Fractal

Διήγημα: “Ανά – δύση”

της Τίνας Σερβετά // *

 

 

f18

 

Πέσε.

Δεν πέφτω.

Έλα, πέσε.

Το λέει σα να μην αστειεύεται, ναι, το εννοεί. Είναι κι εκείνο το πράσινο μάτι που σε κοιτάζει σοβαρά και σου λέει ότι δεν έχεις επιλογή, πρέπει να το κάνεις.

Δεν μου αρέσουν τα πρέπει.

Πρέπει, όμως, να παραδεχτώ πως έχει δίκιο, αυτό να λέγεται.

Δεν πέφτω. Το λέω κι εγώ στα σοβαρά, δεν αστειεύομαι.

Το σώμα μου είναι η προέκταση του καγιάκ μου ή το καγιάκ μου είναι η προέκταση του σώματός μου, δεν έχω αποφασίσει ακόμη προς ποιά κατεύθυνση έχει ισχύ αυτό το θεώρημα. Ξέρω μόνο πως αρκεί να γείρω τον κορμό μου προς το νερό, είτε από τη δεξιά πλευρά του σκάφους μου είτε από την αριστερή, για να βρεθώ βυθισμένη στη θάλασσα. Σα νυχτερίδα στον αφρό δηλαδή.

Θα πέσω όταν θελήσω.

Είναι σημαντικό να το κάνεις, θέλω να πέσεις, επιμένει.

Εγώ δεν θέλω, σήμερα τουλάχιστον, επαναλαμβάνω και κοιτάζω αμήχανα πέρα, κοιτάζω όσο πιο μακριά μπορώ, δεν θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια.

Θέλω να του πω ότι δεν θα πέσω ποτέ, βαστάω όμως τη σκέψη μου, φοβάμαι να την πω, είναι μόνο η πρώτη μέρα της εκπαίδευσης.

Θυμάσαι, με ρωτάει, τουλάχιστον, τι πρέπει να κάνεις σε περίπτωση που πέσεις;

Ναι, απαντάω. Τη φωνή μου την παρασέρνει ένας ελαφρύς μαΐστρος που έχει αρχίσει δειλά να φυσάει. Κάνω μια παύση, “ξεκουμπώνω την ποδιά που με δένει στο σκάφος, αποδεσμεύω τους μηρούς μου από το κόκπιτ, φέρνω τα γόνατά μου κοντά και με τα χέρια μου δίνω μία και απομακρύνομαι από το καγιάκ, μετά κολυμπάω και περιμένω να έρθεις να με σώζεις Τζωρτζ!”

Οκ, λέει σκεπτικός, ίσως νευριάζει ή απογοητεύεται με την περίπτωσή μου αλλά δεν το δείχνει. Ήρεμος, κάνει δυο τρεις κουπιές και λέει πως στην πορεία θα πρέπει να μάθω να αυτοδιασώζομαι.

Δεν θα πέσω ποτέ, ξανασκέφτομαι, πιο δυνατά αυτή τη φορά, τόσο δυνατά που φοβάμαι μήπως ακούσει τις σκέψεις μου. Κάνω κι εγώ κουπί και τον ακολουθώ.

Κατευθυνόμαστε προς τις βραχονησίδες, κάποιες σκόρπιες ξέρες στη μέση του κόλπου. Στην κορυφή της πιο μικρής, ένα δέντρο μονάχο του στέκει ανεμοδαρμένο. Μαρμάρωσε από το αλάτι της γης.

Κοιτάζω τον Τζωρτζ που ακολουθεί δίπλα μου, με αφήνει ελαφρώς να προπορεύομαι για να με διορθώνει στην τεχνική μου. Θέλω να του πω πως κάποτε, αρκετά χρόνια πίσω, όταν δούλευα σαν το σκυλί για τα συμφέροντα μιας μεγάλης πολυεθνικής, ένα από τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας είχε την καταπληκτική ιδέα να μας φάει το μπόνους και αντί χρημάτων να μας ανταμείψει για την καλή μας απόδοση υποχρεώνοντάς μας να συμμετάσχουμε σε ένα σεμινάριο ασφαλούς οδήγησης. Ο έχων τη φαεινή ιδέα πήρε όπως ήταν επόμενο προαγωγή, εμείς οι υπόλοιποι φυσικά είχαμε σκάσει γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, όμως, σε εκείνο το σεμινάριο είχαμε περάσει καταπληκτικά και είχαμε μάθει πολύ χρήσιμα πράγματα, αχρείαστα να ήταν, όπως για παράδειγμα πώς να απεγκλωβιστούμε από ένα αυτοκίνητο στην περίπτωση που αυτό ανατραπεί.

