Fractal

Όλες οι λύπες αντέχονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

gamo«Την Κυριακή έχουμε γάμο» του Γιάννη Ξανθούλη, εκδ. Διόπτρα, σελ. 374

 

Χρησιμοποιώντας τα συγγραφικά του φετίχ, τρένα, οικογένεια, Έβρο, γάμους, νοσταλγία της νοσταλγίας, παιχνίδι με τον χρόνο, μοναξιά, μυστικά και συμπτώσεις, ο Γιάννης Ξανθούλης αναπλάθει τον κόσμο μέσα από μάτια παιδικά. Την εγγονή και το παιδί που ήταν ο παππούς κάποτε. Η Ελλάδα που πέρασε και η Ελλάδα που ζούμε σήμερα, η Ελλάδα προ κρίσης και κατά την κρίση. Σε ένα ταξίδι ζωής και σε έναν γάμο που είναι σα μαγική εικόνα: εκεί πάντα για να ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου.

«Όλες οι λύπες αντέχονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία», με την γλυκόπικρη αλήθεια της εκ Δανίας θείας Εσθήρ, μετάθεση από την δανέζα Κάρεν Μπλίξεν, φράση- κλειδί, ο Γιάννης Ξανθούλης υπογράφει ένα ακόμα βιβλίο- μαχαίρι- πληγή με τον γνωστό του αυτοσαρκασμό, με την γνωστή του μαγεία [την παίζει στα δάχτυλα], επιβεβαιώνοντας εκείνο που είχαμε όλοι μας υποψιαστεί: το ότι είναι χείμαρρος, τεχνίτης και συγγραφέας μεγάλος.

«Την Κυριακή έχουμε γάμο» δηλώνει από τον τίτλο, σε ένα εξώφυλλο που ζωγραφίζει ο ίδιος και θυμίζει βυζαντινό ψηφιδωτό. Οι δικοί του άγιοι και άρχοντες, άνθρωποι σαν κι εμάς, καθημερινοί, αστείοι και τραγικοί, με φωτοσκιάσεις που τους κάνουν όμοιους αλλά και διαφορετικούς, με μυστικά που καθορίζουν, χτίζουν ή γκρεμίζουν ζωές, με την ζωή αυτή καθ’ αυτή να κάνει το δικό της κωμικοτραγικό παιχνίδι.

Στις σελίδες του, τέσσερις γενιές περιγελούν τον Τόπο και τον Χρόνο. Ένα αγόρι – παππούς, «υποθετικά ορφανό» και από τύχη «κουμπάρος» που αλλάζει επίθετο – από Ιορδάνης Μακρής σε Ιορδάνης Λεοντίου,- βαγόνια και τρένα και διασχίζει με τρόπο εντελώς μεταφυσικό την εποχή. Παρίσταται ταυτοχρόνως ως το παιδί κι ο μετέπειτα γέρος εαυτός του για ν’ αποκτήσει «σώμα και αίμα» η ιστορία, εφόσον το τέλος θα το ξέρει μόνο αυτός.

Και ένα νεραϊδοπαρμένο ζόρικο κορίτσι, η Βικτώρια Μελά, που ξέρει κι ακούει την αλήθεια στα παραμύθια και την υπερασπίζεται καθώς πρέπει, δηλαδή, με τσαμπουκά. Η εγγονή του. Όλοι οι υπόλοιποι είναι κομπάρσοι: η υποτιθέμενη χήρα Άννα, η υποτιθέμενος νεκρός πατέρας Γιώργος- Ταρζάν, η γιαγιά Σύρμω, η κόρη Φαίδρα, η ψυχοκόρη Κούλα, η θεία Γαργαρίτσα, η εγκυμονούσα νύφη, ο γαμπρός, τα συμπεθέρια και τα πεθερικά.

Κι ένα λουλούδι, που πυροδοτεί τη Μνήμη. Η παιώνια η δολοφονική, τελικά. Που ενώνει τον έρωτα με τον θάνατο και έναν γάμο- σύμβολο πια με το πένθος, επειδή είπαμε ο γάμος είναι σύμβολο και είναι χίλια δυο: Επειδή ο Ιορδάνης ακριβώς λόγω ηλικίας, γέρος σήμερα, αλλά τότε ήταν και 11 χρονών, είχε αυτή την ευχέρεια, να μπαινοβγαίνει, να τα βλέπει όλα και να μεγαλοποιεί τα γεγονότα, εκμαιεύοντας την αλήθεια και τον πυρήνα τους.

Ο παππούς- παιδί και η απίστευτη Βικτώρια εγγονή (τι παιδί!) σε απόλυτο συντονισμό είναι εκείνοι που αξιώνονται να δουν την αλήθεια και την ουσία, όπως μόνο ένα παιδί μπορεί να την δει: «Φυσικά, κάποτε, όταν η Βικτωρία μεγάλωνε- κι αυτό δεν θα αργούσε να γίνει- θα έκαναν μαζί το ταξίδι για τον γάμο. Γιατί όπως έλεγε ο παππούς, ο γάμος αυτός θα παρέμενε για πάντα καρφιτσωμένος σε ένα μέλλον που οι χαζοί θεωρούσαν παρελθόν».

