Fractal

Το ανθρώπινο στοιχείο με την αντισταθμιζόμενη μοίρα του

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

Τούλα Τίγκα «Τ’ άλλο μισό του κόσμου», εκδ. Πατάκη

 

«Η μέρα είχε κιόλας ξεκινήσει να έρχεται από την άλλη πλευρά της γης με μια κουστωδία από χρώματα, ήχους, ηλιαχτίδες και ψιθύρους των δέντρων και της θάλασσας. Αφού έτσι συμβαίνει πάντα στο σύμπαν. Η νύχτα τελειώνει την αυγή».

Είναι η συγγραφέας Τούλα Τίγκα στο νέο της μυθιστόρημα «Τ΄ άλλο μισό του κόσμου».

Συγγραφέας γνωστή, με προσφορά στο νεανικό βιβλίο, τολμά να θίξει ένα θέμα ταμπού, διαχρονικό αλλά και τραγικό: το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού. Η φωνή της ακούγεται ευθεία, ανθρώπινη, όπως ταιριάζει σε συγγραφέα που έχει κατακτήσει πολλά και έχει φτάσει στην ωριμότητά του.

Δεν είναι εύκολο είδος το παιδικό και εφηβικό βιβλίο. Ο χρόνος σβήνει εύκολα τις μνήμες από τους ενήλικες. Όμως η ταλαντούχα συγγραφέας, με την κεραία πάντα ανοιχτή, καταφέρνει να καταγράψει με ρεαλισμό τις καταστάσεις, τους δεσμούς, την ψυχοσύνθεση των εφήβων και να πλάσει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα με τύπους ολοζώντανους και πειστικούς.

Σε ένα απομονωμένο χωριό με λιγοστούς κατοίκους στήνει το σκηνικό της. Κίνηση τουριστική μόνον τους θερινούς μήνες. Απομόνωση τον υπόλοιπο καιρό. Νοοτροπία κλειστής κοινωνίας.

Έτσι συνθέτει μια σύγχρονη ηθογραφία με αυθεντικά χρώματα από τη ζωή στην ύπαιθρο.

«Τριακόσιοι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι- άντε και περισσότεροι! Γέροι οι πιο πολλοί, που κλαίγονται γιατί τους κόψανε απ΄ τη σύνταξη το πενηντάρικο και βρίζουν τους πολιτικούς και τη μοίρα τους που δεν τους έκανε πλούσιους μεγαλοκαρχαρίες ή κλέφτες εξυπνάκηδες, να κονομάνε και να τη σκαπουλάρουν όπως μερικοί μερικοί- όπως λέει κι ο πατέρας μου!

Και οι νεότεροι, σαν τον πατέρα μου, πόσοι νομίζεις ότι είναι κι αυτοί; Τόσοι όσο για να συμπληρώνεται απαρτία στο καφενείο- κι αυτό ο πατέρας μου το λέει.

Και από ζωή μεγαλείο! Μια πλατεία με καφενείο και ταβερνάκι, κάτι σουβλατζίδικα, μια πιτσαρία της πλάκας κι ένα μπαράκι- μπαράκι, λέμε τώρα!».

«Μάπα η ζωή εδώ πέρα!»

Μιλάει ο Ρηγόπουλος, μαθητής Λυκείου. Ζει με την οικογένειά του στο χωριό. Εκείνος και οι φίλοι του, μια παρέα νεαρών παιδιών, μαθητών Λυκείου, είναι οι πρωταγωνιστές. Και η Μυρσίνη, η φωτισμένη δασκάλα, που έρχεται από την Αθήνα, η Τηγανίτα, όπως την αποκαλούν τα παιδιά.

Φιγούρες γραφικές οι κάτοικοι του χωριού κινούνται σαν θεατρικός χορός, με Κορυφαία του χορού τη Ραμόνα, που «κυκλοφορεί με κάτι παρδαλά φουστάνια και καπέλα στολισμένα με λουλούδια». Είναι  η αλαφροΐσκιωτη του χωριού.

Έρωτες, πάθη, ταβλάκι και τσίπουρο. Ζάρια και χαρτιά. Και κουτσομπολιό ασύστολο.

Από γυναίκες.

«Έτσι τα λέει η μάνα μου και σίγουρα έτσι είναι, γιατί η μάνα μου και οι φιλενάδες της είναι σαν τα πρακτορεία ειδήσεων: ξέρουν όλα τα νέα όχι μόνο απ΄ το δικό μας χωριό, αλλά κι από κάνα δυο γύρω τριγύρω…»

Αλλά και από άνδρες.

«Υποθέσεις, λόγια του καφενείου και της πλατείας από κάποιους που για να περνάει η ώρα, παίζοντας τάβλι και κοντσίνα, παίζουν και με τη ζωή των άλλων. Αυτό το λέει ο Λαμπρινός, ο παππούς του φίλου μας του Μηνά, κι έχει δίκιο! Ξέρει αυτός από γλωσσοφαγιά! Την έφαγε στη μούρη τόσα χρόνια με τον γιο του τον Αντρέα. Ρίχνουν τα ζάρια ή τα χαρτιά και ρίχνουν και τις κοτρώνες τους».

