Fractal

Διήγημα: “Blue Baby”

της Τίνας Σερβετά // *

 

 

keimena-kai-grammata-dimiourgoun-eikones

 

 

Ανεβαίνω με προσεκτικά βήματα στο κίτρινο και μπλε λεωφορείο.

Η πόρτα ανοίγει, όλοι περιμένουν να ανέβω, περιμένουν να βρω κάθισμα, αν δεν υπάρχει διαθέσιμο πάντα κάποιος θα σηκωθεί για να καθίσω, ο οδηγός ξέρω ότι με κοιτάζει από τον εσωτερικό καθρέφτη, πρώτα θα σιγουρευτεί ότι τοποθετήθηκα στη σωστή θέση και μετά θα κουμπώσει ταχύτητα να φύγει για την επόμενη στάση. Μερικοί οδηγοί με ρωτούν, εβριθινγκ ΟΚ μέιτ; εγώ απαντώ πως ναι, τσιρς μέιτ, ξεκινάμε, βρουμ βρουμ, κλικ ο συμπλέκτης, τα φρένα σφυρίζουν στις στροφές αλλά εγώ είμαι μια χαρά ας έχει βαρύνει ο ουρανός κι ας φορώ κατάμαυρα γυαλιά για να προστατεύσω τα μάτια μου, ας μοιάζω με αστεία παραφωνία στο όλο σκηνικό, το έχω συνηθίσει γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς.

Αυτή είναι η Μόλλυ, λέω και γέρνω λίγο το κεφάλι προς το διπλανό συνεπιβάτη που χωρίς να με ρωτήσει, χωρίς να κουνηθεί ένα χιλιοστό το σώμα του που άψυχα το έχει αποθέσει στο κάθισμα του λεωφορείου, νιώθω να με κοιτάζει. Μπορεί και να μη με κοιτάζει αλλά σπάνια πια πέφτω έξω στις εκτιμήσεις μου. Μπορώ και οσμίζομαι τη νευρικότητα στους διπλανούς μου. Ακούω την ανάσα του που βάρυνε από τη στιγμή που η Μόλλυ στάθηκε δίπλα του. Ο διπλανός μου είναι υποχόνδριος. Στη Μόλλυ μιλάω μόνο εγώ, είναι σκύλος εργασίας, η Μόλλυ είναι τα μάτια μου, ο οδηγός μου. Με πάει παντού, όπου θέλω, όπου πρέπει.

Το γιλέκο που φοράει το κάνει σαφές – σκύλος εργασίας μην ενοχλείτε!

Είναι μεγαλύτερη από εμένα όμως στην ηλικία. Εγώ είμαι σαράντα και η Μόλλυ είναι 9. Και οι δυο μας προσέχουμε τη διατροφή μας πια.

Ο σκύλος, μέιτ, παίρνει τα χούγια του αφεντικού του. Το είχε πει σαρκαστικά ένας γνωστός σε κάποιο μπαρ, νομίζω ήταν στο Χόουαρντς. Με τον ίδιο σαρκασμό είχε προσθέσει ότι τα δικά του σκυλιά είναι σχιζοφρενικά και αλκοολικά. Σαν το αφεντικό τους. Μόνο εκείνος όμως είχε γελάσει με τον αστεϊσμό του. Κανείς από την ομήγυρη δεν του είχε δώσει σημασία, άλλοι βυθισμένοι στο μεθύσι τους και άλλοι στον καπνό τους, άλλοι απασχολημένοι να ρουφάνε με θόρυβο όστρακα από το καύκαλο, να τσούζουν τα χείλη από το φρεσκοστημένο λεμόνι και το αλάτι, να ζητούν οι γλώσσες περισσότερο αλκοόλ. Εκεί πάμε με τη Μόλλυ και σήμερα. Συχνάζουμε κάθε μέρα στις αποβάθρες, πρώτα κάνουμε έναν περίπατο αρκεί το ποτάμι να μην κατεβάζει πολύ ψύχρα και ύστερα στρίβουμε προς τα πλακόστρωτα του Τεμπλ Μπαρ, χωνόμαστε σε κάποια παμπ και διασκεδάζουμε με τις μπάντες που παίζουν σχεδόν καθημερινά πόπιουλαρ μιούζικ και λίγα φολκλόρ παραδοσιακά κέλτικα.

Η Μόλλυ θα μετρήσει δώδεκα στάσεις. Στη δωδέκατη θα με σηκώσει για να αποβιβαστούμε – ο οδηγός θα μας δει που χτυπάμε το αλάρμ και θα κατεβάσει τη ράμπα – ύστερα θα με περάσει στην απέναντι όχθη. Η Μόλλυ ξέρει τα φανάρια απ’ έξω κι ανακατωτά. Είναι μεσημέρι αλλά μοιάζει με βράδυ. Πώς το ξέρω? Φυσάει πολύ, στάλες πέφτουν και υγραίνουν τα μαλλιά μου, ο οδηγός που βαστώ για να είμαι προσδεμένος με τη Μόλλυ είναι σχεδόν υγρός, ακουμπώ το κεφάλι της και είναι νότιο όπως είναι το τρίχωμα του σκύλου όταν έχει μόλις αρχίσει να βρέχει, υγρό από πάνω αλλά ακόμη αφράτο, στεγνό στη ρίζα. Όταν κατεβάζει καιρό, όταν ο ατλαντικός λυσσάει στη δυτική ακτή, ο ποταμός Λίφι οργιάζει λες και προσπαθεί όλη τη μανία της γης να την ξαναρίξει στη θάλασσα, μη την κρατήσει δικιά του, είναι βλέπεις δανεική.

