Fractal

Ανακάλυψα μια φλέβα χρυσού στο θέατρο: «το αντίπαλο δέος της Φραγκογιαννούς»

Γράφει η Μαρία Βρέντζου // *

 

to-amartima_cover

 

«Το αμάρτημα της μητρός μου» σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, ερμηνεύουν Θεμιστοκλής Καρποδίνης, Αγάπη Μανουρά

 

Το θεατρικό φεστιβάλ «Καρακωνσταντάκης Αντώνης» καλωσόρισε στο Ηράκλειο την παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη «Το αμάρτημα της μητρός μου», η οποία βασίζεται σε ένα απ’ τα διασημότερα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Γεώργιου Βιζυηνού, που γράφτηκε στο Λονδίνο το 1883.

Το πεζογράφημα, λαογραφικό, ηθογραφικό και ψυχογραφικό, περιγράφει, με τη βοήθεια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του ήρωα, που δεν είναι άλλος απ’ τον Βιζυηνό, τη δύσκολη σχέση του με τη μητέρα του την περίοδο των παιδικών του χρόνων, όταν ήταν βαριά άρρωστη η καχεκτική και φιλάσθενη αδερφή του Αννιώ. Μέσα από την απλοϊκή ιατρική που εξασκούνταν σ’ ένα τουρκοκρατούμενο χωριό του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα στην Ανατολική Θράκη αλλά και τις γητειές, τις προσευχές, τα ξόρκια και τους θρησκευτικούς εξορκισμούς, η θεοφοβούμενη χήρα, μάνα του συγγραφέα, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σώσει τη ζωή της κόρης της, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να ζητήσει απ’ το Θεό φωναχτά να πάρει το γιο της στη θέση της άρρωστης, πράγμα που έγινε αντιληπτό απ’ το αγόρι και το πλήγωσε θανάσιμα. Τελικά η Αννιώ πέθανε, γεγονός που αποδόθηκε απ’ τη μητέρα σε υπερφυσικές αιτίες που συνδέονταν με ένα βαρύ «αμάρτημα» της τελευταίας και που αποκάλυψε η ίδια χρόνια αργότερα στον Βιζυηνό και έτσι αποσαφηνίστηκαν επιτέλους οι λόγοι που αυτή η γυναίκα είχε αποκλειστική αδυναμία στην μοναχοκόρη της, παραμέλησε συναισθηματικά τους γιους της και προχώρησε σε δύο διαδοχικές υιοθεσίες κοριτσιών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η συγκεκριμένη ηρωίδα αποτελεί το αντίπαλο δέος της Φραγκογιαννούς του Παπαδιαμάντη και αν και στο τέλος με τη διαδικασία της εξομολόγησης προς τον γιο της, επήλθε η αμοιβαία συγχώρεση ανάμεσα στους δυο τους, η ηθική της ανάγκη της εξαγνίσεως δεν ικανοποιήθηκε ποτέ.

Ο Δήμος Αβδελιώδης φιλοδοξεί να αναπαριστά σωστά τη φωνή των κειμένων με τα οποία καταπιάνεται. Έτσι βαδίζει στα χνάρια της διδασκαλίας των αρχαίων δραματουργών όπου απάγγειλαν στους ηθοποιούς την ερμηνεία, ώσπου από τις αλλεπάλληλες επαναλήψεις εκείνοι μάθαιναν, ως μία «μίμισης πράξεως», την μουσική αγωγή του ρόλου. Ως σκηνοθέτης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Για να μπορέσει να υπάρχει η ροή του νοήματος και να είναι συγκεντρωμένος αρχικά ο ηθοποιός και αμέσως μετά και αυτόματα ο θεατής, θα πρέπει ο τρόπος που εκφέρεται το κείμενο να είναι οργανωμένος πρώτα λογικά, να έχει δηλαδή χωριστεί σε φράσεις, όπου κάθε φράση περικλείει μία σημασία και το σύνολο των πολλών σημασιών μάς οδηγούν στο νόημα, που είναι ο σκοπός». Αυτή η ειδική υποκριτική μορφή μπορεί να λαμβάνει χώρα ακόμη και σε μία πρόταση και συχνά ο Αβδελιώδης παρομοιάζει τον εαυτό του με διευθυντή ορχήστρας όπου η κάθε συλλαβή τονίζεται ως μία νότα. Έτσι δεν υπάρχει προσωπικός τρόπος ερμηνείας, εξ αντιδιαστολής με την μεταμοντέρνα σχολή της αποδόμησης του λόγου.