Και μέσα στην ασφυκτική καθημερινότητα το Μαγεμένο σπίτι, η άλλη πλευρά του χωριού, με τις δεισιδαιμονίες, τα μυστικά και τα φαντάσματα.

«Υπάρχει και μια άλλη πλευρά του κόσμου που δεν την ξέρουμε, όπως και με κάτι ανθρώπους που τους βλέπεις ερείπια, ψυχικά και σωματικά, και τους προσπερνάς γιατί βλέπεις μόνο αυτό το εξωτερικό που σου δείχνουν και το αγνοείς ή το χλευάζεις. Παραμέσα δεν ξέρεις τι κουβαλάνε και τι έχουν περάσει και πόσα έχουν χάσει μέχρι να φτάσουν ως εδώ, μπροστά σου».

Ένα δυναμικό στις επενέργειές του κοινωνικό περιβάλλον, ένας κλειστός κοινωνικά κύκλος, με μυωπία, που πληγώνει το φιλότιμο ανθρώπων που πένονται, ανθρώπων κατατρεγμένων που προσπαθούν να κρατήσουν την περηφάνια τους, που δεν τολμούν να κάνουν όνειρα ή που μαραίνονται μες στον αποκλεισμό και ξεπέφτουν ηθικά.

«Σκέφτομαι κι αυτό: με τι ευκολία κολλάμε ταμπέλες – χαζοχαρούμενος και βαρεμένος ο ένας, τοιούτος και αδελφή ο άλλος, χαζοβιόλα η μία, βλίτο και φευγάτη η άλλη και πάει λέγοντας».

Η φωνή της συγγραφέως μέσα από την περσόνα της Μυρσίνης, της φωτισμένης προσωπικότητας που διδάσκει ζεστασιά και γλυκύτητα.

«Ήθελε να ξεχάσει τα πένθη της ζωής της και τελικά να ζήσει αλλιώς. Με σύμμαχο τον εαυτό της και τη φύση. Ήθελε ν’ ανοίγει το παράθυρό της και να σκαλώνουν τα πατζούρια στα κλαδιά μιας κληματαριάς ή ενός δέντρου. Να έχει μια βρύση στην αυλή για τα λουλούδια της, για τα πουλιά του ουρανού ή τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς. Να κατηφορίζει ένα καλντερίμι ή έναν χωματόδρομο πηγαίνοντας στη δουλειά της, ξεχνώντας τι θα πει διάβαση πεζών και χαλασμένη εξάτμιση αυτοκινήτου. Και το αυτοκίνητό της παρκαρισμένο κάτω από ένα δέντρο».

Από τις βασικότερες αρετές του έργου η γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αλλά και της ψυχολογίας των εφήβων. Ο σημαντικός ρόλος της παρέας, η διαφορετικότητα, η γονεϊκή αγάπη, αλλά και η ωριμότητα των παιδιών, όταν δεχθούν τη σωστή αγωγή. Όλα σχολιάζονται με ενάργεια μέσα σε μια τοιχογραφία ελληνικών ηθών. Μαζί και το ασφυκτικό περιβάλλον της κλειστής κοινωνίας.

«Κι εδώ που είμαστε στριμωγμένοι, να μην μπορείς να ξυθείς χωρίς να δώσεις λόγο στο μπακάλη, στον περιπτερά ή στη γειτόνισσα».

Από τη μια, η αυθεντικότητα του χωριού. «Όλα εδώ είναι καμωμένα με τα πανάρχαια υλικά: το λάδι, το κρασί, το ξύλο και την πέτρα, το νερό και τη φωτιά. Και οι άνθρωποι το ίδιο: θυμώνουν, βρίζουν, χορεύουν, πίνουν, πιστεύουν στα φαντάσματα, ιδρώνουν στα χωράφια τους και ξενυχτούν δίπλα σε ένα ζώο άρρωστο που αργοπεθαίνει».

Από την άλλη, τα στερεότυπα.

 

Τούλα Τίγκα

 

Και βεβαίως το σοβαρό ζήτημα της ομοφοβίας που πετά στον κάδο των αχρήστων συνανθρώπους μας. Άνθρωποι που τους βαφτίζουμε ανεπιθύμητους και τους σκοτώνουμε με τη συμπεριφορά μας. Άτομα που τα απορρίπτει η ίδια η οικογένειά τους. Τα απομονώνει και -το χειρότερο- τα αφήνει στο έλεος ανθρώπων επιτήδειων ή διεστραμμένων.

Σοβαρά θέματα για έναν έφηβο της επαρχίας όπου οι παραστάσεις είναι λιγοστές, οι γονείς δεν θίγουν παρόμοια ζητήματα και το ρόλο της «διαπαιδαγώγησης» αναλαμβάνει η τηλεόραση. Με το λαπ τοπ στο χέρι τα παιδιά και το κινητό, με τη μουσική του youtube στη διαπασών, αλλά με την τηλεόραση να αναπαράγει στερεότυπα.