Ο Τζωρτζ εκείνη τη στιγμή έρχεται δίπλα μου, μου κάνει νόημα ότι κοντά στην ξέρα έχει ξεπροβάλλει το κεφάλι της μια φώκια.

Πού, ρωτάω εγώ.

Ακολούθησέ με, δείχνει με το χέρι, αν μπει στην σπηλιά πάει να πει πως έχει φωλιά και δεν θα μπούμε, ίσως όμως καταφέρουμε να τη βγάλουμε φωτογραφία. Είσαι πολύ γρήγορη, μου λέει, κάνεις γρήγορο κουπί! Πάμε λοιπόν!

Σκάω χαμόγελο, συνειρμικά ξέρω πως παρασέρνομαι κάθε φορά.

Εν πάσει περιπτώσει, για να γυρίσω στο προηγούμενο θέμα, η εκπαίδευση γινόταν στην πίστα των Σερρών. Και το καλύτερο, από επαγγελματίες οδηγούς αγώνων. Κανονικούς ραλίστες! Το μυαλό μου έχει πάρει φωτιά τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά. Ε, λοιπόν, η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να πάρουμε μέρος, ήταν να προσδεθούμε στο κάθισμα του οδηγού, αυτοί με έναν μοχλό θα έκαναν το αμάξι να ντεραπάρει, και ο οδηγός έπρεπε να απεγκλωβιστεί μόνος του. Το πιο προχωρημένο σενάριο ήταν να απεγκλωβίσει τον εαυτό του και έναν επιβάτη ακόμη.

Βλέπω τον Τζωρτζ που απογοητευμένος κλείνει τη φωτογραφική του μηχανή στην υδατοστεγή θήκη της, μάλλον τη χάσαμε τη φώκια. Θέλω λοιπόν να του πω, ότι υπήρξα η μοναδική υπάλληλος της εταιρείας που δεν θέλησα να βρεθώ με το κεφάλι ανάποδα, που δεν θέλησα καν να πάρω γεύση από ένα έστω και εικονικόντεραπάρισμα. Ταυτόχρονα, ήμουν και η μοναδική υπάλληλος της εταιρείας και γυναίκα μάλιστα – αυτό αποτέλεσε τότε ευαίσθητο σημείο για τους άνδρες συναδέλφους – που είχα κάνει τον καλύτερο χ ρόνο στην επόμενη δοκιμασία της αράχνης.

Αφού λοιπόν είχαν ολοκληρώσει όλοι οι συνάδελφοι όλες τις δοκιμασίες, με πλησιάζει θυμάμαι ο Βαρνάσης και μου λέει, μα δεν θέλεις να προσπαθήσεις τον απεγκλωβισμό; ΟΧΙ, του απαντώ. Μα δεν είναι και τίποτε δύσκολο, επιμένει εκείνος, ανοίγεις την πόρτα, αν ανοίγει ή… Ξέρω, ξέρω κύριε Βαρνάση, ανοίγω την πόρτα, αν ανοίγει, αν δεν ανοίγει δοκιμάζω το παράθυρο, αν ούτε αυτό ανοίγει αναγκαστικά πρέπει να το σπάσω, σε καμία περίπτωση δεν λύνω τη ζώνη γιατί θα σπάσω τον αυχένα μου, ξεγλιστρώ τα πόδια μου κάτω από το τιμόνι, περιστρέφω το σώμα μου και μόνο όταν βρεθώ σε όρθια στάση, όταν δηλαδή τα πόδια μου πατούν τον ουρανό του αμαξιού, τότε ξεκουμπώνω τον ιμάντα, τόσο απλό, όπως το λέτε. Ο Βαρνάσης είχε μείνει και με κοιτούσε.

