να τον χειροκροτεί. Όλοι τους είχαν ενθουσιαστεί και τον παρακαλούσαν να μη δώσει τέλος στη ζωή του. Μια ζωή που οι ίδιοι λίγο πριν θα του έπαιρναν άδικα και με ελαφριά την καρδιά. Ο Θεός, που όλη αυτή την ώρα δεν είχε μιλήσει, κρατώντας το λουλούδι μέσα στα δυο του χέρια, ξεκίνησε και αυτός με τη σειρά του να χειροκροτεί. Όλοι είχαν σεβαστεί και εντυπωσιαστεί από την ευαισθησία και την αγάπη αυτού του νεαρού. Όλοι είχαν μετανιώσει για την άδικη στάση τους απέναντί τους. Όλοι είχαν μαδήσει μια μαργαρίτα στη ζωή τους για να δουν αν τους αγαπάνε ή όχι. Όμως, κανένας τους δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να πεθαίνει για χάρη ενός λουλουδιού. Και ποτέ τους δεν είχαν αντιληφθεί πως ένα και μόνο λουλούδι, θα ήταν αρκετό για να χαρίσει τη ζωή σ’ έναν άνθρωπο.

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top