Fractal

Όταν το τραύμα γεννά καλές τέχνες

Γράφει η Κλεοπάτρα Λυμπέρη //

 

Εύα Σταματοπούλου «Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως», Εκδόσεις (.poema…)

 

Σκέφτομαι άρα υπάρχω
Στον κήπο του μυαλού σας

Εύα Σταματοπούλου

 

Το ουσιώδες στην τέχνη είναι να εκφράζεσαι, γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα. Σε μια σχεδόν αυτόματη έκφραση, που συμπαρασύρει μαζί της ισχυρά και κυρίως τραυματικά αισθήματα, αφήνεται εδώ η Εύα Σταματοπούλου, καταθέτοντας στο ποιητικό της σύμπαν μια αγνότητα που συγκινεί. Σε αυτό το πρώτο βιβλίο, που εντούτοις δεν μοιάζει διόλου με πρωτόλειο, μας δίνει δείγματα ενός ιδιαίτερου  ταλέντου, καθώς η επίμονη εσωτερική αναμόχλευση μοιάζει να την οδηγεί σε μια πιο άρτια σχέση με τον εαυτό της και τα πράγματα. Η σχέση με τον εαυτό (η αναταραχή, η αναμόχλευση, η ανάμνηση, ο πόνος, η επικινδυνότητα, οι ρήξεις, η ελπίδα) τροφοδοτεί και την αρχιτεκτονική του παρόντος βιβλίου, επιτρέποντάς μας να προσεγγίσουμε έναν ιδιωτικό βίο που τον λαμπρύνει η ποίηση και η υπαρκτική βάσανος.

Η γλώσσα της Ε.Σ. δεν βαρύνεται από «στυλιζαρισμένες φράσεις και ραφιναρισμένες αφηγήσεις» (για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή πρόταση του Αλμπέρ Καμύ). Ο λόγος της είναι ατόφια ανεπιτήδευτος, αιχμηρός και κάποτε σκληρός, καθώς μοιράζεται μαζί μας με ειλικρίνεια και απλότητα το σκότος αλλά και το φως που την προσδιορίζει. Η έρημος γύρω μου δεν βγάζει κιχ, σημειώνει η ίδια, δίνοντας το στίγμα μιας μοναξιάς που ακροβατεί  με πρόσημο τη λύπη.

 

Η λέξη «πόνος» αποτελεί τη βασική έννοια αυτής της συλλογής, είτε ονομάζεται και δηλώνεται, είτε υποφώσκει μέσα σε ποιήματα που φαίνεται να ζουν σε πολύ βαθιά νερά. Οι λέξεις της Ε.Σ. κρατάνε την αναπνοή τους, μετεωρίζονται και αναπηδούν, πνίγονται και βγαίνουν στον αφρό, επιδεικνύοντας μισοδιαλυμένες ψυχικές εικόνες, καταστροφές, πικρές γεύσεις από τη έμμεση (και άμεση) υπενθύμιση μιας απώλειας που έχει δημιουργήσει τραύματα ανεπούλωτα.

Η Ε.Σ. χρησιμοποιεί την ποίηση σαν ένα προσωρινό καταφύγιο, του οποίου ωστόσο η ολισθηρότητα στιγμές στιγμές την υπονομεύει και την γκρεμίζει ξανά εκ βάθρων. Η ίδια περιγράφει την απομόνωσή της στο ποίημα «Μονάχη» : Το Μ το αυτοκρατορικό (ύπουλο και μεγαλοπρεπές)/Στρογγυλάδα και/ Τελειότητα του όμικρον/ Μια τομή κατόπιν με το νυστέρι, μια/ Προσθήκη/ Γυναικείο πρόσωπο σαν Μάνα/Άλφα, (σ’ έχουν υμνήσει αρκεί)/ Με σταύρωσαν αργά τη νύχτα/ Σε σταυρό χαλκοπόρφυρο (στα χιόνια)/Κι εγλίστρησα σε δίλοφο στο τέλος/ Λίγο πριν στην άβυσσο χαθώ/Γέννησε το ήτα φτερούγες και/ μου χάρισε μία.

