Fractal

Με τον ρυθμό της Αϊτής

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Ντανύ Λαφερριέρ «Το αίνιγμα του γυρισμού», Εκδόσεις Θίνες, Εισαγωγή : Κατερίνα Σπυροπούλου, Μετάφραση : Αναστασία Γιαννακοπούλου- Κατερίνα Σπυροπούλου, Βραβείο Medicis 2009

 

Πολλές είναι πάντα οι ελπίδες μπροστά σου

Και πολλές οι απογοητεύσεις πίσω σου.

Η ζωή είναι αυτή η μακριά κορδέλα

που ξετυλίγεται αδιάλειπτα

και στην ανάλαφρη κίνησή της

εναλλάσσονται ελπίδα και απογοήτευση.

  

     Η μετανάστευση είναι πόνος της αποξένωσης, πόνος της νοσταλγίας .” Τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια ζω μακριά από το βλέμμα της μητέρας μου”.

Αυτό που ήταν κάποτε ξένο, γίνεται σιγά-σιγά οικείο και προσφιλές, κι όμως κάθε τι παραπέμπει σε χρόνο ενεστώτα σ’ εκείνη τη μακρινή περίοδο, στα χρόνια της πατρίδας. Στο βάθος του μυαλού πάντα πολύτιμες, ανεξίτηλες, οι αναμνήσεις κοντά στη μητέρα, στην τρυφερή γιαγιά Ντα, στην αδελφή, τον ανηψιό Ντανύ, στις παραδόσεις της Αϊτής, στις λαϊκές δοξασίες.

Η αίσθηση του γυρισμού εγείρει ερωτήματα ταυτότητας, μνήμης, φαντασιακού ρήγματος, μεταξύ του γενέθλιου τόπου και του τόπου εκούσιας ή ακούσιας εξορίας.

 

   Ανάμεσα στον ξενιτεμό και στον γυρισμό

                                        στριμώχνεται

                                        αυτός ο σαπισμένος χρόνος

                                        που μπορεί να σε φθάσει στην τρέλα.

 

Ο Ντανύ Λαφερριέρ με τον γυρισμό του στην Αϊτή, μετά τριάντα τρία χρόνια παραμονής του στο Μόντρεαλ προσπαθεί να συμφιλιώσει τις αναμνήσεις, τις εικόνες τα γεγονότα του παρελθόντος με το σήμερα, παρατηρώντας και καταγράφοντας λεπτομερώς κάθε τι που βλέπει και αισθάνεται στον γενέθλιο τόπο, με έναν πρωτότυπο, ευρηματικό τρόπο αφήγησης. Αφορμή του γυρισμού ο θάνατος, του εξόριστου στη Νέα Υόρκη, πατέρα του, ή το τέλος ,του έξω από τον τόπο του, χρόνου.

 

Η είδηση σκίζει τη νύχτα στα δύο.

                                      Το μοιραίο τηλεφώνημα

                                      που κάθε ώριμος άντρας

                                      δέχεται μια μέρα.

                                      Ο πατέρας μου μόλις πέθανε.

 

 

” Το Αίνιγμα του Γυρισμού”, είναι ένα έξοχο, ποιητικό μυθιστόρημα, μια μίξη πεζού και ποιητικού λόγου – με την ιαπωνική τεχνική των χαϊκού, γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες που θυμίζουν πίνακες ναϊφ των πριμιτίφ καλλιτεχνών, (που δεν ζωγραφίζουν την πραγματική χώρα, αλλά την ονειρική, σε αντίθεση με τον ίδιο, που αποτυπώνει εικόνες ρεαλιστικές, προσθέτοντας ποίηση). Συγχρόνως, οι εικόνες αυτές εκφράζουν τα βαθιά συναισθήματα του αφηγητή, καθώς ”το μυαλό του πλανιέται στους διαδρόμους του χρόνου ”. Ο χρόνος, ο τόπος, με τις ομορφιές και τις ασχήμιες του, η ταυτότητα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, η πείνα, τα βιβλία, η ποίηση, η βία, το σεξ, ο θάνατος, ο νόστος, είναι τα ζητήματα που απασχολούν τον συγγραφέα.

