Fractal

ΤΑ ΜΥΧΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ: Απόσπασμα από “Το Άλικο Γράμμα” του Ναθάνιελ Χόθορν

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Μάριον Χωρεάνθη //

 

aliko_1

 

Ύστερα από το περιστατικό που περιγράψαμε τελευταία, οι σχέσεις ανάμεσα στον κληρικό και τον γιατρό, αν και έμειναν φαινομενικά οι ίδιες, στην πραγματικότητα απέκτησαν χαρακτήρα διαφορετικό απ’ ό,τι πριν. Το πνεύμα του Ρότζερ Τσίλινγουερθ είχε τώρα ανοιχτό μπροστά του ένα αρκετά βατό μονοπάτι. Και όμως, δεν ήταν ακριβώς ο δρόμος τον οποίο είχε προετοιμαστεί να ακολουθήσει. Όσο και αν έδειχνε ήρεμος, ευγενικός και μετρημένος, πολύ φοβόμαστε πως ο δύστυχος αυτός γέρος είχε βαθιά μέσα του κρυμμένη μια κακεντρέχεια, λανθάνουσα ως τότε αλλά τώρα πια εντελώς συνειδητή, η οποία τον κέντριζε να σκαρφιστεί μια εκδίκηση πιο άμεση απ’ ό,τι οποιοσδήποτε θνητός είχε ποτέ πραγματοποιήσει ενάντια σε εχθρό του: να γίνει ο μοναδικός έμπιστος φίλος, στον οποίο ο άλλος θα ομολογούσε όλους τους φόβους και τις τύψεις, την αγωνία του, την απροσποίητη μεταμέλεια, τις σκέψεις τις αμαρτωλές του παρελθόντος που του κατέκλυζαν τον νου όσο και αν τις έδιωχνε! Όλο εκείνο το μαράζι των ενοχών του, που το κρατούσε κρυφό απ’ τον κόσμο, θα το φανέρωνε τώρα σ’ αυτόν, τον Άσπλαχνο, αυτόν, τον Ανελέητο! Όλοι εκείνοι οι σκοτεινοί θησαυροί θα γίνονταν τώρα δικοί του, του ίδιου ανθρώπου στον οποίο τίποτ’ άλλο δεν έφτανε για να ξεπληρώσει το χρέος της εκδίκησης!

 

Αφορμή για το σχέδιο αυτό είχε σταθεί η ντροπαλοσύνη του παπά, η ευαισθησία και η επιφυλακτικότητά του. Και όμως, ο Ρότζερ Τσίλινγουερθ δεν ήταν και πολύ ικανοποιημένος, για να μην πούμε διόλου, με την εξέλιξη των γεγονότων, την οποία η Θεία Πρόνοια – χρησιμοποιώντας τον εκδικητή και το θύμα του για τους δικούς της σκοπούς και, με την ευκαιρία, συγχωρώντας εκεί όπου θα έπρεπε πιο πολύ να τιμωρεί – είχε αντιπαραβάλει στις σκοτεινές μηχανορραφίες εκείνου. Του φάνηκε σχεδόν σαν επιφοίτηση: ουράνια ή ό,τι άλλο, δεν είχε την παραμικρή σημασία για τον στόχο του. Με τη βοήθειά της, σε όλο το φάσμα των μετέπειτα σχέσεών του με τον κ. Ντίμσντεϊλ, όχι μονάχα το εξωτερικό παρουσιαστικό, αλλά και οι πιο μύχιες πτυχές της ψυχής του άλλου έμοιαζαν να αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια του, έτσι ώστε να παρατηρεί και να καταλαβαίνει την κάθε τους μεταβολή. Και έτσι έγινε όχι απλός θεατής, αλλά και πρωταγωνιστής στον εσωτερικό κόσμο του καημένου του παπά. Μπορούσε να τον χειραγωγεί όπως του έκανε κέφι. Του ερχόταν η διάθεση να τον αναστατώσει με έναν παλμό αγωνίας; Η ψυχική ηρεμία του θύματός του κρεμόταν από μια κλωστή. Το μόνο που του χρειαζόταν ήταν να βρει ποιος μοχλός κινούσε τη μηχανή – και ο γιατρός το ήξερε αυτό καλά! Του κάπνιζε να τον σαστίσει με έναν ξαφνικό φόβο; Σαν να υπάκουε στο νεύμα ενός μαγικού ραβδιού, ξεπεταγόταν μια φρικτή οπτασία – ξεπετάγονταν χίλιες οπτασίες – με ό,τι μορφή μπορεί κανείς να φανταστεί, φάσματα του θανάτου ή της πιο αβάσταχτης ντροπής και όλα τους συνωστίζονταν γύρω από τον παπά, δείχνοντας με το δάχτυλο το στήθος του!