«Οι άντρες πλακώνονται στις κλωτσιές και στο βρισίδι και καθαρίζουν μια και έξω. Ή το παίζουν χαλαροί και υπεράνω, ότι, και καλά, αυτοί αφήνουνε να μιλάει μόνο το αντριλίκι τους! Τα υπόλοιπα, συγκίνηση, αγκαλιές ή δάκρυα, τα αφήνουν για το κορίτσια! Ποιος τα κανονίζει αυτά, ρε Ρηγόπουλε; Θα την καλουπώσουμε και τη χαρά τώρα, θα βάλουμε και σ’ αυτή ταμπέλες;».

Οι παλιοί, οι λαϊκοί, οι τοπικοί πολιτισμοί που σβήνουν σιγά σιγά έχουν την ομορφιά τους, που τονίζεται στο βιβλίο, όπως και η φυσιολατρία.

«Λουλούδια και πρασινάδες, κοχύλια, βότσαλα και πέτρες με παράξενα σχήματα, αλλά και παλιά πιθάρια που δείχνουν σεβασμό στο παρελθόν και στη φύση, ακόμη και για το πιο ταπεινό λουλούδι της γλάστρας».

Ο έρωτας, το δυναμικό στοιχείο της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Γράφει η Μαρίνα στο Θοδωρή:

«Θέλω να έρθω εκεί που κάθεσαι, πότε στον Βράχο μόνος σου πότε στην αμμουδιά τις νύχτες και πότε όπως σε βλέπω απ΄ το παράθυρό σου να διαβάζεις, και να σ΄ αγκαλιάσω σφιχτά, γλυκά και τρυφερά. Και να σε παρακαλέσω: να μη με βγάλεις από τη σκέψη σου, γιατί εγώ σ΄ έχω βάλει βαθιά στη δική μου. Σ’ έχω κρύψει εκεί μέσα, σ΄ έχω σκεπάσει να μην κρυώνεις, να μη βρέχεσαι από κύματα και δάκρυα και να μη σ΄ αγγίζει η κακία και η ειρωνεία κανενός».

Αυτή είναι η ζωή, σύμφωνα με τη συγγραφέα, και  χρειάζεται ανεκτικότητα για όλα τα πλάσματα. Τα φαντάσματα υπάρχουν στο κεφάλι μας. Αυτό είναι το Μαγεμένο μέρος της ζωής.

«Και μεις ένα τίποτα μπροστά στο σύμπαν! Ένας κόκκος άμμου που τον στροβιλίζει ο δυνατός αέρας μέχρι να έρθει η στιγμή να τον αποθέσει εκεί απ’ όπου τον έχει πάρει».

Το ανθρώπινο στοιχείο με την αντισταθμιζόμενη μοίρα του, το μήνυμα του βιβλίου. Ένα μήνυμα όμως που περνάει ομαλά μέσα από την εξέλιξη του μύθου χωρίς να προδίδει την αισθητική του αξία.

Η σκηνοθεσία άψογη. Η εξέλιξη του μύθου αβίαστη, φυσική. Οι πρωταγωνιστές απεικονίζονται πειστικά: χαρακτηριστικοί τύποι της επαρχίας. Το λεξιλόγιο, οι εκφράσεις, το ύφος των αφηγηματικών και διαλογικών μερών ανταποκρίνονται στα πράγματα και το ήθος των προσώπων.

Η αφηγηματική ύλη περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα στοιχεία, αυτά που θα διαγράψουν με αδρότητα τις καταστάσεις. Γλωσσική οικονομία χαρακτηρίζει το έργο, το οποίο στηρίζεται στη διαπλοκή του γενικού με το ειδικό. Ο Θοδωρής είναι η ειδική  περίπτωση που έρχεται να φωτίσει το γενικό πρόβλημα, τη ζωή των διαφορετικών.

Η συγγραφέας Τούλα Τίγκα στο βιβλίο της «Τ΄ άλλο μισό του κόσμου» ανοίγει την πίσω πόρτα των σπιτιών, για να δει τι γίνεται στο εσωτερικό τους πέρα από αυτό που φαίνεται.

Υψηλός συμβολισμός και γλαφυρότητα, άρωμα ανθρωπιάς, χαρακτηρίζουν το έργο. Η πλάγια πρωτοπρόσωπη γραφή από τη μεριά του Ρηγόπουλου και της Μαρίνας, της όμορφης συμμαθήτριας, γίνεται τριτοπρόσωπη στις αφηγήσεις της Μυρσίνης. Εγκιβωτισμοί, προοικονομία, περιγραφές. Ένα λογοτέχνημα με υψηλές αισθητικές και παιδαγωγικές διαστάσεις.

Ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβάσουν όχι μόνον οι έφηβοι αλλά και οι ενήλικες. Γιατί τα στερεότυπα καραδοκούν, έτοιμα να παγιδεύσουν τη σκέψη.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στο Τρίκαλα. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, με ειδίκευση στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών σπουδών. Παρακολουθεί μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στο μεταπτυχιακό τμήμα του ΕΑΠ. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top