Fractal

Διήγημα: “Πλαστικές πεταλούδες”

Της Τίνας Σερβετά // *

 

 

φ7

 

Έχω ταμπουρωθεί απόψε πίσω από τη στάση της προϊσταμένης. Είναι Σάββατο, μεγάλη γιορτή, για εμένα δεν είναι γιορτή, απόψε έχω βάρδια, επτά χρόνια τώρα κάνω βάρδιες, επτά χρόνια φαγούρα, είναι στιγμές που ακούω τη λέξη βάρδια και παραλογίζομαι, έχουν δει κι έχουν δει τα ματάκια μου, κι έπειτα είναι άλλες στιγμές που προσγειωμένη στην πραγματικότητα και αποδεχόμενη πλήρως τις συμβάσεις της ζωής μου, λέω «δε βαριέσαι, ώρες είναι θα περάσουν…». Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στους πίνακες που πρέπει να συμπληρώσω, η συνάδελφος που περνάει εκείνη τη στιγμή στο διάδρομο με ρωτάει πού έχουμε τις δεκάρες σύριγγες, στο επάνω ράφι απαντώ, στο κίτρινο ερμάριο, δεν είναι μου ξαναλέει, δεν τις βρίσκω, τις άλλαξε άραγε κάποιος θέση, δεν μπορεί, το πρωί είχαμε τουλάχιστον μια εκατοστή δεκάρες σύριγγες, τι τις έκαναν οι νοσηλεύτριες αναρωτιόμαστε, θα πάω να φέρω άλλες από την μικρή αποθηκούλα της λέω, πώς θα πάρουν οι άρρωστοι τα φάρμακά τους αν δεν έχουμε σύριγγες, παρατάω τους πίνακες. Να δω πότε θα βρω χρόνο να κρατήσω τα στατιστικά στοιχεία που μου ζήτησε ο καθηγητής!

Όταν έχουμε εφημερία με τον καθηγητή, η νύχτα κυλάει. Ακόμη κι όταν νοσηλεύονται βαριά άρρωστοι εμείς έχουμε τον τρόπο μας να αντιμετωπίζουμε τα δύσκολα. Αρπάζω από το πρώτο συρτάρι του γραφείου της προϊσταμένης τα κλειδιά της αποθήκης, επιστρέφω αμέσως λέω, μηχανικά κατευθύνομαι προς την άλλη πλευρά του διαδρόμου, συλλαμβάνω τον αυτό μου να κοιτάζει κάτω, μετράω τα πλακάκια αλλά στην πραγματικότητα δεν τα μετράω, έχω πάψει να τα αριθμώ, ξέρω κάθε πλακάκι αυτού του πατώματος απ’ έξω κι ανακατωτά, είναι μειονέκτημα να κοιτάζεις χαμηλά, στον ώμο μου ένα χέρι με ακουμπάει, καλησπέρα Μυρσίνη, η φωνή του καθηγητή γνώριμη και ευγενική συναντάει την κενή μου σκέψη, είσαι καλά, αρκετά καλά ευχαριστώ, κρύβω την κούρασή μου επιμελώς, χαίρομαι που τον βλέπω, έχουμε άλλη σιγουριά όταν εκείνος είναι μαζί μας, ήρεμη δύναμη είναι ο καθηγητής, αυτόν δεν τον έχω συλλάβει ποτέ να μετράει τα πλακάκια, ανοίγει την πόρτα του γραφείου του, μειδιά και κλείνεται μέσα.

Αποφασίζω ότι δεν έχει νόημα να έχω αραδιασμένα τόσα χαρτιά επάνω στον πάγκο, έχω κι ένα άγχος μήπως μου τα ανακατέψει κανείς, επιστρέφοντας από την αποθήκη με μια συσκευασία σύριγγες στα χέρια, βλέπω τα δείγματα να περιμένουν να τα κατεβάσει κάποιος στα εργαστήρια, αφήνω τις σύριγγες επάνω στο τροχήλατο καρότσι, φωνάζω μια διετούς και της ζητάω να πάει στα εργαστήρια αμέσως, δεν έχουν καμία δουλειά τα αίματα επάνω στον πάγκο τόση ώρα, μαζεύω τα χαρτιά μου και τα ασφαλίζω στην τσάντα μου.