Η δική μου οργή ήταν κατάδική μου αλλά δεν είχα θάλασσες να τη ρίξω.

Σήμερα δεν έχει βόλτα, οδεύουμε κατευθείαν στο Τεμπλ Μπαρ. Εκεί θα βρούμε ζέστη και θαλπωρή για κάποια ώρα. Τη Μόλλυ την ξέρουν όλοι σχεδόν, εκτός από τους καθημερινούς τουρίστες που μερικές φορές τους βρίσκω αστείους – άλλο επίκτητο χαρακτηριστικό μου κι αυτό – οι ντόπιοι την αναγνωρίζουν και μαζί με εκείνη κι εμένα. Εδώ έρχομαι από παιδί, γνωρίζω κάθε πιθαμή αυτού του χώρου απ’ έξω κι ανακατωτά! Ας μη βλέπω, θυμάμαι τα πράγματα πώς ήταν από πριν.

Πωλ γεια! λέω και κάθομαι στο πλάι της μπάρας δίπλα στις έτοιμες κομμένες λεμονόκουπες τις τεκίλες και τα ουίσκι.

Τσιρς μέιτ! Απαντά ο Πωλ και με ρωτάει τι να μου φέρει.

Είμαι έτοιμος να πω το συνηθισμένο όμως αποφασίζω την τελευταία στιγμή ότι σήμερα χρειάζομαι κάτι δυνατό. Παραγγέλνω ουίσκι παλαιωμένο. Μια μεζούρα. Ακούω το ποτήρι που ακουμπά ο Πωλ στον πάγκο. Άθλιος καιρός σήμερα, λέει με το γνωστό γρέζι στη φωνή, στην υγεία σου, τσιρς μέιτ, άσπρο πάτο, ακουμπά το μπουκάλι δίπλα μου, βάζε όσο θες, ξαναλέει και φέρνει κι ένα πιάτο όστρακα για μένα και ένα κομμάτι τερίνα για τη Μόλλυ. Γεμίζει ένα τασάκι με νερό και το ακουμπά κοντά στα πόδια της. Ο Πωλ ξέρει ότι από δω μέσα θα βγούμε μετά από ώρες, τι να κάνουμε άλλωστε στο σπίτι, εκεί υπάρχει πολύ βουβαμάρα.

Βγάζω το μπουφάν μου, ζητάω από τον Πωλ να μου ανάψει ένα τσιγάρο. Εγώ δε μπορώ. Πόσες φορές έχεις δει τυφλό να προσπαθεί να ανάψει χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα καεί ζωντανός; Δε θέλω απάντηση.

Μου ακουμπά το τσιγάρο στα χείλη, από εδώ αναλαμβάνω εγώ – το καταπίνω το τσιγάρο. Τα τσιγάρα του Πωλ είναι από τα καλά!

Εντοπίζω μια οικεία φωνή στην άλλη άκρη του μπαρ, είναι ο Στούαρτ, παλιός γνώριμος, είχαμε χαθεί με τα χρόνια αλλά μερικές φορές, εντελώς ξαφνικά, μένεις έκπληκτος από τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν, άλλες φορές για να ξαναφύγουν και άλλες φορές για να ξανάρθουν. Με κούρασε όμως αυτό το πήγαινε έλα στη ζωή μου. Κι εκεί που λέω ότι κουράστηκα, περιέργως ανακτώ τη διάθεση να ασχοληθώ.

Ε! Στούαρτ! Έλα από δω, είσαι μόνος. Έλα να πούμε καμιά κουβέντα.

Ο Στούαρτ μουρμουράει. Πάντα έτσι ήταν, ανεξήγητα κατηφής.

Αμέσως μετανιώνω που τον κάλεσα κοντά. Μου φαινόμαστε απελπισμένοι και οι δυο μας, εγώ γιατί θέλω κουβέντα, εκείνος γιατί έπαψε να την αποζητά – μου φαινόμαστε και οι δυο αθεράπευτα αλκοολικοί. Ο Πωλ φέρνει ένα γύρο ποτά ακόμη. Η Μόλλυ δε συμπαθεί τον Στούαρτ, ίσως γιατί βρωμάει αίμα – ο Στούαρτ είναι χασάπης, τεμαχίζει ζώα. Η Μόλλυ γρυλίζει, θέλω να της πω ότι δεν πρόκειται να τεμαχίσει εκείνη, την πασπατεύω στο κεφάλι, ΟΚ Μόλλυ, ΟΚ. Κάτω Μόλλυ. Την ταΐζω λίγη από την τερίνα. Εκείνη μου παραπονιέται, κάθε λίγο ακούγεται ένα σιγανό γρύλισμα, η Μόλλυ ανασηκώνεται και ανακάθεται πάλι στα πόδια της.

Ο Στούαρτ μου λέει πως σκέφτεται να μετακομίσει, η γυναίκα δεν αντέχει άλλο στην παλιογειτονιά που μένουν κοντά στα σφαγεία, μυρίζει όλος ο τόπος ψοφίμι σαπισμένα εντόσθια και αίμα, βαρέθηκε πια, σιχάθηκε να βλέπει να μυρίζει και να ακούει για αίμα – ο Στούαρτ όμως φοβάται ότι δεν είναι η γειτονιά ούτε η μυρωδιά που την ενοχλεί – βαρέθηκε τον Στούαρτ.