 

amartima2

 

Πάρα πολύ καλός στο ρόλο του αφηγητή – γιου ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης, απέδωσε εξαιρετικά μία γλώσσα που είναι γραμμένη στην λόγια καθαρεύουσα και μόνο στα διαλογικά μέρη γίνεται πιο άμεση και καθημερινή. Παρακολουθώντας οι θεατές τον ρυθμό και την απόχρωση της ομιλίας του, με τις σχετικές παύσεις και τη μακρά ή σύντομη εκφορά των λέξεων ή των φράσεων, ήταν σε θέση να αντιληφθούν την μέθοδο του Αβδελιώδη. Το σώμα του ηθοποιού, τοποθετημένο στο ίδιο σημείο της σκηνής, έμοιαζε να πάλλεται από εκφραστικότητα, κι ας ήταν ακίνητο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Εν τούτοις, αυτή η στατική σωματική έκφραση είναι που δυσκόλευε τη θεατροποίηση του διηγήματος του Βιζυηνού, διότι το συγκεκριμένο κείμενο είναι αφηγηματικό στο μεγαλύτερό του μέρος, οπότε δεν αρκούσε μόνο ο λόγος αλλά χρειαζόταν η συνεπικουρία της παραστατικής εικόνας, με την κίνηση αλλά και με κάποια σκηνοθετικά ευρήματα ενδεχομένως. Τα φώτα, τα κοστούμια και η μουσική, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν στάθηκαν αρκετά. Ιδιότυπο ήταν μάλιστα το γεγονός ότι η έτερη των ηθοποιών Αγάπη Μανουρά, μας έδωσε μία ιδιαίτερα συναισθηματική ερμηνεία στο σημείο όπου κορυφώνεται το έργο με τον μονόλογο της εξομολόγησης του αμαρτήματος της μητέρας, τούτο ήταν όμως σε αντιδιαστολή με το όλο σκηνοθετικό πνεύμα, που βασίζεται στην ορθολογική αναζήτηση και έκφραση των σημασιών του κειμένου.

Παρ’ όλα αυτά, είναι παρήγορο που κάποιοι καλλιτέχνες έχουν αποφασίσει να επικοινωνούν τέτοια αριστουργήματα στο κοινό και ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης είναι ένας απ’ αυτούς, με δραματοποιήσεις κλασσικών λογοτεχνημάτων του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Σολωμού, του Χορτάτση αλλά και κειμένων απ’ την αρχαία ελληνική γραμματεία. «Είναι σαν ν’ ανακάλυψα μια φλέβα χρυσού στο θέατρο» λέει ο ίδιος και πράγματι, μέσα απ’ αυτές τις ανθρωποκεντρικές θεατρικές καταθέσεις του καλλιεργούνται αξίες, προσφέρεται παιδεία στον θεατή,  επαναπροσδιορίζεται η ταυτότητα του νεοέλληνα και υπό κατάλληλες συνθήκες, ο άνθρωπος καθίσταται «πολιτικόν ζώον».

 

* Η Μαρία Βρέντζου γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Σπούδασε Marketing Management στο Deree College και νομικά στα πανεπιστήμια του Cardiff και Buckingham. Εργάζεται ως δικηγόρος και αρθρογραφεί με θέμα το θέατρο στην ηρακλειώτικη εφημερίδα «Πατρίς». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top