Ίσως ο καθηγητής να θέλει έναν καφέ. Χτυπάω την πόρτα του. Μου ζητάει να τον ενημερώσω για το περιστατικό στον θάλαμο 12, αν έδειξε σημάδια βελτίωσης από το μεσημέρι, δεν τρώει, δεν πίνει, ίσως να μην βγάλει τη νύχτα, η γρίπη φέτος είναι πολύ επιθετική Μυρσίνη… μου λέει, κρίμα γιατί είναι νέος, πόσο νέος, πάνω κάτω στην ηλικία του καθηγητή, ο καθηγητής είναι νεότατος, ούτε πενήντα, έγινε πολύ νέος καθηγητής, είναι ένας λαμπρός γιατρός. Κατεβαίνουμε μαζί ως το κυλικείο να πάρουμε έναν καφέ; με ρωτάει αιφνιδιάζοντας τις προθέσεις μου. Γιατί όχι!

Απόψε είναι γενική εφημερία, αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν οι θάλαμοι είναι μισοάδειοι, το πιθανότερο είναι πως μέχρι το πρωί δεν θα υπάρχει ελεύθερο κρεβάτι. Ο καθηγητής μου αναφέρει πως ερχόμενος πέρασε από τα επείγοντα, εκεί κάτω επικρατεί πανζουρλισμός, δεν προλαβαίνουν τις εισαγωγές, τρία ασθενοφόρα έμπαιναν από την κεντρική πύλη, ταυτόχρονα ένα ακόμη παραβίαζε το κόκκινο φανάρι στη διασταύρωση, σίγουρα εμείς και οι καρδιολόγοι θα κάνουμε απόψε πάρτι. Εκείνος είναι ήρεμος, στωικός. Είμαι κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Όχι πάντα. Ώρες ώρες.

Στεκόμαστε λίγη ώρα στο διάδρομο, χαζεύουμε τους φωτισμένους θαλάμους από το αίθριο του ισογείου. Μου περιγράφει τη Νίκαια, εκεί ήταν την περασμένη εβδομάδα για να συμμετάσχει σε μια ομάδα εργασίας σχετικά με τα μεταβολικά νοσήματα. Αυτό είναι και το θέμα της διατριβής μου. Η στατιστική, του λέω, δεν τα πάω καλά με τη στατιστική. Δηλαδή όχι τόσο γρήγορα όσο θα ήθελα. Μου ζητάει να κάνω υπομονή, δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν τα περιστατικά, πόσο μάλλον να ενταχθούν στη μελέτη που κάνουμε, ευτυχώς η εταιρεία που χρηματοδοτεί την έρευνα μας παρέχει φάρμακο όταν το χρειαστούμε, κάτι είναι και αυτό, είμαστε όμως πίσω σε σχέση με τη δουλειά που κάνουν στην Γαλλία, αυτό βέβαια δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει, εκείνος δηλώνει αισιόδοξος. Εκείνη την ώρα στο αίθριο είναι και μια νεαρή κοπέλα που καπνίζει νευρικά. Δείχνει απελπισμένη, κουρασμένη. Είναι λογικό. Στο ισόγειο στεγάζεται η παιδιατρική κλινική. Κοιταζόμαστε. Ανεβαίνουμε; ρωτάει χωρίς να περιμένει απάντηση. Στεκόμαστε δίπλα δίπλα περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα του ανελκυστήρα. Οι ώμοι μας σχεδόν ακουμπούν.

Ο ανελκυστήρας αντί να ανέβει στον τρίτο όροφο, κατεβαίνει στο υπόγειο, η πόρτα ανοίγει, ο τραυματιοφορέας μας καλησπερίζει εγκάρδια και μπάζει μέσα ένα φορείο, η κουβέρτα μισοσκεπάζει ένα λιανό σώμα, το στέρνο είναι ακάλυπτο, ανασαίνει μετά βίας, δύο μάτια αγριεμένα κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, πού πάτε ρωτάει ο καθηγητής, σε εσάς τον φέρνουμε απαντάει ο τραυματιοφορέας, εμείς κάνουμε προς τα πίσω να χωρέσει το φορείο, ανεβαίνουμε όλοι μαζί στην κλινική, το μοτέρ του ανελκυστήρα έχει καιρό να συντηρηθεί, ο θάλαμος τρίζει, το φως σβήνει όσο διαρκεί ένα άνοιγμα και κλείσιμο των βλεφάρων, ακόμη ανεβαίνουμε, ακούμε ζωηρές μπουρμπουλήθρες από τη φιάλη οξυγόνου που δίνει ανάσα στον ασθενή. Ο καθηγητής παίρνει ένα μάτσο χαρτιά από τα πόδια του αρρώστου, ξεφυλλίζει τις εξετάσεις, ρίχνει μια ματιά στο καρδιογράφημα, βγαίνουμε από τον ανελκυστήρα, κόντρα στο φως αλογόνου της οροφής ρίχνει μια προσεκτική ματιά στην ακτινογραφία, εξακολουθεί να βαδίζει δίπλα μου, ο άρρωστος ήδη κατευθύνεται στο θάλαμο που θα νοσηλευθεί, ο καθηγητής μου δίνει τις εξετάσεις και μου ανακοινώνει ότι αυτό το περιστατικό θα το αναλάβω εγώ.

