Fractal

Αθώοι και Φταίχτες

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Σταύρος Χριστοδούλου «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 288

 

“«Κακός σπόρος, κακά μαντάτα» ακούστηκε σαν κρώξιμο η φωνή της πίσω του, όμως οι λέξεις σκόρπισαν από τη δύναμη του ανέμου.”

Όλα αρχίζουν πριν από 27 χρόνια στη Βουδαπέστη, 12 Φεβρουαρίου του 1985, εκείνη τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός.

Εκείνη τη μέρα που ένα από τα παιδιά του Skala κτυπούσε την πόρτα στο σπίτι των Κόβατς, η Άντρια γέννησε αλλά πέθανε στη γέννα, το μόνο που διασώθηκε ήταν το παιδί.

«Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα- όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνον τον σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας», και επιλέγοντας ως μότο του βιβλίου αυτό εδώ το απόσπασμα του Φερνάντο Πεσσόα, ο συγγραφέας μας προειδοποιεί.

Τελικά, υπάρχει ή δεν υπάρχει τετελεσμένα δεδικασμένη ζωή;

Το νουάρ μυθιστόρημα «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» είναι το δεύτερο βιβλίο του δημοσιογράφου Σταύρου Χριστοδούλου, με πρώτο το «Hotel National» με το οποίο έφτασε στις μικρές λίστες των βραβείων και τον υποδέχθηκε διθυραμβικά η κριτική. Στις σελίδες του η μοιραία φιλία δύο ανδρών με φόντο τη μεγάλη περιπέτεια της Αριστεράς από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. «Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας, πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις». Ο ήρωάς του, Γρηγόρης Μιχαήλ επιστρέφει στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι του 2014 στο άλλοτε κραταιό Hotel National και ξαναζεί με τα φαντάσματά του, αντιμέτωπος με διαψεύσεις, ψευδαισθήσεις κι ανομολόγητες ενοχές.

Ο Σταύρος Χριστοδούλου γνωρίζει ήδη καλά το πώς αλλάζει η ροή της Ιστορίας τις μικρές ζωές των ανθρώπων. Έχει ήδη κατανοήσει πως ειδικά τα Βαλκάνια είναι καζάνι που βράζει, τα σύνορα αλλάζουν με κάθε στροφή της ιστορίας και οι άνθρωποι βιώνουν το απίστευτο: ο γενέθλιος τόπος, η χώρα τους, να μην υφίσταται πια. Στο νουάρ μυθιστόρημα, επίσης, καταλύει τα σύνορα. Το παιδί που γεννιέται «τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», «η κακή σπορά» θα βρεθεί στο καμίνι της Αθήνας 27 χρόνια μετά.

Κατηγορούμενος για τον φόνο του ζωγράφου Μίλτου Αδριανού ο «Γιάνος, ο Ούγγρος» θα σταθεί η αφορμή να ξετυλιχθεί όλο το έρεβος της σύγχρονης πραγματικότητας: μετανάστες δίχως στον ήλιο μοίρα, η ανθρώπινη αλυσίδα που δημιουργεί δεδικασμένες ζωές, η ανδρική πορνεία, οι κατ’ εξέρεσιν άνθρωποι υπεράνω υποψίας, απελπισμένοι άνθρωποι με σκοτεινές εντέλει συναλλαγές. Κι ανάμεσά τους, ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος να μαζεύει τα χαμένα κομμάτια της δημοσιογραφίας, ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης [υπέροχος ο συνειρμός που παραπέμπει στον συγγραφέα Αντώνη Σουρούνη] απαισιόδοξος, απελπισμένος πια και κατηφής, η Ελένη η γυναίκα του Γιάνος, οι γονείς της Ελένης, ο Παύλος Κέρος γόνος καλής οικογενείας, η Ευαγγελία Κρασά το γένος Φέλιου, χήρα, ένας ψυχαναγκαστικός θυρωρός που κρατά βιβλία εισόδου- εξόδου των πάντων, κι ένα υπόγειο κομμάτι Αθήνας όπου όλα είναι πιθανά.

Το μεγάλο ατού του βιβλίου, δεν είναι τόσο η πλοκή και το σασπένς που υπάρχουν έτσι ή αλλιώς. Αλλά η ανθρωπογεωγραφία θυμάτων και θυτών. Οι οποίοι εκ των πραγμάτων και από τις συγκυρίες αλλάζουν ρόλους έτσι ώστε να μην υπάρχει αθώος και ο ένοχος να μη μπορεί να κάνει αλλιώς.

Ναι, σωστά διαβάσατε, είναι κάποιες φορές που για να εξιλεωθείς χρειάζεται μέχρι και να σκοτώσεις, σε έναν μοιραίο κύκλο επαναλαμβανόμενης σκηνής: εγκαταλείπεις επειδή σε εγκατέλειψαν, προδίδεις ως προδομένος, το καθαρτήριό σου μπορεί και να διασχίζει την κόλαση, όλα αυτά σε ένα βαθύ και «στοργικό» μυθιστόρημα που παρά την γενική αγριότητα βαφτίζει τα επί μέρους κεφάλαια με τα ονόματα δικαίων και αδίκων, αθώων και ενόχων, δηλαδή «Γιάνος», «Στέλιος», «Ελένη», «Ευαγγελία»…, εφόσον αυτούς αφουγκράζεται, αναδεικνύοντας το τραύμα και το οικογενειακό βάρος που σε υποχρεώνει να παίξεις με σημαδεμένη τράπουλα τελικά στη ζωή.

 

Σταύρος Χριστοδούλου

 

Είναι φοβερό το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος αναζητώντας λίγη τρυφερότητα ή μέσα από την λαχτάρα του να αγαπηθεί, φαρμακώνουν και φαρμακώνονται οι ήρωες, σε μια ιστορία που θυμίζει αρχαία τραγωδία με το έλεος και τη δικαίωση να φτάνει αργά και μόνο προσωπικά. Η λεπτεπίλεπτη νομοτέλεια της ζωής θέλει διάκριση για να βιωθεί και μεγάλο συγγραφικό ταλέντο για να αποδειχτεί και ο Σταύρος Χριστοδούλου όντως το διαθέτει.

Μια ιστορία έκπληξη, ένα παλίμψηστο από δεδικασμένα πεπρωμένα και υποθηκευμένες ζωές που η κάθαρση δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική και εσωτερική σε εποχή τόσο παρακμιακή και σκοτεινή.

Αποδεικνύοντας ότι το αστυνομικό είναι το σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα ο συγγραφέας το αναγάγει και σε υπαρξιακό, νομοτελειακό. Τους πονάει τους ήρωές του ο Χριστοδούλου, θύματα και φονιάδες, αποδεικνύοντας την εξίσωση ότι όλοι είναι πιόνια της ιστορίας τους και της Ιστορίας και μόνη ελεύθερη βούληση είναι πια η υπέρβαση, αθέατη τις περισσότερες φορές και μοναχική. Όπως απολύτως μοναχική υπόθεση έχει γίνει πια του καθενός η ζωή.

Σπαρακτικό βιβλίο.  Αυτό που απομένει διαβρωτικό κι αβάσταχτο  είναι η τελευταία κραυγή «Κανείς δεν είναι αθώος» πια σε αυτή τη ζωή. Σε κυνηγά το κρίμα σχεδόν με προπατορικό τρόπο, από έμβρυο ακόμα, νεογέννητο, μια σταλιά παιδί.

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top