 

xan

 

Ο γάμος- σύμβολο θα μπορούσε να είναι και η απόλυτη στιγμή ή σκηνή, μεταφερόμενη γιορτή για όποτε είναι, τελικά, έτοιμοι γι’ αυτόν οι προσκεκλημένοι.

Και η οικογένεια, ένα μικροσύμπαν που εμπεριέχει αστραπές και βροντές, ηλιόλουστες περιόδους και εποχές που μεταβάλλονται και μας αλλάζουν. Οι γονείς μας, με όλη τη σκοτεινιά του πιο σκοτεινού Θεού, πλασμένοι από μας με φαντασία, ανάγκη, ψευδαίσθηση, αλήθεια και μυστικά, να γίνονται συν τω χρόνω άλλοι και κάποιοι άλλοι:

«Οι γονείς μας συμπληρώνονται μόνο με τη φαντασία. Τα μυστικά τους δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Μόνο αποσπάσματα… μόνο…»

Οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της ιστορία και της βραδιάς, του γάμου και της μεταγαμήλιας αλήθειας, η Βικτώρια και ο Ιορδάνης, παππούς κι εγγονή, οι μόνοι άξιοι για εκείνο τον εκτός χρόνο, θεϊκό χρόνο. Συνένοχοι και συμμέτοχοι ενός κοσμικού μυστικού που εξαφανίζει ο ορθολογισμός και η κοντόφθαλμη καθημερινότητα όλων των άλλων:

«…. Η βραδιά προχωρούσε με πολλαπλές εκρήξεις, η αποκαθήλωση του Ιορδάνη κάλπαζε, ενώ μείζον θέμα αποτελούσε η σιωπή της μικρής Βικτώριας, που αρνιόταν πεισματικά πως γνώριζε κάτι παραπάνω για την εξαφάνιση του παππού της. Ίσως να έφταιγε και η εκ φύσεως ειρωνική έκφραση του κοριτσιού, αλλά η μητέρα της ήταν βέβαιη πως ήξερε όλο το σχέδιο της απόδρασης του ηλικιωμένου και πως τους κορόιδευε κατάμουτρα κατ’ εντολήν του.»

Οι άλλοι, «οι μεγάλοι», μόνο να υποψιάζονται μπορούν. Μέτοχοι της μαγείας μονάχα αυτοί, οι επίσημοι προσκεκλημένοι ενός περιοδεύοντος μέσα στον χρόνο, γάμου:

«…. Ίσως πολλοί να πίστευαν πως ο ” κουμπαράκος” , μόλις τα χέρια του Λαλάκου θα τον προσγείωναν ξανά με δόξα και τιμή, θα επανερχόταν άμεσα στην παλιά του μετριότατη κλίμακα, χαμένος στο υφασματένιο δάσος των προσκεκλημένων. Ας το πίστευαν. Ο Ιορδάνης πίστευε άλλα, γιατί γνώριζε άλλα. Αυτά που δεν γνώριζαν οι άλλοι πως γνώριζε, κι αυτό ακριβώς του έδινε έναν αποπνικτικό αέρα εξουσίας….»

Μια ιστορία για σαρκοβόρα καλοκαίρια, ελληνική φύση που συνδυάζει «θάλασσα, ελιές, αρνιά ψητά με χασάπη και μπουγάδα από σουτιέν και βρακιά», ταξίδια αναψυχής που μεταβάλλονται σε ταξίδια ενηλικίωσης και αυτογνωσίας, γάμο που αποτελεί την χωροχρονομηχανή, ένα γλυκόπικρο πανηγύρι ζωής, καλειδοσκοπικό σαν την ίδια μας την διαδρομή, πυκνό και αλληγορικό, μια λονγκ πλέι παραβολή, για ό,τι υπάρχει, ό,τι νομίζουμε για αυτό που, εντέλει, είμαστε ικανοί σε ένα παλίμψηστο που περιλαμβάνει τους πάντες. Την Ελλάδα που υπήρξε κι αυτήν που υπάρχει, τους ήρωες τότε και τώρα, τα γεγονότα αναλόγως της οπτικής, κι αλήθειες, αλήθειες, αόρατες, σαν ψεύδη μεγάλα.

Οι οικείοι ξένοι και η αγιάτρευτη προσωπική μας ορφάνια. Οι εκλεκτικές συγγένειες και το οξύμωρο που μεταβάλει έναν γάμο από πανηγύρι σε αρχαιοελληνική τραγωδία.

Ο Γιάννης Ξανθούλης σε μεγάλα κέφια, γλυκόπικρος και συνάμα σοφός, μεγάλος μάγος της γραφής και μύστης, εντέλει, μεγάλος. Να συνεχίζει και να εξελίσσει όλον αυτό τον μαγικό ρεαλισμό που ξεκίνησε με τον «Τούρκο στον κήπο», να συμπληρώνει την οικογενειακή τραγωδία από τον «Γιο του δασκάλου» και τον «Θείο Τάκη», να επιλέγει το έλεος που μας υπέδειξε πρώτη η «Δεσποινίς Πελαγία», να αποδεικνύει ότι όλα είναι θέμα οπτικής και αισθητικής. Ειδικά η μεγάλη λογοτεχνία.

 

gamos-cover

 

* Δημοσιεύθηκε στο ethnos.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top