Διαπιστώνω μια αυξημένη κινητικότητα στους θαλάμους σε σχέση με νωρίτερα. Οι νοσηλεύτριες επιβεβαιώνουν ότι απόψε θα είναι δύσκολη η βάρδια, τις ακούω που συνομιλούν έξω από το θάλαμο των γιατρών καθώς ετοιμάζονται να χορηγήσουν στους αρρώστους τα φάρμακα, μια άλλη δυσανασχετεί γιατί μια γιαγιά κατάφερε να βγάλει την πεταλούδα από το χέρι της, από το τράβηγμα έσπασε τη φλέβα της, δεν μπορούσαν να της βρουν άλλο αγγείο γερό για να χορηγήσουν τον ορό. Ένας από τους νοσηλευόμενους στην ψυχιατρική είχε ξεπορτίσει και παρίστανε τον αστυνομικό περιφερόμενος στους διαδρόμους της παθολογικής, έμπαινε στους θαλάμους και τρόμαζε τους συνοδούς, τον Μηνά τον ξέραμε όλοι, μόνιμος κάτοικος άλλωστε, πήγε ο καθηγητής και τον μάζεψε, καλέσαμε νοσηλευτές από την ψυχιατρική να βοηθήσουν, μια γιαγιά ξεβρακώνεται γιατί λέει έχει πολύ ζέστη, ανοίγει τα παράθυρα η συνοδός της, άλλοι κρυώνουν και φωνάζουν, έχουμε ανθρώπους με πνευμονία εδώ μέσα φωνάζει ένας εξαγριωμένος, πιο δίπλα μια άλλη παραπονιέται ότι ζαλίζεται, φυσάει και ξεφυσάει, μεγάλη θεατρίνα, δηλώνει ότι σβήνει, εγώ βλέπω ότι δίπλα στο κομοδίνο έχει φλούδες από μπανάνα, μισοφαγωμένες σοκολάτες, δύο κεσέδες γιαούρτι, τι έφαγες τη ρωτάω, δεν μου απαντάει, σε πονάει η κοιλιά ξαναρωτάω, μου ανεβαίνει η κοιλιά στο στόμα λέει, σε πονάει το στήθος, όχι, η καρδιά, δεν ξέρω, γιατί μιλάς έτσι, αγκομαχάω γιατρέ, να κάνουμε καρδιογράφημα για καλό και για κακό, άντε να το κάνουμε, βγείτε όλοι έξω, δέκα ώρες να ξεντυθεί, την πιάνουν οι ντροπές, το καρδιογράφημα είναι νορμάλ, δεν έχεις τίποτε της λέω, είσαι μια κούκλα κυρία Νόνη, μου χαμογελάει και με λέει καμαράκι της, υγίανε στο δευτερόλεπτο.

Περασμένα μεσάνυχτα και ακόμη δεν ηρεμούμε, συνεχίζουν και μας ανεβάζουν αρρώστους από τα επείγοντα. Αυτές οι πεταλούδες είναι δεύτερης ποιότητας μου αναφέρει μια νοσηλεύτρια, τα ψεύτισαν όλα συνεχίζει, σιγά το νέο, κάπου πρέπει να υπάρχουν και οι άλλες, οι παλιές, της λέω, είχαμε κρατήσει εφεδρεία στο γραφείο της προϊσταμένης για τους πιο καταπονημένους και για όσους έχουν καμένες φλέβες από τα πολλά φάρμακα, βαρέθηκα μου λέει εκείνη, σήμερα έχω ήδη κάνει τέσσερις αλλαγές, τι γίνεται στο θάλαμο 12 την ρωτάω, καμία βελτίωση λέει εκείνη, να του αλλάξουμε προληπτικά την πεταλούδα γιατί το χέρι του είναι ταλαιπωρημένο, εντάξει της λέω θα το αναλάβω εγώ, λίγο αργότερα όμως.

