Fractal

Διήγημα: “Το ιπτάμενο ψάρι”

της Τίνας Σερβετά // *

 

f3

 

Ο αέρας μυρίζει πια βροχή, αλλά η βροχή ακόμη δεν μπορεί να ψηλαφιστεί. Έρχεται, είναι κοντά, την προοιωνίζει ο άνεμος που πετάει επάνω από το βουνό και γλιστράει απαλά στο οροπέδιο, ζυγώνει σταθερά την πόλη, τρυπώνει μέσα στα στενά της, χώνεται κάτω από τα φθινοπωρινά μπουφάν. Το νιώθουμε πια και στο κέντρο ότι τη νύχτα θα γίνει κατακλυσμός.

Σούσουρο γίνεται κάθε φορά που κλείνει η αγορά. Όλος ο κόσμος που βγαίνει από τα εμπορικά χύνεται στους δρόμους – σουλατσάρουν για να σκοτώσουν την ώρα, δε θέλουν ακόμη να γυρίσουν στα σπίτια, προσπαθούν όσο γίνεται να κρατήσουν μια ψευδαίσθηση του καλοκαιριού που πέρασε. Στις βιτρίνες πέφτουν τα φώτα, κλείνουν οι πόρτες, κάποιοι καταστηματάρχες σφουγγαρίζουν τα παρκέ, άλλοι κάνουν τσιγάρο έξω από τα μαγαζιά τους, μαζεύονται σε πηγαδάκια για κουτσομπολιό, χασομερούν. Κάθε τζούρα καπνού και το τσιγάρο όσο πάει και σώνεται, σώνεται σκορπώντας το χρόνο που περνάει.

Όσο αδειάζουν τα εμπορικά τόσο γεμίζουν τα μπαρ. Οι περισσότεροι κάνουν μια στάση, μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Σκορπούν κουβέντες, ανταλλάσσουν γελάκια, τα ποτήρια με το αλκοόλ πάνε κι έρχονται και οι σερβιτόροι που κάνουν το βραδινό πόστο είναι στα φόρτε τους. Δεν τους πιάνει κανείς! Μπαινοβγαίνουν με τους δίσκους γεμάτους, αναμετρούν τη μαεστρία τους στην ισορροπία των ποτηριών, στον αέρα που έχει ο καθένας στο κουβάλημα. Μερικές στάλες αρχίζουν να πέφτουν, τα κεφάλια των θαμώνων στρέφονται προς το βραδινό ουρανό. Αστέρια δε διακρίνονται, θα βρέξει σίγουρα. Ας κρατούσε όμως λίγο ακόμη. Ας βαστούσε τις ορέξεις του ο ουρανός Παρασκευή βράδυ που είναι!

Στη διασταύρωση των δρόμων που τέμνονται άτσαλα, στέκεται εδώ και ώρα ο άνθρωπος με τα μπαλόνια. Έχει τόσα πολλά μπαλόνια να αιωρούνται πάνω από το ασπρισμένο του κεφάλι που είναι ζήτημα αν σήμερα πούλησε κανένα. Και είναι ο ίδιος τόσο αδύνατος, πλέει στα φθαρμένα του ρούχα, που νομίζω ότι αν ο αέρας δυναμώσει λίγο ακόμη ο άνθρωπος των μπαλονιών θα πετάξει πάνω από τις κεραμοσκεπές. Θα βρέξει, λες.

Ναι, για βροχή το πάει σίγουρα, απαντούν οι άλλοι, ενώ από το διπλανό τραπέζι που κλέβουν τις κουβέντες μας δείχνουν να συμφωνούν κι εκείνοι μαζί μας. Τους παρατηρώ όλους και βαριέμαι που δηλώνουν τα ίδια και τα ίδια ξανά και ξανά. Μένω σιωπηλός και ρουφώ την πορτοκαλάδα μου βιαστικά κι ας με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου που κοντεύω τα σαράντα και δε λέω να γλωσσιάσω αλκοόλ.

Μαρίνα, φερ’ του ένα ουίσκι φωνάζει βροντερά ο φίλος μου ο Τάκης – ο Τάκης που η Μαρίνα τον λέει Τακούλη κι εμείς σπάμε πλάκα γιατί σιχαίνεται να τον φωνάζουν υποκοριστικά, αλλά στη Μαρίνα δεν τολμά να πει μα και μου και το έχουμε καταλάβει ότι είναι ολίγον τσιμπημένος μαζί της. Και αυτό το ολίγο τσιμπημένος μεταφράζεται σε σφόδρα ερωτευμένος, αλλά αφού δεν το παραδέχεται εκείνος, αφού εκείνη τον έχει καταλάβει και του δίνει λαβές που εκείνος διστάζει ακόμη να εκμεταλλευτεί παρουσία μας, εμείς, οι υπόλοιποι φίλοι του – παλιοί συμμαθητές και δε συμμαζεύεται – μένουμε προς το παρόν αμέτοχοι. Κι εγώ πιο αμέτοχος από τους άλλους, αφού σήμερα το πρωί έφυγα από το σπίτι και πήγα μετά από επτά χρόνια να μείνω πάλι στης μάνας μου.