 

Και όλα αυτά έμπαιναν σε εφαρμογή με μια επιδεξιοσύνη τόσο τέλεια, ώστε ο παπάς, παρ’ όλο που δεν έπαυε να νιώθει επάνω του κάποια αδιόρατη σατανική επιρροή, δεν μπορούσε στιγμή να καταλάβει την αληθινή της φύση. Είναι αλήθεια ότι κοίταζε με αμφιβολία, με φόβο – κάποτε ως και με τρόμο και με την πικρία του μίσους – την παραμορφωμένη φιγούρα του γέροντα γιατρού. Οι χειρονομίες, το βάδισμά του, η σταχτιά του γενειάδα, οι πιο ασήμαντες και αδιάφορες κινήσεις του, ακόμα και το ντύσιμό του, αποτελούσαν θέαμα μισητό για τον παπά: ένδειξη, αν και αμυδρή, μιας ενδόμυχης αντιπάθειας, πιο βαθιάς απ’ ό,τι ο ίδιος ήθελε να παραδεχτεί. Διότι, καθώς του ήταν αδύνατο να σκεφτεί ένα λόγο για την τόση του απέχθεια και δυσπιστία, ο κ. Ντίμσντεϊλ, συνειδητοποιώντας ότι το δηλητήριο μιας κακοφορμισμένης πληγής είχε αρχίσει να μολύνει όλη την ουσία της καρδιάς του, δεν απέδιδε σε καμιά άλλη αιτία το κακό του προαίσθημα. Κατηγορούσε τον εαυτό του για την καχυποψία του απέναντι στον Ρότζερ Τσίλινγουερθ, δεν έδινε σημασία στο μάθημα που έπρεπε να πάρει από αυτήν και έκανε ό,τι μπορούσε για να την ξεριζώσει από μέσα του. Αλλά καθώς δεν το κατάφερνε ούτε αυτό, εξακολούθησε, εφόσον έτσι κι αλλιώς το απαιτούσε η τάξη, την κοινωνική συναναστροφή του με τον γέροντα, δίνοντάς του, με τον τρόπο αυτόν, συνεχώς ευκαιρίες για να τελειοποιήσει το σατανικό σχέδιο στο οποίο ο εκδικητής – που δεν ήταν παρά ένα δύστυχο και απελπισμένο πλάσμα και πιο βασανισμένος απ’ το θύμα του – είχε αφιερώσει τον εαυτό του.

 

aliko_2

 