 

Ο Λαφερριέρ θυμάται την περίοδο του ’70, τότε που ως δημοσιογράφος ήθελε, μαχόμενος συλλογικά, να καταγγείλει την δικτατορία. Η αίσθηση του εαυτού δεν υπήρχε. Μόνο στην παγωνιά του Μόντρεαλ απέκτησε συνείδηση της ατομικότητας. Η ζέστη του Πορτ-ο-Πρενς αποπροσανατολίζει. Ο δικτάτορας τον πέταξε έξω από τον τόπο του. Για να βρεθεί πάλι εκεί, τρυπώνει μέσα από το παράθυρο του μυθιστορήματος.

 Νέοι βάρβαροι ήρθαν στην πόλη 

 

Η σύγκριση του άλλοτε με το τώρα, η αλλαγή που ποτέ δεν έγινε, η διαφθορά που καλά κρατεί, η απωθητική πορνεία, η ”μαγευτική” δύναμη της αμερικάνικης κουλτούρας που επηρεάζει ακόμη και τους ανθρώπους του τέταρτου κόσμου, η ομορφιά του τόπου που λαβώνεται από την αδικία,   το χρήμα και η αίσθηση που κάνει σ’ αυτούς που το κατέχουν και σ’ εκείνους που το επιθυμούν, η αντίστιξη της αίσθησης του θανάτου στην παιδική του ηλικία και στο ”τώρα”,  δονούν τον εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα, για την πατρίδα του, το νησί, που ακόμη και τα πουλιά έχουν εγκαταλείψει.

 

Βρίσκεσαι σένα άδενδρο νησί

γνωρίζοντας ότι ποτέ σου

δεν θα δεις τι συμβαίνει

    από την άλλη μεριά της θάλασσας.

                                     Για τους περισσότερους ντόπιους,

                                     ο άλλος κόσμος είναι η μόνη χώρα

                                     που προσδοκούν να επισκεφτούν μια μέρα.

 

   Απομόνωση και θάνατος. Η βία έχει αλλάξει πρόσωπο. Η πείνα, η μιζέρια, όχι.

” Εδώ και καιρό σκοτώνουν μέρα μεσημέρι. Η νύχτα δεν είναι πια συνεργός του δολοφόνου ‘‘. Η ανάγκη για την εξορία, κάτω από την δικτατορία του Ντυβαλιέ ( Πάπα Ντοκ), για τον πατέρα του, και του υιού Ντυβαλιέ ( Μπέιμπυ Ντοκ) για τον ίδιο, παραμένει ίδια για όλους τους κατοίκους και στον παρόντα χρόνο της αφήγησης, όπου ” για να φθάσεις σήμερα τόσο ψηλά, πρέπει να σκοτώσεις με πρόσωπο ακάλυπτο και να αναλάβεις την ευθύνη για το έγκλημα στις ειδήσεις”.

 

                                         Κάτισχνοι δολοφόνοι,

                                         Πρόσωπα ξερακιανά.

                                        Κοκαϊνη με τη σέσουλα.

                                       Όπλα παντού.

                                        Ο θάνατος ποτέ μακριά.

 

     Οι πάλλευκοι χειμώνες του Μόντρεαλ αντικαταστάθηκαν από την πολυχρωμία του Πορτ-ο- Πρενς, από το πορφυρό χρώμα του αίματος, εκεί που η ζωή δεν έχει καμία αξία.

Σ’ αυτή τη χώρα την πλημμυρισμένη από ανθρώπους, κύρια εμμονή είναι η κοιλιά. Γεμάτη ή άδεια. Αμέσως μετά έρχεται το σεξ . Τελευταίος ο ύπνος.