Κουβέντα επί του θέματος δε δέχομαι. Ούτε από τον Τάκη που ξέρει αλλά δε μιλάει – ευτυχώς για εκείνον.

Το ουίσκι μου έρχεται, σπέσιαλ περιποιημένο από το Μαρινάκι που απόψε δίνει ρέστα. Ο δίσκος στα χέρια της στροβιλίζεται, ανεβοκατεβαίνει, γεμίζει και αδειάζει στο πι και φι. Κι εκείνη πετάει, έχει βάλει φτερά στους λεπτούς της αστραγάλους και χαμογελάει και συνομιλεί με όλους τους θαμώνες. Δείχνει περισσότερο ορεξάτη από άλλες φορές που τυχαίνει να βρεθούμε στο στέκι μας. Ρίχνω μια ματιά στο ποτήρι αλλά και πάλι το χέρι μου πάει προς το αναψυκτικό. Οι φίλοι μου μιλούν ζωηρά, μερικές στιγμές μου φαίνεται ότι φωνάζουν για να ακουστούν πάνω από τις φωνές των άλλων θαμώνων, προσπαθούν να υπερσκελίσουν τα ντεσιμπέλ της μουσικής. Εγώ χάθηκα στις σκέψεις μου, κάπου και που απαντώ με ένα μονότονο ναι που δεν εννοώ για να δείξω ότι συμμετέχω στη συζήτηση, αλλά στην ουσία η ματιά μου είναι καρφωμένη στον τύπο με τα μπαλόνια.

Μαμάδες περνούν από τον πεζόδρομο με τα παιδιά τους που τα κρατούν από το χέρι, άλλες με καρότσια που τα σπρώχνουν νωχελικά καθώς βολτάρουν. Όλοι όμως προσπερνούν τα ιπτάμενα μπαλόνια. Τα παιδάκια δείχνουν με τα ροδαλά τους χεράκια προς το μέρος του ανθρώπου, κοντοστέκονται, οι μανάδες ρωτούν την τιμή, αμέσως δυσανασχετούν, τραβούν τα παιδιά τους βιαστικά, εκείνα γκρινιάζουν αλλά εν τέλει σέρνουν τα πόδια τους και απομακρύνονται και μόνο το κλάμα τους ακούγεται πνιχτό. Ένας πιτσιρικάς που ακόμη τον έχουν στο καρότσι έχει πλαντάξει στο κλάμα γιατί το μπαλόνι που του αγόρασαν λύθηκε από το χέρι του και δραπετεύει ψηλά στον ουρανό και οι νεαροί γονείς του που στέκονται όρθιοι και περιμένουν μπροστά από το διπλανό ουζερί μήπως και αδειάσει τραπέζι, λογομαχούν για το μπαλόνι που το ’σκασε και επιτέλους πότε θα μάθεις να κάνεις έναν σωστό κόμπο κατηγορεί ο ένας τον άλλον, και τίποτε δε μπορείς να κάνεις σωστά – η καραμέλα που ακολουθεί – και έπειτα το πράγμα σοβαρεύει και ο πιτσιρικάς κλαίει περισσότερο από πριν γιατί εκτός από το χαμένο μπαλόνι σε σχήμα ψαριού, οι γονείς του φωνάζουν και τον ταράζουν περισσότερο και παρόλο που ο μικρός δεν έχει αρθρώσει ακόμη λόγο ολοκληρωμένο, αν μιλούσε με όλες τις λεξούλες που έχει στο μυαλό του, θα ήθελε να τους πει να πάψουν επιτέλους και να τρέξει κάποιος να προλάβει το ψάρι.