Θα φύγω μέιτ, αλήθεια, για πάντα. Μάλλον για το Γκάλγουεϊ. Έχει το πατρικό της η γυναίκα μου εκεί – ο πατέρας της έχει ένα μικρό τυροκομείο.

Παύση. Ο Στούαρτ βαριανασαίνει λες και ετοιμάζεται για έκρηξη. Ο πάγκος τινάζεται από τη γροθιά του. Πώς να ξεκινήσω από την αρχή; ρωτάει αλλά δεν περιμένει κανείς να αποκριθεί, ακούγεται κουρασμένος, σα να έχει σιχαθεί τα πάντα. Ο Πωλ φέρνει ποτό. Κι άλλο ποτό, κι ύστερα κι άλλο.

Αρχίζω και πιστεύω ότι του Στούαρτ του αρέσει η δουλειά στα σφαγεία. Υπερβολικά!

Όταν ήμασταν στο σχολείο ο Στούαρτ παρακολουθούσε στο κοντινό γυμνάσιο κι εγώ ήμουν τελειόφοιτος στο κολέγιο – θυμάμαι ότι ήθελα να γίνω μηχανικός ή αρχιτέκτονας. Πρόλαβα να φοιτήσω δυο χρόνια πριν χάσω την όρασή μου. Έγινα όμως ολίγον πιανίστας, όσο πρόλαβα, ολίγον σαξοφωνίστας και παρ’ ολίγο τραγουδιστής. Στη μεσοβέζικη όμως κατάστασή μου, στη μεσοβέζικη ζωή που διάγω, κάνω σχεδόν καθημερινά παρέα με έναν αστοιχείωτο μπάρμαν και έναν κουρασμένο χασάπη. Και δεν ξέρω πώς, αλλά όταν πούμε τα ίδια και τα ίδια σε καθημερινή βάση, αφού νευριάσουμε ξεσπάσουμε πιούμε και γελάσουμε ή κλάψουμε – είμαστε άλλωστε κλαυσίγελος οι τρεις μας – καταλήγουμε να τραγουδούμε μαζί με τον Μάικλ, τον κιθαρίστα που γδέρνει άγαρμπα τις χορδές της κιθάρας του, παλιομοδίτικα τραγούδια που θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια.

Όταν ο Στούαρτ πίνει, δηλώνει με εμμονή ότι θα τη διώξει από το σπίτι τη γυναίκα του, αν δεν της κάνει να μαζέψει τα μπογαλάκια της και να φύγει, να πάει στου πατέρα της να πιάσει δουλειά στο τυροκομείο να βρωμάει ξινίλα, να βρωμάει η βρώμα από την κορυφή ως τα νύχια τυρόγαλο και να μη ξαναγυρίσει ποτέ, ποτέ, ποτέ, το ακούσατε αυτό; και μετά ο Πωλ κερνάει κι άλλα σφηνάκια από ουίσκι και ο Στούαρτ κλαίει. Νομίζω ότι δεν κλαίει από ζήλια ή γιατί φοβάται ότι θα τη χάσει, νομίζω ότι κλαίει γιατί δεν αντέχει τη γκρίνια που θα αντιμετωπίσει όταν κουβαληθεί απόψε πιωμένος στο σπίτι. Κι αν δεν είναι η μουρμούρα της Σάρλοτ ε τότε περισσότερο τον ενοχλεί ο θόρυβος που κάνει η αδιαφορία της. Συνήθως τον κουβαλάει μέχρι την πόρτα του σπιτιού του ο εκάστοτε οδηγός του βραδινού αστικού λεωφορείου. Βλέπεις ο Στούαρτ μένει στα περίχωρα κοντά στον τερματικό σταθμό και έπειτα είναι ο τελευταίος επιβάτης – η κάθοδός του σηματοδοτεί συχνά τη λήξη της βάρδιας.

Στη γειτονιά του οι άνθρωποι απορώ πώς δεν έχουν ακόμη μετατραπεί σε θεριά!

Στη γειτονιά μου απορώ πώς οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη μετατραπεί σε θεριά!

Εδώ μέσα σε αυτό το καταγώγιο που κάθε πρωί μυρίζει στεγνωμένα ούρα, χυμένο αλκοόλ και πατήματα ποντικών εγώ μπορώ και χαμογελάω. Αυτός είναι ο λόγος που συχνάζω εδώ σχεδόν καθημερινά. Δεν ξέρω ποιοι είναι οι λόγοι που αναγκάζουν τους άλλους να το επισκέπτονται, εγώ εδώ μέσα νιώθω πως παίρνω ανάσες. Μετράμε τώρα έξι γύρους ποτά, τα δύο κερασμένα από τον Πωλ και είμαι ευτυχισμένος. Ένα χαμόγελο έχει ζωγραφιστεί στο ζαρωμένο μου πρόσωπο – να και κάτι που με φωτίζει! κατά τα άλλα το απόλυτο σκοτάδι.

Οι χαρακιές που ψηλαφίζω στο πρόσωπό μου γίναν από τις πολλές μου σκέψεις. Αυτές μου πήρανε τη νιότη. Αυτές είναι το καβούκι μου. Τις αγαπώ τις χαρακιές μου, ακόμη κι εκείνη που μαρτυράει το σκισμένο μου χείλι όταν με λήστεψαν ένα βράδυ γυρνώντας στο σπίτι. Μόνο τη λάμα του μαχαιριού ένιωσα να με σκίζει γλυκά, μου επιτέθηκε από μπροστά και είμαι σίγουρος ότι ήταν γυναίκα. Αιφνιδιάστηκα! Δεν πίστευα μέχρι τότε ότι μια γυναίκα μπορεί να κρύβει τόση λύσσα. Πώς ξέρω ότι ήταν γυναίκα; η ανάσα της ήταν καυτή και μύριζε φτηνό τριαντάφυλλο. Αχ και να μπορούσα να τη δω!