                                     

                                       Όταν ένας άνδρας  προτιμάει

                                        ένα πιάτο ρύζι με κόκκινα φασόλια

                                        από την ερωτική συντροφιά μιας γυναίκας

                                        τότε κάτι τρέχει

                                        σε επίπεδο όρεξης.

  

    Ο Λαφερριέρ διαπιστώνει ότι ελάχιστα μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, όπερες κλπ έχουν σαν θέμα την πείνα. Προφανώς γιατί είναι ένα θέμα πολύ σκληρό. Και προφανέστερα γιατί αφορά ανθρώπους χωρίς αγοραστική δύναμη. Ο πεινασμένος δεν διαβάζει, δεν πηγαίνει στο μουσείο, δεν χορεύει. Περιμένει να πεθάνει.

 

 

Ο αφηγητής ζει στο ξενοδοχείο, για να μη δώσει την ψευδαίσθηση στη μάνα του ότι ζουν ξανά μαζί. Τον πληγώνει η στάση της, που κρύβει κάτω από τη σιωπή όλη τη θλίψη για τους χαμούς των ανθρώπων της. Δίνει τα ονόματά τους στον άνεμο, στις σαύρες, στα πουλιά για να μη τους ξεχάσει. Βλέπει τη φωτογραφία της με τον άντρα της στα είκοσί της, που τώρα της φαίνεται γιος της.

Με έξοχους σχολιασμούς, ο Λαφερριέρ, περιγράφει την διακύμανση των αισθημάτων και αντιδράσεων της μητέρας του από την αναγγελία του θανάτου του συζύγου της. Στην αρχή έκανε πως δεν άκουσε. Έπειτα τα έβαλε με τον αγγελιοφόρο. Είναι τόσο ανεπαίσθητη  η απόσταση ανάμεσα στη μακρά απουσία και στον θάνατο, που δεν υπολόγισα καλά  την επίδραση που θα είχε η είδηση στα νεύρα της μητέρας μου. Και καθώς την ακούει να τραγουδάει, νιώθει ότι εκείνη συνειδητοποίησε την είδηση του θανάτου. Οι άδειες μέρες και η μόνιμη θλίψη έρχονται με την πρώτη ματιά στην επιφάνεια. Είναι μια γυναίκα, όπως χιλιάδες άλλες, που κρύβονται πίσω από την έγνοια των άλλων. Ο πόνος την απογυμνώνει.

 

Το βλέμμα της χάνεται στις συστάδες με τις ροδοδάφνες

κι έρχονται στο νου της  αναμνήσεις από καιρούς

                    που εγώ ακόμη δεν υπήρχα .

                    Καιρούς αλλοτινούς.

                    Να ξαναβλέπει άραγε εκείνη την εποχή

                    που ήταν ανέμελη κοπέλα;

                   Το κρυφό χαμόγελό της μ’ αγγίζει πιο πολύ από τα δάκρυα.

 

   Στο Πορτ -ο- Πρενς οι παραγκουπόλεις αναπαράγονται διαρκώς, ο υπερπληθυσμός είναι το μέγα πρόβλημα, ενώ ψυχή δεν υπάρχει στα περίχωρα. Πίσω από ψηλούς τοίχους ορθώνονται οι βίλες των πλουσίων, όπου μόνον οι υπηρέτες κατοικούν, αδειανές κι αυτές από τους ιδιοκτήτες που ξοδεύουν τα χρήματά τους στις μεγαλουπόλεις του κόσμου, για να βρίσκονται πλάι στα παιδιά τους, που έχουν στείλει για σπουδές και ποτέ δεν επιστρέφουν στον τόπο τους. Οι βίλες αυτές τελικά νοικιάζονται σε κοσμικούς ιεραποστόλους, απεσταλμένους ανθρωπιστικών οργανώσεων, που  κατανοούν τόσο γρήγορα το παιχνίδι  και τσεπώνουν ένα μέρος  των επιδοτήσεων, εγκαταλείποντας το ”έργο” με την δικαιολογία ότι οι Αϊτινοί είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, χωρίς να παύσουν ωστόσο να καταγγέλλουν διεθνώς τη διαφθορά που υπάρχει στη χώρα. Η Αϊτή γνώρισε τριάντα δύο πραξικοπήματα στην ιστορία της, επειδή  έγιναν ακριβώς  αντίστοιχες προσπάθειες ν’ αλλάξουν τα πράγματα.