Ενώ λοιπόν υπέφερε από τη σωματική αρρώστια και κάποιος σκοτεινός καημός κατάτρωγε και ταλάνιζε την ψυχή του και ήταν παραδομένος στις μηχανορραφίες του πιο θανάσιμου εχθρού του, ο κ. Ντίμσντεϊλ είχε αποκτήσει θαυμαστή δημοτικότητα στο ιερό του λειτούργημα. Και μάλιστα την είχε, σε μεγάλο βαθμό, κερδίσει από τα βάσανά του. Τα πνευματικά του χαρίσματα, οι ηθικές του αντιλήψεις, η ικανότητά του να βιώνει και να μεταδίδει τη συγκίνηση, παρέμεναν σε μια κατάσταση αφύσικης ενεργητικότητας, χάρη στο μαρτύριο και την αγωνία της καθημερινής ζωής του. Η φήμη του, παρ’ όλο που είχε ακόμα πολύ δρόμο για την κορυφή, επισκίαζε ήδη τη λιγότερο κραυγαλέα υπόληψη των συναδέλφων του κληρικών και ας ήταν μερικοί από αυτούς σημαίνουσες προσωπικότητες. Υπήρχαν λόγιοι ανάμεσά τους, οι οποίοι είχαν ξοδέψει για να κατακτήσουν τη γνώση του ακατανόητου, τη συνδεδεμένη με τη μεταφυσική πτυχή του επαγγέλματός τους, πιο πολλά χρόνια απ’ όσα είχε ζήσει ο κ. Ντίμσντεϊλ – και οι οποίοι, επομένως, πρέπει να είχαν μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική αναστροφή με τα σταθερά αυτά και αξιόλογα πνευματικά επιτεύγματα απ’ ό,τι ο νεαρός αδελφός τους. Υπήρχαν, ακόμη, άνθρωποι με πιο συμπαγή διάνοια απ’ τη δική του και προικισμένοι με πολύ μεγαλύτερη αναλογία οξυδέρκειας και γερής, σιδερένιας ή γρανιτένιας ευφυΐας, η οποία, εάν αναμειχθεί με την κατάλληλη δόση ακαδημαϊκής μόρφωσης, δημιουργεί μια ιδιαίτερα σεβάσμια, ικανή και βλοσυρή συνομοταξία του εκκλησιαστικού κόσμου. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι, γνήσιοι άγιοι πατέρες, οι οποίοι είχαν λιώσει καρτερικά πάνω από τα βιβλία τους για να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους και είχαν εξαϋλωθεί, ένα παραπάνω, από τη νοητή τους επικοινωνία με τον καλύτερο εκείνο κόσμο, που είχε σχεδόν ανοίξει τις αγκάλες του για να δεχτεί τους άγιους αυτούς ανθρώπους χάρη στην αγνότητα της ζωής τους και ας τους περιέβαλλε ακόμα το θνητό σαρκίο τους. Το μόνο που τους έλειπε ήταν το χάρισμα της επιφοίτησης, που είχε κατέβει με πύρινες γλώσσες στους εκλεκτούς μαθητές την Πεντηκοστή – το οποίο συμβόλιζε, καταπώς φαίνεται, όχι την ικανότητα να μιλούν σε ξένες και άγνωστες γλώσσες, αλλά εκείνη του να απευθύνονται σε ολόκληρη την ανθρώπινη αδελφότητα με την έμφυτη γλώσσα της καρδιάς. Οι πατέρες αυτοί, κατά τα άλλα τόσο αποστολικοί, δεν διέθεταν την ύστατη και πολυτιμότατη επικύρωση του λειτουργήματός τους, την Γλώσσαν ωσεί Πυρός. Μάταια θα πάσχιζαν – εάν τους πήγαινε ποτέ στο νου να προσπαθήσουν – να εκφράσουν τις υψηλότερες αλήθειες με το ταπεινό μέσο των οικείων λέξεων και εικόνων. Μακρινή και αμυδρή κατέφθανε η φωνή τους απ’ τις ανώτερες σφαίρες όπου συνήθως κατοικούσαν.

 