Τo αντίστοιχο ποίημά της «De profundis/Eκκαθαριστικόν» και η άμεση αναφορά της στον Όσκαρ Ουάιλντ στο πρώτο κείμενο-πρόλογο του βιβλίου της (όπου συμμερίζεται τη δική του αίσθηση για τον πόνο), με κάνει να σκέφτομαι ότι το θέμα της απόγνωσης και της ματαίωσης (το οποίο έχουμε συναντήσει  πολλές φορές στην «καταραμένη λογοτεχνία») είναι κάτι που την έχει τροφοδοτήσει προς την κατεύθυνση μιας πιο ουσιαστικής έκφρασης. Να διαθέτει άραγε αντίστοιχα βιώματα με εκείνα του Ουάιλντ, ο οποίος έγραψε το De profundis μέσα στη φυλακή, πενθώντας έναν καταστροφικό έρωτα που τον οδήγησε στην ίδια του την πτώση; Μιλάω για τον πόνο, γιατί αυτός θα σταθεί η απαρχή της γέννησης σου και της βάπτισής σου στο άγιο νερό της αλήθειας, σημειώνει η ποιήτρια.

Για κείνη, λοιπόν, ο πόνος δεν παράγει την ολοκληρωτική καταστροφή και την εξαφάνιση, βρίσκει τρόπο να μετατονιστεί σε αληθινή ζωή, αλλά και σε γλώσσα ιερή μιας άρτιας στιχουργικής για να αποτελέσει το άνθος της συνείδησης: Κι αν μετουσιώσω/ Τα της ψυχής μου σφάλματα/Τις αμαρτίες και όλο μου το κρίμα/ Σε αραβουργήματα της πένας / Στίχους περίτεχνους και λυπητερούς /Ατμόσφαιρα αισθησιασμού και αμαρτίας/ -μια τέχνη για την τέχνη-/-της μετάνοιας-/ Θα βρω και καλλιτεχνικό άλοθι /Για τους φόνους μου/ (συγχωροχάρτι πάπυρους γλάρους).[De profundis/Eκκαθαριστικόν]. (Οι στίχοι δεν είναι απλώς σαρκαστικοί μιας ατομικής περίπτωσης, μάλλον ασκούν ευρύτερη κριτική σε όλα τα μέλη της ποιητικής οικογένειας.)

Παρά το βαρύ υπαρκτικό φορτίο της, η Ε.Σ. υπερασπίζεται το μέτρο και δεν εξαντλείται σε έκρυθμους συναισθηματισμούς. Μερικά από τα ποιήματά της αληθινά υπερίπτανται, γεμάτα έμπνευση, βαθύτητα, ένταση, πάθος, πρωτότυπη γλώσσα, εκφραστική αμεσότητα. Είναι φανερό ότι διαθέτει ισχυρά γλωσσικά κοιτάσματα, τα οποία με μια  πιο προσεχτική αξιοποίηση και οργάνωση θα λάμψουν αβίαστα οδηγώντας την στο επόμενο ώριμο βήμα. Αβίαστα άλλωστε φαίνεται να βγαίνει ό,τι έχει ήδη γράψει. Το παρόν βιβλίο χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα, αθωότητα, αυθορμητισμό και ταυτοχρόνως βλέμμα Μεγάλης/ που ξυπνά τώρα πια/ Γυναίκα – καθώς λένε/Μ’ ένα πνιγμένο βρέφος μέσα της/ που δεν ξέρει τι να το κάνει.(Χειμώνας καύσης 2000)

Το γνωστό ψυχικό έλλειμμα, που επιτρέπει στον ποιητή να αναζητά την πλήρωσή του διά της γραφής, προβάλλει παντοδύναμο εδώ αποκαλύπτοντας και τον εύθραυστο ψυχισμό της Ε.Σ. : Τόσο πεινασμένοι πια για λίγη αγάπη/που γλύφουμε τα χέρια/ όσων μας χαϊδεύουν (Νηστεία εδάφους ή Σαρακοστής άπαντα) Κι αλλού : Ποιος θα μου φορέσει το ρούχο της χαράς; (Οι αδελφές της μάνας μου).