Υπάρχει μια ισορροπία σ’ αυτή τη χώρα

                                      που οφείλεται στο γεγονός

                                      ότι άγνωστοι

                                      στη σκιά κάνουν ό,τι μπορούν

                                      για να καθυστερήσουν το σκοτάδι.

 

   Ο αφηγητής φεύγει από την πόλη. Επισκέπτεται το Μπαραντέρ γενέτειρα του πατέρα του, να τελέσει μία κηδεία χωρίς νεκρό. Τον υποδέχονται σαν θεό. ” Είστε ο γιος του Ουίνδσορ Κ. κι έπειτα σας συνοδεύει ο Λέγκμπα ”. Τόπος όπου η χριστιανική θρησκεία συγκατοικεί με το βουντού.

Ο πατέρας μου γύρισε

                                         στο χωριό που γεννήθηκε

                                         τον έφερα εγώ

                                        Όχι το σώμα, που ο πάγος

                                        θα κάψει ως το κόκκαλο.

                                        Αλλά το πνεύμα, χάρη στο οποίο

                                        αντιμετώπισε

                                        την πιο μεγάλη μοναξιά.

 

Περπατώντας έτσι σ’ αυτόν τον κόσμο (την πόλη, τους ανθρώπους, τα αντικείμενα) που τόσες φορές έχω περιγράψει, δεν έχω πια την αίσθηση ότι είμαι συγγραφέας, αλλά ένα δέντρο στο δάσος του. Συνειδητοποιώ  ότι δεν έγραψα αυτά τα βιβλία απλά για να περιγράψω ένα τοπίο, αλλά για να παραμείνω μέρος του.

 

   Η ώριμη ηλικία του συγγραφέα μπορεί να  είναι πλουσιότερη και πιο σημαντική για τη δημιουργική του δραστηριότητα, αλλά το υποσυνείδητο, η μνήμη, οι εμμονές, και όλο το ψυχικό του υπόβαθρο διαμορφώνονται πολύ νωρίς. Ο νόστος γεφυρώνει το πιθανό ρήγμα από την αποξένωση, και αυτό που είχε απομακρυνθεί αναγεννάται με μία νέα οπτική.

Με νανουρίζει η μουσική

                                   του γερο- άνεμου της Καραϊβικής

και κοιτάζω  τη μαύρη κότα

                                   να ξεθάβει ένα σκουλήκι

                                   που τραντάζεται στο ράμφος της.

                                 Έτσι είμαι κι εγώ στο στόμα του χρόνου

 

Ο εξόριστος ανακαλύπτει τη συγκολλητική ουσία που ενώνει το παρελθόν με το παρόν.

Δεν υπάρχει πια χειμώνας.

                                      Δεν υπάρχει πια καλοκαίρι.

                                      Δεν υπάρχει πια Βορράς.

                                      Δεν υπάρχει πια Νότος.

                                      Επιτέλους, σφαιρική ζωή.

 

”ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ” είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, πλημμυρισμένο από ποίηση, εικόνες όμορφες, μέσα στη ρεαλιστική ασχήμια τους, (αυτό είναι ένα κατόρθωμα του συγγραφέα) που δελεάζουν τον αναγνώστη, να δει, να ονειρευτεί, τον αγανακτούν για την ομορφιά που χάνεται κάτω από τις αποκρουστικές πολιτικές αυτών που διαφεντεύουν τον κόσμο και έχουν σαν μέλημα να καταστρέφουν ανθρώπινες ζωές, χάρη στο χρήμα που είναι ο μοναδικός θεός τους.

 

Εξαιρετικά κατατοπιστική η εισαγωγή της Κατερίνας Σπυροπούλου,  χρήσιμο το Χρονολόγιο που αφορά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο γέννησης του συγγραφέα και την συνάρτησή του μ’ αυτά.