Φυσικά, όλα αυτά δεν έχω σκοπό να τα πω στον Τζωρτζ, γιατί τότε θα απογοητευτεί πολύ, τον αφήνω ακόμη να πιστεύει εκείνα που νομίζω πως πιστεύει για μένα.

Εγώ πάντως, δεν σκοπεύω να πέσω στο νερό σαν νυχτερίδα στον αφρό της θάλασσας.

Πάνε περίπου τέσσερις ώρες από τότε που πήρα το βάπτισμα, από τη στιγμή που ρίξαμε τα κανό μας στη θάλασσα. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Νιώθω μια δικαίωση που ακύρωσα τις διακοπές μου για να κάνω πραγματικότητα το απωθημένο μου. Α, όλα κι όλα, απωθημένα δεν μου άρεσε ποτέ να μαζεύω, νομίζω πως όταν το κάνω ή δεν είμαι εγώ ή πολύ απλά αρρωσταίνω και κάποια στιγμή αυτό θα σκάσει όταν θα θυμηθώ ότι δεν μου αρέσει η ζωή που ζω.

Δεν μου αρέσει να ζω στα χαμένα.

Ο Τζωρτζ μου λέει ότι πήρε μέρος στον μαραθώνιο της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά ότι προτιμάει λέει τις ορεινές διαδρομές. Εγώ σιχαίνομαι το τρέξιμο, παντού!

Εκεί λοιπόν που κόντευε να φτάσει στο σημείο τερματισμού, τέταρτος λέει βγήκε, οι δρομείς περνούσαν από κάτι στενοσόκακα πριν την τελική κατηφόρα για την πλατεία όπου τους περίμεναν όλοι οι διοργανωτές, έτσι είπε, καθόταν λέει δυο γιαγιάδες στο πλατύσκαλο μιας μονοκατοικίας, ένα παλιό χαμόσπιτο ήτανε με μολόχες στα περβάζια, με τα μαύρα τσεμπέρια στο κεφάλι οι γιαγιάδες, με μπαμπακένια μαλλιά και ζαρωμένα τα χέρια, μαυριδερές με μαύρα μάτια κι οι δύο, και λέει η μια στην άλλη, μα γιατί τρέχουνε ετούτα τα παιδιά, α, στα χαμένα αποκρίνεται ταυτόχρονα η δεύτερη, ο Τζωρτζ λοιπόν άρχισε να γελάει και το πηγαίο γέλιο τού στοίχησε λέει την τρίτη θέση, εξ’ ου και τέταρτος στην τελική κατάταξη.

Σα να ακούω τη μάνα μου εκείνη τη στιγμή μεσοπέλαγα να μου φωνάζει τι τα θέλω εγώ αυτά, στα χαμένα θαλασσοπνίγομαι, τι έχω άραγε να κερδίσω. Δεν μου το είπε, αλλά ξέρω ότι το σκέφτηκε και θα μου το ξεφουρνίσει σε ανύποπτο χρόνο. Πού να εξηγώ… μάταιο.

Σε μία ξέρα που συναντούμε στη διαδρομή μας, τα νερά όσο πλησιάζουμε είναι αβαθή. Από την πίσω πλευρά του βράχου σχηματίζεται μια μικρή παραλία. Μπορούμε εδώ να αράξουμε για λίγο. Με σταθερές κουπιές κόντρα στα ρέματα καταφέρνουμε να προσεγγίσουμε, σκάμε τα σκάφη με προσοχή στην αμμουδιά, ξεκουμπώνουμε τις ποδιές μας από το κόκπιτ, βγάζουμε έξω τα πόδια, τα πέλματα ακουμπούν στο βυθό, ασφαλίζουμε τα κουπιά στα σκοινιά και τραβούμε τα σκάφη έξω από το νερό. Η πλάτη και τα χέρια μου καίνε. Κουράστηκα αλλά δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχτώ. Θέλω να συνεχίσω. Ο βράχος είναι γεμάτος τσικνιάδες. Είμαι σίγουρη ότι μας κοιτάζουν με απορία, τι δουλειά έχουν αυτοί οι δύο εδώ, θα αναρωτιούνται. Α! Περιπλανιούνται στα χαμένα θα πεταχτεί κάποιος ανάμεσά τους και θα πει. Ανοίγουν τις φτερούγες και πετούν μακριά, μας περιφρονούν. Εξυπνάδες. Όπως οι εξυπνάδες της μάνας μου. Κοιτάζω γύρω μου τη θάλασσα να απλώνεται μέχρι εκεί που μπορούν και βλέπουν τα μάτια μου.

