Fractal

Διήγημα Fractal: “Το άλυτο αίνιγμα της Σφίγγας”

Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου // *

 

 

 

Το άλυτο αίνιγμα της Σφίγγας  (Απόσπασμα)

I.

Ήταν ή δεν ήταν εκείνος; Τόσην ώρα πάλευε να ξεκαθαρίσει στο νου της την εικόνα του∙ όπως ήταν τότε. Θυμόταν κάπως το χαμόγελο του με φόντο το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Λίγες μέρες πριν είχαν ανταλλάξει -κάπως στα βιαστικά- τις βασικές πληροφορίες: όνομα, τηλέφωνο και τόπο συνάντησης. Ναι∙ αμέσως επιθύμησαν ο ένας τον άλλο. Τόσο βιαστικά τόσο άμεσα τόσο ραγδαία∙ όσο ραγδαία θα’ πεφτε –μετά από λίγα χρόνια- το αναπόφευκτο. Γιατί ήξεραν ότι δεν είχαν επενδύσει στο διαρκείας. Δεν ήταν για τέτοιον έρωτα τα «για πάντα» που τόσο άτσαλα λίμναζαν σε κορμιά και σε χαρτιά.

Μετά το πρώτο βλέμμα άφησαν χρόνο να κατακάτσει η επιθυμία- σαν αστερόσκονη- επάνω τους. Άφησαν να θέλουν. Άφησαν να περιμένουν. Άφησαν να πονέσουν. Να χαραχθεί στο λακκάκι του στέρνου τους η ερυθρά κηλίδα του πόθου. Να χαρακώσει το αίσθημα. Να τσακίσουν οι αντοχές. Ώστε το σμίξιμο να καταστεί μοιραίο. Σαν στιγμή. Δεν μπορούσε –όμως- να ξεκαθαρίσει στο μυαλό της τα διακριτικά στοιχεία εκείνου του προσώπου. Δεν μπορούσε με ακρίβεια να ανασυνθέσει τις τόσες στιγμές∙ τα τόσα στιγμιαία∙ τις τόσες κουκκίδες που θα ανέπλαθαν την εικόνα του. Νέου. Δοσμένου. Εικόνα εραστή σε παρατεταμένη παρουσία. Ίσως γι’ αυτό. Πως ν’ αντέξει στη μνήμη μια τόσο θνησιγενής ύπαρξη. Ο εραστής για το κορμί είναι μιαν αστραπή∙ ξάφνου αστράφτει και μετά χάνεται στην αιώνια επανάληψη των φαινομένων.

Κι όμως αυτή η πιθανότητα την βασανίζει. Κι αν ήταν; Αν ήταν ένα ίχνος του τότε; Μια γερασμένη κλωστή του; Και τι περίμενε από την εκπλήρωση μιας τέτοιας πιθανότητας;

II.

03: 45 π.μ.: Στον ύπνο της είδε μιαν ασημένια κλωστή να πάλλεται μέσα σε μια τεράστια πισίνα. Ακούγονταν φωνές. Κοντινές φωνές. Αλλά δεν υπήρχε εκεί γύρω ψυχή. Η κλωστή μετά από κάθε παλμό αύξανε την ένταση∙ ώσπου μετά από κάποιο σημείο άρχισε να διακρίνεται μια σιγανή –πολύ σιγανή- μουσική. Όλη την ώρα η ίδια εικόνα. Και η μουσική να μη δυναμώνει.

Ξύπνησε στις 05: 31 π.μ. Ήπιε νερό και μετά άφησε την μουσική να δυναμώσει. Έτσι που να σιγάσουν οι φωνές.

III.