Οι μεταφράστριες κατόρθωσαν να αποδώσουν τον ρυθμό, να ζωντανέψουν τις εικόνες, στα ποιητικά κομμάτια του μυθιστορήματος, σεβόμενες το ύφος του συγγραφέα. Παραδίδουν ένα άρτια μεταφρασμένο κείμενο.

Μία πολύ προσεγμένη έκδοση από τις ” Θίνες”.

Σας προτρέπω να το διαβάσετε!

 

 

Ο Dany Laferriere γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1953 στο Πόρτ-ο-Πρένς της Αϊτής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Πετί Γκοάβ με τη γιαγιά του την Ντά, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημά του “L’odeur du cafe” [“Η μυρωδιά του καφέ”]. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην Petit Samedi Soir από το 1975, μετά τη δολοφονία του φίλου του Ganer Raymond, έφυγε από τη πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στο Μοντρεάλ του Καναδά. Τη φυγή αυτή την περιγράφει στο έργο του “Le cri des oiseaux fous” [“Tο κελάηδημα των τρελών πουλιών”]. Στο Μoντρεάλ γνωρίζει την επιτυχία το 1985, όταν κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα, “Com-ment faire l’amour avec un negre sans se fatiguer” [“Πώς να κάνετε έρωτα μ’ έναν νέγρο χωρίς να κουραστείτε”], το οποίο διασκεύασε για τον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης Jacques Benoit. Ακολουθούν άλλα εννέα μυθιστορήματα. Τα δέκα βιβλία που αποτελούν αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί “μια αμερικάνικη αυτοβιογραφία”. Η λογοτεχνική κριτική ακολουθεί την εμπορική επιτυχία. Ο Λαφεριέρ τιμάται με τα βραβεία Carbet (1991), το πρώτο βραβείο Carbet des Lyceens (2000) και το βραβείο RFO du livre (2002) για την επανέκδοση του μυθιστορήματος του “Cette grenade dans la main du jeune negre est-elle une arme ou un fruit?” [“Τούτο το ρόδι ( ή χειροβομβίδα) στο χέρι του νεαρού νέγρου είναι όπλο ή φρούτο;”] Τελευταία, ο συγγραφέας ασχολείται με τον κινηματογράφο. Διασκευάζει το μυθιστόρημά του “Le gout des jeunes filles” [“Γεύση κοριτσιών”], το οποίο γυρίζεται ταινία το 2004 από τον σκηνοθέτη John L’Ecuyer. Στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Λαφεριέρ, “Comment conquerir l’Amerique en une nuit” [“Πώς να κατακτήσετε την Αμερική σε μια νύχτα”], διασταυρώνονται οι δύο “κόσμοι” του Μοντρεάλ και του Πόρτ-ο Πρένς: πρόκειται για ταινία που, όπως λέει ο ίδιος, είναι “στέρεα χτισμένη στο όνειρο και στην πραγματικότητα”. Η πρώτη του αυτή ταινία μεγάλου μήκους βραβεύεται στο Φεστιβάλ Ταινιών του Κόσμου στο Μοντρεάλ τον Σεπτέμβριο 2004. Ο Λαφεριέρ έζησε δώδεκα χρόνια στο Μαϊάμι πριν εγκατασταθεί στο Μοντρεάλ το 2002. Όπως εξήγησε στην Pascale Navarro στο πλαίσιο συνέντευξης που δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό “Voir” τον Μάρτιο 2000, ο κόσμος του, το “παρόν” του όπως το λέει, “ξεκινά από το Πετί Γκοάβ, φτάνει στο Μοντρεάλ, περνά κατόπιν από τη Νέα Υόρκη, το Μαϊάμι και το Πόρτ-ο-Πρένς, ξαναγυρνά στο Μαϊάμι και μετά στο Μοντρεάλ κι όλα αυτά γίνονται στην “Aμερική”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top