Ο Στούαρτ έχει ανέβει στο μεταξύ δίπλα στον κιθαρίστα και προσπαθεί παραπατώντας να εστιάσει στο μικρόφωνο. Εγώ κι ο Πωλ ξεκαρδιζόμαστε, η Μόλλυ σηκώνεται όρθια και γαυγίζει, παραπονιέται, ο Στούαρτ είναι παράφωνος. Υπνοβατώντας τον πλησιάζω κάνοντας νόημα στη Μόλλυ να μείνει στη θέση της, κανα δυο θαμώνες με βοηθούν να τον προσεγγίσω, νιώθω τα χέρια τους να με ανεβάζουν κι εμένα στην αυτοσχέδια υποτυπώδη σκηνή, πιάνω κι εγώ μια δεύτερη κιθάρα και το μαγαζί απογειώνεται. Κι άλλα ποτά έρχονται κερασμένα από τρίτους, καταλήγουμε να τραγουδάμε για ώρα και κάπου ανάμεσα σε χειροκροτήματα και γέλια, επιφωνήματα και σφυρίγματα εγώ νομίζω ότι πετάω – μπορεί να φταίνε και τα τσιγάρα του Πωλ γι’ αυτό – ο Πωλ έχει από τα καλά τσιγάρα και μας κερνάει δωρεάν – καταλήγω να κατέβω από τη σκηνή όταν είμαι έτοιμος να κατουρηθώ πάνω μου.

Από το μεθύσι λαθεύω και μπαίνω στις γυναικείες τουαλέτες. Δεν προλαβαίνω και κατουράω στο νιπτήρα, με τα χέρια μου προσπαθώ να στηρίξω το σώμα μου να μην κουτρουβαλήσει. Πόσο αλκοόλ είχα μαζέψει μέσα μου Τζίζους, λέω γιατί νομίζω ότι κανείς δε με ακούει. Μετά νιώθω το χέρι της να με πασπατεύει και να με ρωτάει αν έχω ψιλά για τον αυτόματο πωλητή προφυλακτικών. Τι στο καλό μπορεί να ζήλεψε από εμένα; καταλήγουμε να παρθούμε επιτόπου μόνο που εγώ κοντεύω να λιποθυμήσω από την προσπάθεια να μείνω όρθιος. Ουάου! Σκέφτομαι. Μόνο ουάου! Αυτή η τύπισσα θα μου ανατινάξει το μυαλό.

Δεν μπορώ να προσδιορίσω αν τα χρόνια που περνούν από πάνω μου το κάνουν με ευγένεια ή λεηλατούν τη σάρκα μου. Έχω μέγιστη περιέργεια επ’ αυτού αλλά και πάλι πώς να την κάνω να σιγήσει; Θυμάμαι μικρός που χάζευα τον πατέρα μου όταν ξυριζόταν στο νιπτήρα, με το μικρό του σκουριασμένο από την υγρασία καθρεφτάκι και την ξυριστική μηχανή, εκείνη τη μεταλλική που του είχε αφήσει κληρονομιά ο παππούς. Κοιτούσα μια εκείνον και μια τη δική μου άγουρη φατσούλα και παρατηρούσα τις κινήσεις του – ήθελα να τις επαναλάβω κι εγώ νωρίτερα από την ώρα μου. Το πρόσωπό μου λοιπόν το θυμάμαι όπως ήταν τότε, φρέσκο, άγουρο, ανώριμο, παιδικό. Η μνήμη όταν είναι ανώριμη σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας – εμένα πολλές φορές στον ύπνο μου με επισκέπτεται το παιδικό μου πρόσωπο και μου υπενθυμίζει ότι κάποτε έζησα στο φως. Και τώρα κοιτάζω προς το μέρος του καθρέφτη που ψηλαφίζω στις γυναικείες τουαλέτες και βλέπω το μακρινό παιδικό μου πρόσωπο γιατί μόλις τώρα μια άγνωστη μου χάρισε προσωρινά την παντοδυναμία.

Σέρνω τα πόδια μου και βγαίνω, μερικοί θαμώνες καθώς διασχίζω το χώρο με αγκαλιάζουν και με φιλούν, είναι τύφλα στο μεθύσι όλοι τους – η φωνή του Στούαρτ ακούγεται βροντερή, με φωνάζει να ανέβω πάλι στη σκηνή. Ζητώ από κάποιον να με καθίσει στη μπάρα, η Μόλλυ ξέρω ότι είναι εκεί και με περιμένει υπομονετικά. Ζητώ από τον Πωλ ένα τελευταίο – ακούω τον Στούαρτ που βλαστημά αλλά δε με νοιάζει, δε μου βγαίνει πια φωνή. Αποκοιμιέμαι στο σκαμπό με το κεφάλι μου σερβιρισμένο στο μπαρ. Στο λήθαργό μου βλέπω τον Στούαρτ όπως τον θυμάμαι μικρό και μετά βλέπω εμένα, όπως νομίζω ότι μοιάζω τώρα, ο Στούαρτ έχει πάρει τόση φόρα που θα με κάνει χίλια κομμάτια. Τραγουδάμε και στον ύπνο μου, με το ζόρι… παιχνίδια που παίζει το μυαλό! ακούω ξανά να μου φωνάζουν ότι η μνήμη όταν είναι άγουρη σου δίνει την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας.