Έπειτα από εκείνο το επεισόδιο με τον εραστή- άγνωστο Χ αποφάσισε να παγώσει τις ανασκαφές για κάμποσο. Για να σιγουρέψει την επιτυχία του σχεδίου της επέλεξε το βάσανο της απάντησης πιο σύνθετων ερωτημάτων. Όπως π.χ. την στιγμή του θανάτου της θα’ θελε να θυμάται ή να λησμονεί; το φιλί ή η πληγή αφήνει σημάδι; πόσα φύλλα έχει η… κάνναβη; ποιος ο ρυθμός του γέλιου των αγγέλων; ή ακόμα- ακόμα να δοκιμαστεί στο ερώτημα- ελεύθερη- πτώση του Λωτρεαμόν: «πόσο καιρό δε μοιάζω πιά στον εαυτό μου;». Γιατί δεν άντεχε την γεύση ενός θανάτου. Ο θάνατος ως θάνατος υπάρχει εκεί που στερεύει η ζέση κι όχι εκεί που σήπεται το κουφάρι. Ο Νεκρός δεν υπάρχει. Είναι πάντα το αντίθετο κάθε κατάστασης κάθε υπαρξιακής δομικής. Κι ύστερα φοβόταν πως μια τέτοια παλινδρόμηση θα υπόσχονταν την στείρα εξαφάνισή της. Μιαν αυτοχειρία δίχως την επιλογή «ζω ή πεθαίνω».

Όταν ήταν νέα έπεφτε με τα μούτρα σε κάθε αιφνίδια πρόκληση. Δε την ένοιαζαν οι συνέπειες. Δεν χωρούσαν στη νεότητά της δισταγμοί. Ήταν ολόκληρη μιαν ανεξερεύνητη ήπειρος. Μια προμελετημένη ήττα. Με την ίδια ορμή που δίνονταν στην ηδονή με την ίδια ακριβώς κυλούσε στα Τάρταρα. Μια Περσεφόνη που οριοθετούσε μόνη της την αναπνοή και τον ρόγχο. Άνοιξη και Χειμώνας στο ίδιο Θείο Πάθος. Καλουπωμένη τώρα από τον χρόνο δεν ήθελε να μετρά ναυάγια. Τώρα ήξερε. Κι επέλεγε την τύφλωση. Η μόνη ευπρόσδεκτη οδύνη το γήρας. Και κάθε χρόνο το όλο και πιο λίγο σε καθετί. Άλλοτε ακυβέρνητο καράβι τώρα κουνιστή καρέκλα που νανουρίζει. Έτσι ήθελε να κοιμηθεί στο τέλος των ημερών της.

IV.

Οι φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες θα’ ταν μια λύση για τον γόρδιο δεσμό της. Θα ανέβαινε στο πατάρι και θα… Ώπ! Να η πρώτη παρέκκλιση από το σχέδιο. Μια τέτοια πατικωμένη λύση πώς να ξεδιψάσει την τόσην έρημο; Να πάψουν οι ανασκαφές να αναπαυθεί η Ιπποδάμεια ἐν τόπῳ χλοερῷ να βρει κι ο Μύρτιλος λιμάνι να θάψει τα κόκκαλά του. Να φύγει κι από το κορμί της ετούτη η υποψία θύμησης.

Η Μνήμη κάνει τον άνθρωπο θνητό. Αυτά τα μόνιμα δεσμά που σε τραβάνε ίσα στο κέντρο της γης∙ Κόλαση το λένε κάποιοι. Εκείνη πίστευε πως οι κάτοικοι στο νησί των Λωτοφάγων ήσαν –γι’ αυτό τον λόγο- αθάνατοι. Ναι. Αποδεσμευμένοι από τις αλυσίδες τους συνέχιζαν αέναα το φαγοπότι. Πόσο θα’ θελε να μεθύσει από λησμονιά! Να χαθεί στον χορό. Σαν ένα σύννεφο- Ιφιγένεια να θυσιαστεί στον βωμό των μεγάλων ανέμων. Να φουσκώσουν τα πανιά. Ν’ αρχίσει το ταξίδι…

V.