Ο «πυρπολημένος εαυτός», η ανεστιότητα, η «παράκρουση του εφήμερου», η φυγή, οι απογοητεύσεις, η απομόνωση, αλλά και «η λάμψη στα μάτια», ο Παράδεισος, τα όνειρα, «οι χορταστικές αμαρτίες», τα «εις το επανιδείν» είναι καταστάσεις που συνοψίζονται στο κλίμα του παρόντος βιβλίου. Όλα ενωμένα αξεδιάλυτα με τον πόνο, ο οποίος (ως κέντρο της ζωής και αναγεννητική φλόγα) γίνεται ο μεγάλος αναμορφωτής, συνενώνοντας, εμβαθύνοντας, εξυψώνοντας, μετουσιώνοντας, προσεγγίζοντας λίγο λίγο την ουσία. Κάπου εκεί, βεβαίως, προετοιμάζεται και ζωντανεύει η ανάσταση.

 

Εύα Σταματοπούλου

 

Υπάρχει λοιπόν στο παρόν βιβλίο και το ισοζύγιο του πόνου. Αυτό το ανακαλύπτει η Ε.Σ. στη σχέση της με τη Φύση (όπως ακριβώς και ο Όσκαρ Ουάιλντ στο De profundis) καθώς κατασκευάζει στίχους που ξεφεύγουν από την υπαρκτική αναμόχλευση και της επιτρέπουν να εκταθεί προς τον εξωτερικό χώρο, προς τη Θέα, σε μια μεταφυσική συνάντηση: Κουδουνίσματα και τόσα πολλά τα/ Ανείπωτα/ Κελάρυσμα, φυλλοβόλημα, ανασασμοί/ Συννέφων κι ένα δείλι πορφυρό/Μετά το ηλιοβασίλεμα.(Συναυλία κρουστών). Η ακόμη, το ανακαλύπτει, όταν η γυναικεία της φύση γίνεται υπερασπιστής της απλής καθημερινής τάξης, προς χάριν μιας συμβατικής πραγματικότητας: Kαι να που ίσως χαθώ/από κακόγουστη φάρσα:/ατύχημα εν μέσω φασίνας/ήθελα να είναι καθαρή βλέπεις/της ποιήτριας η εστία.(Ούτε καν του παραλόγου).

Αλλά το ισοζύγιο του πόνου επιτυγχάνεται τελεσίδικα από την ίδια την ανάφλεξη της Ε.Σ., από το πάθος που κυλά σαν φλέβα γεμάτη αίμα κάτω από το επιφανειακά εύθραυστο ψυχικό της κάλυμμα, τείνοντας να ανατρέψει όλες τις αγκυλώσεις. Είναι αυτή ακριβώς η φλόγα που τρέφει τη συνείδησή της και τη διανοίγει στη σοφία, κάνοντας μνεία του Παραδείσου που μπορεί να κερδηθεί. Ο Παράδεισος (αισθάνομαι) αποτελεί τη φόδρα αυτού του βιβλίου, ένα όνειρο κρυφό, υπαινικτικό, ένα όραμα που αν και δεν βρίσκεται σε πρώτη αναφορά, έχει ενσταλάξει ήδη στο λόγο της ποιήτριας το θαύμα της μεταμόρφωσής και του κάλους – εξ’ ου και ο τίτλος της ποιητικής της συλλογής.

Η Ε.Σ. δεν αποτελεί μια κοινή περίπτωση στην ποίηση. Το πρώτο της βιβλίο ενσαρκώνει πράγματι «Της ψυχής της το αναλλοίωτο φως» και την κειμενική φανέρωση αυτού του φωτός μέσα από αστραπές (και βροντές) της γλώσσας, οι οποίες προσπαθούν να διαλύσουν το γενικό μελαγχολικό κλίμα και το αίσθημα της απομόνωσης.

Αγγελιάσματα/ ψίθυροι/ και μηνύματα/ όλη η ζωή μου./ Στοιχειωμένη/σαν θεριό, σημειώνει η ποιήτρια, αφήνοντας να κυλήσει ως εμάς αποκαλυπτικά η προσωπική της ανθρώπινη περιπέτεια, συμπυκνωμένη σε λίγους μεταφυσικούς στίχους. Εκείνο όμως που τη στοιχειώνει βαθύτερα είναι η ίδια η Ποίηση, το θεριό που αναδύεται από το τραύμα και την οδηγεί να εισχωρήσει στον φωτεινό εαυτό της για να συναντήσει εκεί την αληθινή ομορφιά, ως εκφραστική δυνατότητα, ως παρηγορία, ως ψυχική αποκατάσταση και ως απελευθέρωση.

 

[δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τεύχος 81, χειμώνας 2016-2017]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top