Στιγμιαία με θλίβει η εικόνα. Ένα τραπέζι αδειάζει και ο σερβιτόρος του ουζερί τους κάνει νόημα να καθίσουν αν θέλουν, ωστόσο οι γονείς του πιτσιρικά είναι πολύ απασχολημένοι στον καυγά τους που δείχνει να φουντώνει λεπτό το λεπτό. Νιώθω πως χάλασε η βραδιά τους. Λυπάμαι τον μικρό που έμεινε χωρίς παιχνίδι. Εκείνη τη στιγμή ο αέρας παρασέρνει το ψάρι που είναι φουσκωμένο με ήλιο και το εγκλωβίζει κάτω από ένα μπαλκόνι πρώτου ορόφου. Σηκώνομαι από την καρέκλα μου, αρχίζω και τρέχω να προλάβω, μη τυχόν και φυσήξει από την αντίθετη κατεύθυνση και μου ξεφύγει για τα καλά το μπαλόνι στο νυχτερινό ουρανό. Ζητάω μια καρέκλα από τον κύριο που έχει το μαγαζί με τα οπτικά της γωνίας και του δείχνω το ψάρι που έχει εγκλωβιστεί κάτω από τον ιμάντα της τέντας. Ανεβαίνω με τα παπούτσια στην καρέκλα, τεντώνω το κορμί μου, λίγο ακόμη και θα φτάσω την άκρη του σχοινιού, πιάνω την κλωστή ανάμεσα στα δάχτυλά μου σφιχτά, τα κατάφερα! Επιστρέφω την καρέκλα στον μαγαζάτορα και περήφανος πλησιάζω τον πιτσιρικά και του δένω στο χεράκι του το σχοινί του ψαριού με ναυτική θηλιά. Ο μικρός σαστίζει και ως δια μαγείας παύει το κλάμα και σταματάει και ο τσακωμός των γονιών του που αρχίνησε από το ποιος από τους δύο ξέρει πώς να δένει ή να μη δένει κόμπο.

Αν μπορούσα να κάνω ένα παιδί θα ήθελα να είναι σαν τον πιτσιρικά που τώρα γελάει με το ιπτάμενο ψάρι του και το στόμα του είναι μόνο ρόδινα ούλα. Αλλά δε μπορώ. Το έδειξαν ξεκάθαρα οι εξετάσεις που πήρα από το γιατρό χτες βράδυ. Με βασάνιζε το ζήτημα όλη τη νύχτα που έμεινα ξάγρυπνος. Οι γονείς του μικρού με κοιτάζουν αποσβολωμένοι, τους επισημαίνω το τραπέζι που έχει αδειάσει στο βάθος, τους δείχνω τον σερβιτόρο που τους καλωσορίζει χαμογελαστός, χαϊδεύω το κεφαλάκι του μικρού και επιστρέφω στο τραπέζι που με περιμένουν οι φίλοι μου. Το Μαρινάκι έχει λιώσει γιατί έχει παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και μου σκάει ένα φιλί πεταχτό στο μάγουλο που με κάνει να κοκκινίσω από συστολή και τον Τάκη τον κάνει να κοκκινίσει από τη ζήλια.

Όλα καλά; με ρωτάει ύστερα από λίγο ο Τάκης όταν του ξεθυμαίνει ο θυμός και διακρίνει την υγρασία στα μάτια μου.

Όλα καλά, του απαντώ κοφτά.

Οι πρώτες στάλες βροχής αρχίζουν τώρα να πέφτουν δυνατές.

Οι θαμώνες σπεύδουν να χωθούν στο εσωτερικό των μαγαζιών. Η Μαρίνα τρέχει με το δίσκο της να μας μεταφέρει μέσα.

Εγώ φεύγω! τους ανακοινώνω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σε δευτερόλεπτα ο δρόμος έχει αδειάσει και μένει στη διασταύρωση μόνο ο άνθρωπος των μπαλονιών που σε λίγο δείχνει ότι θα αρχίσει να αιωρείται. Αρπάζω τα τσιγάρα μου, αφήνω κάποια κέρματα για την πορτοκαλάδα. Πλησιάζω τα μπαλόνια. Θέλω κι εγώ ένα μπαλόνι. Γιατί; Δεν υπάρχει γιατί. Απλά το θέλω. Αφήνω χρήματα στον τύπο και διαλέγω κι εγώ ένα ιπτάμενο ψάρι. Ίσως γιατί από χτες το βράδυ νιώθω κι εγώ να σπαρταράω σαν ψάρι έξω από το νερό.

Παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Δεν είναι μακριά το σπίτι της μάνας μου. Δυο στενά. Ο δρόμος όμως που με γυρίζει προς τα πίσω είναι μακρύς. Και η απόσταση μέχρι να μπορέσω να της πω πως δε μπορώ να την κάνω γιαγιά είναι δυσανάλογα μικρή. Κρατώ το μπαλόνι, μετανιώνω για πολλά που αδυνατώ να αλλάξω. Στην είσοδο του πατρικού μου αφήνω την κλωστή να γλιστρήσει από το χέρι μου. Αφήνω το ιπτάμενο ψάρι ελεύθερο. Μπουμπουνίζει και αστράφτει, το κεφάλι μου είναι μουσκεμένο, το ίδιο και το πρόσωπό μου.

Καλύτερα! σκέφτομαι. Έτσι η μάνα δε θα καταλάβει ότι κλαίω.

 

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα όπου και επέλεξε να επιστρέψει, έχει διανύσει σημαντικές περιόδους τις ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία. Δηλώνει ερωτευμένη με τη λογοτεχνική μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο selidodeiktis.gr

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top