Φάε κάτι να πάρεις δυνάμεις, μου προτείνει ο Τζωρτζ.

Δεν πεινάω, χόρτασα εικόνες.

Φάε κάτι με το ζόρι τότε, ξαναλέει.

Βγάζω από το σακίδιό μου μια σοκολάτα με φιστίκια, από εκείνες που σιχαινόμουνα παλιά και την κάνω μια χαψιά, αφήνω την αλμυρή γλυκάδα της να γεμίσει το στόμα μου. Πώς αλλάζουν τα γούστα των ανθρώπων, συλλογίζομαι. Λες, κάποτε να αρχίσω κι εγώ να τρέχω μαραθώνιο;

Πέφτω με την πλάτη στην άμμο, λυγίζω τα γόνατά μου να ξεκουράσω τη μέση μου, τεντώνω τα χέρια μου επάνω από το κεφάλι μου. Ανάμεσα στον κυνόδοντα και τον κόπτη μου έχει σφηνωθεί ένα υπόλειμμα φιστικιού. Με τη γλώσσα μου προσπαθώ να το διώξω. Νιώθω ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό στα δάχτυλα του χεριού μου, σηκώνομαι, βλέπω ένα μικρό καβουράκι να προσπαθεί να καβαλήσει την παλάμη μου, το διώχνω, το παρασέρνω με τον δείκτη μου προς τη θάλασσα, παρατηρώ την τρελή του πορεία μέχρι την ακροθαλασσιά. Δεν προλαβαίνει. Ένα πεινασμένο γλαρόνι που δεν δίνει σημασία στην κατά τα άλλα φωσφορίζουσα παρουσία μας, βουτάει με το ράμφος του, το καρφώνει και αμέσως το καταπίνει.

Το μυαλό μου αδειάζει. Δεν μπορώ να επεξεργαστώ πλέον αυτό που βλέπω. Αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου, μένω μοναχά να κοιτάζω το κίτρινο κροκί σκάφος μου και το πράσινο του Τζωρτζ.

Πίσω στο γραφείο γίνεται σίγουρα σφαγή για το ποιός θα αντικαταστήσει τον διευθυντή παραγωγής που συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν στο διάδρομο με μαχαίρια στην πλάτη. Κινούνται πλαγίως, καβούρια κι αυτοί, νομοτελειακά περιμένουν τη σειρά τους για το μεγάλο ράμφος που θα τους κατασπαράξει. Δεν μου αρέσει η γεύση που έχει το καβούρι.

Εσύ Τζωρτζ τρως καβούρια;

Εννοείται, απαντάει ο εκπαιδευτής μου, αλλά πιο πολύ μου αρέσει ο αχινός.

Δεν έχω φάει ποτέ, λέω.

Ο Τζωρτζ δείχνει να μην με πιστεύει. Από όλα όσα του έχω πει, αυτό δυσκολεύεται να καταπιεί. Μου εξιστορεί μια πορεία που είχαν κάνει παλιότερα με φίλους Νορβηγούς, είχαν περάσει το μεγάλο φάρο στο νότιο ακρωτήρι και κατευθύνονταν προς τη σκάλα, εκεί λοιπόν ένας ονόματι Όλεκ, βλέπει λίγο έξω από μια σπηλιά γεμάτο το βυθό με αχινούς. Να πέσουμε να βγάλουμε, λέει, δεν έχω φάει ποτέ. Πέφτει ο νορβηγός, βουτάει και ο Τζωρτζ, μάσανε καμιά εκατοστή αχινούς. Το βράδυ που μαζευτήκανε όλο το γκρουπ σε μια ταβέρνα, ζητήσανε του ταβερνιάρη να τους κάνει σαλάτα, να τους ψήσει και κάτι κέφαλους, τι θα πιείτε ρωτάει ο ταβερνιάρης, νερό είπαν οι νορβηγοί, κάπου εκεί σταμάτησα να ακούω την υπόλοιπη ιστορία, κουνούσα μόνο το κεφάλι για να δείξω ότι κατανοώ, σταμάτησα να παίρνω στα σοβαρά τους νορβηγούς και φυσικά τους αχινούς. Δε βαριέσαι, αγκάθια!