Δεν ήταν λοιπόν απίθανο ο κ. Ντίμσντεϊλ, λόγω πολλών απ’ τα στοιχεία του χαρακτήρα του, να ανήκε στην τελευταία αυτή κατηγορία. Θα είχε κι εκείνος αναρριχηθεί στα δυσθεώρητα ύψη της δικής τους πίστης και αγιοσύνης, εάν στην προδιάθεσή του αυτή δεν έμπαινε φραγμός ο βραχνάς, όποιος και αν ήταν, του αμαρτήματος και της αγωνίας, τον οποίο ήταν καταδικασμένος να κουβαλά στην πλάτη του. Το φορτίο αυτό τον κρατούσε προσγειωμένο, ανάμεσα στα πιο χαμερπή πλάσματα – εκείνον, την αιθέρια ύπαρξη, που αν είχαν αλλιώς τα πράγματα, οι άγγελοι θα άκουγαν τη φωνή του και θα του αποκρίνονταν! Αλλά αυτός ακριβώς ο βραχνάς του δημιουργούσε τέτοια συμπονετική οικείωση με την αμαρτωλή αδελφότητα των ανθρώπων: η καρδιά του παλλόταν μαζί με τη δική τους, δεχόταν μέσα της τον πόνο τους και διοχέτευε τον παλμό της οδύνης μέσα σε χίλιες άλλες καρδιές, με μια ασυγκράτητη, θλιμμένη και πειστική ευγλωττία. Τις περισσότερες φορές πειστική, αλλά κάποτε τρομερή! Οι πιστοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν με ποιον τρόπο η δύναμη αυτή τους συγκλόνιζε τόσο. Πίστευαν πως ο νεαρός ιερωμένος ήταν ένα θαύμα αγιοσύνης. Τον θεωρούσαν κομιστή των ουράνιων μηνυμάτων σοφίας, επίκρισης και αγάπης. Στα μάτια τους, ακόμα και το χώμα που πατούσε εκείνος ήταν ιερό. Οι παρθένες της ενορίας του ωχριούσαν μπροστά του, θύματα ενός πάθους τόσο εμποτισμένου με θρησκευτικό συναίσθημα ώστε να έχουν αυτό το ίδιο για θρησκεία και να το φέρνουν απροκάλυπτα, μες στο λευκό τους κόρφο, σαν την πιο αποδεκτή προσφορά τους στο βωμό της θυσίας. Τα ηλικιωμένα μέλη του ποιμνίου του, ατενίζοντας την τόσο εύθραυστη μορφή του κ. Ντίμσντεϊλ, μολονότι ήταν οι ίδιοι τόσο εξαντλημένοι απ’ την ανημπόρια, πίστευαν πως εκείνος θα πήγαινε στον ουρανό νωρίτερα από αυτούς και εξόρκιζαν τα παιδιά τους να θάψουν τα γέρικά τους κόκαλα κοντά στον άγιο τάφο του νεαρού τους πάστορα. Και μάλιστα τη στιγμή που όποτε ο δύστυχος ο κ. Ντίμσντεϊλ σκεφτόταν τον τάφο του, αναρωτιόταν αν θα φύτρωνε ποτέ χορτάρι επάνω του, αφού θα ήταν θαμμένο εκεί ένα καταραμένο πλάσμα!

 

Είναι ασύλληπτο πόσο τον βασάνιζε η γενική αυτή λατρεία! Είχε από φυσικού του την παρόρμηση να αγαπά την αλήθεια και όλα τα υλικά πράγματα να τα νομίζει σκιές και να τα θεωρεί εντελώς αδειανά από βάρος ή αξία που η θεϊκή της υπόσταση δεν ταυτιζόταν με την ίδια τη ζωή μες στη ζωή τους. Τότε λοιπόν κι εκείνος τι ήταν; Μια ουσία; Ή ο πιο αχνός απ’ όλους τους ίσκιους; Λαχταρούσε να υψώσει τη φωνή του, ακόμα και απ’ το ιερό βήμα και να κραυγάσει με όλη του τη δύναμη και να πει στον κόσμο ποιος ήταν. “Εγώ, που με βλέπετε με αυτό το μαύρο ράσο – εγώ, που ανεβαίνω στην άγια τούτη έδρα και στρέφω το ωχρό μου πρόσωπο στον ουρανό και αναλαμβάνω το χρέος να επικοινωνήσω, για λογαριασμό σας, με την Υψηλότερη Διάνοια – εγώ, που διακρίνετε στην καθημερινή ζωή μου την αγνότητα του Ενώχ – εγώ, που ευλόγησα το βάπτισμα των παιδιών σας – εγώ, που ψιθύρισα τη στερνή προσευχή πάνω απ’ τους ετοιμοθάνατους φίλους σας, οι οποίοι δεν πρόλαβαν καν να ακούσουν το Αμήν – εγώ, ο πάστοράς σας, που τόσο πολύ σέβεστε και εμπιστεύεστε, είμαι ένα σκέτο μίασμα, μια απάτη!”