Όταν ξυπνάω είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Ο Πωλ σκουπίζει ποτήρια και φουμάρει, ο Στούαρτ πνίγεται στους λυγμούς του, το ποτό του επιφέρει αυτή την παρενέργεια. Η Μόλλυ μου γλύφει τα δάχτυλα, με τραβά από τα ξεφτισμένα μου μπατζάκια, ίσα που προλαβαίνουμε θέλει να μου πει το τελευταίο δρομολόγιο.

Μεσάνυχτα με βρίσκω να περιμένω πάλι το κίτρινο και μπλε λεωφορείο, ξεπαγιάζω, σφίγγομαι όλο και περισσότερο στο παλιομοδίτικο μπουφάν μου, το σαγόνι μου κλίνει προς τα δεξιά, πόσο ήπιαμε πάλι απόψε ρωτάω τον Στούαρτ αλλά εκείνος αντί για λέξεις επικοινωνεί με μουγκρητά. Έτσι θα σφαδάζουν στα χέρια του και τα ζώα που τεμαχίζει στο σφαγείο. Νομίζω ότι από την παγωνιά σε λίγη ώρα θα αρχίσω να συρρικνώνομαι! – πράγμα που βρίσκω υπερβολικά αστείο στην περίπτωση που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.

Ο δρόμος είναι έρημος – αυτοκίνητα δεν ακούω να κυκλοφορούν, ωστόσο η στάση είναι γεμάτη από ξενύχτηδες σαν και την αφεντιά μου. Η Μόλλυ νιώθει πως έχω ξυλιάσει και μου γλύφει τις παλάμες. Τι τραβάει κι αυτή μαζί μου… από τη μια σκέφτομαι πως δεν της αξίζω από την άλλη είναι φορές που αντιλαμβάνομαι ότι γουστάρει τις περιπέτειές μας. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούγεται δίπλα μας και ταυτόχρονα ένα βογκητό, είναι ο Στούαρτ που έχει σωριαστεί στο δρόμο, αν μπορούσα να τον δω η εικόνα που θα αντίκριζα θα ήταν αυτή ενός τσουβαλιασμένου ατσούμπαλου σώματος να κείτεται στο οδόστρωμα, ίσως και να ακουμπάει την χοντρή του πλάτη στον στύλο του φαναριού.

Στούαρτ! Ε! Στου… Στούη… η φωνή μου ακούγεται ξεψυχισμένη.

Ο Στούαρτ αδιαφορεί, η Μόλλυ αναστατώνεται, ο Στούαρτ έχει μάλλον αποκοιμηθεί, ίσως να και ξεψύχησε παροδικά, το πνεύμα του να αιωρείται από πάνω μας και να μας κάνει χάζι – να ξερνάει άηχο πηγαίο γέλιο – η Μόλλυ γρυλίζει, κλαίει – δεν μπορώ να καταλάβω τι από τα δύο – ένας ρόγχος ακούγεται όπως εκείνος που βγαίνει από τα πνευμόνια των παραλίγο πνιγμένων όταν καταφέρνουν να αναδυθούν στον αφρό.

Μην παριστάνεις τον ψόφιο – με τρομάζεις Στούη, λέω και αμέσως χαχανίζω γιατί μου φαίνεται πολύ αστείο αυτό που μόλις ξεστόμισα. Ο Στούαρτ ψόφιος…μα…δεν γίνονται αυτά! Κι αν γίνονται; Σκέφτομαι και το γέλιο μου κόβεται απότομα.

Πάω κοντά, σκύβω από πάνω του, να δω τι; τίποτε. Αφού δε μπορώ να δω.

Πλησιάζω. Να ακούσω έστω! Τι να ακούσω; Αν ανασαίνει.

Ο Στούαρτ σαλεύει.

Όταν… γεράσει… ο… λύκος… τον… κοροϊδεύουν… τα… σκυλιά… , το… κατάλαβες… αυτό… ; μου λέει με αποστομωτική, εκνευριστικά αργοπορημένη, σαφήνεια. Τα σκυλιά είμαστε εγώ και η Μόλλυ. Το κατάλαβα Στου. Νομίζω ότι το κατάλαβα. Αυτό το τελευταίο δεν το λέω.

Βοήθησέ με να σηκωθώ, λέει πάλι και ξέρω ότι κάπου μπροστά μου ένα χέρι περιμένει απλωμένο να το τραβήξω. Πού να είναι; προς τα πού να πιάσω; ψαχουλεύω τον αέρα κυριολεκτικά στα τυφλά! Το τελευταίο λεωφορείο ακούγεται που ακινητοποιείται μπροστά στη στάση. Ανεβαίνουμε. Νομοτελειακά βρισκόμαστε και πάλι απόψε στην ίδια κατάσταση. Αυτό συλλογιέμαι και μελαγχολώ που εμμένω και συντηρώ αυτή την εξάρτηση. Οι εξαρτήσεις άλλωστε είναι νομοτελειακές.