Δύο νέοι φάκελοι με περιμένουν στο γκισέ, ξεφυλλίζω με ταχύτητα τα χαρτιά, ο ένας έχει αναπνευστική δυσχέρεια, ο άλλος αιματουρία. Στο τηλέφωνό μου βρίσκω οκτώ νέα μηνύματα, άλλες τόσες κλήσεις, στην αρχή τρομάζω μήπως συμβαίνει κάτι, τελικά δεν είναι και τίποτε σπουδαίο, ο Παντελής φεύγει, κουράστηκε λέει να κάνει παρέα τα βράδια με το σκύλο, που παρεμπιπτόντως δεν είναι ο δικός του σκύλος, ως εδώ και μη παρέκει, θα μαζέψει τα υπόλοιπα πράγματά του σε εύλογο χρόνο και θα μου αδειάσει λέει τη γωνιά, μου φαίνεται ότι τα παραλέει, το δράμα νόμιζα πως είναι γυναικείο γνώρισμα. Δεν καταλαβαίνω τις υπερβολές του. Σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω, μήπως να στείλω ένα μήνυμα καλύτερα, αναθεωρώ, δεν έχουν σημασία οι τίτλοι του τέλους, κανείς δεν τους παρακολουθεί ποτέ, ούτε καν στο σινεμά, αφήνω κάτω το τηλέφωνο και το μόνο που σκέφτομαι είναι ΟΚ. Απλά ΟΚ. Ο διάδρομος όσο η νύχτα προχωράει γεμίζει με κρεβάτια. Δυστυχία μας κι απόψε, και εκεί που το σκέφτομαι αυτό, θυμάμαι και κάτι ακόμη, ότι η μάνα μου έλεγε πως εκεί που νομίζεις ότι η υπομονή σου έχει εξαντληθεί, τότε είναι που οπλίζεσαι με περισσότερη υπομονή, στο τέλος ξεχειλίζεις από αυτήν, ποτίζει όλη σου την ύπαρξη, σε ραίνει με δύναμη και κάπως έτσι καταφέρνεις να αντέχεις.

Στο θάλαμο 12 έχω την εντύπωση ότι νοσηλεύουμε κάποιον γνώριμο του καθηγητή. Δεν είναι απλή διαίσθηση, το καταλαβαίνω επειδή με ρωτάει συνέχεια για την πορεία του, διστάζω να ρωτήσω περισσότερα, δεν ξέρω αν έχω αυτό το θάρρος. Φοράω την πράσινη μπλούζα μου, γάντια απαραιτήτως, μάσκα. Ο άνθρωπος είναι κάτωχρος, τι κάτωχρος, μπλε τον λες. Στο δωμάτιο αυτό που λειτουργεί ενίοτε ως απομόνωση νοσηλεύουμε μόνο αυτόν, όλοι τρέμουμε τα μεταδοτικά νοσήματα, είναι στιγμές που είσαι θεατής στις εξελίξεις, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, μόνο να περιμένεις. Το είπε και ο καθηγητής, η γρίπη φέτος…

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, μετράω στην άκρη των δακτύλων του το οξυγόνο που κυκλοφορεί στο αίμα του. Χάνομαι κοιτάζοντας τη μέτρηση, ο εγκέφαλός μου δεν επεξεργάζεται τίποτε πια, είναι απλά μια ακόμη μέτρηση, πορώθηκα με τα χρόνια, κι ας είχα ορκιστεί ότι δεν θα επιτρέψω να μου συμβεί ποτέ, όλοι έχουμε ανάγκη από ασπίδα προστασίας. Εκεί καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού το μυαλό μου κατεβάζει ρολά, δεν σκέφτομαι τίποτε, μόνο κενό.