Εμένα, ο πατέρας μου, πάντα έλεγε μια ιστορία από τη Σπάρτη όταν είχε πρωτοπιάσει δουλειά σε μια κατασκευαστική εταιρεία, για έναν μάστορα, νομίζω ήταν καλουπατζής, που ήταν και καλός βουτηχτής και τα σαββατοκύριακα πότε έκανε ψαροντούφεκο, πότε έβγαινε με ένα σουγιά και μια απόχη και μάζωνε αχινούς. Μια φορά λοιπόν, χτυπάει μια Κυριακή κατά το γιόμα το κουδούνι, ανοίγει η μάνα μου που τότε ήταν μόνο φιλενάδα του πατέρα μου, φέρε λεμόνι της λέει ο μάστορας και ούζο, έρχεται στην πόρτα κι ο πατέρας μου, κάτσανε όλο το μεσημέρι στη βεράντα να τρώνε με το κουταλάκι τα αυγά των αχινών πίνοντας ουζάκια. Και από εκείνη την ιστορία ξέρω πως άμα ποτέ γίνει μεζές με αχινούς, πρέπει να είναι μεζές για ούζο.

Λέγανε, πως ο απερχόμενος διευθυντής παραγωγής, έπινε λέει πού και πού. Το ποτό του στοίχησε στην υγεία του, ήταν μόνο πενήντα πέντε και έμοιαζε γέροντας εβδομήντα χρονών. Αυτά βέβαια τα διαδίδανε κάτι γυναικούλες που μιλούσαν για τα ξένα σπίτια και ποτέ για τα δικά τους, τα λέγανε επίσης όσοι τον ζήλευαν για τη θέση του, κάβουρες ήταν αυτοί, αλλά πρωτίστως εκείνοι που δεν κατάφερναν παρά τις κολακείες να γίνουν οι αυλικοί του. Μοναχικός ήταν, μόνο τη δουλειά του κοιτούσε και είχε έγνοια για την μονάκριβη κόρη του. Καμιά φορά με πετύχαινε στο φωτοτυπικό και με ρωτούσε τι κάνεις Ρώμη, πότε ξεκινάνε τα μαθήματα του θαλάσσιου καγιάκ, είπα στην κόρη μου για σένα και θέλει να της δώσεις πληροφορίες γι’ αυτόν τον τύπο που κάνει τα μαθήματα, θα έρθει από την Αθήνα για το καλοκαίρι, πήρε καλούς βαθμούς στην εξεταστική, της υποσχέθηκα ότι άμα βγάλει πάνω από οκτώ στα μαθήματα θα την αφήσω να μάθει καγιάκ, αν μπορείς κι αν δεν σου κάνει κόπο να έρθει μαζί σου κάποια φορά σε κάποιο μάθημα, αν δεν σου κάνει κόπο κι αν δεν σου είναι βάρος, αυτό το τόνιζε. Νομίζω πως με συμπαθούσε. Κυρίως γιατί κρατούσα πάντα αποστάσεις, δεν ήθελα πολλά πολλά, ούτε κι εκείνος άλλωστε.