Κοιτάζει με συγκίνηση την απόγνωση στο βλέμμα της Αφροδίτης. Κάθε πινελιά του Τιτσιάνο μιαν έκκληση στον αγαπημένο. Κι εκείνο το χρώμα στην επιδερμίδα του! Μέσα στο σφιχταγκάλιασμα της θεάς έχει ήδη γραφτεί η τραγική μοίρα του νέου. Κι είναι σαν να’ χει γι’ αυτήν ακριβώς τραγουδήσει ο ποιητής: «Φτάνοντας από πάντα, εσύ φεύγεις παντού». Να που μέσα στις ευωδιές του κήπου της υπάρχει και η απόδειξη του δράματος. Μια τριανταφυλλιά που δακρύζει αποχωρισμούς. Καλοκαίρια τρυπημένα από τα γράμματά του. Κατακόκκινα πρωινά δίπλα στο μαξιλάρι του. Ταξίδια φυγής με τελικό προορισμό πάντα εκείνον. Και τώρα που ο καιρός γυ(ε)ρνάει… πάλι σ’ εκείνον φτάνουν οι σκέψεις της.

Όποιο στοίχημα και να βάλει με τον εαυτό της το’ χει εξαρχής χαμένο. Η πιθανότητα την κυριαρχεί ολόκληρη. Όσο κι αν προσπαθεί να ξεχάσει όσο κι να προσπαθεί να ξεφύγει από τον ιστό της εμμονής της∙ καταλήγει κολλημένη επάνω του. Παραδομένη. Κι αν ήταν εκείνος; Από ποιο υφάδι του χρόνου να πιαστεί;

VI.

Αισθάνεται να ακροβατεί ανάμεσα σε δυο μετέωρες δυνατότητες. Ανάμεσα στην ζωή που επέλεξε να ζήσει (και συνεχίζει να ζει αφοσιωμένα…) και σε μιαν άλλη απροσδιόριστη. Που κάθε τόσο την κεντρίζει με κάποια «αν» λαθρεπιβάτες -με κάποια «αν» ερωτηματικά- αινίγματα σκοτεινά της Σφίγγας- ενοχής.

Κάθε γραμμάριο ενοχής για κάθε κουταλιά που άφησε να χαθεί. Λες και άγευστη έχει μείνει η σούπα των –τόσο περίτεχνα καμωμένων- γεγονότων της ζωής της. Κι ας ήταν εκείνη που κάποτε γελούσε υστερικά με τα λόγια της μητέρας της: «παιδί, οικογένεια και σπίτι… αυτός είναι ο προορισμός κάθε γυναίκας». Τελικά ενάντια σε ποιον είχε επαναστατήσει; Ενάντια στην μητέρα της ή ενάντια σ’ έναν εφηβικό φόβο που στην συνέχεια εξελίχθηκε σε ακροτελεύτιο σύνορο; Και πιο το αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης;

Ορίστε…

…πάλι τραμπαλίζεται ανάμεσα…

VII.

“…και τούτη η αγρύπνια- Θε μου∙ ετούτη η αγρύπνια

μια τρύπα στην καρδιά της νύχτας που αναριγά αλύχτισμα

μιαν ασημένια διώρυγα που χωρίζει στην μέση το αίσθημα

από το αντίστροφό του

τον μαρασμό

-κάνε με ύπνο ελαφρύ σαν αναπνοή χλόης

κάνε με κλωστή ονείρου λίγο πριν την πρώτη αχτίδα…”.

VIII.

Ψάχνει την τέλεια εξίσωση να ισορροπήσει τον έξω κόσμο με τον μέσα. Μια σχέση που να μη καταλήγει στην σταύρωση. Μια τέτοια σχέση που ο εαυτός να αναδομείται όχι μέσα από στάχτες αλλά με την διαλεκτική σώματος και αισθήματος. Στην κάθε ένωση να μην υπάρχει ούτε διάλυση ούτε η αγωνία της απομάκρυνσης ούτε η μοναξιά του διαλυόμενου. Ψάχνει να αγαπά αλώβητη. Να πίνεται ολόκληρη. Να δίνεται παίρνοντας το πλήρες. Και μέσα σ’ αυτό το πλήρες να μην υπάρχει παρελθόν και μέλλον. Να αγαπά- αγαπάται σε παρόντα εξακολουθητικά.