Θυμάμαι εκείνη τη φορά που περιμένοντας να ανάψει το φανάρι στη διασταύρωση, μόλις είχα τελειώσει τη βάρδια μου, ήταν σχεδόν μέρα, ακουμπούσα τα χέρια μου στο τιμόνι, τα τέντωνα και τα μάζευα για να ξεπιαστώ, η ματιά μου είχε βυθιστεί στο κόκκινο φανάρι, αργούσε να ανάψει το πράσινο, κάποια στιγμή είχα κλείσει τα βλέφαρα, ίσως και να τα είχα ανοιχτά, δεν έβλεπα μπροστά μου, κοιτούσα αλλά δεν έβλεπα τίποτε, δευτερόλεπτα μετά ο οργανισμός μου συνήθιζε αυτή την αδρανή κατάσταση, βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στο κάθισμα του οδηγού, πρέπει να με είχαν καταπιεί οι σκέψεις μου, ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν ήθελα να επιστρέψω σε όλα αυτά που με περίμεναν εκεί. Εκεί, στο φανάρι, ήταν η πρώτη φορά που ο χρόνος σταμάτησε, είχα ωστόσο επιλογή, μπορούσα να στρίψω, να αλλάξω κατεύθυνση, να ακολουθήσω άλλη πορεία. Δεν το έκανα. Με ξύπνησαν οι κόρνες από τα αυτοκίνητα που ήταν πίσω μου, πρέπει να είχα μείνει εκεί μέχρι που άναψε κι έσβησε τρεις τέσσερις φορές το φανάρι, ένα τικ τικ άκουσα, κάποιος χτυπούσε το τζάμι του οδηγού με τους κόμπους των δαχτύλων του, άνοιξα το παράθυρο, είστε καλά δεσποινίς, τον κοίταξα, με ακούτε, ε, δεσποινίς, είχα γνέψει αφηρημένη, πήρα μπρος, συμπλέκτης πρώτη και ξεκίνησα.

Ο ασθενής στο θάλαμο 12 ενδεχομένως να μην τα καταφέρει. Πρέπει να ενημερωθεί ο καθηγητής, με την πρώτη ευκαιρία θα το κάνω. Καταγράφω τη μέτρηση στην καρτέλα του, τα χέρια μου είναι ξυλιασμένα, κάθε φορά που μου συμβαίνει αυτό στο τέλος ανεβάζω πυρετό, αυτό μας έλειπε τώρα. Κοιτάζω έξω από το δωμάτιο, αυτός ο θάλαμος βλέπει στον απέναντι τοίχο, όλα είναι γκρι. Τις προάλλες και σε ώρα που η κλινική ήταν άδεια, σκότωνα την ώρα μου στο γραφείο και μελετούσα ένα άρθρο που κατέληγε, στο λογικό κατά τη γνώμη μου συμπέρασμα, πως οι άρρωστοι που νοσηλεύονται σε θαλάμους που βλέπουν σε κήπο ή σε πάρκο,εκείνοι που η ματιά τους έχει πρόσβαση στο πράσινο εν πάση περιπτώσει, έχουν περισσότερες πιθανότητες για ταχεία ανάρρωση. Βγαίνω σαν δαιμονισμένη από τον θάλαμο 12, στο γραφείο της προϊσταμένης υπάρχει μια αφίσα στον τοίχο από κάποιο δάσος της Βόρειας Ευρώπης, στην αφίσα υπάρχει κι ένα ξέφωτο και γρασίδι και μερικά διάσπαρτα λουλούδια. Σκαρφαλώνω προσεκτικά σε ένα σκαμπό, με την άκρη των εύθραυστων νυχιών μου ξύνω το σελοτέιπ και κατεβάζω την αφίσα από τον τοίχο, πιάνω ένα λευκοπλάστ από το τροχήλατο καρότσι και ξαναμπαίνω στον θάλαμο, χρησιμοποιώ μια παλιά φθαρμένη καρέκλα που υπάρχει αντικριστά στον τοίχο και προσπαθώ να κάνω αφισοκόλληση. Τα καταφέρνω. Ύστερα, ελέγχω ότι τοποθέτησα ίσια την αφίσα και ανακάθομαι και πάλι στο κρεβάτι του αρρώστου προσπαθώντας να διαπιστώσω αν είναι στο οπτικό του πεδίο το πράσινο του εικονιζόμενου δάσους. Μπίνγκο! Κάθομαι λίγη ώρα ακόμη εκεί, περιμένω να δω τα μάτια του να ανοίγουν, μάταια, βολεύομαι επάνω στο κρεβάτι, η πόρτα λίγο μετά ανοίγει, είναι ο καθηγητής, με μάσκα γάντια και λευκή ιατρική μπλούζα, κοντοστέκεται όταν με βλέπει οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι να χαζεύω την αφίσα, ο άρρωστος δεν μας καταλαβαίνει, είναι νομίζω σε κωματώδη σχεδόν κατάσταση, ο καθηγητής πλησιάζει δίπλα μου, με ήρεμο τόνο με επιπλήττει που δεν φοράω τη μάσκα μου, Μυρσίνη, μου λέει, δεν είναι καθόλου σοφό να θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, πιάνει τα χέρια μου, είναι ξυλιασμένα, βγάζει το γάντι του και με ακουμπάει στο μέτωπο, ψήνομαι, αυτός είναι άλλου είδους πυρετός, πώς να του το εξηγήσω; Το μόνο που καταφέρνω να πω είναι πως η πρόθεσή μου ήταν να αξιολογήσω την κατάσταση του αρρώστου, είναι βαριά το βλέπετε κι εσείς κύριε καθηγητά, δεν παίρνει οξυγόνο, έτσι εξηγείται ότι πέφτει σταδιακά σε κώμα, θα του αλλάξω πεταλούδα στον καρπό, αυτή έχει ήδη φθείρει τη φλέβα του.