Πάλι η ίδια σκέψη γυρνάει στο μυαλουδάκι μου, ότι να, είμαι νομοτελειακά εξαρτημένο άτομο. Όσο μεγαλύτερη δόση αλήθειας έχει η καθημερινότητα τόσο περισσότερο προσπαθώ να την κουκουλώσω αυτή την αλήθεια. Όσο περισσότερο είμαι εξαρτημένος από τρίτους, ακόμη και από τη Μόλλυ στο κάτω κάτω, τόσο πιο πολύ προσπαθώ να κάνω επίδειξη της ανεξαρτησίας που έχω εφεύρει για τον εαυτό μου. Ο Στούαρτ έχει σίγουρα ανέβει στο επάνω μέρος του λεωφορείου – δεν τον μυρίζω πουθενά. Είναι σίγουρα εκεί επάνω, χυμένος ανάμεσα στα καθίσματα, μπορεί και να κολυμπάει στον εμετό του, με έχει εγκαταλείψει όπως εγκαταλείπει είμαι σίγουρος κάθε τι που κινείται περιφερειακά στη ζωή του. Αυτό θα πρέπει να τον κάνει παντοδύναμο, να μην έχει ανάγκη από επιβεβαιώσεις και κανακέματα.

Ο Στούαρτ δεν έχει φίλους.

Μέσα από τα κατάμαυρα γυαλιά μου τα μπλε μάτια μου κοιτάζουν ευθεία μπροστά. Ανάθεμα! τι θα έβλεπαν αν μπορούσαν να δουν; Τον αυτόματο πωλητή εισιτηρίων, ίσως κανα δυο άλλους ξενύχτηδες επιβάτες, την πλάτη του οδηγού κουμπωμένου μέσα στο κουβούκλιο από πλεξιγκλάς που είναι τελευταία προσθήκη ώστε να αποφεύγουν ενδεχόμενα ευτράπελα με δύστροπους ή μεθυσμένους επιβάτες. Τη νύχτα, το άδειο οδόστρωμα, το χιόνι που θέλω να πέφτει. Έχω μαγικές ικανότητες. Μπορώ να βλέπω ό,τι θέλω!

Χελόου μπέιμπι !!! ακούω τη φωνή που λίγο πριν με βασάνιζε στις γυναικείες τουαλέτες και αμέσως νιώθω τα δάχτυλά της να πασπατεύουν το μηρό μου.

Γεια! λέω κι αμέσως απορώ με το γρέζι της φωνής μου. Ταλαντεύομαι, από τη μια θέλω να γελάσω που η ανέλπιστη συγκυρία επαναλαμβάνεται, με πιάνει και ένας παρ’ ολίγο ανιχνεύσιμος φόβος που μου υπενθυμίζει τον τρόπο που απέκτησα την ουλή στο επάνω χείλος μου, θέλω να τη φιλήσω και να αφήσουμε κατά μέρος τις περιττές κουβέντες, θέλω μάλλον να συνεχίσει να με πασπατεύει τη στιγμή που εκείνη τραβά το χέρι της από πάνω μου κι εγώ δεν τολμώ να ζητήσω αυτό που σκέφτομαι, θυμάμαι πως έστω κι αργά πρέπει να συμπεριφερθώ σαν κύριος – μα τι κύριος και κουραφέξαλα; αν η γυναίκα είναι μια πόρνη; κι αν δεν είναι; – θέλω να τη ρωτήσω το όνομά της – μάλλον κι αυτό περιττό μου είναι αποφασίζω – μπερδεύομαι μες το χάος των συλλογισμών μου που αυτόματα πυροβολούν τον εγκέφαλό μου μέχρι που εκείνος παραλύει, χαμογελάω, νομίζω ότι έτσι θα θολώσω το τοπίο και όσα σκέφτομαι δε θα με προδώσουν, θα ήθελα να τη δω – αυτό δε γίνεται – μπορώ τουλάχιστον να τη φανταστώ – αν είναι πόρνη ποιος είπε ότι δεν πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν κύριος στις πόρνες, συνεχίζω να χαμογελάω και σκέφτομαι ότι απόψε έχω κερδίσει το τζακ ποτ.

Αυτή είναι η Μόλλυ, λέω μηχανικά και γέρνω λίγο το κεφάλι προς το μέρος της. Προφανώς μόλις είχα ξεστομίσει το πιο έξυπνο πράγμα που σκέφτηκα να πω σε μια άγνωστη.

Θέλω να δω τα μάτια σου, απαντά εκείνη και τα δάχτυλά της που είναι κοντά και αδύνατα με χαϊδεύουν ξανά, αυτή τη φορά πιο ψηλά στους μηρούς κι εγώ ανατριχιάζω γιατί όλο αυτό που γίνεται μου αρέσει όμως με βγάζει από τα νερά μου. Διστάζω.

Μπορούμε να το ξεχάσουμε αυτό; τη ρωτάω.

Όχι! και αργά, απαλά, ανεπαίσθητα θα έλεγα, μου βγάζει τα μαύρα γυαλιά που κρύβουν τα μάτια μου.

Σαν από εξαρτημένο αντανακλαστικό εγώ τα κλείνω.

Όχι, όχι, όχι!!! επαναλαμβάνει εκείνη με αυξανόμενο τόνο, απαγορευτικά σχεδόν και νιώθω πως είμαι ή πολύ κακός ή άτακτος που έκλεισα τα βλέφαρά μου, που τα έσφιξα τόσο που σχεδόν πονούν οι κόγχες των ματιών μου, που νομίζω ότι οι βολβοί μου λίγο ακόμη και θα ξεφύγουν προς τα πίσω, θα χωθούν στο μυαλό μου και τότε θα βλέπω στ’ αλήθεια με το νου μου!!!