 

Πόσες φορές ο κ. Ντίμσντεϊλ δεν είχε ανέβει στον άμβωνα με σκοπό να μην ξανακατέβει τα σκαλοπάτια του ώσπου να ξεστομίσει λόγια σαν τα παραπάνω! Πόσες φορές δεν είχε ξεροβήξει και πάρει τη μακρόσυρτη, βαθιά και τρεμουλιαστή ανάσα η οποία, όταν ξανάβγαινε απ’ τα χείλη του, θα ήταν κατάφορτη με το μαύρο μυστικό της ψυχής του! Πόσες φορές – τι λέω, πάνω από εκατό φορές – δεν είχε όντως μιλήσει! Είχε μιλήσει! Αλλά με ποιον τρόπο; Είχε πει στους ακροατές του ότι ήταν ελεεινός, ο πιο μιαρός απ’ τους μιαρούς, ο χειρότερος απ’ τους εγκληματίες, ένα φρικτό, αφάνταστα διεφθαρμένο πλάσμα – και πως ήταν θαύμα που δεν είχαν δει ακόμα το αμαρτωλό κορμί του να κατακεραυνώνεται μπροστά στα μάτια τους και να γίνεται στάχτη απ’ την πύρινη οργή του Παντοδύναμου! Μπορούσε ποτέ να ακουστεί πιο ξεκάθαρη εξομολόγηση από αυτήν; Δεν έφτανε για να σηκωθεί ο κόσμος από τα στασίδια σαν ένα σώμα και να τον γκρεμίσει απ’ το ιερό βήμα το οποίο βεβήλωνε; Όχι δα! Τα άκουγαν όλα και τον λάτρευαν ακόμα περισσότερο. Ούτε που υποψιάζονταν ποια αποτρόπαιη ομολογία κρυβόταν πίσω από τα λόγια τούτα της αυτοκατηγορίας. “Αυτό το παιδί είναι ένας άγιος”, έλεγαν μεταξύ τους. “Ένας άγγελος που κατέβηκε στη γη. Αλίμονο, αν θεωρεί τόσο αμαρτωλή τη δική του πάλλευκη ψυχή, σκέψου πόσο απαίσια θα του φαίνεται η δική σου ή η δική μου!” Ο παπάς ήξερε καλά – γιατί ήταν επιδέξιος, αν και ευσυνείδητος υποκριτής! – με ποιο μάτι θα έβλεπε ο κόσμος την αόριστη αυτή ομολογία του. Είχε παλέψει να εξαπατήσει τον εαυτό του με το να παραδεχτεί τις ενοχές της συνείδησής του, αλλά το μόνο που κατάφερε να κερδίσει ήταν ένα ακόμα αμάρτημα και μια καταισχύνη την οποία και ο ίδιος αντιλαμβανόταν, δίχως την παροδική ανακούφιση της αυταπάτης. Είχε εξομολογηθεί όλη την αλήθεια, αλλά μετατρέποντάς την στη μεγαλύτερη ψευτιά. Και πάλι όμως, ήταν από τη φύση του πλασμένος για να αγαπά την αλήθεια και το ψέμα να το απεχθάνεται όσο λίγοι. Και επομένως, πιο πολύ απ’ όλα απεχθανόταν τον ίδιο τον άθλιο εαυτό του!

 