Έχω ξεχάσει τις πεταλούδες τις καλές επάνω στο γκισέ, εντάξει μου απαντάει ο καθηγητής, μπορεί να κάνει και μια από τις νοσηλεύτριες την αλλαγή, δεν είναι δική σου δουλειά τα εύκολα. Πρέπει να σε βγάλω από εδώ γιατί νομίζω πως αν μείνουμε κι άλλη ώρα σε αυτό το θάλαμο θα μου αρρωστήσεις συνεχίζει ο καθηγητής, με πιάνει από το μπράτσο με τρόπο που δεν φαίνεται να σηκώνει αντιρρήσεις, εγώ είμαι ανίκανη να προβάλλω οποιαδήποτε αντίσταση, στο μυαλό μου αυτό το «θα μου αρρωστήσεις» γιγαντώνεται, στιγμή είναι λέω και θα περάσει. Όχι, επιμένω εγώ σαν μικρό παιδί, μπορώ να το κάνω κι εγώ, δεν μου είναι βλέπετε κόπος, ίσα ίσα, βγαίνουμε στο διάδρομο, ο καθηγητής με ρωτάει τι κάνω αύριο, ξημερώνει Κυριακή, αύριο δεν κάνω τίποτε, θα προσπαθήσω να κερδίσω κάποιες ώρες ύπνου

μόλις έρθει ο ειδικευόμενος της πρωινής βάρδιας και αυτό είναι όλο, πιάνω μια πεταλούδα από τη συσκευασία και κατευθύνομαι ήδη προς τον θάλαμο 12, θα ήθελες να φάμε μαζί το μεσημέρι, ρωτάει ο καθηγητής, εγώ μένω στιγμιαία ακίνητη στο διάδρομο, ταλαντεύομαι, θυμάμαι τον εαυτό μου υπνωτισμένο στη διασταύρωση, δεν θέλω να μουδιάσω όπως τότε, θέλω να πάρω μια απόφαση, να μην γυρίσω πίσω αυτή τη φορά, σαν αναλαμπή θυμάμαι ότι στο σπίτι απομείναμε πια εγώ κι ο σκύλος, γιατί όχι; απαντώ, τα βήματά μου μικρά και βιαστικά με οδηγούν προς τον θάλαμο 12, καλό υπόλοιπο βάρδιας μου εύχεται, εμένα δεν με χρειάζεστε άλλο εδώ, θα σου τηλεφωνήσω μου υπόσχεται η φωνή του κι εκείνος εξαφανίζεται, το στομάχι μου γεμίζει πεταλούδες, αληθινές πεταλούδες όχι σαν αυτή την πλαστική που κρατάω στην παλάμη μου, το σώμα μου όλο πεταρίζει.

Με τον δείκτη μου χτυπώ τον καρπό του αρρώστου, μια φλέβα ασθενική ξεπροβάλει, κάνω προσεκτικά την αλλαγή. Κοιτάζω το ρολόι μου, τίποτε πια δεν με κρατάει στην κλινική. Σε λίγο ξημερώνει και ελπίζω Θεούλη μου ο πρωινός να μην αργήσει, με πιάνει μια λαχτάρα να επιστρέψω σπίτι, αλάφρωσα, χρόνια είχα να το νιώσω αυτό, όχι πως θα μπορέσω να ξεκουραστώ, δεν έχω σκοπό να αποκοιμηθώ, δεν θα με αφήσουν οι πεταλούδες που γεμίζουν το στομάχι μου.

 

 

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα όπου και επέλεξε να επιστρέψει, έχει διανύσει σημαντικές περιόδους της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία, καθώς και μαθήματα υποτιτλισμού οπτικοακουστικού υλικού. Δηλώνει ερωτευμένη με τη λογοτεχνική μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο www.selidodeiktis.gr

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top