Ο Τζωρτζ καταβροχθίζει ό,τι απέμεινε από ένα σάντουιτς που είχε στο σάκο του, κάποτε, μου αναφέρει, δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα τρώει σοκολάτα στη θάλασσα, γελάει πνιχτά, αφήνει ένα σοκολατάκι να λιώσει στον ουρανίσκο του, κοιτάζει δυτικά τον ορίζοντα, σήκω μου λέει, δεν είναι να αργούμε, θα βγάλει αέρα. Ούτε εγώ μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί ποτέ να τρέξω μαραθώνιο… Τον παρατηρώ που σηκώνεται, είναι πολύ δεμένο το σώμα του, μαζί του νιώθω ασφάλεια εδώ μεσοπέλαγα που βρισκόμαστε.

Έπρεπε να έχω φέρει μαζί μου την κόρη του παλιού μου διευθυντή, είχα όμως ντραπεί να τον ενοχλήσω στο κινητό του τηλέφωνο για αυτό το θέμα, εξάλλου οι γλώσσες λέγανε πως αποχώρησε πρόωρα για λόγους υγείας, δεν μπορούσα να φανταστώ ή να σκεφτώ τι να πω στο τηλέφωνο χωρίς να ακουστώ σαν φελλός.

Ο Τζωρτζ μου δείχνει ένα σημάδι στον ορίζοντα μπροστά μας, εκεί μου λέει θα κατευθυνθούμε και να προσπαθήσω να εφαρμόσω το νέο τρόπο που μου έμαθε να κάνω γρήγορο κουπί, να προλάβουμε τον άνεμο πριν γυρίσει κόντρα.

Μάλιστα.

Τα χέρια μου αρπάζουν το κουπί, οι ώμοι μου καίνε, αμέσως μόλις απομακρυνόμαστε από την ξέρα ο άνεμος δείχνει τις πραγματικές του διαθέσεις.

Ευτυχώς δεν κουβάλησα μαζί μου την κόρη του πρώην διευθυντή. Γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω, η ξέρα μόλις που φαίνεται, την μαστιγώνουν τα κύματα, κάνω κουπιές όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά, ξεχνάω τα πάντα, δεν σκέφτομαι, μόνο αναπνέω, τα κύματα χτυπάνε το σκάφος μου από τα πλάγια, δεν θα με ρίξουν στο νερό, αυτό λέω και ξαναλέω, πού να κρύφτηκαν άραγε οι τσικνιάδες, τα καβούρια και κάτω από το νερό πάλι πλαγίως θα κινούνται, ποιός νοιάζεται όμως τώρα;

Την ακτή τη διακρίνω, δεν είναι μακριά, όσο όμως κι αν προσπαθώ να κάνω το σκάφος μου να γλιστρήσει, τόσο αυτό το παρασέρνει ο άνεμος και τα ρέματα, κάνω διπλό ίσως και τριπλό κόπο για να μπορέσω να βγω. Ο Τζωρτζ μου φωνάζει να μην απομακρύνομαι από κοντά του, πρέπει να τον έχω τρομάξει, όμως όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να πάω πιο κοντά, οι ώμοι μου, τα μπράτσα μου, ολόκληρη η σπονδυλική μου στήλη που πονάει, με προδίδουν. Θυμάμαι τη μάνα μου, στα χαμένα θαλασσοπνίγεσαι τη φαντάζομαι να μου λέει και πεισμώνω, λυσσάω, αφρίζει το στόμα μου και σφίγγω τα δόντια, δεν θα πέσω στο νερό, θα βγω στην ακτή, λίγο ακόμη χρειάζομαι, ίσα να χωθώ στον απάνεμο κολπίσκο, εκεί θα πάρουμε ανάσα, θα είμαστε πια προστατευμένοι.