Όχι, λέει πάλι σιγανά μες το αυτί μου και κάνει κάτι απρόσμενο! Φυσάει με όλη της τη δύναμη μες το τύμπανο του αυτιού μου όπως κάνουμε στα σκυλιά όταν έχουν πεισμώσει κι έχουν στριμώξει κάτι στα σαγόνια τους και το κρατούν λες και το σφίγγουν τανάλιες κι εγώ σαν κουτάβι άβγαλτο με τα μάτια ορθάνοιχτα μένω άφωνος και γυρίζω την κοιτώ αλλά – φακ! – δεν τη βλέπω.

Περιττό να πω ότι έχω ξεχάσει τον μεθύστακα τον Στούαρτ – ποιος είμαι βέβαια εγώ που θα τον κρίνω όταν κατεβάζω κάθε βράδυ καραβιές από ουίσκι! – έχω ξεχάσει τη Μόλλυ, που αν η φιλοζωική με έβλεπε τι ζωή την αναγκάζω να ακολουθεί θα μου την έπαιρναν από κοντά μου στο πιτς φιτίλι και βασικά έχω ξεχάσει απόψε να γυρίσω σπίτι και πρέπει να παραφράσω και να πω πως απόψε ξέχασα ότι έχω σπίτι.

Σε λίγη ώρα θα ξεχάσω μου φαίνεται και ποιος είμαι!

Θα μου πεις πώς σε λένε; ακούγομαι σιγανά. Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, προσπάθησα πολύ να μην ουρλιάξω και ξεσηκώσω τον οδηγό του αστικού λεωφορείου, καταλάγιασα μέσα μου την έκπληξη και τη δυσφορία και φόρεσα πάλι τα μαύρα μου γυαλιά.

Όχι.

Τι όχι παιδάκι μου;

Όχι δε θα σου πω πώς με λένε, τι σημασία έχει άλλωστε;

Για μένα έχει, βρίσκω και λέω μια εξυπνάδα. Έχει δίκιο ωστόσο, δεν έχει σημασία, αλλά ούτε κι αυτή η εκδοχή με ικανοποιεί και της λέω πως εμένα με λένε Κόλιν. Πάλι σιωπή, αρχίζω και αναρωτιέμαι πού στο καλό έχω μπλέξει βραδιάτικα και όσο κι αν τρομάζω στην ιδέα πως η βραδιά ίσως εξελιχθεί επικίνδυνα, τόσο περισσότερο θέλω να διερευνήσω την πιθανότητα να έχω μπλέξει με έκπτωτο άγγελο με διάβολο με τρελή με νυμφομανή ή αν απλά πρόκειται για φάρσα που έστησε κάποιος φίλος στις πλάτες μου. Αισθάνομαι το κεφάλι της να έχει γύρει βαρύ πάνω στον αριστερό μου ώμο, με έχει στριμώξει για τα καλά, έτσι όπως έχει πέσει πάνω μου, ο μισός έχω γίνει χαλκομανία στο παγωμένο τζάμι του λεωφορείου.

Ξέρεις τι ώρα είναι;

Μμμ… όχι, μου απαντά, δεν έχει σημασία ούτε αυτό, και αναγνωρίζω ότι μου τα έδωσε όλα από την αρχή και τώρα βρίσκει τρόπους να μου τα αρνιέται και θυμώνω γιατί ξέρω ότι κάπου πάνω από το κεφάλι του οδηγού, πάνω από τον μπροστινό καθρέφτη του οχήματος υπάρχει ηλεκτρονικό ρολόι. Ανιχνεύω τη μία άρνηση μετά την άλλη. Αποφασίζω ότι αφού πέφτω σε τοίχο καιρός να σταματήσω να μιλάω αλλά η περιέργεια με τρώει, δε μπορώ.

Πες μου κάτι για σένα, ξαναλέω ύστερα από λίγο, πες μου έστω πού μένεις, από πού είσαι, τι δουλειά κάνεις!!! Ξεσπώ.

Όχι, όχι , όχι !!!

Κάτι τέλος πάντων, οτιδήποτε, δε θέλω να το λήξουμε έτσι.

Πέφτει επάνω μου και μου κλείνει το στόμα με φιλιά, με φιλάει παντού, στο πρόσωπο, σηκώνει τα γυαλιά μου και τα στερεώνει στο κεφάλι μου, με φιλά κυρίως επάνω στα μάτια μου, με αναγκάζει να τα κλείνω παροδικά γιατί κατά τα άλλα τώρα τα κρατώ ορθάνοιχτα, εξαρτώμαι από τις προθέσεις της και αγανακτώ γιατί μου κόβει την ανάσα, αγανακτώ γιατί έχω συνηθίσει να με κάνουν ό,τι θέλουν. Με στενεύουν τα ρούχα που φορώ όπως με στενεύει και η ασφυκτική ζωή μου και αποφασίζω ότι δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου που μυρίζει χλωρίνη, δε θέλω απόψε να χωθώ στο κρεβάτι μου που έχει ποτίσει με τη φτηνή κολόνια του γείτονα, μπούκωσα με τη μυρωδιά της γυναίκας μου που από τη σάρκα της, από κάθε πόρο του δέρματός της, ξεθυμαίνει ο γείτονας και θέλω το δρομολόγιο αυτό το νυχτερινό του αστικού λεωφορείου να μην σταματήσει ποτέ, να μείνω πάντα εδώ με αυτό το πλάσμα το παράξενο, που μόνο να το φανταστώ μπορώ και που, χωρίς να μπορώ να πω το γιατί, με ξέρει πιο καλά από ό,τι ο Πωλ, ο Στούαρτ, η Μόλλυ, η γυναίκα μου ή ο αφελής γείτονας ή όλοι ετούτοι μαζί γιατί είχε το θάρρος να με κοιτάξει μες τα μάτια.