Η ψυχική του αναταραχή τον οδηγούσε σε πράξεις που πιο πολύ θα ταίριαζαν στην παλιά, διεφθαρμένη πίστη της Ρώμης παρά στην καθαρότερη οπτική της Εκκλησίας, στους κόλπους της οποίας εκείνος είχε γεννηθεί και ανατραφεί. Στο κρυφό ντουλάπι του κ. Ντίμσντεϊλ, το διπλοκλειδωμένο, βρισκόταν ένας αιματοβαμμένος βούρδουλας. Συχνά ο Προτεστάντης και Πουριτανός αυτός ιερωμένος τον είχε ξεδιπλώσει πάνω στους ίδιους του τους ώμους. Και όλη την ώρα αυτοσαρκαζόταν πικρά – και αυτό ακριβώς το πικρόχολο γέλιο τον έκανε να μαστιγώνεται ακόμα πιο αλύπητα. Είχε επίσης τη συνήθεια, όπως και πολλοί άλλοι ευσεβείς Πουριτανοί, να νηστεύει – όχι, όμως, όπως εκείνοι, για να εξαγνίσει το σώμα του και να το καταστήσει πιο κατάλληλο ώστε να δεχτεί την ουράνια φώτιση – αλλά αυστηρότατα, ώσπου δεν τον κρατούσαν πια τα πόδια του, ως πράξη μετανοίας. Κι ακόμα ξαγρυπνούσε νύχτες ολόκληρες στη σειρά, κάποιες φορές μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, άλλοτε στο λιγοστό φως μιας λάμπας και, κάποτε, κοιτάζοντας το πρόσωπό του στον καθρέφτη, με τον πιο δυνατό φωτισμό που μπορούσε να ρίξει επάνω του. Και έτσι έγινε η ενσάρκωση της αδιάκοπης ενόρασης μέσω της οποίας τυραννούσε, αλλά δεν μπορούσε να αποστιγματίσει τον εαυτό του. Στη διάρκεια των παρατεταμένων αυτών αγρυπνιών ο νους του συχνά σάλευε και του φαινόταν τότε πως φτερούγιζαν μπροστά στα μάτια του οπτασίες – άλλοτε τρεμόπαιζαν ακαθόριστα, με ένα δικό τους φως, στα μισοσκότεινα βάθη του κελιού του και άλλοτε πάλι διακρίνονταν ξεκάθαρα κοντά του, μέσα στον καθρέφτη. Πότε ήταν ένα σμάρι από διαβολικές μορφές, που χαμογελούσαν σαρδόνια στον κάτωχρο κληρικό και τον καλούσαν να τις ακολουθήσει, πότε ήταν άγγελοι ολόφωτοι, που πετούσαν με κόπο προς τα πάνω, σαν να τους βάραινε η θλίψη, αλλά εξαϋλώνονταν όλο και πιο πολύ καθώς ανέβαιναν ψηλά. Πότε εμφανίζονταν οι πεθαμένοι πια φίλοι της πρώτης νιότης του και ο πατέρας του με τη λευκή γενειάδα, με μια ιερή κατήφεια στο πρόσωπό τους και η μάνα του, αποστρέφοντας το βλέμμα της καθώς τον προσπερνούσε. Φάσμα της μάνας – αχνότατος ίσκιος της μάνας – θα έλεγες πως μπορεί και να έριχνε έστω και μια πονετική ματιά στο γιο της! Κι άλλοτε πάλι, μέσα στο κελί που τα φασματικά αυτά οράματα το είχαν κάνει τόσο τρομακτικό, γλιστρούσε η Έστερ Πριν, κρατώντας απ’ το χέρι τη μικρούλα Περλ, ντυμένη με το κόκκινό της φόρεμα και δείχνοντας με το δάχτυλό της πρώτα το πορφυρό γράμμα στο στήθος της κι ύστερα το στήθος του ιερωμένου.

 

Καμιά από αυτές τις οπτασίες δεν του ξέφευγε ποτέ. Οποιαδήποτε στιγμή, μπορούσε να διακρίνει την ουσία μέσα στην άυλη ομίχλη της υπόστασής τους και να πειστεί ότι δεν ήταν στέρεες και χειροπιαστές όπως εκείνο εκεί το σκαλιστό τραπέζι από βελανιδιά, ή ο ογκώδης, τετράγωνος, δερματόδετος τόμος της θεϊκής σοφίας με τα ατσάλινα τελειώματα. Αλλά παρ’ όλα αυτά αποτελούσαν, κατά μία έννοια, τα μοναδικά πραγματικά και πιο ουσιώδη αντικείμενα με τα οποία είχε να κάνει τώρα πια ο άμοιρος ιερωμένος. Η άφατη δυστυχία μιας ζωής τόσο φαύλης όσο η δική του είναι ότι κλέβει την ψίχα και την ουσία από την όποια πραγματικότητα μας περιβάλλει και είναι προορισμένη από τον Ουρανό για να ευφραίνει και να τρέφει το πνεύμα μας. Για τον φαύλο άνθρωπο, όλο το σύμπαν είναι φαύλο – είναι άπιαστο και απατηλό – συρρικνώνεται και εξατμίζεται μες στην παλάμη του. Και ο ίδιος, εφόσον παρουσιάζεται με απατηλή μορφή, γίνεται κι αυτός σκιά, ή, μάλλον, παύει να υπάρχει. Η μοναδική αλήθεια, η οποία εξακολουθούσε να δίνει στον κ. Ντίμσντεϊλ μια πραγματική υπόσταση πάνω σ’ αυτήν τη γη, ήταν η αγωνία στα μύχια της ψυχής του και το ξεκάθαρο αποτύπωμά της πάνω στη μορφή του. Έτσι και έβρισκε ποτέ το κουράγιο να χαμογελάσει και να φορέσει ένα προσωπείο χαράς, δεν θα υπήρχε πια αυτός ο άνθρωπος!