Θυμάμαι τον Τζωρτζ να μου λέει όλη μέρα πως πρέπει όλο το σώμα μου να κοιτάζει προς την κατεύθυνση προς την οποία θέλω να μετακινηθώ. Γέρνω το σκάφος μου προς τα δεξιά, όσο περισσότερο μπορώ, συνεχίζω και κωπηλατώ, θυμάμαι όλες του τις οδηγίες, είχε έρθει η στιγμή να τις εφαρμόσω κατά γράμμα, οι ώμοι μου τώρα καίνε, η πλάτη μου καίει, οι μηροί μου πονάνε, τόσο δυνατά τους πιέζω στα πλαϊνά του σκάφους, τα πέλματά μου τρέμουν στα πετάλια, αλλά συνεχίζω. Είσαι εντάξει; μου φωνάζει, ναι, σχεδόν ουρλιάζω. Θυμάμαι πόσο όμορφα ήταν στην βραχονησίδα με τη μικροσκοπική παραλία. Γιατί αφήσαμε άραγε τη στεριά, έστω κι αυτή την πολύ μικρή; Γιατί αφήνουμε τη σιγουριά; Για ποια θάλασσα; Για κάποια φιλόξενη ή τάχατες για κάποια αφιλόξενη; Ρίχνομαι με μανία στα κύματα, εγώ θα νικήσω, σκέφτομαι, από την πάλη μου μαζί τους. Και είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που λυτρώνομαι από τις πεζές μου σκέψεις, από την μικρή μου ζωή, βγαίνω για πρώτη φορά να αναμετρηθώ εγώ με τη θάλασσα, εγώ με το φόβο μου, αυτόν που πίστευα θα νιώσω αλλά όταν τον μετράω τον βρίσκω να έχει εκμηδενιστεί.

Μπαίνω πια στον κολπίσκο, ο αγέρας κόβει απότομα, γυρίζω δεξιά μου βλέπω τον Τζωρτζ, του χαμογελάω πλατιά, σηκώνω στον αέρα το κουπί μου και ουρλιάζω από χαρά! Κοντεύουμε στην ακτή, στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε σήμερα το μεσημέρι. Πέσε, με παρακινεί.

Δεν θα πέσω ποτέ, συνεχίζω και ουρλιάζω! Καρφώνω το καγιάκ στην παραλία, πετάω το κουπί στην αμμουδιά, βγαίνω πρώτη και τον περιμένω. Γιώργο, δεν θα πέσω ΠΟΤΕ! Αλλά αν πέσω, θα πάρω το χρόνο μου, θα ξεκουμπώσω την ποδιά, θα απαγκιστρώσω τους μηρούς μου από τα πλάγια, θα ενώσω τα γόνατά μου και με τα χέρια μου θα ωθήσω το σώμα μου προς το βυθό, ίσως μετά έρθεις να με σώσεις! Χαμογελάει. Προβληματίζεται μάλλον.

Ανοίγω την αδιάβροχη θήκη, εκεί μέσα έχω το κινητό μου τηλέφωνο, θέλω να πάρω στο σπίτι να πω πως είμαι καλά, από το πρωί το έχω ξεχασμένο, δεν έχω τηλέφωνο. Δεκαπέντε περίπου κλήσεις, άλλα τόσα μηνύματα. Συγχαρητήρια, ευχές, σιδεροκέφαλη, είμαι η νέα διευθύντρια του τμήματος παραγωγής. Κοιτάζω προς τη θάλασσα, ατενίζω τα ορμητικά της κύματα, πνίγω την είδηση αυτή στο μυαλό μου, εδώ ήρθαμε να κάνουμε άλλα πράγματα, ψάχνω τη ματιά του Γιώργου, ξέρω πως ό,τι κι αν γινόταν θα ερχόταν να με ανασύρει από το βυθό, τον αγκαλιάζω, ευχαριστώ, λέω, ευχαριστώ για αυτή τη μέρα, παίρνουμε το χρόνο μας, δένουμε τα καγιάκ στην οροφή του τζιπ και επιστρέφουμε πίσω, έξω στη στεριά όλα είναι ήρεμα, ο δρόμος είναι σχεδόν άδειος, στο ραδιόφωνο παίζει αδιάφορη μουσική κι εγώ σε όλη τη διαδρομή κοιτάζω στα χαμένα το παρμπρίζ και σκέφτομαι μονάχα πως δεν μου αρέσουν τα καβούρια.

 

 

 

Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα όπου και επέλεξε να επιστρέψει, έχει διανύσει σημαντικές περιόδους της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία, καθώς και μαθήματα υποτιτλισμού οπτικοακουστικού υλικού. Δηλώνει ερωτευμένη με τη λογοτεχνική μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο www.selidodeiktis.gr

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top