Αυτή η δειλή ακροβάτισσα δεν αντέχει το τίμημα. Θέλει να μετεωρίζεται σε στέρεο έδαφος.

IX.

Κάθεται και κοιτάζει τον σπασμένο καθρέφτη. Κοιτάζει το είδωλό της πολλαπλασιασμένο σε κάθε κομμάτι του. Την κάθε λεπτομέρεια πολλαπλασιασμένη στα θραύσματά του. Ιχνηλατεί την εικόνα της. Χαμένη στις τόσες αντανακλάσεις του εαυτού της αναιρεί και αυτοαναιρείται. Ανακατανέμει τα κομμάτια της σε μια νέα γεωμετρία άπειρων επιλογών- συνδυασμών- δυνατοτήτων. Ανατρέπει το τυχαίο μέσα στο κέντρο του. Ο πόλος έλξης φέρνει την άπωση και η απομάκρυνση την προσέγγιση μεγεθυμένη στα στοιχεία του.

Όλη η ανατομία της ύπαρξής της σε κλίμακα. Έτσι που να πλησιάσει –έστω και χωρίς ακρίβεια- το άθικτο. Τον άθικτο εαυτό. Το άθικτο μέσα στις απώλειές του. Να απεγκλωβιστεί από τα σημεία και τα μεγέθη.

X.

Αποφάσισε φέτος να συμπεριλάβει το όνομά της στα Υπέρ Αναπαύσεως ονόματα. Να κοιμηθεί για λίγο η τόση ετοιμότητα των ζώντων.

XI.

Κι ήρθε μέσα στον ύπνο της η επιθυμία. Ανθισμένη μ’ όλες

τις μυρουδιές δοσμένων κορμιών∙ να την συνεπάρει. Υγρή

στα σεντόνια της∙ θεϊκή στου σώματός της την υποταγή∙

λαξευμένη –αυτοχείρων τεχνιτών- κόρη∙ με το φύλο της

ηλίανθος να κοσμεί το αυτί του Πάνα∙ τολμά να ξεμπλέξει

-των πιο μύχιων ορέξεών της- το κουβάρι. Να κυλιστεί

στων παραμυθιών της τα ακρότατα νήματα. Να μεγαλουργήσει

στον ρυθμό των οργασμών. Δονούμενη ιέρεια της πιο γνήσιας

Αγνότητας. Ψυχή του Φά(λ)ους.

Μιαν ασύνειδη τελετουργία χαρισμένη στην λογική

των πιο άναρχα καταπατημένων Εντολών. Εκεί που

ενσαρκώνεται η ηθική εκεί που χάνεται το στιγμιαίο

στο κατακλυσμιαίο επέκεινα. Μια πλήρης έκλειψη συστολών

πριν λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές.

 

XII.

– Είσαι μόνη;

– Είμαι μόνη.

– Μ’ ακούς;

– Πιο δυνατά.

– Κλαις;

– Πιο δυνατά.

– Φοβάμαι…

– Είμαι μόνη.

– Πότε τελειώνει;

– Εκεί που ο χρόνος καραδοκεί.

– Πόσο διαρκεί;

– Το φύλλο λειώνει.

– Και το φιλί;

– Στην άκρη που το δάκρυ χαϊδεύει την πληγή…

– Ποια πληγή;

– Εκεί που το φιλί…

– Που το φιλί;

– Μια πληγή…

– Πονάς;

– Όχι όσο εσύ.

– Κι εσύ;

– Πιο δυνατά.

XIII.

Λίγες τώρα λέξεις. Όσο τώρα σκορπίζεται στις σκιές των άλογων ερώτων της. Μια μουσική πανδαισία στα χρώματα του φεγγαριού. Να μη θέλει ορίζεται ακρογωνιαίος στα χαμηλωμένα σύννεφα της εποχής.

Ευλογία των ασωμάτων! Βλεννόρροια –του πλάστη ποιητή- στην στέρφα μήτρα της.

XIV.

“…μα δεν είμαστε παρά όσα φοβηθήκαμε να γίνουμε…”

 

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top