 

Κάποια λοιπόν απ’ τις απαίσιες εκείνες νύχτες, στις οποίες αναφερθήκαμε μόνο υπαινικτικά, αλλά αποφύγαμε να περιγράψουμε περισσότερο, ο κληρικός αναπήδησε απ’ την καρέκλα του. Μια καινούργια ιδέα του είχε κατέβει στο κεφάλι. Ίσως αυτή να του έφερνε έστω και για λίγο τη γαλήνη. Ντύθηκε με μεγάλη φροντίδα, σαν να ετοιμαζόταν να λειτουργήσει και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα, ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε έξω.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η μετάφραση του Άλικου Γράμματος (από το αγγλικό πρωτότυπο) μου ανατέθηκε από τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα τον Απρίλιο του 2001, αλλά η αιφνίδια ματαίωση της έκδοσης έγινε αιτία να μείνει ανολοκλήρωτη, ενώ στη συνέχεια σημαντικό μέρος της χάθηκε μαζί με άλλα γραπτά μου. Το “άλικο γράμμα” του τίτλου είναι το κόκκινο κεφαλαίο Α (αρχικό της λέξης adulterer, μοιχός) που οι Πουριτανοί (από το pure, αγνός: προτεσταντική αίρεση η οποία, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, είχε ταχθεί υπέρ της απλοποίησης του εκκλησιαστικού τελετουργικού και πρέσβευε την άτεγκτη αυστηρότητα των ηθών) καταδίκαζαν τις άπιστες γυναίκες να φορούν δημόσια στο στήθος τους. Ο ηλικιωμένος γιατρός Ρότζερ Τσίλινγουερθ, τον οποίο η πολύ νεότερη σύζυγός του Έστερ Πριν έχει απατήσει με τον νεαρό και όμορφο κληρικό κ. Ντίμσντεϊλ (που πιθανότατα είναι και πατέρας της κόρης της), υποψιάζεται την παράνομη σχέση τους και αποφασίζει να στήσει παγίδα στον αντίζηλό του: πλησιάζοντάς τον με δήθεν φιλικές διαθέσεις, τον παρασύρει σε μια φιλοσοφική αντιπαράθεση η οποία καταλήγει σε εξουθενωτικό πόλεμο νεύρων. Σε κάποια στιγμή, ενώ ο παπάς έχει αποκοιμηθεί, ο γιατρός τού ανοίγει κυριολεκτικά την καρδιά και “διαβάζει” το μυστικό του (η εφιαλτική και σχεδόν σουρεαλιστική αυτή σκηνή περιγράφεται στο τέλος του αμέσως προηγούμενου κεφαλαίου).

 

Nathaniel Hawthorne

Nathaniel Hawthorne

 

Ο Ναθάνιελ Χόθορν (1804-1864) γεννήθηκε στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης την Ημέρα της Ανεξαρτησίας, από γονείς Πουριτανούς (ένας πρόγονός του, μάλιστα, είχε λάβει μέρος ως δικαστής στη δίκη των μαγισσών του Σάλεμ). Η ζωή του υπήρξε ιδιόρρυθμη και περιπετειώδης, ενώ συνάντησε σοβαρά εμπόδια στην πραγματοποίηση των δημιουργικών του επιδιώξεων. Το Άλικο Γράμμα (1850) θεωρείται το αριστούργημά του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top