Fractal

Το νουάρ της ύπαρξης

Γράφει η Χρυσοξένη Προκοπάκη //

 

Σπύρος Γιανναράς «Τη μέρα που θα σηκωνόμουν να χορέψω», Εκδόσεις Άγρα

 

«Έχω συχνά την εντύπωση πως αναγνωρίζω στη μέση του δρόμου ανθρώπους από καιρό πεθαμένους. Ενίοτε αναγνωρίζω και ζωντανούς, οικεία πρόσωπα που πέρασαν κάποτε απ’ τη ζωή μας, φωτίζοντας ή ρημάζοντάς την, κι ύστερα χάθηκαν, παρασυρμένα από το ρέμα του χρόνου»

Τα έντεκα διηγήματα της συλλογής του Σπύρου Γιανναρά Τη μέρα που θα σηκωνόμουν να χορέψω διαβάζονται απνευστί. Από την πρώτη αράδα του βιβλίου ο αναγνώστης αιχμαλωτίζεται από το ύφος του συγγραφέα. Τόσο η ιδιαιτερότητα της γλώσσας του όσο και η πρωτοτυπία των εικόνων που μας χαρίζει στις περιγραφές του είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου. Τα διηγήματα διαθέτουν αυτοτέλεια αλλά ταυτοχρόνως ο αναγνώστης έχει την αίσθηση μιας ενιαίας ιστορίας, καθώς όλα τα διαπνέει μια υποσκότεινη ατμόσφαιρα, ωστόσο με πολλά φωτεινά σημεία.

«Όμως στην εφηβεία εκλαμβάνεις ανάκατο το έκτακτο μαζί με το τετριμμένο. Τα εκλαμβάνεις ως δεδομένα, με την αφέλεια εκείνου που δεν έχει γνωρίσει τη στέρηση κι αγνοεί το τέλος των πραγμάτων».

Ο Γιανναράς καταπιάνεται με πρόσωπα που, χωρίς να αποσκοπούν να γίνουν ήρωες, αποτολμούν ηρωικές καθημερινές πράξεις, ξεπερνώντας πολλές φορές τα ατομικά τους όρια. Άνθρωποι που παλεύουν να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, άνθρωποι που επιζητούν τη δικαιοσύνη και τολμούν να την αποδώσουν οι ίδιοι με όποιο κόστος. Πρόβες θανάτου και θάνατοι ανεξακρίβωτοι που αφήνουν πίσω τους σκιές.

Τα πρόσωπα της συλλογής υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Ζουν εξοικειωμένα με την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, αλλά καθόλου παραιτημένα. Είναι άνθρωποι που παλεύουν με την πραγματικότητα αλλά δεν σταματούν να ονειρεύονται, και κάποιες φορές να ονειροβατούν.

Η σύγχρονη κρίση, τόσο στην ελληνική πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία, αποτελεί το σκηνικό των διηγήσεων, όπου μέσα σ’ αυτό οι ζωές πλάθονται και μεταλλάσσονται. Το παρελθόν με το παρόν μπλέκονται μεταξύ τους με αριστοτεχνικό τρόπο, οι ήρωες περιδιαβαίνουν τις σελίδες του βιβλίου με φυσικότητα και η κάθε ιστορία επιφυλάσσει πάντα στο τέλος μία έκπληξη.

«Τρελός είναι ο άνθρωπος με τόσο οξυμμένη ευαισθησία που, μην αντέχοντας την παραμικρή βίαιη αντιπαράθεση με τους άλλους, διαρκώς καταρρέει».

Η γλώσσα του Γιανναρά είναι απολαυστικά πλούσια. Με σαρκασμό κατορθώνει να αποφορτίζει την ήδη κάποιες φορές βαριά ατμόσφαιρα, ενώ η πληθώρα των παρομοιώσεων φανερώνει την οξυμένη φαντασία του συγγραφέα, και είναι αυτές, οι παρομοιώσεις, που δημιουργούν εικόνες πρωτότυπες, συχνά ποιητικές. «… βάλθηκε να εποπτεύει αργά, ένα ένα, όλα τα τραπέζια, σταματώντας κάθε τόσο για να περιεργαστεί τα πρόσωπα που τσαλάκωνε η οδύνη».  «Η κουζίνα ήταν άδεια και κρύα σαν χειρουργείο». Οι λέξεις ζωντανεύουν μπροστά στον αναγνώστη σαν σε θεατρική σκηνή, τα πρόσωπα διαθέτουν μια απαράμιλλη καλοσύνη που εκφράζεται μέσα από έντονα στιγμιότυπα.

«Κάτι θα γίνεται με την οριζόντια στάση, γιατί είναι γεγονός ότι οι πιο  γόνιμες σκέψεις της μέρας αρχίζουν να ρέουν, σαν το νερό στο στόμιο μισογεμάτου μπουκαλιού που ξαφνικά ξαπλώνεις, μόλις ακουμπήσει το κεφάλι στο μαξιλάρι».

 

Σπύρος Γιανναράς

 

Είναι σύγχρονες ιστορίες που, γραμμένες μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, αυτομάτως μετατρέπονται σε πρωτότυπες εκδοχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόλο που τα θέματα είναι λίγο ως πολύ οικεία, βρίθουν στιγμών που μεταφέρουν τον αναγνώστη αν όχι σε κάποια άλλη εποχή ή ηλικία, σίγουρα σε κάποια άλλη πραγματικότητα. Οι περιγραφές ικανοποιούν τις αισθήσεις του αναγνώστη: μουσική χέβι μέταλ, ο χορός της Μάγια Πλισέσκαγια στο Bolero, κρασί Cabernet Sauvignon, σκοποβολή με μαχαίρια.

«Η μητέρα του,… τυπική Αγγλίδα χωρίς χείλη και μια ευθεία γραμμή σαν μαχαιριά στη θέση του στόματος».

Ο Γιανναράς μας προσφέρει έντεκα ιστορίες με νουάρ αποχρώσεις που υμνούν τον άνθρωπο, τις αδυναμίες, τα πάθη του, χωρίς να τον αγιοποιούν, ίσα ίσα τον ξεγυμνώνουν και συχνά τον αφήνουν εκτεθειμένο σ’ ένα αβέβαιο παρόν. «Κι εκεί που αναρωτιέμαι τι στεριώνει και πώς, και με ποιο κάθε φορά άγριο τίμημα, δεν ξέρω με ποιο άλμα του λογισμού φτάνω να σκέφτομαι ότι τον άγριο από τον άγιο ένα τόσο δα γραμματάκι τους χωρίζει» «… πρόλαβα να ακούσω τον υπόκωφο ήχο, σπασμένου καρυδιού του καρυοθραύστη, που έκανε το κρανίο του χοντρού καθώς προσέκρουε στη σκληρή επιφάνεια».

Με το πέρας της ανάγνωσης, νιώθεις την ένταση των συναισθημάτων με τα οποία είναι φορτισμένες οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις. Ο συγγραφέας κατορθώνει να παρουσιάσει την πραγματικότητα τυλιγμένη σε ένα γλυκό μυστήριο, μέσα στο οποίο οι ήρωες ζουν άλλοτε αυτάρκεις κι άλλοτε βυθισμένοι σε ένα ανικανοποίητο εγώ.

«Δεν ξέρω αν την πένθησε, αν την έκλαψε ή αν απλώς σκούπισε από πάνω του το βάρος της απώλειας».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top