Η κοπέλα κουλουριάζεται στην αγκαλιά μου. Ένα εκτυφλωτικό φως με πλημμυρίζει, ο Στούαρτ περνάει από το νου μου που αποκοιμήθηκε επάνω, ξέρω ότι ο οδηγός όταν φτάσει στον τερματικό σταθμό θα τον αρχίσει στις κλωτσιές όπως γίνεται συχνά με τους μεθύστακες που έχουν βγάλει τα σωθικά τους στο πάτωμα, ο Στούη δε χωρά τώρα στις έγνοιες μου, μηδενίζω μέσα μου για πρώτη φορά όσους κινούνται περιφερειακά στη ζωή μου, θυμάμαι τη λάμψη – κι εκείνη εκτυφλωτική ήταν – από τη χειροβομβίδα που έσκασε τότε στο Μπέλφαστ – εγώ δεν είχα καμία σχέση με όλα αυτά – περαστικός ήμουν σε μια λάθος στιγμή – ναι μπορεί να έχουν περάσει χρόνια αλλά το φως δε σβήνει από τη μνήμη κι ας επικρατεί σκοτάδι – τη σφίγγω περισσότερο κοντά μου, ναι έχει δίκιο, δεν έχει σημασία πώς τη λένε από πού είναι πού μένει, πραγματικά τίποτε από τα τετριμμένα δεν έχει απόψε σημασία, η μνήμη όταν είναι άγουρη σου δίνει την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας, κι εγώ απόψε κατάφερα, το νιώθω, να μικρύνουν μέσα μου όσες μνήμες με έδεναν χαμηλά στη γη και δε με άφηναν να πετάξω μακριά, πέταξα από πάνω μου την πεποίθηση ότι το κακό πάντα τριτώνει, έτσι κι αλλιώς δύο μάτια είχα να χάσω κι όχι τρία, αφύσικος θα ήμουν αλλιώς, και πιάνοντας τα χέρια της σφιχτά της είπα:

Σε ό,τι κι αν σε έχω ρωτήσει απόψε μου έχεις αρνηθεί, πολλά όχι μαζεύτηκαν. Σου ζητώ μια χάρη λοιπόν. Μετά από τόσα όχι μου χρωστάς μια κατάφαση, κι αν όχι εσύ, φακ, μου τη χρωστάει η ζωή μου. Κατάλαβα από το δέρμα της που τεντώθηκε ότι σάστισε. Μαύρη ήταν. Οι φλέβες στους καρπούς της φούσκωσαν.

Πάρε με μαζί σου. Αυτό μόνο.

Δε με ενδιέφερε για πόσο, πού, με ποιες προϋποθέσεις όρους ή κάτω από ποιες συνθήκες. Είχα τελειώσει με τις αρνήσεις με τις εξαρτήσεις με τις συμβάσεις και με τους περιορισμούς που εν μέρει και εγώ είχα δημιουργήσει για τον εαυτό μου. Απομάκρυνα από πάνω μου τα σκούρα γυαλιά μου και γύρισα να την κοιτάξω τρεμάμενος γιατί ένα κομμάτι του εαυτού μου αιωρούταν ακόμη πάνω από το βήμα που ήμουν έτοιμος να τολμήσω.

Ναι μωρό μου; την ρώτησα πάλι, σχεδόν την παρακαλούσα κι ας φαινόταν ότι διατηρούσα την ψυχραιμία μου, ας παρίστανα τον έφηβο που κάποτε έτρεφε αυταπάτες πως θα κερδίσει τον κόσμο. Είχα χρόνια να παίξω αυτό το ρόλο. Τώρα ταλαντευόταν εκείνη και εγώ της έσφιξα περισσότερο τα χέρια για να την ταρακουνήσω, για να την πείσω, για να την κάνω να καταλάβει πως είχαμε κερδίσει απόψε και ο δύο το τζακ ποτ μέχρι που τελικά, όταν το αστικό φρέναρε άτσαλα λίγο έξω από τον τερματικό σταθμό, στον περιφερειακό πίσω από τα παλιά σφαγεία, εκεί που η γυναίκα του Στούαρτ αλλά και η δική μου μας περίμεναν ή μάλλον δε μας περίμεναν, εκεί που το αίμα μπορείς να το μυρίσεις, νομίζεις ότι μπορείς να το ψηλαφίσεις παγωμένο που είναι – θρόμβοι αμέτρητοι από χαμένες ζωές – αλλά δε μπορείς έτσι κι αλλιώς να το δεις, μου είπε «Γιες μπέιμπι» και τότε κατεβήκαμε από το αμάξωμα και οι τρείς μας, εγώ εκείνη και η Μόλλυ και αρχίσαμε να περπατάμε στο χιόνι με κατεύθυνση προς τα πίσω αλλά στην πραγματικότητα πηγαίναμε μόνο μπροστά, ο άνεμος ήταν κόντρα αλλά εμείς πάντα πηγαίναμε μπροστά.

 

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα όπου και επέλεξε να επιστρέψει, έχει διανύσει σημαντικές περιόδους της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία. Δηλώνει ερωτευμένη με τη λογοτεχνική μετάφραση. Αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά και γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο www.selidodeiktis.gr

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top